Ήταν χωμένοι σ' ένα παλιό γκαράζ κι είχαν κλείσει τη σιδερένια πόρτα. Απ' έξω έριχνε ραδιενεργή βροχή και δεν μπορούσαν να βγουν.

Η Νόρα πάτησε το κουμπί στα πλάγια του πιστολιού, αφαίρεσε τον άδειο γεμιστήρα και με μια αδέξια κίνηση γλίστρησε μέσα τον γεμάτο. Κάτι όμως έκανε στραβά κι ο γεμιστήρας δεν κούμπωσε με αποτέλεσμα να πέσει στο πάτωμα και να σκορπιστούν έξω κι όλες οι σφαίρες.

Ήταν γενικά ένα άχαρο θέαμα.

«Ξανά», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο μισθοφόρος που καθόταν χάμω, απέναντί της.

«Κάν' το ξανά μέχρι να το μάθεις. Και μάζεψε τις σφαίρες – τι χάλι.» Ήταν καθισμένος με το κεφάλι σκυφτό και το μισό του πρόσωπο κρυμμένο κάτω από το γείσο του φθαρμένου του καπέλου, και επιθεωρούσε την μπάζα από τους Επιδρομείς: ένα κουτάκι σφαίρες διαμετρήματος 308 χιλιοστών, τρία φλασκιά νερό, μια κονσέρβα ανανά (σε ζουμί), και δύο συσκευές που έμοιαζαν με εκείνους τους προπολεμικούς εισπνευστήρες άσθματος – Τζετ της είπε ότι ήταν, κι όταν τον ρώτησε τι είναι Τζετ τής είπε απλώς, «Θα το δοκιμάσεις».

Η Νόρα βάλθηκε να μαζεύει από χάμω τις σφαίρες συνοφρυωμένη. Το γέμισμα του πιστολιού δεν ήταν και τόσο δύσκολο – τουλάχιστον έτσι έλεγε εκείνος, αλλά εκείνος θεωρούσε ότι το γέμισμα των όπλων ήταν δύσκολο μόνο για τους χαζούς, οπότε δεν της άφηνε πολύ περιθώριο να μαντέψει τι ακριβώς πίστευε για την ίδια. Κι έτσι στρώθηκε στο να κουμπώνει και να ξεκουμπώνει τον γεμιστήρα, προσπαθώντας κάθε φορά να το κάνει λίγο πιο γρήγορα. «Κάθε δευτερόλεπτο που αργείς να γεμίσεις το όπλο, ίσως και να σου στοιχίσει τη ζωούλα σου», έτσι της είχε πει.

Μετά την εικοστή φορά, άρχισε να παίρνει το κολάι – ή αυτό τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει – κι η κίνηση έγινε σχεδόν μηχανική και ο ήχος – κλικ, κλακ, κλικ, κλικ, κλακ – ήταν επαναλαμβανόμενος και τη νανούριζε.

Είχαν να φάνε από το προηγούμενο βράδυ και, κατά ένα περίεργο τρόπο, της ήρθε μια λαχτάρα να πιει μιλκ-σέηκ βανίλια στο diner του κυρίου Χώθορν. Τώρα πια δεν υπήρχαν μιλκ-σέηκ, ούτε diner. Πότε ήταν που έπινε μιλκ-σέηκ καθισμένη σε ένα από τα ψηλά σκαμπό στον πάγκο κι ανεμίζοντας τα μακριά της πόδια, με τα λευκά σοσονάκια και τα γαλάζια λουστρίνια, πέρα-δώθε; Θα 'ταν όταν πήγαινε γυμνάσιο.

Στο ίδιο diner είχε γνωρίσει και τον Νέητ, μια μέρα του Ιουλίου, μετά τις εξετάσεις της σχολής της, όταν είχε επιστρέψει στο Κόνκορντ για διακοπές. Αλλά εκείνη τη μέρα δεν καθόταν στο ψηλό σκαμπό στον πάγκο, ανεμίζοντας τις γάμπες της, γιατί πλέον ήταν κολεγιόπαις κι είχε πιάσει μια θέση στους καναπέδες μαζί με τη φίλη της τη Λόρυ. Και η Λόρυ της είχε πει, «Νόρα, θα έρθει ένας φίλος μου που γνώρισα χτες στο πάρτι της Σάρα και μου είπε ότι θα φέρει κι έναν κολλητό του, και ξέρεις είμαι τρελή για τον Τζέηκ, μ' αρέσει πάρα πολύ, και ξέχασα να σου πω, είναι μεγαλύτεροι βέβαια, και είναι στρατιώτες, ξέχασα να στο πω, αλλά έχουν άδεια τώρα» και συνέχισε να μιλάει έτσι ακατάπαυστα, χωρίς να παίρνει ανάσα, κι η Νόρα γέλασε γιατί τη συμπαθούσε πολύ τη Λόρυ.

Εκείνη λοιπόν την ηλιόλουστη ζεστή μέρα του Ιουλίου, ο κόσμος περιδιάβαινε χαρούμενος στα μαγαζιά έξω στο δρόμο, ή τουλάχιστον έτσι φάνταζε στη Νόρα, γιατί ήταν η ίδια χαρούμενη. Πού και πού ακουγόταν η φωνή του εκφωνητή από την τηλεόραση στον τοίχο πάνω από το μπαρ, περιγράφοντας τις εξελίξεις του πολέμου στην Αλάσκα. 'Άλλη μια νίκη ενάντια στην Κινέζικη Απειλή'. Μετά έπεφτε και καμιά διαφήμιση για όσους ήθελαν να πάνε στον πόλεμο ως μισθοφόροι και να πολεμήσουν ενάντια στους 'Κόκκινους Διαβόλους'. Αλλά η Νόρα ένιωθε ασφαλής στη Βοστώνη και η επιχείρηση του πατέρα της πήγαινε καλά και δεν τους είχε επηρεάσει τόσο η πετρελαϊκή κρίση, τουλάχιστον όχι όσο είχε επηρεάσει την Ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία, απ' όπου άλλωστε είχαν μετακομίσει όταν ήταν ακόμη η Νόρα στο δημοτικό. Κι έτσι η Νόρα εξακολουθούσε να πίνει το μιλκ-σέηκ βανίλια της στο diner του κυρίου Χώθορν, σχεδόν αγνοώντας το τι γινόταν στον υπόλοιπο κόσμο. Και στον υπόλοιπο κόσμο – γιατί θα έπρεπε κάποια στιγμή να αναγνωρίσει και να δει την αλήθεια κατάματα – τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά.

Ήταν καλοκαίρι του 2076. Η Νόρα ήταν δευτεροετής στη νομική, στο Κολέγιο της Βοστώνης.

Όταν είχε περάσει στη σχολή ήταν όλοι τόσο ενθουσιασμένοι, μαμά και μπαμπάς και θεία και ξαδέρφια, όλοι εκτός ίσως από την ίδια τη Νόρα, που είχε κλειστεί στο δωμάτιό της μετά το πάρτι εκείνο για την επιτυχία της και είχε κλάψει λίγο γιατί δεν ήταν σίγουρη – μετά από τόσο διάβασμα – ότι το κάλεσμα της ζωής της, ο σκοπός της σ' αυτόν τον κόσμο ήταν να σπουδάσει νομική στο Κολέγιο της Βοστώνης.

Αλλά παρόλ' αυτά, κι επειδή ήταν το καλό παιδί, το πολλά υποσχόμενο, φόρεσε το συνηθισμένο της γλυκό χαμόγελο και ταξίδεψε στο Νιούτον αφήνοντας την πατρική αγκαλιά για να ξεκινήσει τη φοιτητική της ζωή. 'Τουλάχιστον θα γνωρίσω αγόρια', έτσι είχε σκεφτεί.

Και τότε, πριν καλά-καλά νιώσει τα σκιρτήματα των φοιτητικών ερώτων, γνώρισε τον Νέητ στο diner του κυρίου Χώθορν, έξι χρόνια μεγαλυτέρου της, ψηλού και μελαχρινού και με μια ελαφριά μελαγχολία στα μάτια που τον έκανε τόσο γοητευτικό τότε στη δεκαεννιάχρονη Νόρα. Δεν φανταζόταν ότι εκείνη η μελαγχολία προερχόταν κυρίως από όσα είχε ο Νέητ δει – και ενδεχομένως κάνει – στον πόλεμο στην Αλάσκα και καμιά φορά του έφερναν εφιάλτες και ξυπνούσε κάθιδρος δίπλα της στο κρεβάτι, αλλά η Νόρα ακόμα και τότε ήταν λίγο αδαής ως προς τα προβλήματα του, γιατί όπως ήταν καλομαθημένη στην πατρική της αγκαλιά έτσι καλομαθημένη συνέχισε να είναι και στη συζυγική.

Βέβαια η, σχετικά καλομαθημένη, Ελεονόρα (γιατί αυτό ήταν το βαφτιστικό της), είχε κι εκείνη τα δικά της προβλήματα και τις δικές της έγνοιες. Τον Αύγουστο του 2076, ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος και, με μισή χαρά και μισό τρόμο, το είπε στο Νέητ στο τηλέφωνο, αφού εκείνος είχε ήδη φύγει για ένα ακόμη εξάμηνο στην Αλάσκα. Τελικά κατάφερε να φύγει οριστικά από τον στρατό μετά από τρεις μήνες για να γυρίσει κοντά στη Νόρα – οπότε έγινε και ο γάμος τους – και να αναζητήσει δουλειά ως προγραμματιστής υπολογιστών.

Η Νόρα, εν τω μεταξύ, βρέθηκε έγκυος και παντρεμένη στα 19 της χρόνια, πράγμα λίγο-πολύ σκανδαλώδες. Στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της αναγκάστηκε να σταματήσει τη σχολή της, αν και αυτό δεν τη στεναχώρεσε ιδιαίτερα, καθότι τελικά η νομική δεν την ενδιέφερε και πάρα πολύ, ούτε κι αισθανόταν ότι ταίριαζε στην εσωστρεφή της ιδιοσυγκρασία. Νοίκιασαν με τον Νέητ ένα όμορφο δυάρι στο Σένκτσουερι Χιλζ, με τη βοήθεια της οικογένειάς της που ήταν περισσότερο εύποροι από του Νέητ και δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν είχε βρει ακόμα σταθερή δουλειά, αλλά ευτυχώς είχε μαζέψει αρκετά χρήματα από τη θητεία του στον στρατό, και το γαμήλιό τους δώρο ήταν ο Κόντσγουορθ, ένας ολοκαίνουργιος Κύριος Πρακτικός, ρόμπο-μπάτλερ.

Η Νόρα, τους τελευταίους μήνες πριν γεννηθεί ο γιος της, έπιανε τον εαυτό της να πηγαινοέρχεται στο δυάρι τους, μόνη, με μοναδική παρέα τον Κόντσγουορθ, κοιτάζοντας αφηρημένη έξω από το παράθυρο το ειδυλλιακό προάστιο του Σένκτσουερι Χιλζ, και πότε-πότε τη φουσκωμένη της κοιλιά. Ένιωθε θλίψη. Αισθανόταν ότι όλα είχαν πάει στραβά, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει για να τα διορθώσει. Περνούσε τον καιρό της αλλάζοντας αφηρημένα τα κανάλια της τηλεόρασης στο σαλόνι και κατηγορούσε τον εαυτό της, τη δειλία της, και τα «Ναι, μπαμπά» της. Κοίταζε τη φουσκωμένη της κοιλιά με τρόμο. Έπινε λεμονάδες και ζητούσε πότε-πότε απ' τον Κόντσγουορθ να της πει κανένα ανέκδοτο.

Στο μεταξύ, η τηλεόραση αναμετέδιδε την καταστολή του πεινασμένου κι αγριεμένου πλήθους στην Καλιφόρνια, στο Τέξας και σ' άλλες πολιτείες, από τους στρατιώτες μέσα σ' εκείνες τις υπερπανοπλίες που έμοιαζαν με τεθωρακισμένα τανκς. Η ανεργία και ο πληθωρισμός είχαν φτάσει στα ύψη. Η εταιρεία που είχε βρει, τελικά, μια δουλειά ο Νέητ, έκανε μαζικές απολύσεις κι εκείνος φοβόταν ότι θα ερχόταν κι η σειρά του. Πυρηνικά καταφύγια είχαν ήδη χτιστεί σε διάφορες μεριές της Αμερικής, μέχρι και λίγα μόλις μέτρα από τη γειτονιά τους, το Σένκτσουερι Χιλζ. Η Κίνα, έλεγε ο εκφωνητής, μετά την ήττα στο Άνκορατζ της Αλάσκας, ετοίμαζε ισχυρή πυρηνική επίθεση. Αλλά το ίδιο και η Αμερική.

Το γαμήλιο δώρο των γονιών του Νέητ, που ήταν πρακτικοί τύποι, ήταν μια θέση και για τους τρεις τους στο καταφύγιο του Σένκτσουερι. Τους είχε κοστίσει αρκετά ακριβά και ο Νέητ είχε θυμώσει και τους είχε πει ότι δεν ήταν ανάγκη, αλλά το ίδιο το βράδυ του γάμου τους, στο κρεβάτι, της είχε πει ότι τελικά ήταν καλή ιδέα. Είχε ακουμπήσει το χέρι του πάνω στην τριών μηνών κοιλιά της και της είπε ότι ήθελε ένα μέλλον για τον γιο ή την κόρη τους κι ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα και θα δυσκόλευαν περισσότερο. Στα καταφύγια της Βόλτεκ έμπαιναν όσοι πλήρωναν και κάμποσες θέσεις θα μοιράζονταν με εθνική λοταρία κι έπρεπε να αισθάνονται τυχεροί. Όσο της τα έλεγε αυτά, η Νόρα σκεφτόταν το τέλος του κόσμου κι ένιωθε μια ευχάριστη αναστάτωση.

Ένα πρωινό του Οκτωβρίου - ο Σον ήταν τότε έξι μηνών - ετοιμάζονταν να πάνε μαζί με τον Νέητ σε ένα γεύμα για τους βετεράνους του πολέμου της Αλάσκας, όταν το κουδούνι της πόρτας χτύπησε και εμφανίστηκε μπροστά τους ένας πλασιέ που επέμενε να τους πουλήσει μια σειρά από εγκυκλοπαίδειες. Η μέρα έξω ήταν ηλιόλουστη, είχαν αργήσει κι η Νόρα προσπαθούσε να σκεφτεί τι να πει για να τον ξεφορτωθεί όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Τότε ήταν που η τηλεόραση έβγαλε έκτακτο ανακοινωθέν για επικείμενη ρίψη πυρηνικής βόμβας κι ο εκφωνητής επαναλάμβανε ότι «αυτό δεν είναι άσκηση» και «κατευθυνθείτε στο κοντινότερο καταφύγιο εσείς και η οικογένειά σας». Ο πλασιέ μάζεψε τις εγκυκλοπαίδειές του και το έβαλε στα πόδια. Ο Νέητ άρπαξε τον Σον από την κούνια του και άρχισε να τρέχει μαζί με τους υπόλοιπους γείτονες προς το λοφάκι που ήταν χτισμένο το καταφύγιο. Η Νόρα είχε σκεφτεί τότε ότι δεν ήταν και τόσο καλή μαμά, γιατί πρώτα σκέφτηκε ο Νέητ να πάρει αγκαλιά τον γιο τους και να φύγει αντί για την ίδια. Ίσως να μην ήταν καλή μαμά, όντως, αλλά τώρα πλησίαζε το τέλος του κόσμου ούτως ή άλλως και δεν είχε πολύ σημασία.

Στην είσοδο του καταφυγίου είχε συγκεντρωθεί κάμποσος πανικόβλητος κόσμος που φώναζε «Αφήστε μας να περάσουμε» αλλά υπήρχαν στρατιώτες εκεί κι είχαν κάνει γραμμή και έσπρωχναν τον κόσμο μακριά, λέγοντας, «Μόνο όσοι το όνομά τους είναι στη λίστα». Το δικό της το όνομα και του Νέητ και του Σον ήταν στη λίστα κι οι στρατιώτες άνοιξαν τη γραμμή για να περάσουν, αλλά μια γειτόνισσα με ξανθό πλατινέ μαλλί την τράβαγε απ' το χέρι και φώναζε, «Πάρτε με μέσα, πάρτε μέσα», και τότε ο Νέητ της άρπαξε το άλλο χέρι και την τράβηξε κοντά του κι η γειτόνισσα έμεινε πίσω κι έκλαιγε, φωνάζοντας ακόμα.

Όταν τελικά συγκεντρώθηκαν μαζί με κάμποσους άλλους στην πλατφόρμα με το νούμερο 111 που θα τους κατέβαζε κάτω από το έδαφος, είδαν την έκρηξη κάπου στο βάθος για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά η πλατφόρμα χώθηκε μέσα στη γη κι ο κόσμος από πάνω χάθηκε στο σκοτάδι.

Ήταν 23 Οκτωβρίου του 2077.