Ήμουν απόλυτα σίγουρη πως η μέρα ήταν απόλυτα φυσιολογική! Εδώ και τρεις αιώνες μετά την επίθεση των Βολτούρι εναντίον μας, η ζωή μας είναι ανεπάντεχα ήσυχη. Αν εξαιρέσεις μικρές λεπτομέρειες από μερικούς νομάδες που κατά καιρούς κυνηγάν στην περιοχή μας και εμείς πρέπει να τους απωθήσουμε με ήρεμο τρόπο!
Εγώ και ο Έντουαρντ, πανέμορφος όπως πάντα περνούσαμε ένα ακόμα βράδυ στο πιάνο! Μου έπαιζε μετά από τόσους αιώνες το ίδιο τέλεια το τραγούδι μου! Οι αναμνήσεις πλέον από την εποχή που ήμουν θνητή είναι τόσο θολές! Άλλαξαν τόσα πολλά από τότε. Στο μυαλό μου πέρασαν αστραπιαία οι θολές εικόνες της νεογέννητης κόρης μου, ο γάμος μου, ο πατέρας μου. Εδώ και αιώνες ο Τσάρλι ήταν νεκρός. Δεν υπήρχε στην ζωή μου. Όλη η πόλη, όλο το Φορκς είναι τόσο διαφορετικό από τότε! Μετά από τρεις μακροχρόνιες απουσίες μας όλα άλλαξαν. Όλοι είναι νέοι άνθρωποι στην ζωή μας, εδώ, στο δικό μου Φορκς!
Ακούγοντας τις νότες μου ήρθαν στο μυαλό στιγμές χαράς από τότε που έγινα βρικόλακας! Η μεγαλύτερη χαρά ο γάμος της αγαπημένης μου κόρης με τον Τζέικομπ! Στο μυαλό μου γυρνάν τα χαμόγελα και των δύο, η χαρά τους, η ευτυχία τους!
Ένιωσα τον Έντουαρντ να με κοιτάει επίμονα. Έβγαλα την ασπίδα από το μυαλό μου και τον άφησα να δει. Πλέον την χειριζόμουν τόσο άνετα την ασπίδα μου, μετά από τόσα χρόνια εξάσκησης. Ο Έντουαρντ χαμογέλασε με το ίδιο στραβό χαμόγελο όπως πάντα και οι νότες έσβησαν απαλά. Σε δευτερόλεπτα ένιωσα τα χέρια του στην μέση μου και τα χείλια μας κολλημένα μεταξύ τους.
«Η Ρένεσμι με τον Τζέικομπ είναι μαζί εδώ και αιώνες. Όπως και εμείς, και πάντα τους θυμάσαι περισσότερο από τον δικό μας γάμο. Δεν άλλαξες τόσο από τότε που ήσουν θνητή Μπέλλα. Να ζηλεύω;» μου ψιθύρισε στο αφτί κ γέλασε σιγανά.
«Στο είχα πει ότι ο γάμος ήταν απλά ένας συμβιβασμός.» του είπα και πήγα γρήγορα στην βιβλιοθήκη. Πήρα το βιβλίο Ρωμαίος και Ιουλιέτα με το φθαρμένο εξώφυλλο από την πολυκαιρία και άρχισα να διαβάζω σιωπηλή στον καναπέ.
«Δεν το έμαθες ακόμα απ' έξω;» είπε ο Έντουαρντ και μου πήρε το βιβλίο από τα χέρια.
Την απάντηση μου έκοψαν τα βήματα της Άλις. Μπήκε μέσα με το ίδιο ανάλαφρο βηματισμό σαν να χόρευε όπως πάντα. Από πίσω της ήταν ο Έμμετ και η Έσμι.
«Τι κάνουν τα αιώνια πιτσουνάκια;» ρώτησε τον Έντουαρντ ο Έμμετ πειραχτικά και γέλασε με το βροντερό του γέλιο.
«Ανθρώπινη ησυχία» του απάντησα εγώ και γύρισα στην Άλις. « Τι κάνουν η Νέσι και ο Τζέικομπ» την ρώτησα.
«Καλά είναι. Κοιμούνται» είπε η Άλις και γύρισε στην Έσμι για να πιάσουν συζήτηση για το πόσο άχαρο, χωρίς πολύ χρώμα έφτιαξα αυτή την φορά το σπίτι.
Η μέρα ξημέρωσε πολύ γρήγορα. Η Άλις και εγώ παρακολουθούσαμε την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε ανάμεσα σε όλους τους θαμώνες του δωματίου. Η Άλις έγνεψε προς σε εμένα και τον Έντουαρντ.
«Έρχονται» μας είπε και ακούσαμε τα μακρινά βαριά βήματα του Τζέικομπ να πλησιάζουν.
Η πόρτα άνοιξε και ο Τζέικομπ μπήκε μέσα κρατώντας την Ρένεσμι από το χέρι. Η Ρένεσμι το ίδιο όμορφη όπως πάντα πλησίασε και μου έδωσε ένα φιλί και το ίδιο μετά και στον Έντουαρντ.
«Τι είναι αυτό που θέλετε να μας πείτε;» ρώτησε ο Έντουαρντ προφανώς διαβάζοντας τις σκέψεις τους. Εμένα κατευθείαν μου ήρθε το ίδιο χτύπημα στην καρδιά, το ίδιο άγχος μήπως έγινε ή συμβεί κάτι κακό. Η Ρένεσμι έπιασε κατευθείαν τα μάγουλά μας και μας έδειξε.
«Που σκοπεύετε να πάτε;» τους ρώτησα εγώ με αγωνία.
«Λέμε να πάμε στην Βραζιλία στο νησί Έσμι. Φυσικά αν μας το επιτρέψει και η Έσμι» απάντησε γρήγορα ο Τζέικομπ και γύρισε προς αυτή.
Η Έσμι χαμογέλασε και πλησίασε αρκετά γρήγορα κοντά μας, το ίδιο έκανε και ο Κάρλαιλ.
«Φυσικά και να πάτε. Να μείνετε όσο θέλετε.» είπε χαϊδεύοντας την Ρένεσμι στα μακριά μαλλιά της. Ο Κάρλαιλ τους χαμογέλασε και εκείνος.
«Ειλικρινά ευχαριστούμε Έσμι.» χαμογέλασε η Ρένεσμι.
«Να περάσετε όμορφα.» απάντησα ψιθυριστά και στους δυο τους και έσκυψα να φιλήσω την κόρη μου. «Τζέικομπ σου την εμπιστεύομαι, μεγάλε Λύκε.» του χαμογέλασα. «Πότε λέτε να φύγετε;» τους ρώτησα στο τέλος.
«Μείνε ήσυχη Μπέλα. Σε δύο μέρες λέμε.» και γύρισε στον Έντουαρντ.
«Να περάσετε όμορφα.» τους είπε και αυτός.
Αστραπιαία πέρασαν από το μυαλό μου και οι δικιές μου μέρες παραμονής στο νησί. Ήταν τόσο όμορφες μέσα από τις θολές εικόνες του μυαλού μου. Εκεί συνέλαβα το θαυμάσιο πλάσμα που αποκαλούσα κόρη. Εκεί πέρασα τις πρώτες ώρες του γάμου μου με τον άντρα που μου έκλεψε την καρδιά και την έκανε αιώνια δική του.
Ο Έντουαρντ με έπιασε το χέρι και έσκυψε προς εμένα.
«Μπέλα πρέπει να πάμε για κυνήγι.» μου ψιθύρισε και είδα ότι τα μάτια του ήταν μαύρα όπως και τα δικά μου.
Σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω. Το αεράκι χτύπησε το πρόσωπο μου και αισθάνθηκα την μυρωδιά του θηράματος μου. Άρχισα να τρέχω προς το δάσος. Πίσω μου άκουσα τον Έντουαρντ να με ακολουθεί. Το ελάφι που κυνηγούσα ήταν λίγα μέτρα μακριά μου και σε δευτερόλεπτα ένιωσα το καυτό του αίμα να κυλάει σαν λυτρωτικό φάρμακο στον λαιμό μου. Σε λιγότερο από δυο λεπτά το ελάφι ήταν στεγνό και παρατημένο δίπλα μου. Είχα πλέον αποκτήσει τέλεια δεξιοτεχνία που δεν είχα λερωθεί ούτε με μια σταγόνα από αίμα. Άρχισα να τρέχω ξανά προς το βάθος του δάσους, προσπερνώντας τον Έντουαρντ που κυνηγούσε δύο ελάφια μαζί. Τελικά το δεύτερο θήραμα μου σε λίγα λεπτά ήταν ακόμα ένα στεγνό και άψυχο ζώο.
Σε λιγότερο από μία ώρα ήμασταν και οι δύο ικανοποιητικά χορτασμένοι. Αρχίσαμε να περπατάμε και να μιλάμε αόριστα. Κάθε τόσο ο Έντουαρντ με έπιανε και με φιλούσε με αποτέλεσμα να με ρίξει κάτω.
«Νομίζω πως νοστάλγησα λίγες ώρες μόνος μαζί σου» μου χαμογέλασε ενώ με φίλησε και με ανέβασε από πάνω του.
«Για αυτό είμαστε εδώ και αυτή την φορά δεν χρειάζεται να με πάρεις στις πλάτες σου». Άρχισα να τρέχω ξανά, αυτή την φορά προς το ξέφωτο. Μόλις έφτασα ξάπλωσα κάτω στο γρασίδι και ο Έντουαρντ ξάπλωσε δίπλα μου.
«Σ' αγαπώ» του ψιθύρισα και τον φύλλισα στα χείλια απαλά.
«και εγώ» και μου ανταπέδωσε με ένα φιλί με περισσότερη ένταση.
Μείναμε εκεί για λίγες αλλά ατελείωτες ώρες.
«Ξέρεις κάτι, σε λίγο βραδιάζει, τα παιδιά σε λίγο θα φύγουν. Πρέπει να πάμε να τους δούμε». Είπα και σηκώθηκα ανάλαφρα.
Ο Έντουαρντ έφυγε μπροστά και εγώ τον ακολουθούσα χωρίς να θέλω να τον προσπεράσω όπως κάναμε συχνά στο δικό μας παιχνίδι.
Λίγα μέτρα πριν από το σπίτι κοκάλωσε, με αποτέλεσμα να πέσω πάνω του. Ο ήχος ήταν σαν δύο βράχους που έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Άρχισε να τρέχει γρήγορα και μπήκε μέσα στο σπίτι. Όλοι ήταν εκεί. Τα μάτια του καρφώθηκαν στης Άλις.
«Γιατί;» την ρώτησε.
«Δεν ξέρω Έντουαρντ. Δεν σκέφτεται τον λόγο αλλά τρέχει σαν τρελή. Είναι κάτι σοβαρό.» είπε η Άλις κοιτώντας τον Έντουαρντ στα μάτια.
« Τι μπορεί να έχει συμβεί;» ρώτησε απορημένα τον Κάρλαιλ η Ρόζαλι και γυρίσαμε όλοι σε εκείνον.
«Δεν ξέρω. Έρχεται από τον Καναδά. Από την οικογένεια της Τάνιας.» είπε συλλογισμένος.
«Μήπως μας μεταφέρει κάποιο μήνυμα από την Τάνια;» Ρώτησε ο Τζάσπερ κοιτώντας τον Κάρλαιλ.
«Γιατί δεν ερχόταν η ίδια η Τάνια ή κάποιος άλλος από την σύναξη όμως;» είπε ο Έμμετ και η Έσμι με την Ρένεσμι κοιτάχτηκαν τρομοκρατημένες.
Ο Έντουαρντ απλά τους κοιτούσε σιωπηλός. Χωρίς να μιλάει.
«Τι έγινε; Ποιος Έρχεται;» ρώτησα και έγνεψα στον Κάρλαιλ. Η απάντηση όμως ήρθε από έξω. Ένα γρήγορο βάδισμα ακουγόταν και πλησίαζε το σπίτι. Σε λίγα δευτερόλεπτα έξω από την πόρτα ήταν η Μέρη. Ο Βρικόλακας από τους διάφορους νομάδες της Αμερικής.
Ο Έντουαρντ έτρεξε και άνοιξε την πόρτα κοιτώντας την Μέρη στα μάτια. Ήταν φανερό πως αν μπορούσε θα έκλαιγε. Ο Έντουαρντ έκανε πίσω και έκατσε στον καναπέ. Κουνώντας το κεφάλι.
Η Μέρη μπήκε μέσα αργά.
«Γεια σε όλους.» είπε σε όλους μας αλλά είχε καρφωμένα τα μάτια στον Κάρλαιλ.
«Γεια σου Μέρη. Πες μας τι έγινε;» την ρώτησε ο Κάρλαιλ κατευθείαν με ανέκφραστο ύφος.
«Κάρλαιλ, η οικογένεια του Ντενάλι είναι νεκρή. Η Τάνια και οι υπόλοιποι είναι νεκροί. Τους επιτέθηκαν οι Βολτούρι.»
