Κεφάλαιο 1

HΙζαμπέλλα από μικρή ήταν πολύ καλή με τα παιδιά. Μπορούσε να τα ησυχάζει με ένα μαγικό τρόπο που ακόμα και οι καλύτερες νταντάδες της εποχής δεν τα κατάφερναν με όλα παιδιά. Η Ιζαμπέλλα μπορούσε να κάνει καλά όλα τα παιδιά μέχρι τώρα. Αγόρια και κορίτσια. Μικρά και μεγάλα.

Η Ιζαμπέλλα ήταν γνωστή τροφός στην περιοχή της. Αν και είκοσι ετών ήταν πολύ καλή στην δουλειά της, και ας δούλευε μόνο δύο χρόνια. Πήγαινε περίπου τρεις βδομάδες σε σπίτια, κυρίως πλουσίων, όπου της ζητούσαν, και πρόσεχε τα παιδιά, μένοντας εκεί. Όταν η ανάγκη ήταν μεγάλη μπορούσε να μείνει όσο καιρό της έλεγαν, αλλά και όσο την πλήρωναν.

Ήταν πολύ γνωστή και αυτό οφειλόταν στο ότι δεν πρόσεχε μόνο τα παιδία αλλά ήταν και πάρα πολύ μορφωμένη ώστε να μπορεί να τα διδάσκει κιόλας. Τους δίδασκε την γλώσσα, τους δίδασκε μουσική, ζωγραφική, αρχαία ελληνικά και λίγα μαθηματικά. Τουλάχιστον τα βασικά, για να μορφώνονται τα παιδιά μέχρι να πάνε στο σχολείο. Από την στιγμή που θα πήγαιναν σχολείο και μετά, τα βοηθούσε με το σχολείο και τα πρόσεχε.

Σήμερα ήταν μια ιδιαίτερη μέρα για την Ιζαμπέλλα. Είχε παραλάβει ένα γράμμα από το ταχυδρομείο πριν από δύο ημέρες, και έλεγε ότι έπρεπε να δουλέψει σε ένα σπίτι με δύο παιδιά. Χρειαζόταν άμεση βοήθεια γιατί είχε πεθάνει η μητέρα των παιδιών αυτών και ο πατέρας μάλλον, έβγαλε το συμπέρασμα η Ιζαμπέλλα, θα χρειαζόταν βοήθεια.

Αλλά την προβλημάτιζε κάτι. Είχε να δουλέψει τέσσερις μήνες σε κάποιο σπίτι. Είχε αρκετά χρήματα για να περάσει τέσσερις μήνες χωρίς δουλειά. Ήταν πολύ σπάνιο γι' αυτήν να μην έχει τόσο καιρό δουλειά. Μέσα σε αυτούς τους τέσσερις μήνες, ο πατέρας της, της είχε γνωρίσει έναν ευκατάστατο, για την εποχή, νεαρό που φαινόταν να ενδιαφέρεται για εκείνη. Ήταν πλέον καιρός να παντρευτεί, έστω να γνωρίσει κάποιον. Δεν είχε παράπονο με αυτή την απόφαση του πατέρα της. Της τον γνώρισε σύντομα. Δεν μπορούσε να πει, ήταν όμορφος νεαρός.

Και εκείνης της άρεσε, είχαν βγει κάποιες φορές, και είχε εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του στην ιστορία στην εποχή αναγέννησης (14ο με 16ο αι.). Ήταν σπάνιο να βρεις άνθρωπο να είναι τόσο μορφωμένος τον δέκατο ένατο αιώνα. Την γοήτευε που ήταν μορφωμένος. Τον έλεγαν Τζέικομπ και κατά την γνώμη της ήταν πολύ ωραίος. Αλλά είχε την εντύπωση ότι δεν της τα έλεγε όλα. Ότι δεν μοιραζόταν αυτά που σκεφτόταν, αλλά αυτά που θα ήθελε να ακουστούν. Όχι πως έλεγε ψέματα, απλώς δεν τα έλεγε όλα. Αλλά δεν είχε αποδείξεις για να ανησυχεί για οτιδήποτε. Η συμπεριφορά του προς το πρόσωπο της ήταν άψογη.

Προσεκτικός, ευγενικός και πάνω από όλα κύριος. Ο Τζέικομπ δεν είχε κανένα ελάττωμα, εγώ έχω μανία να του βρίσκω. Αυτό ήταν το στιχάκι που η Ιζαμπέλλα συνέχεια έλεγε όταν τις ερχόταν αυτές οι σκέψεις για τον αληθοφανή χαρακτήρα του.

Το πρόβλημα λοιπόν που είχε ήταν ότι τώρα που θα πήγαινε για δύο μήνες, όπως είχε αποφασιστεί στην αρχή, στο σπίτι του χήρου ευγενή, τι θα έκανε με τον Τζέικομπ; Θα τον άφηνε μόνο του δύο μήνες; Δεν μπορούσε όμως να τον πάρει μαζί της. Δεν ήξερε αν ήθελαν να έχουν ένα ακόμη ξένο άτομο στο σπίτι τους. Όχι, δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί της γιατί ο κόσμος θα σκεφτόταν διάφορα. Ήδη τους είχαν δει μαζί στο εστιατόριο που πήγαιναν για φαγητό και αυτό σίγουρα θα είχε προκαλέσει σχόλια. Αν τον έπαιρνε μαζί της στο σπίτι του ευγενή τότε όλος ο κόσμος θα έβγαζε τα συμπεράσματα του.

Δεν ήθελε να βγάλουν συμπεράσματα περί γάμου με τον Τζέικομπ. Δεν ήταν τόσο σίγουρη για την αγάπη της. Όχι πως δεν υπήρχε τίποτα.

Σήμερα θα πήγαινε στη Φρειδερίκη, την μοδίστρα της πόλης. Ήθελε να της ράψει δύο καινούρια φορέματα γιατί έπρεπε να έχει καινούρια φορέματα στο καινούριο σπίτι που θα πήγαινε, εξάλλου τα χρειαζόταν κιόλας.

Είχε την οικονομική άνεση σχεδόν κάθε φορά που την καλούσαν σε ένα σπίτι, που δεν είχε ξαναπάει, να παίρνει ένα ή δύο καινούρια φορέματα.

Μόλις έφτασε στο ραφείο, η Φρειδερίκη την υποδέχτηκε καλοσυνάτα. «Γεια σου κοπέλα μου, τι κάνεις;» ρώτησε καλωσορίζοντας με, με την παιδιάστικη φωνή της. Ήταν μια γυναίκα περίπου στα εξήντα της, αλλά καλοδιατηρημένη. Φορούσε ωραία φορέματα που ταίριαζαν με τα, λίγα, σγουρά μαλλιά που έπεφταν με χάρη στους ώμους της.

«Καλά είμαι κυρία Φρειδερίκη» αποκρίθηκε με ευγένεια. «Τι θα ήθελες καλή μου;» ρώτησε. «Θα ήθελα δύο φορέματα.» είπε παιχνιδιάρικα, και η Φρειδερίκη κατάλαβε ότι αυτά τα φορέματα δεν θα ήταν απλά. «Το ένα θέλω να είναι μπεζ, με πράσινα κουμπιά από το λαιμό μέχρι το τέλος του κορσέ. Στα μανίκια, στον καρπό, θέλω να έχει πράσινες ρίγες» είπε με θαυμασμό για το καινούριο της φόρεμα. Όση ώρα η Ιζαμπέλλα μιλούσε η κυρία Φρειδερίκη σχεδίαζε το φόρεμα που περιέγραφε.

(Φόρεμα . )

«Κάτι σαν αυτό;» ρώτησε η μοδίστρα και έδειξε το σχέδιο της. «Ναι! Είναι πολύ καλό! Μου αρέσει.» ξεφώνησε χαρούμενη. «Και τι άλλο;» ρώτησε η Φρειδερίκη. «Το άλλο φόρεμα θέλω να είναι, να… κάπως έτσι…» είπε και της έδειξε ένα σχέδιο που είχε κάνει. Το είχε κάνει μια μέρα πριν ώστε να μπορεί να της το δώσει σήμερα. «Α! Είναι πολύ καλό! Μπράβο. Το έχεις στο σχέδιο.» είπε έκπληκτη η Φρειδερίκη. «Ευχαριστώ κυρία.» είπε ευγενικά. «Λοιπόν, είναι εύκολο. Εντάξει, θα είναι έτοιμα σε τρεις μέρες» την πληροφόρησε η μοδίστρα.

(Φόρεμα http:/wedding-hints.com/wp-content/uploads/2010/12/1800-s-german-wedding-dresses-4.jpg )

«Ωραία, θα ήθελα και κάτι άλλο» είπε η νεαρή κοπέλα. «Τι είναι παιδί μου;» ρώτησε η κυρία Φρειδερίκη. «Θα ήθελα και ένα κορσέ, ότι να' ναι. Δεν με πειράζει ότι νομίζετε ότι θα ταιριάζει με ένα από τα φορέματα μου.» είπε η Ιζαμπέλλα. «Εντάξει λοιπόν. Και τα εσώρουχα που μου είχες πει είναι έτοιμα. Θα τα πάρεις τώρα ή θα περιμένεις να τα πάρεις όλα μαζί;» ρώτησε η μοδίστρα. «Θα τα πάρω όλα μαζί.» είπε η Ιζαμπέλλα. « Εντάξει καλή μου.» είπε η Φρειδερίκη. «Ευχαριστώ πολύ» είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο και έφυγε.

Μετά από την μοδίστρα είχε να πάει στον τσαγκάρη για παπούτσια. Μετά από αυτό έπρεπε να κάνει τα ψώνια της ημέρας για το σπίτι της.

Η Ιζαμπέλλα πήγαινε για τα ψώνια η ίδια. Όσες φόρες και να της είχε πει η μητέρα της να πάρει μια κοπέλα, αφού είχε την οικονομική δυνατότητα, για να την βοηθάει, με τα ψώνια και με το σπίτι, για όσο καιρό έλειπε που το σπίτι ήθελε φροντίδα, η Ιζαμπέλλα ήταν αρνητική.

Ειδικά με τα ψώνια που αφορούσαν το σπίτι και κυρίως την κουζίνα της, δεν ήθελε κανείς να ανακατεύεται. Και αυτό γιατί στην κουζίνα της έκανε τα δύο πιο αγαπημένα της πράγματα. Μαγείρευε και τραγουδούσε. Της άρεσε να τραγουδάει και να μαγειρεύει, και αφού μπορούσε να τα κάνει και τα δύο ταυτόχρονα, ήταν η καλύτερη της, γι' αυτό δεν ήθελε κανένας άλλος να ασχολείται με την κουζίνα της.

Μόλις τελείωσε με τα ψώνια της ήταν κουρασμένη, αλλιώς θα πήγαινε να δει τους γονείς της, που έμενα λίγο πιο μακριά από το σπίτι της. Αλλά αποφάσισε να πάει στο σπίτι της μιας και ήταν στην αγορά όλη την ημέρα.

Μόλις έφτασε σπίτι της κάθισε στην πολυθρόνα για να χαλαρώσει. Την ώρα που ήταν έτοιμη να χαλαρώσει πλήρως, κάποιος χτύπησε την πόρτα. Σηκώθηκε απρόθυμα και πήγε να ανοίξει την πόρτα.

Μόλις ανοίγει την πόρτα αντικρίζει τον Τζέικομπ με μια τεράστια ανθοδέσμη στα χέρια του. «Γεια σας, δεσποινίς» είπε ο νεαρός φιλώντας της απαλά το χέρι. «Γεια σας Τζέικομπ. Περάστε μέσα» είπε η Ιζαμπέλλα και του έκανε νεύμα να περάσει μέσα στο σπίτι της. Αν και ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο γιατί, αν τον έβλεπαν να βγαίνει από το σπίτι της ή να μπαίνει, τι θα σκεφτόταν ο κόσμος; Δεν ήθελε να επισημοποιήσει τίποτα ακόμα.

«Καλύτερα να μην περάσω μέσα δεσποινίς, έχω κάτι δουλειές να κάνω. Απλώς σας είδα στην αγορά σήμερα το πρωί και σκέφτηκα ότι θα σας άρεσε αν σας έφερνα αυτά τα λουλούδια» είπε ο Τζέικομπ δίνοντας της το μπουκέτο. «Ευχαριστώ πολύ» είπε με ένα ωραίο χαμόγελο η Ιζαμπέλλα.

«Ευχαρίστηση μου όμορφη δεσποινίς. Τώρα όμως πρέπει να φύγω.» ανακοίνωσε ο νεαρός και φίλησε την Ιζαμπέλλα ξανά στο χέρι. «Χάρηκα που σας είδα» είπε ο Τζέικομπ. «Παρομοίως» απάντησε η νεαρή. Τότε ο Τζέικομπ της χαμογέλασε και έφυγε.

Η Ιζαμπέλλα ακόμα αναρωτιόταν τι θα κάνει με τον Τζέικομπ. Όταν θα λείπει αυτή τι θα έκανε; Θα έβρισκε άλλη αρραβωνιαστικιά; Δεν θα της άρεσε να βρει άλλη γυναίκα. Ήταν ήδη είκοσι χρονών, ήταν ώρα της να παντρευτεί πλέον.

Αύριο το απόγευμα θα έφευγε για να πάει στο σπίτι του ευγενή, έπρεπε να πει στον Τζέικομπ ότι θα φύγει και ότι θα γυρίσει σε ένα μήνα το πολύ. Άρχισε να γράφει ένα γράμμα για να του το στείλει. Σε δύο μέρες θα το είχε παραλάβει, και θα ξέρει που θα είναι η αγαπημένη του.

Αγαπητέ κύριε Μπλακ,

Σας στέλνω αυτό το γράμμα για να σας πληροφορήσω ότι φεύγω αύριο το απόγευμα. Θα είμαι στην έπαυλη των Κάλλεν για δουλειά. Θα λείψω περίπου ένα μήνα, αλλά θα βλεπόμαστε όταν θα κατεβαίνω στην αγορά. Θα φροντίσω ο πατέρας μου να σας ενημερώσει για το πότε θα είναι οι μέρες αυτές. Θα ήθελα να σας πάρω μαζί μου στην έπαυλη αλλά δεν θα ήταν πρέπον για την εικόνα μας, στον κόσμο, και δεν ξέρω αν θα ήταν επιτρεπτό από τους Κάλλεν. Αν χρειαστεί να παραμείνω στην έπαυλη για παραπάνω χρονικό διάστημα, από τις τριάντα ημέρες που έχει καθοριστεί, θα σας ενημερώσω.

Με εκτίμηση,

Ιζαμπέλλα Σουάν

Έκλεισε το γράμμα και το πήγε στο ταχυδρομείο να για να σταλεί άμεσα στον Τζέικομπ.

Ήταν ήδη Τρίτη μεσημέρι και η Ιζαμπέλλα έκανε τις τελευταίες ετοιμασίες της. Σε λίγο θα ερχόταν η άμαξα του Κύριου Κάλλεν για να την πάρει να πάνε στην έπαυλη. Έπρεπε να είναι έτοιμη.

Δεν είχε ξαναπάει σε σπίτι που η μητέρα των παιδιών είχε πεθάνει. Τα παιδιά πρέπει να έχουν στενοχωρηθεί πολύ. Σκέφτηκε.

Λίγα λεπτά αργότερα το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. «Γεια σας δεσποινίς» είπε έκπληκτα ένας άνδρας, μετρίου αναστήματος. «Γεια σας κύριε» είπε η Ιζαμπέλλα παραξενεμένη γιατί ο άνδρας την κοιτούσε επίμονα και την περιεργαζόταν. Κοιτούσε τα καστανοκόκκινα μαλλιά της. Τα σοκολατί μάτια της και το λευκό δέρμα της. «Αν μου επιτρέπετε, να σας πω ότι είστε εκθαμβωτική.» είπε ο άνδρας και φίλησε την νεαρή στο χέρι. «Ευχαριστώ πολύ» είπε αμήχανα η Ιζαμπέλλα.

«Πάμε;» είπε ο άνδρας και της έδειξε με το χέρι του την άμαξα που περίμενε έξω από το σπίτι της. «Πάμε. Αλλά πρώτα πρέπει να πάρω τα πράγματα μου» είπε η Ιζαμπέλλα. «Επιτρέψτε μου να τα κουβαλήσω εγώ» σχεδόν ικέτευσε ο άνδρας. «Βεβαίως» είπε η νεαρή κοπέλα.

Μπήκε ο άνδρας στο σπίτι της Ιζαμπέλλα και πήρε την βαλίτσα της. Η Ιζαμπέλλα τον παρακολουθούσε. Μετά μπήκαν στην άμαξα και ξεκίνησαν.