Η ιστορία αυτή αφιερώνεται στην 815-Broken-Pencils. Χωρίς τη δική της ενθάρρυνση δεν θα είχα ποτέ ξεκινήσει να γράφω.


Κεφάλαιο 1ο

Ο γιος του ψαρά

Θα 'λεγε κανείς πως βύζαξε την αλμύρα του νερού μαζί με το γάλα της μάνας του. Για ώρες ολόκληρες μπορούσε να κάθεται σιωπηλός στο γιαλό, καλοδεχούμενος τις ψεκάδες που του έβρεχαν το πρόσωπο, αγναντεύοντας το γαλάζιο που απλωνόταν ως πέρα στον ορίζοντα. Τα χρώματα της θάλασσας, καθώς η μέρα άλλαζε τις ώρες της, γοήτευαν το μικρό αγόρι τραβώντας την καρδιά του στα άπατα βάθη. Τόσο μακριά μαγνήτιζαν το βλέμμα του, ως εκεί όπου βάθαινε το μπλε κάτω απ' τους άγριους γκρεμνούς, όπου οι σκόπελοι και τα σπασμένα βράχια που εξείχαν απ' το νερό δεν επέτρεπαν στις ψαρόβαρκες να φτάσουν. Άλλοτε ταξίδευε με το νου του πέρα ακόμα και από τις μεγάλες καμάρες που έκλειναν τον κόλπο της Κουάστα καθώς αυτές στένευαν στο στόμιο του κόλπου. Και τότε φανταζόταν ένα μεγάλο πλοίο, σαν και αυτά που έδεναν καμιά φορά στο λιμάνι της πόλης τους πριν πιάσουν τον τελικό προορισμό τους, το Τίρμ. Ένα μεγάλο καράβι που ταξίδευε πάνω στο σκούρο μπλε, εκεί όπου η γραμμή του ουρανού γίνεται ένα με τη θάλασσα. Και το καράβι ήταν, λέει, δικό του. Μα, πράγμα παράξενο, αντί να πλέει στην επιφάνεια του νερού, το πλοίο του πετούσε κάπου ανάμεσά στο ένα γαλανό και στ' άλλο.

Υπήρξε ο καλύτερος βοηθός του πατέρα του· και δεν ήταν καν ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά των γονιών του. Γεννημένος μετά από ένα αγόρι και δύο κορίτσια, το τέταρτο κατά σειρά από τα επτά παιδιά της οικογένειας, έδειξε από μικρός μια κλίση για το δύσκολο επάγγελμα του ψαρά. Ήταν το μοναδικό μικρό, από το τσούρμο όλων όσων ξαμολιόνταν στο μουράγιο την ώρα που οι βάρκες γυρνούσαν απ' την ψαριά, που ποτέ του δεν φοβήθηκε το δυνατό κύμα σαν έσπαζε στα βράχια της ακτής. Ούτε και δείλιασε ποτέ στις απρόβλεπτες καταιγίδες της θάλασσας, ακόμα κι όταν το μπουρίνι σκοτείνιαζε τον ουρανό και ο άνεμος μάνιαζε να στροβιλίζει το κύμα. Ακόμα και τότε το αγοράκι γαντζωνόταν απ' τα σχοινιά της βάρκας, κολλούσε το μικροσκοπικό κορμάκι του μέσα στο κύτος και περίμενε υπομονετικά να ημερέψουν τα στοιχειά της θάλασσας.

Ούτε η σκληρή δουλειά κάτω απ' την κάψα του ήλιου πείραξε ποτέ το μικρό, ούτε στο βαρύ ξεφόρτωμα της ψαριάς δυσανασχέτησε, ούτε και στην πολύωρη αγγαρεία για το μπάλωμα στα δίχτυα. Ήταν ο πρώτος και καλύτερος στο ξέφτισμα και στρίψιμο των κάβων, στο πίσσωμα και το καλαφάτισμα καθώς τα μικρά του δάχτυλα παράχωναν το υλικό ανάμεσα στις ξύλινες σχισμές της παλιάς, πατρικής βάρκας. Μα και το δίχτυ είχε μάθει με μαεστρία να το απλώνει, και στο καλάρισμα έδειχνε πως θα γινόταν ο πρώτος. Αμ δε και στο κολύμπι; Πρώτος μέσα σ' όλα!

'Σαν μεγαλώσει τούτος 'δω, θα γενεί τρανός ψαράς, ο καλύτερος του κόσμου' καμάρωνε μονολογώντας ο πατέρας όταν κανείς δεν ήτανε μπροστά να τον ακούσει. Ταυτόχρονα έφτυνε τρεις φορές προς το μέρος του μικρού, να μην τον πιάσει το κακό το μάτι. Κι όταν τα βράδια σιγόπινε τη ρακί του παρέα με τους άλλους ναύτες και ψαράδες στην ταβέρνα, κουνούσε σιωπηλός το κεφάλι για τα καλά λόγια που άκουγε σχετικά με τις δεξιότητες και την προθυμία του παιδιού του. 'Θα δείξει, θα δείξει…' μουρμούριζε δήθεν βαρύθυμος. 'Δύσκολος ο δρόμος της θάλασσας, δύσκολος πολύ… Ποιος τάχα δεν το ξέρει;' Μα από μέσα του κρυφά γελούσε ευχαριστημένος για τα παινέματα του γιου του, αφού σημείωνε στο νου του να βάλει τη μάνα του παιδιού τη νύχτα να το ξεματιάσει. Σε τίποτα δεν το είχαν όσοι απ' τη μια το παίνευαν, από την άλλη να του το γλωσσοτρώνε το μικρό του. Περίσσια το αγαπούσε τούτο δω το βλαστάρι του κι όσο κι αν πάσχιζε να μην το ξεχωρίζει απ' τ' άλλα ποτέ δεν το κατάφερνε. Σκληρή ζωή του είχαν ορίσει να ζει οι δαίμονες της θάλασσας, μα του είχαν τάξει και τον καλύτερο για βοηθό του. Και ο πατέρας ο ψαράς το είχε κιόλας αποφασίσει. Μπορεί να μην ήταν αυτός ο πρωτότοκος γιος, θα γινόταν όμως σίγουρα αυτός ο κληρονόμος της βάρκας που ήταν το μοναδικό του βιός.

Έτσι σχεδίαζε τα πράγματα ο ψαράς, έτσι το είχε αποφασισμένο το μέλλον του παιδιού του. Η μοίρα όμως – που τόσο πίστευαν σ' αυτή οι κάτοικοι στο απομονωμένο ψαροχώρι – είχε άλλα σχέδια για αυτό το αγόρι. Λίγες βδομάδες πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια ήρθαν στη πόλη οι δρακοκαβαλάρηδες.

.*.

Το διάταγμα διαβάστηκε δυνατά στην αγορά και κατόπιν τοιχοκολλήθηκε σε ξύλινες πινακίδες στους κεντρικούς δρόμους, καθώς και στις εισόδους και εξόδους της πόλης. Τελάληδες διέδιδαν το νέο με φωνή στεντόρεια, ώστε να ακουστεί από την μακρύτερη φάρμα, ως την πιο απομονωμένη καλύβα. Και το διάταγμα ίσχυε για όλους.

«Η επόμενη μέρα κηρύσσεται αργία και όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά που διαμένουν στην Κουάστα και γύρω απ' αυτήν υποχρεούνται να εμφανιστούν νωρίς το πρωί στην αγορά.»

Δεν χρειαζότανε βέβαια τελάλης για να φτάσει η είδηση παντού, ως και στο πιο μακρινό ψαροχώρι. Κατά τη διάρκεια εκείνης της μέρας όλοι τους είχαν δει να πετούν ψηλά, να κόβουν κύκλους πάνω απ' τη θάλασσα και γύρω απ' την πόλη. Όλοι είχαν θαυμάσει τα λαμπερά χρώματα που αντανακλώντο από τις φολίδες των δράκων. Όλοι είχαν τρομάξει από τις στριγκές τους φωνές που έσχιζαν τους αιθέρες. Και παντού όλοι συζητούσαν για το ίδιο θέμα. Αυτό που απετέλεσε και τη μοναδική συζήτηση εκείνης της ημέρας. Δεν υπήρχε στόμα που να μην επανέλαβε τουλάχιστον δέκα φορές τις λέξεις 'δράκος', 'καβαλάρης', 'αυγό'. Οι άντρες παράτησαν στη μέση τις δουλειές και οι γυναίκες τις αγγαρείες του νοικοκυριού τους. Τα παιδιά έτρεχαν ένα τσούρμο πάνω-κάτω φωνασκώντας δυνατά, αναστατωμένα από την απρόσμενη πρόσκληση· κι όλοι ετοιμάζονταν για την επαύριον.

Μέχρι το σούρουπο φορεσιές πλύθηκαν και σιδερώθηκαν ώστε να είναι έτοιμες να φορεθούν το πρωί. Μαλλιά λούστηκαν, λαιμοί τρίφτηκαν σχολαστικά και νύχια κόπηκαν. Οι πατέρες με δέος παραμόνευαν τις ετοιμασίες των παιδιών τους, οι μανάδες με περίσσια καρδιοχτύπια. Κανείς δεν θυμόταν ποια ήταν η τελευταία φορά που οι δρακοκαβαλάρηδες επισκέφτηκαν την πόλη τους και κανείς δεν ήταν σίγουρος αν θα ήθελε να ευλογηθεί η δική του η οικογένεια, ή απευχόταν μια τέτοια επιλογή. Οι δράκοι όμως είχαν δώσει το αυγό τους και την ερχόμενη που θα ξημέρωνε κάποιο από τα δικά τους παιδιά ίσως έφευγε μακριά τους για πάντα.

'Άντε και να ιδούμε!' Ο ψαράς χάιδεψε τραχιά το σγουρομάλλικο κεφάλι της πιο μεγάλης κόρης του καθώς αυτή δοκίμαζε τις καινούριες της κορδέλες. Οι άντρες – μα ούτε και οι γυναίκες – στα μέρη τους συνήθιζαν να κανακεύουν τα παιδιά τους· αλλά χάρη στην περίσταση ο ψαράς ένιωσε πως μπορούσε να κάνει μια μικρή αβαρία. 'Να ιδούμε αν θα διαλέξει εσένανε ο δράκος, έτσι που μου στολίζεσαι.'

'Πιο πιθανό είναι να τη φάει' κορόιδεψε ο πρωτότοκος την κοπελίτσα. 'Έτσι γλυκιά που μας έχει γίνει τώρα τελευταία.'

Όλα τα μικρότερα γέλασαν, μα η μάνα των παιδιών συνοφρυώθηκε.

'Αν θες τη γνώμη μου, αυτά δεν είναι για κορίτσια. Για αρραβώνες θα έπρεπε να ετοιμαζόμαστε σιγά-σιγά, όχι για δράκους.'

Η δεκατετράχρονη κοκκίνισε χωρίς να μιλήσει, παρά συνέχιζε να πλέκει την κορδέλα στις καστανόξανθες πλεξούδες της, σαν να μην είχε γίνει λόγος για την ίδια. Ο ψαράς βγήκε ως το κατώφλι της καλύβας του και κοίταξε την θάλασσα που ολοένα σκοτείνιαζε. Ακούμπησε στο κάσωμα της πόρτας στενάζοντας ελαφρά. Άρχισαν να μεγαλώνουν τα παιδιά του κι αυτός δεν το είχε καταλάβει μέχρι τώρα. Σιγά-σιγά θα άρχιζαν ένα-ένα να του φεύγουν, τα κορίτσια πρώτα. Η γυναίκα αυτό μόλις υπαινίχθη. Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν αν αύριο ο δράκος διάλεγε ένα απ' τα δικά του τα παιδιά χωρίς να τα καταφέρει. Δεν βαριέσαι! Από τα τόσα παιδιά το δικό του θα διάλεγε; Από την άλλη βέβαια, μακάρι να του έπαιρνε ένα από τα θηλυκά κι ας έλεγε η γυναίκα ό,τι θέλει· μια προίκα λιγότερη να ετοιμάζει. Ή ίσως τον μεγαλύτερό του…

'Δυνατό παιδί, δεν λέω' σκέφτηκε. 'Και είναι και τιμή μεγάλη για ένα σόι.' Μα, από την άλλη να σου παίρνουν έτσι το αίμα σου; Ο ψαράς ανασήκωσε τους ώμους διώχνοντας τις δυσάρεστες σκέψεις. Οι ανάγκες της καρδιάς του ήταν πάντα πιο απλές, πιο καθημερινές. Να τώρα δα, καθώς ο άνεμος είχε κόψει, η θάλασσα ολοένα και γαλήνευε και γυάλιζε η επιφάνεια του νερού καθώς το φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω της. Θα του άρεσε τούτη δω τη νύχτα να έπαιρνε τον άξιο τον μικρό του και να τραβούσαν προς τα ανοιχτά του κόλπου κι εκεί να ρίξουνε τα δίχτυα τους. Ως το πρωί θα είχε φέρει μια ψαριά, μα τι ψαριά, η βάρκα τίγκα! Αλλά η γυναίκα του που είχε ήδη βαριά διάθεση θα γκρίνιαζε αν άφηνε να λερωθεί ο μικρός. Ούτε και θα της άρεσε το βραδινό ξενύχτι. Όλα τα παιδιά έπρεπε να σηκωθούν χαράματα, να παρουσιαστούν στην πόλη.

Ο ψαράς μπήκε στην καλύβα του κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Η ψαριά μπορούσε να περιμένει. Και η επόμενη μέρα ήταν.

.*.*.

Την ερχόμενη μέρα ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι είχε στηθεί στο κέντρο της αγοράς της πόλης. Πάνω του, στη μέση ακριβώς, είχε τοποθετηθεί το αυγό του δράκου σε κοινή θέα. Παραδίπλα στεκόταν ο δρακοκαβαλάρης ο επιφορτισμένος με τη μεταφορά του και ακριβώς πίσω απ' αυτόν ο μεγαλοπρεπής του δράκος. Οι υπόλοιποι δράκοι, που την προηγούμενη τους είχαν συνοδεύσει ως εδώ είχαν, ως φαίνεται, ήδη φύγει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Οι ενήλικοι κάτοικοι της Κουάστα συνωστίζονταν ένα γύρω, προσπαθώντας ο κάθε ένας να έχει την καλύτερη θέα και ταυτόχρονα ενθαρρύνοντας όσα από τα παιδιά τους κρατούσαν μια επιφυλακτική απόσταση, να πλησιάσουν προς το τραπέζι.

Όταν έφτασε στην πόλη η οικογένεια του ψαρά, μία ήδη μακριά ουρά από αγόρια και κορίτσια είχε σχηματιστεί παρατηρώντας με τα μεγάλα τους μάτια το ακίνητο αυγό του δράκου που γυάλιζε κάτω από το φως του ήλιου. Τα παιδιά έπρεπε ένα-ένα να πλησιάσουν το τραπέζι, να γυρίσουν αργά γύρω απ' αυτό κι αν ο αγέννητος δράκος μέσα στο αυγό αντιδρούσε στην παρουσία τους, να παραμείνουν κοντά και να το αγγίσουν. Το έργο φαινόταν απλό ίσως, αν η παρουσία του δρακοκαβαλάρη δεν τα γέμιζε όλα δέος και του δράκου του τρόμο. Δεν ήταν πως το θεριό – έτσι έδειχνε στα μάτια τους – ήταν τεράστιο και εξαιρετικά μυώδες. Ούτε το ότι τους κοίταζε όλους με μάτια μεγάλα σαν δυο φάροι αναμμένοι. Ήταν ότι έμοιαζε στην κυριολεξία σαν να φλέγεται εξαιτίας του λαμπερού χρώματός του. Ακόμα και αυτοί που είχαν δει κι άλλους δράκους να πετούν πάνω από τους ουρανούς τους, ακόμα κι όσοι είχαν ταξιδέψει σε μέρη μακρινά και συναντήσει περισσότερους, τέτοιο θέαμα κανείς δεν είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του· πόσο μάλλον τα παιδιά τους. Ολόχρυσες φολίδες κάλυπταν το κορμί του θηρευτή και κάθε φορά που αυτός κινείτο έστω και λίγο, έμοιαζαν φλόγες να ξεχύνονται από πάνω του. Μικρά συννεφάκια καπνού ξέφευγαν από τη μύτη του καθώς ρουθούνιζε, ενώ τα χρυσά του μάτια ανοιγόκλειναν προς το μέρος τους εξεταστικά και αυτάρεσκα. Ο καβαλάρης του δεν ήταν καν άνθρωπος. Οι άκρες από τα μυτερά αυτιά του ξεπρόβαλαν από τα μακριά, ασημένια του μαλλιά που χύνονταν λυτά στους ώμους. Ντυμένος στα λευκά, με χρυσοκέντητο γιλέκο και παρόμοια ζώνη, έφερε στη μέση του μακρύ χρυσο-μπρούτζινο σπαθί, στολισμένο με κίτρινο διαμάντι στη λαβή του. Ψηλότερος από το συνηθισμένο ύψος ενός ξωτικού και με εξαιρετικά ηγεμονικό παράστημα, ο καβαλάρης παρατηρούσε τα παιδιά με τα γκρίζα, σχιστά του μάτια γεμάτος κατανόηση, υπομονετικά περιμένοντας.

Οι πρωινές ώρες στην αγορά της Κουάστα κύλησαν αργά εκείνη τη μέρα κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Είχε φτάσει σχεδόν μεσημέρι και μονάχα τα μισά παιδιά είχαν εξεταστεί μέχρι ώρας. Τα περισσότερα είχαν περάσει μπροστά από το αυγό ενώ αυτό παράμενε απαθές, όσο και να είχαν χρονοτριβήσει γύρω του. Ελάχιστες φορές είχε κυλήσει προς τη μεριά κάποιου και μία μάλιστα φορά είχε τσιρίξει. Αλλά παρά τα επιφωνήματα του κόσμου, παρά τα αγγίγματα και τα χάδια των παιδικών χεριών, παρά τις ενθαρρύνσεις του δρακοκαβαλάρη τίποτε δεν είχε συμβεί. Την κάθε μία από αυτές τις φορές, ο μικρός επίδοξος διεκδικητής είχε αποχωρήσει απογοητευμένος.

Όσο η ουρά των παιδιών μειωνόταν, ο μικρός γιος του ψαρά μπορούσε να βλέπει όλο και καλύτερα το αυγό του δράκου, καθώς ολοένα και πλησίαζε το ξύλινο τραπέζι. Σκούρο γαλάζιο ήταν το κέλυφος, όπως τα νερά της θάλασσας εκεί που βαθαίνουν· και στολισμένο με φλέβες ασημόχρυσες, σαν το παιχνίδισμα του ήλιου πάνω στην γαλήνια επιφάνεια. Τι όμορφο που ήταν! Σαν θησαυρός ανεκτίμητος έμοιαζε στα μάτια του παιδιού, εντυπωσιακότερο ακόμα και από τον χρυσαφένιο δράκο που φλεγόταν ολόκληρος κάτω από το φως του λαμπερού ήλιου. Όπως τα χρυσά παιχνιδίσματα του ήλιου χάνονται επάνω στο γαλανό της θάλασσας και το μπλε υπερισχύει αν κοιτάξει κανείς πολλή ώρα, έτσι και τούτο το αυγό. Γυάλιζε η στιλπνή του επιφάνεια αλλού σκουρότερη, αλλού ανοιχτότερη, με αποχρώσεις που άρχιζαν από το μπλε του άπατου βάθους ως το ανοιχτό ακουαμαρίν της αμμουδερής, ρηχής ακτής. Και δεν έμοιαζε τάχα με πλοίο σαν και αυτό των ονείρων του; Έτοιμο να τον ταξιδέψει μεταξύ ουρανού και θάλασσας;

Τα παιδιά του ψαρά είχαν φτάσει πια μπροστά στο τραπέζι. Ήδη ο μεγαλύτερος αδελφός πλησίαζε πρώτος, όταν το αυγό κουνήθηκε απότομα και κύλησε προς τη μεριά του. Το πλήθος που είχε ήδη αρχίσει να βαριέται γιατί τίποτα σπουδαίο δε γινόταν – μερικοί μάλιστα μασούλιζαν το κολατσιό τους, ψωμοτύρι και παστό ψάρι – άφησε μια φωνή και κατόπιν παρέμεινε άφωνο να παρατηρεί με αγωνία. Το μεγαλύτερο αγόρι στάθηκε ακίνητο σαν μαγεμένο μπροστά στο τραπέζι παρακολουθώντας το αυγό να τραμπαλίζεται δεξιά-αριστερά ενώ κοφτοί, τσιριχτοί ήχοι έβγαιναν από το εσωτερικό του. Ο περήφανος δρακοκαβαλάρης πλησίασε το τραπέζι ενθαρρύνοντας το αγόρι να αγγίσει το αυγό.

'Φαίνεται πως ο μικρός δράκος αναγνώρισε σε σένα κάτι που του αρέσει' χαμογέλασε.

Ο νεαρούλης χάιδεψε πρώτα το κέλυφος με τα ακροδάχτυλά του, κατόπιν κόλλησε όλη την παλάμη του πάνω στην γαλανή επιφάνεια. Το αυγό περιέργως ησύχασε κι έμεινε ακίνητο, ενώ το πλήθος κράτησε ως και την ανάσα του. Είχε άραγε βρεθεί ο εκλεκτός; Σε λίγες στιγμές όμως το αυγό με μία απότομη κίνηση κύλησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο δρακοκαβαλάρης προέτρεψε το αγόρι να πλησιάσει και πάλι το αυγό και να το ακουμπήσει. Αυτή τη φορά όμως το αυγό αναπήδησε και κύλησε ακόμα μακρύτερα. Ο μεγαλύτερος γιος του ψαρά απογοητευμένος έπρεπε να φύγει για να προστεθεί και αυτός όπως τα προηγούμενα παιδιά που δοκιμάστηκαν στο πλήθος των παρατηρητών. Το αυγό αντέδρασε παρόμοια και στις δύο επόμενες κόρες του ψαρά. Στη μία μάλιστα έμεινε ακίνητο για κάμποση ώρα καθώς η κοπελίτσα το κράτησε στην αγκαλιά της. Μα παρά τις επευφημίες του πλήθους, για ακόμα μια φορά δεν έγινε τίποτα.

Όταν ήρθε η σειρά του τέταρτου παιδιού του, ο ψαράς είχε ήδη θυμώσει. Ο αγέννητος δράκος έπαιζε τόση ώρα με την οικογένειά του. Χλεύαζε θαρρείς το γιο και τις κόρες του ότι, όπου να 'ναι θα σκάσει και θα ξεμυτίσει γι' αυτούς απ' το αυγό του. Όμως ούτε η δύναμη του αγοριού του, ούτε η γλυκύτητα των κοριτσιών του είχαν επηρεάσει το δράκο για κάτι περισσότερο από μερικά διαπεραστικά τσιρίγματα και ανόητα τραμπαλίσματα πάνω στο τραπέζι. Και τώρα καθώς ο αγαπημένος του μικρός πλησίαζε το τραπέζι, το αυγό αναπήδησε και πάλι ξεσηκώνοντας το πλήθος.

'Έχει γούστο…' μουρμούρισε ο ψαράς καθώς ένιωσε τα πόδια του να κόβονταν και ο θυμός άλλαζε μέσα του σε φόβο. Δεν γινόταν να του πάρουν αυτό το παιδί του, δεν γινόταν! Αλλά ο άνθρωπος γρήγορα ησύχασε. Τα ίδια είχαν συμβεί και με το μεγαλύτερο γιο του, που παρά του ότι ήταν δυνατότερος στα μπράτσα από πολλά άλλα παλικάρια, ο δράκος τελικά δεν τον είχε διαλέξει. Έτσι λοιπόν ο ψαράς αγνόησε τα ενθαρρυντικά σκουντήματα των χωριανών του, καθώς και τις πανικόβλητες, ασυνάρτητες προσευχές της γυναίκας του – που έσφιγγε τα μεγαλύτερα παιδιά στην αγκαλιά της λες και ενώ πριν τα είχε χάσει, τώρα τα ξανάβρισκε σώα – και ησύχασε.

Το αγοράκι στάθηκε εκστατικό μπροστά στο αυγό, που κυλούσε τσιρίζοντας προς τη μεριά του, με την καρδιά γεμάτη έντονα συναισθήματα. Από κοντά ήταν ομορφότερο ακόμα και από το βαθύ μπλε της θάλασσας που τόσο λάτρευε. Για μια στιγμή μάλιστα του φάνηκε πως οι λαμπερές φλέβες στην επιφάνειά του έλιωσαν, έγιναν κύματα που φούσκωναν αρμονικά ακολουθώντας ένα ούριο άνεμο.

'Είσαι τελικά πλοίο να με ταξιδέψεις…' Ένα πλατύ χαμόγελο άνθισε στα χείλη του μικρού. 'Κι εγώ θα είμαι εκεί να σε οδηγώ όπου θελήσεις.'

Οι παλμοί της επιφάνειας εντάθηκαν μόλις το αγόρι άπλωσε το χέρι, χαϊδεύοντας απαλά το αυγό, νιώθοντας την σκληρή υφή του να μαλακώνει, να λειώνει, σχεδόν να υγροποιείται. Καθώς οι αγωνιώδεις τσιριγμοί εντάθηκαν μέσα από το κέλυφος, παράξενοι ρυθμικοί κτύποι ακολούθησαν. Σύντομα γαλανά θραύσματα εκτοξεύτηκαν ένα γύρω και ένα μικροσκοπικό, ζαφειρένιο κεφαλάκι ξεπρόβαλε ανάμεσα στο υπόλοιπο αυτού που είχε υπάρξει το αυγό του δράκου. Ταυτόχρονα, ένα τρανό σάλπισμα χαράς καθώς και ένας πίδακας χρυσαφένιας φλόγας εκτοξεύτηκαν προς τα ουράνια από το μεγάλο, χρυσό δράκο που διαλαλούσε τη χαρά του. Ο δρακοκαβαλάρης στάθηκε μπροστά στο γιο του ψαρά ακουμπώντας απαλά την παλάμη του χεριού του στα καστανά του μαλλιά.

'Ποιο είναι το όνομά σου, αγόρι μου;' Τα χείλη του χαμογελούσαν και το βλέμμα στα μάτια του εξέπεμπε αγάπη.

'Μπρόμ… κύριε' ψέλλισε το παιδί.

'Μπρόμ, παιδί μου, έλα να αγκαλιάσεις το δράκο σου.' Ο δρακοκαβαλάρης έσπρωξε το αγόρι προς το ζαφειρένιο πλάσμα, που τρέμοντας βρεγμένο τρέκλιζε πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στα θραύσματα του αυγού του.

.*.*.*.

Την ώρα του βαθύτερου λυκόφωτος, καθώς ο ήλιος είχε ήδη γείρει στην μεγάλη αγκαλιά της, μία ζωηρή λάμψη έβαψε τα απώτερα σύννεφα πάνω από τη θάλασσα. Ο ψαράς βλαστήμησε καθώς για τρίτη φορά μπερδευόταν το νήμα που μπάλωνε τα σχισμένα του δίχτυα – σήμερα δεν είχε την υπομονή για τέτοια λεπτοδουλειά – ώστε πέταξε πέρα την καλαμένια του βελόνα. Εδώ και ώρα είναι αλήθεια το φως είχε λιγοστέψει κι εκείνος δεν έβλεπε πια τόσο καθαρά όσο άλλοτε. Κανονικά θα έπρεπε να τα έχει ήδη παρατήσει για να γυρίσει στην καλύβα και την οικογένειά του. Όμως ο αγαπημένος του γιος ήταν ακόμα μέσα αποχαιρετώντας τη μάνα και τ' αδέλφια του και η καρδιά του ψαρά δεν το βαστούσε τέτοιον πικρό αποχαιρετισμό. Τι τα θες, ο δράκος του είχε πάρει το παιδί του, το πιο άξιο, το πιο αγαπημένο. Αυτό το αλλόκοτο πλάσμα είχε διαλέξει για τον εαυτό του εκείνον που ο ψαράς είχε ορίσει για βοηθό και κληρονόμο του. Εκείνο απ' τα παιδιά του που ήταν το καμάρι του. Εκείνο που φανταζόταν για αποκούμπι στα γεράματά του. Το μόνο που έριχνε βάλσαμο στον κάματο της μέρας κι η παρουσία και βοήθειά του απάλυνε το μόχθο. Όλα του τα παιδιά καλά ήταν, δεν είχε παράπονο ο ψαράς από κανένα. Μα όχι σαν εκείνο. Και τώρα ο άντρας ένιωθε παράξενα κουρασμένος, στεγνωμένος θαρρείς, γερασμένος.

'Πατέρα!'

Ο ψαράς γύρισε απότομα κι αντίκρισε το γιο του. Το αγόρι κρατούσε στο ένα του μπράτσο το δράκο – όχι ότι τον είχε αφήσει καθόλου όλη μέρα – και έστεκε πάνω στα χαλίκια περιμένοντας. Το πλάσμα ακουμπούσε το μακρουλό, πλατύ κεφάλι του στον ώμο του παιδιού μασουλώντας το γιακά του πουκαμίσου του με τα σουβλερά του δόντια, ανοίγοντας εδώ κι εκεί τρυπίτσες. Από τον άλλο ώμο του αγοριού κρεμόταν το σακούλι που του είχε ετοιμάσει η μάνα με τα λιγοστά του υπάρχοντα. Είχε έρθει λοιπόν η ώρα…

Ο ψαράς άδραξε τη βελόνα κι έκανε πως συνέχιζε την επίπονη δουλειά του μπαλώματος.

'Κόψε του αυτό το κακό συνήθειο του μασουλήματος!' γκρίνιασε. 'Αλλιώς σε βλέπω να μένεις σύντομα χωρίς ρούχο.'

'Πατέρα μου, φεύγω' συνέχισε δειλά το αγόρι.

Το ίδιο εκείνο μεσημέρι, λίγη ώρα μετά αφότου είχε πρωτοαγγίξει το ζαφειρένιο δράκο και είχε συνέλθει από το σοκ της πρώτης επαφής μαζί του, είχε ζητήσει την άδεια να επιστρέψει με τους γονείς και τ' αδέλφια του σπίτι για να τους χαιρετήσει. Και η άδεια του είχε δοθεί. Φτάνει να επέστρεφε το ίδιο εκείνο βράδυ κοντά στο δρακοκαβαλάρη και τον χρυσό του δράκο. Και η αλήθεια ήταν, δεν τους είχαν αφήσει στιγμή μονάχους. Είχαν ακολουθήσει την πορεία τους από την πολιτεία ως το ψαροχώρι πετώντας σε χαμηλό ύψος πάνω τους και κατόπιν είχαν διακριτικά καθίσει στην κορυφή ενός λόφου έξω από το χωριό περιμένοντας.

Ο ψαράς συνέχισε να καμώνεται πως μπάλωνε τα δίχτυα του αμίλητος, μα η βελόνα έσπασε μέσα στη χούφτα του τρυπώντας του τα δάχτυλα. Με αγανάκτηση την πέταξε πέρα γυρίζοντας προς το αγόρι που υπομονετικά και σιωπηλά περίμενε την ανταπόκρισή του. Ο δράκος έστρεψε πάνω του τα γαλανά του μάτια κι άφησε μια διαπεραστική κραυγή που έσκισε τη σιγαλιά του σούρουπου. Ο ψαράς τον αγριοκοίταξε. Αν γινόταν να αρπάξει μια μεγάλη πέτρα, να του συνθλίψει το κεφάλι… Και να τον παραχώσει κάπου, τον άτιμο το δράκο που του είχε κλέψει το παιδί του…

Ο δράκος τσίριξε ξανά και δεν θα σταματούσε αν το αγόρι δεν έξυνε κάτω από το σαγόνι του με το καμένο του χέρι. Στη μέση της δεξιάς του παλάμης η πληγή έδειχνε να είναι βαθιά, όμως στις άκρες άρχιζε ήδη η επούλωση με μία παράξενη, ασημιά κρούστα.

'Σους, ήσυχα!' διέταξε το αγόρι και το πλάσμα γουργούρισε ησυχασμένο και ξανάρχισε να μασουλά το πουκάμισο.

'Στο καλό λοιπόν' είπε ξερά ο ψαράς στο γιο του. 'Κοίτα να είσαι καλός κι υπάκουος.'

Το αγόρι στάθηκε για λίγο ακόμα σιωπηλό περιμένοντας κάτι περισσότερο, ενώ ο πατέρας καμωνόταν πως ψάχνει για άλλη βελόνα.

'Εσένα σκέφτομαι, πατέρα μου,' είπε τελικά 'ποιος θα σε βοηθά στη δουλειά σου με τη θάλασσα.'

Ο γέρος κούνησε το κεφάλι νεύοντάς του να φεύγει.

'Σύρε εσύ… και μη νοιάζεσαι, υπάρχουν χέρια.' Συνέχισε να προσπαθεί να περάσει τη βελόνα μέσα στο σκοτάδι που απλωνόταν τώρα πάνω απ' τη θάλασσα. Και μόνο σαν άκουσε τα μπαλωμένα παπούτσια του παιδιού του να σέρνονται πάνω στα χαλίκια καθώς επέστρεφε προς την καλύβα που τον περίμενε η μητέρα και τ' αδέλφια του, γύρισε κι αυτός κι έφτυσε προς το μέρος του τρεις φορές, να μην τον πιάνει το κακό το μάτι. Κι ο γέρος ο ψαράς σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του ένα αλμυρό δάκρυ που κύλησε από την άκρη του ματιού του.

'Μην κλαίτε, σας αγαπώ όλους. Θα ξανάρθω να σας δω σύντομα' υποσχόταν το αγόρι στη μητέρα, τ' αδέλφια και τους φίλους του καθώς τους αγκάλιαζε έναν-έναν μπροστά στην καλύβα. Κατόπιν, με το δράκο πάντα γαντζωμένο στον ώμο του, τράβηξε προς το λόφο πέρα απ' την άκρη του χωριού που τον περίμεναν.

Ο Μπρόμ ποτέ δεν γύρισε στην Κουάστα. Τουλάχιστον όχι όσο ζούσε η οικογένειά του.

.*.*.*.*.

'Τα ονόματά μας είναι Όρομις και Γκλέιντερ' είπε ο δρακοκαβαλάρης. 'Από δω και πέρα θα αναφέρεστε σε μας ως Έμπριθιλ. Εμείς θα σας οδηγήσουμε στο νησί του Βρόενγκαρντ, στη Ντορού Αρίμπα, όπου θα είμαστε οι δάσκαλοί σας. Θα μας συμπεριφέρεστε με τον κατάλληλο σεβασμό και απαιτούμε τη δέουσα προσοχή. Περιμένουμε από σας απόλυτη υπακοή, σύνεση και επιμέλεια. Αφοσιωθείτε και οι δύο στις σπουδές σας και δεν υπάρχει λόγος να μην πάνε όλα καλά.'

Ο καβαλάρης του χρυσού δράκου στερέωσε τα πόδια του παιδιού πάνω στη σέλα, κατόπιν καβάλησε πίσω του και σκέπασε και τον μικρό και το δράκο του χρησιμοποιώντας τον δικό του μανδύα. Με μια δυνατή ώθηση στα πίσω του πόδια ο Γκλέιντερ απογειώθηκε ξεδιπλώνοντας τα φτερά του.

'Πηγαίνουμε κατ' ευθείαν στο Βρόενγκαρντ, Έμπριθιλ;' ρώτησε δειλά το αγόρι. Του φαινόταν περίεργο το γεγονός να ταξιδέψουν νύχτα. Φανταζόταν πως θα διανυχτέρευαν στην Κουάστα για να ξεκινήσουν το μακρύ ταξίδι τους με το πρώτο φως της ημέρας.

Ο δρακοκαβαλάρης χαμογέλασε ικανοποιημένος. Μέσα στο σάκο που κρεμόταν στο πλευρό του ζεσταινόταν ένα ακόμα πολύτιμο φορτίο. Ένα άλικο αυγό στο χρώμα της φωτιάς και του αίματος.

'Όχι, Μπρομ φινιάρελ. Θα κάνουμε πρώτα μια στάση στο Τίρμ. Βλέπεις, αυτή τη φορά οι δράκοι μας τίμησαν με δύο αυγά τους. Αν είμαστε τυχεροί, αύριο τέτοια ώρα θα φεύγουμε από εκεί έχοντας μαζί μας ένα ακόμα ζευγάρι.'


Σ/Σ : Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παίρνουμε από το βιβλίο της Κληρονομιάς τα μέλη της οικογένειας του Μπρομ ασκούσαν το επάγγελμα του "illuminator". Κατά το αγγλικό λεξικό μου, illuminator είναι εκείνος ο οποίος στολίζει τα χειρόγραφα με ζωγραφιές γύρω από το περιθώριο. Σ' αυτούς χρωστάμε την ομορφιά των παλαιών κωδίκων και άλλων αναγεννησιακών βιβλίων. Όμως, σε μία πόλη κοντά στη θάλασσα και μάλιστα απομονωμένη όπως περιγράφεται, η φαντασία μου αμέσως τοποθέτησε τον Μπρομ σε μία οικογένεια φτωχών ψαράδων. Άλλωστε, τι πιο φυσικό για έναν Έλληνα να φανταστεί ένα αγαπημένο του ήρωα να ζει τα πρώτα, τρυφερά χρόνια της ζωής του κοντά στη θάλασσα;

Α, και φαντάζομαι όλοι σας θα ξέρετε τι σημαίνει κάβος, καλάρισμα, καλαφάτισμα ε;

Επίσης, πάντα σύμφωνα με τις πληροφορίες της Κληρονομιάς, όντας ο Μπρομ γιος ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάτι σαν λόγιος μιας και η δουλειά του ήταν σχετική, μας θέτει το εξής ερώτημα: Είχαν όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής ίσες ευκαιρίες; Θέλω να πιστεύω πως, ναι.

Όποιος λοιπόν δεν συμφωνεί με την αλλαγή μου, θα μπορούσε να φανταστεί ότι πράγματι τα μέλη της οικογενείας του Μπρομ υπήρξαν illuminators. Αλλά ότι ο πατέρας του για κάποιο λόγο ξέκοψε από τα υπόλοιπα μέλη και άσκησε το επάγγελμα του ψαρά.

Κάτι άλλο επίσης. Ο χαρακτήρας του πατέρα ψαρά είναι νομίζω ανάλογος με το χαρακτήρα του Μπρομ σαν πατέρας του Έραγκον. Και οι δύο αγαπούν υπερβολικά το γιο τους, αλλά είτε αδυνατούν, είτε δεν θέλουν να το δείξουν.

Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση.