ΜΕ ΓΕΥΣΗ ΑΛΜΥΡΑΣ

Κεφαλαιο 1ο : Προετοιμασιες για Ταξιδι

Κοίταξα βαριεστημένα την οθόνη του υπολογιστή μου, τα δάχτυλα μου ήταν σε ετοιμότητα περιμένοντας μια καλή ιδέα να καρφωθεί στο κεφάλι μου. Εδώ και μέρες προσπαθούσα να τελειοποιήσω αυτήν την έκθεση σχετικά με τον χώρο των οικονομικών στην Αμερική και στις χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης μα δεν είχα καμιά πρόοδο μέχρι τώρα.

Η Αλις είχε φωλιάσει στον καστανογκρι καναπέ με τις ευδιάκριτες ραφές έχοντας στην αγκαλιά της ένα από τα δυο λευκά μαξιλάρια εκείνου του καναπέ. Κοιτούσε με μελαγχολία μια την βροχή έξω από τα μεγάλα παράθυρα του δωματίου και μια εμένα και την άδεια οθόνη του υπολογιστή που περίμενα έχοντας πιο πολύ άγχος από ποτέ να γεμίσει επιτελούς. Όλα αυτά τα παρακολουθούσα όταν η οθόνη του υπολογιστή που ποτέ, ποτέ από την πολλή ακινησία μαύριζε και έπειτα έδειχνε μια επανάληψη των καλοκαιρινών μας διακοπών από πέρυσι.

Είχαμε πάει με την Αλις και τον Τζασπερ στο Παρίσι και η Αλις επέμενε να ξαναπάμε και φέτος. Εγώ και ο Τζασπερ ήμασταν οι μονοί που είχαμε μείνει ασυγκίνητοι από την γαλλική μόδα, θα έλεγε κανείς πως θα θέλαμε παραπάνω να πηδήξουμε από ένα βράχο που να απέχει δέκα μετρά από το νερό παρά να ξαναπάμε με την Αλις σε μαγαζί ρούχων η στην περίπτωση μου μαγαζί καλλυντικών. Είχε βαλθεί να με κάνει 'λαμπερή' και 'αστραφτερή' όπως έλεγε και τα είχε καταφέρει. Όλα τα πετύχαινε..

Κούνησα το κεφάλι μου σε μια προσπάθεια να διώξω τις αναμνήσεις μακριά από το μυαλό μου και με μια απότομη κίνηση κούνησα το βελάκι του υπολογιστή αναγκάζοντας την φωτογραφία με εμάς τους τρεις μπροστά από τον πύργο του Άιφελ, την οποία και είχε τραβήξει ένας αρκετά εξυπηρετικός και φιλικός Γάλλος νεαρός που η Αλις νόμιζε πως με φλέρταρε, να φύγει από εκεί. Το βαρετό, λευκό κενό εμφανίστηκε ξανά απασχολώντας με.

«Ουφ…» ξεφύσησε η Αλις. Ήμουν σίγουρη ότι αυτή ήταν και η διαμαρτυρία της που την είχα αναγκάσει να περάσει ένα καλοκαίρι στην άχαρη, βαρετή και γεμάτη με απειλητικά σύννεφα Ουάσιγκτον. Αυτή ήταν και η μονή διαμαρτυρία που είχα ακούσει από αυτήν. Μέχρι τώρα…

Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της μιας και η οθόνη δεν θα γέμιζε και πολύ σύντομα από ότι προέβλεπα. Η έκφραση της θα ράγιζε την καρδιά οποιουδήποτε, αλλά όχι την δική μου. Ήξερα καλά τα τεχνάσματα της και αυτή ήξερε καλά πως δεν θα παραδινόμουν τόσο εύκολα.

Σήκωσε το κεφάλι της από την κόκκινη κούπα του καφέ που είχε στα χεριά της και με κοίταξε σαν να με εκλιπαρούσε. Αυτό δεν θα το ανεχόμουν…

«Όχι, Αλις» είπα με πείσμα. «Δεν θα πάμε διακοπές» συμπλήρωσα γρήγορα και η έκφραση της ήταν άλλο ένα χτύπημα κάτω από την μέση για μένα. Πως μπορούσα να πληγώνω έτσι της μικροσκοπική απροστάτευτη Αλις; Διαφώνησα με τον εαυτό μου καθώς ποτέ δεν θα μπορούσα ποτέ να χαρακτηρίσω της Αλις απροστάτευτη η καημένη. Αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν γελοίος για κάποια σαν και αυτή.

«Υπάρχουν πολύ φθηνά εισιτήρια για Ρώμη. Μπορώ ήδη να γευτώ τον καθαρό από σύννεφα ουρανό και τον ηλιόλουστο καιρό εκεί» Έριξε ένα παραπονεμένο βλέμμα γεμάτο εχθρότητα έξω από τα παράθυρα.

«Και εγώ μπορώ να γευτώ την καταστροφή της καριέρας μου άμα συμβεί κάτι τέτοιο.» της πέταξα προσπαθώντας να μην πω τίποτα άλλο που θα την πλήγωνε περισσότερο.

«Μια εταιρεία είναι Μπελλα. Δεν θα είναι και το τέλος του κόσμου άμα δεν σε προσλάβουν» συνέχισε την προσπάθεια της να με μεταπείσει και ήμουν σίγουρη πως άμα συνέχιζε έτσι θα τα κατάφερνε.

«Είναι η εταιρεία που προσφέρει τον μεγαλύτερο μισθό σε ολόκληρες της ΗΠΑ για την θέση της οικονομικής συμβούλου» αντιμίλησα και σηκώθηκα από την μαύρη υφασμάτινη καρεκλά κατευθυνόμενη προς την κουζίνα. Ήμουν σίγουρη πως είχε περισσέψει λίγο κέικ σοκολάτα από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα την κουζίνα. Τις τελευταίες μέρες έπαιρνα συνεχεία πίτσα η μου έφερνε κάτι η Αλις από το διαμέρισμα της στο οποίο είχε εγκατασταθεί και ο Τζασπερ μόνιμα πλέον μόλις γυρίσαμε από την Γαλλία.

Άκουσα τον οικείο ήχο τον βημάτων της Αλις πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Τα βήματα της ήταν τόσο χορευτικά και αέρινα που δεν ακουγόταν σχεδόν κανένα τρίξιμο από το δάπεδο καθώς περπατούσε. Της το είχα πει αυτό πολλές φορές και εκείνη μου απαντούσε πως όταν ήταν μικρή ήθελε να γίνει μπαλένα και οι γονείς της την έστειλαν για μαθήματα χορού. Αυτή τη φορά δεν είπα τίποτα για να της κινήσω το ενδιαφέρον για συζήτηση. Ήμουν ευχαριστημένη με την σιωπή.

Ξετύλιξα το κέικ από το γυαλιστερό αλουμινόχαρτο και έβγαλα ένα μαχαίρι από ένα συρτάρι. Έκοψα ένα κομμάτι και το τοποθέτησα πάνω στο μαύρο πιάτο που είχε φτιάξει ο Τζασπερ με πυλό, μου το είχε χαρίσει για το καινούργιο μου σπίτι-μονοκατοικία επισημαίνοντας μου κάθε λίγο και λιγάκι πως το έφτιαξε μονός του και ότι δεν ξόδεψε τίποτα. Όλοι ήξεραν πλέον πως δεν δεχόμουν εύκολα ακριβά δώρα.

«Σε παρακαλώ, Μπελλα» με ικέτεψε.

«Θέλεις λίγο κέικ;» ρώτησα στραβομουτσουνιάζοντας.

«Σε παρακαλώ. Κάντιο για μένα, για την φίλη σου, για την μοναδική σου καλύτερη φίλη» Αυτό καταντούσε αστείο σιγά,σιγα.

«Έχω και την Άντζελα και την Τζεσικα» είπα απλά κάνοντας βόλτα άσκοπα μέσα στους διαδρόμους του σπιτιού με το πιάτο ακόμη στο χέρι. Που και που δάγκωνα και κανένα κομματάκι κεικ.

«Η Άντζελα έφυγε στην Αυστραλία και η Τζεσικα σε μισεί μέχρι θανάτου αλλά και πάλι σε παρακαλώ Μπελλα. Μια χάρη σου ζητάω όλο και όλο. Τόσο πολύ είναι;»

Γύρισα απότομα προς το μέρος της με μια παραδομένη έκφραση στο πρόσωπο μου. Πως μπορούσε να με πείθει τόσο εύκολα χωρίς ούτε καν να την κοιτάζω στα ματιά; Με κοίταξε μπερδεμένα και αφού κατάλαβε ότι παραδόθηκα έτρεξε προς το σαλόνι σέρνοντας και εμένα μαζί της. Παραλίγο τα ποδιά μου να μπλεχτούν και να πέσω κάτω πάνω σε ένα τραπεζάκι-αντικα της προγιαγιάς μου που μου είχε παραδώσει ο Τσάρλυ με δάκρυα στα ματιά. Στην πραγματικότητα εκείνος και η Ρενε μου είχαν αγοράσει το σπίτι έτσι δεν κατάλαβα όλη αυτή τη συγκίνηση τότε που μετακόμιζα από το μικρό διαμερισμάκι στο Τζασκονβιλ εδώ.

«Ορίστε» είπε ενθουσιασμένη η Αλις δίνοντας μου ένα οδηγό που έλεγε από έξω με μεγάλα γράμματα ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ : ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ.

«Στην Ιταλία δεν είπαμε πως θα πάμε;» ρώτησα γυρίζοντας το μπερδεμένο μου βλέμμα προς την μεριά της Αλις τώρα.

«Αυτό μου ακούγεται πιο καλό και είναι και αυτό το μέρος ηλιόλουστο έτσι και αλλιώς.» είπε και στην συνεχεία άρχισε να μου αναλύει όλα τα καλά του νησιού. Στο τέλος προτίμησα την Σαντορίνη που δεν είχε και πολλά μαγαζιά με ρούχα η κάτι παρόμοιο έτσι γλίτωνα ένα βάρος. Η Αλις δεν είχε προσέξει αυτό το μειονέκτημα και εγώ φρόντισα να μην χρειαστεί να το μάθει μέχρι να φτάσουμε εκεί.

***********

Ο Τζασπερ έδειξε το ίδιο έκπληκτος – όταν ηρθε να πάρει την Αλις με το αυτοκίνητο- με αυτή της την επιλογή αλλά του έκανα σήμα όταν η Αλις είχε γυρισμένη την πλάτη της. Θα έδειχνα σίγουρα σαν ηλίθια εκείνη την στιγμή προσπαθώντας να τον κάνω να καταλάβει μα εκείνος έπιασε το νόημα και δεν είπε τίποτα για το θέμα των μαγαζιών. Όταν μείναμε μονοί μας το άλλο πρωί στην καφετερία περιμένοντας την Αλις να γυρίσει από κάτι ψώνια και δουλειές άρχισε με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο το όλο θέμα.

«Τι;» ρώτησα καθώς ρουφηξα από το καλαμάκι μια γουλιά χυμού βύσσινου.

«Ποτέ θα της το πεις;» Το βλέμμα του σοβάρεψε και ήμουν σίγουρη πως δεν ήθελε να γίνει τίποτα τέτοιο.

Χαμογέλασα νιώθοντας ανάλαφρη. Χτες το βραδύ η Αλις μου είχε κατεβάσει μια έκθεση από το ιντερνετ με το ίδιο θέμα που είχε και η δικιά μου. Ήταν εξαιρετική! Και κανένας δεν ήξερε πως υπήρχε αφού η διεύθυνση ήταν κατά κάποιον τρόπο άκρως απόρρητη. «Μέχρι τώρα έχω σκεφτεί δυο επιλογές. Η πρώτη είναι να της το πω όταν θα φτάσουμε και η δεύτερη είναι να την αφήσω να το διαπιστώσει μονή της» του φανέρωσα. Ήξερα πως ο Τζασπερ δεν θα με κάρφωνε ποτέ, δεν τον σύμφερε αυτή τη στιγμή και να έλεγα πως βρισκόταν σε δίλημμα ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα στην αγαπημένη του θα ήταν από μονό του ψέμα.

«Μου αρέσει περισσότερο η δεύτερη» μου φανέρωσε εκείνος ανταποδίδοντας μου το χαμόγελο και περνώντας και τον δικό του χυμό από το τραπέζι.

«Το ήξερα ότι θα σου άρεσε περισσότερο αυτή, αλλά το θέμα είναι…» δάγκωσα το κάτω χείλος μου τρομάζοντας με την σκέψη. «Τι θα γίνει άμα το μάθει πριν;»

«Η Αλις δεν θα άλλαζε ποτέ αυτό που έχει ήδη επιλέξει, Μπελλα»

«Είσαι σίγουρος για αυτό;» ρώτησα και εκείνος σήκωσε αποδοκιμαστικά το φρύδι του.

Η Αλις μπήκε μέσα στο μαγαζί με τις γνωστές γεμάτες χαρές κινήσεις της, παράγγειλε ένα ποτό και ηρθε στο τραπέζι μας. Τα αγκαθωτά μαλλιά της ήταν πιο περιποιημένα από ότι συνήθως έτσι μάντεψα ότι επισκέφτηκε το κομοτηρειο. Στα χέρια της κρατούσε τουλάχιστον δέκα σακουλές μαγαζιών και την τσάντα της. Στις σακουλές μερικά ρούχα προεξείχαν κάτι που έκανε και εμένα και τον Τζασπερ να κοιταχτούμε και έπειτα να βγάλουμε ένα βεβιασμένο χαμογελο και αυτό γιατί και οι δυο ξέραμε πως δεν τα είχε αγοράσει όλα αυτά για τον εαυτό της.

Κάθισε ανάμεσα σε μένα και τον Τζασπερ και πέταξε τρία χαρτιά πάνω στο τραπέζι. Ο Τζασπερ άπλωσε διστακτικά το χέρι του και πηρέ ένα, αντέγραψα τις κινήσεις του αμέσως.

«Πως πρόλαβες να βρεις τόσο γρήγορα εισιτήρια;» ρώτησε ο Τζασπερ φανερά εντυπωσιασμένος.

«Θα πετάξουμε από την Νέα Υόρκη μέχρι την Αθήνα και μετά θα πάρουμε ένα πλοίο από το λιμάνι του Πειραιά. Θα μας πάρει λίγο χρόνο μα αξίζει» είπε εκείνη αγνοώντας την ερώτηση του Τζασπερ.

«Εντάξει» συμφώνησα και στην συνεχεία κοίταξα τις μεγάλες σακουλές στο πάτωμα. Η Αλις το πρόσεξε αυτό και γύρισε την πλάτη της στον Τζασπερ για να μου δείξει τα ψώνια. Ο Τζασπερ από πίσω μου έκανε πως έκοβε το κεφάλι του με το χέρι του αλλά ήξερα πως αυτό ήθελε να το κάνει σε μένα τώρα.

«Αγόρασα μερικά πράγματα για μένα και για σένα Μπελλα μιας και δεν θα έχουμε την ευκαιρία σε ένα μικρό νησί σαν την Σαντορίνη»

Ο Τζασπερ στην αρχή φάνηκε ανακουφισμένος που δεν πηρέ για αυτόν τίποτα μα μετά μόλις η Αλις τελείωσε την πρόταση της κοκάλωσε στην θέση του. Το ίδιο έκανα και εγώ.

«Νομίσατε πως δεν ήξερα τις ελλείψεις μαγαζιών εκεί;» χαχάνισε, ένας απαλός ανάλαφρος ήχος. «Για τόσο χαζή με περάσατε;» συνέχισε να χαχανίζει και να γελάει κοιτώντας την έκφραση στο πρόσωπο μου. «Είστε απαράδεκτοι και οι δυο σας»

Το γουστο της Αλις στα ρουχα ηταν πραγματικα εκπληκτικο όταν δεν χρειαζοταν να τρεχω από πισω της νιωθοντας τελειως χαμενη και ασχετη μεσα στα μαγαζια. Μου ειχε παρει ένα σωρο πραγματα τα οποια δεν ημουν και σιγουρη αμα θα επαιρνα τελικα μαζι μου. Τα εβρισκα όλα πολύ γυναικεια. Καθολου του γουστου μου, χωρις ουτε ένα στοιχειο του χαρακτηρα μου. Ακομη και τα πιο απλα τζιν μεσα σε εκεινη την γεγαντια σακουλα ειχαν κατι από αυτό το στοιχειο. Δεν υπηρχε και τιποτα φυσιολογικο εκει μεσα εκτος από ένα λευκο κοντομανικο πουκαμισο. Αποφασισα ότι θα φορουσα εκεινο το πουκαμισο μαζι με ενα τζιν παντελονι που μου ειχε αγορασει η Αλις. Δεν θα την απογοητευα έτσι. Θα το επαιζα λιγο μπερδεμενη όταν ανακαλυπταμε στο ταξιδι ότι ειχα ξεχασει να βαλω μεσα τα ρουχα που μου πηρε. Θα το καταλαβαινε αλλα θα με συνχωρουσε… Αυτό ηλπιζα τουλαχιστον…

Μια μερα πριν φυγουμε αποφασισα να παραδωσω επιτελους την εργασια μου στην εταιρεια αφου τις ειχα κανει πρωτα μερικες αλλαγες προς το καλυτερο. Αν θυμαμαι καλα ειχα προσθεσει λιγα ακομη επιχειρηματα που ειχα μεσα στο μυαλο μου και ειχα αλλαξει λιγο τον τροπο εκφρασης σε μερικα σημεια κανοντας τον πιο επισημο και σοβαρο. Η Αλις ειπε πως το εκανα λιγο πιο αναλαφρο το ολο κειμενο αφου στην αρχη ηταν βαρυ και βαρετο. Αμφεβαλλα για αυτό παρολα αυτά…

Εβαλα το βιογραφικο μου μεσα στον πλαστικο μπλε φακελο.

«Αλις» φωναξα μεσα από το δωματιο μου καθως αρπαξα με βιασυνη τα κλειδια του αυτοκινητου μου πανω από την μικρη μαυρη πολυθρονα.

«Ναι» η φωνη της ηρθε από το σαλονι οπου και καθοταν μονη της με μια κουπα καφε στο χερι και ένα περιοδικο μοδας στα ποδια της. Εκεινη ειχε ηδη ετοιμη την βαλιτσα της, η οποια και ηταν τωρα στο πατωμα με μια στοιβα 'αχρηστων' για το ταξιδι ρουχων. Ειχαμε σπαταλησει ωρες ολοκληρες διαλεγοντας καταλληλα ρουχα για το ταξιδι για εκεινη. Συμφωνα με την Αλις η βαλιτσα μου θα ηταν ηδη ετοιμη αμα εβαζα μεσα τις δικες της αγορες, κατι που νομιζε πως ειχα κανει. Εγω ειχα ακολουθησει το δικο μου σχεδιο και ημουν σιγουρη πως δεν θα το καταλαβαινε μεχρι να παμε στην Σαντορινη.

«Θα παω να αφησω την εκθεση μου και θα επιστρεψω σε λιγο ενταξει;» εξηγησα παραπατωντας στον διαδρομο.

«Με την ησυχια σου» ειπε και χαμογελασε λες και μου ξεφευγε μια μικρη λεπτομερεια εδώ περα. Δεν μπορουσα να σκεφτω τιποτα περα από την εκθεση που επρεπε να παραδωθει εγκαιρως στην γραμματεα της εταιρειας.

«Γεια» την χαιρετησα καχυποπτα καθως ανοιξα την βαρια πορτα τραβωντας την προς το μερος μου με δυναμη.

«Γεια σου, Μπελλα» ανταπεδωσε τον χαιρετισμο.

Μεσα σε ολη αυτην την ατμοσφαιρα ειχα ξεχασει την βροχη έξω. Βλαστημησα από μεσα μου και αγκαλιασα τον πλαστικο φακελο. Τα μαλλια μου ειχαν ηδη βραχει μεχρι να φτασω στο αυτοινητο μου μα δεν με ενιαζε και παρα πολύ. Συγκεντρωθηκα στον σκοπο μου και αυξησα την θερμοκρασια μεσα στο αυτοκινητο. Εκανε κρυο για Ιουλιο μηνα κατι που με εκανε να φανταστω τις παραλιες που με περιμεναν σε λιγες μερες και την ζεστη στα μερη που θα πηγαινα. Η Ελλαδα ηταν παντα ευχαριστος προορισμος για ταξιδι.

Όταν εφτασα στην εταιρεια η βροχη ειχε σταματησει και τα μαλλια μου ειχαν στεγνωσει. Τα εφτιαξα λιγο πριν βγω από το αυτοκινητο. Δεν ηθελα να φαινομαι σαν καποια που δεν ταιριαζε με το περιβαλλον εκει μεσα οσο και αν δεν ταιριαζα στην πραγματικοτητα. Δεν μου αρεσε να το σκεφτομαι αυτό αφου ηξερα ότι δεν μου ταιριαζε τιποτα. Ακομη και αυτην την δουλεια δεν την ειχα επιλεξει σαν χομπυ η γιατι μου αρεσε. Την ειχα επιλεξει για αλλους λογους που ακομη και εγω δεν μπορουσα να προσδιορισω. Ποτε δεν ηξερα τι ηθελα απλως γνωριζα καλα πως να κυνηγαω τους στοχους μου και αυτό λογο του πεισματος μου.

Αφησα τον φακελο στην ξανθια γραμματεα με την τσιχλα στο στομα. Μερικες φορες απορουσα που τετοιες κοπελες σαν και αυτην εβρισκαν δουλειες σε μεγαλες και δημοφιλης εταιρειες αλλα μετα επνιγα την σκεψη με τα δικα μου ζητηματα. Δεν μου αρεσε να ανακατευομαι στις δουλειες των αλλων ουτε και στα προσωπικα τους ζητηματα. Εγω ειχα τα δικα μου και αυτοι τα δικα τους. Δεν ειπαμε τιποτα άλλο. Όπως ειπα και πριν εκεινη εκανε την δουλεια της δηλαδη τηλεφωνησε στον υπευθυνο και εγω εφυγα περιμενοντας να μου τηλεφωνισουν για την θεση η ακομη και να μην παρουν καθολου. Αυτά ηταν τα δικα μου προβληματα.

Γυρισα στο σπιτι και βρηκα στην Αλις ακριβως έτσι όπως την ειχα αφησει μονο που αυτή τη φορα ηταν και ο Τζασπερ απεναντι της και εκεινη χαμογελουσε λες και ειχε κατακτησει καποια χωρα. Δεν σχολιασα τιποτα.

«Γεια σου Τζασπερ» τον χαιρετησα καθως αφηνα το γκρι μακρυ μου παλτο πανω στην καρεκλα διπλα από το μαυρο θρανιο.

«Γεια σου Μπελλα» ειπε με ενθουσιασμο εκεινος.

«Τι εγινε; Φαινεστε και οι δυο πολλοι… ευχαριστημενοι» Ηξερα πως αυτή δεν ηταν η σωστη λεξη για να περιγραψω τα προσωπα τους τωρα. Αυτοι ελαμπαν ολοκληροι. Το φαινομενο αυτό ηταν συχνο για τηνΑλις έτσι γυρισα ολη μου την προσοχη προς τον Τζασπερ.

«Θα έρθει και ένας παλιός μου φίλος μαζί μας στην Σαντορίνη» είπε απλά συγκρατοντας την χαρά του.

«Αχα... Θα μας συναντήσει αύριο στο αεροδρόμιο;» ρώτησα δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου. Ήθελα να περάσουμε πάλι μονό οι τρεις μας τις διακοπές μα ήξερα πως και ο Τζασπερ ήθελε και κάποια παρέα… αντρική. Δεν του προσφέραμε τίποτα τέτοιο εδώ που τα λεμέ. Είχε να βγει με κάποιον φίλο του από τότε που φύγαμε από την Γαλλία.

«Όχι, φυσικά. Θα μας περιμένει στο νησί» εξήγησε. «Θα μένει στο ίδιο σπίτι με εσένα άμα δεν σε πειράζει. Όχι φυσικά ακριβώς στο ίδιο. Εκείνος θα έχει το δικό του δωμάτιο και εσύ το δικό σου. Το μονό που θα μοιράζεστε θα είναι η κουζίνα, το σαλόνι και το μπάνιο» Με κοίταξε ελέγχοντας το πρόσωπο μου.

«Καλά.» απάντησα εγώ λίγο ενοχλημένη με την ιδέα να μοιράζομαι το ίδιο διαμέρισμα με ένα ξένο.

«Συγνώμη μα όλα τα αλλά ήταν κλεισμένα και να… θέλουμε να μείνουμε λίγο μονοί μας με την Αλις» Γύρισε το πρόσωπο του προς την Αλις και της χαμογέλασε. Η Αλις του ανταπέδωσε το χαμόγελο λάμποντας ολόκληρη. Η ιδέα της άρεσε σίγουρα.

Άρχισα να νιώθω άβολα και έτσι πήγα να φτιάξω κάτι για βραδινό. Πήρα το βιβλίο των συνταγών στα χεριά μου και έψαξα για κάτι ωραίο και γευστικό για να φάμε. Κατέληξα σε μια κινεζική συνταγή με απλά υλικά και οπωσδήποτε κάτι που εκτελούνταν εύκολα, δεν είχα όρεξη για κάτι περίπλοκο. Ήθελα να φάω κάτι και έπειτα να πάω για ύπνο, αυτό το πρόγραμμα θα ακολουθούσα σήμερα και ήξερα πως αυτό δεν θα πείραζε την Αλις αν και είχαμε συμφωνήσει ότι θα δούμε μια ταινία μαζί απόψε. Ο Τζασπερ βαριόταν τις ρομαντικές ταινίες που βλέπαμε απίστευτα αλλά ποτέ δεν το έλεγε στην Αλις. Η Αλις παρόλα αυτά ήξερε και κάθε φορά που είχαμε μια βραδιά με ρομαντικές ταινίες τον έδιωχνε σχεδόν με τις κλοτσιές. Γέλασα και άρχισα να ετοιμάζω το φαγητό καθώς σκεφτόμουν έναν τρόπο για να πείσω την Αλις να με αφήσει αυτή τη φορά να κοιμηθώ με την ησυχία μου.

Αφού φάγαμε το κινεζικό που είχα φτιάξει ο Τζασπερ είπε πως θα πήγαινε στο σπίτι και η Αλις είπε πως αυτή τη φορά θα πήγαινε μαζί του. Της είπα ότι δεν πειράζει με την σειρά μου μα εκείνη δεν καταλάβαινε από λόγια. Φύγανε αφήνοντας με μονή μου στο τεράστιο σπίτι με ένα τραπέζι στην εντέλεια και όλα τα πιάτα γλυμμένα, με είχαν βοηθήσει πρώτου φύγουν και τους ήμουν ευγνώμων για αυτό.

Φόρεσα τις φόρμες που είχα για τον ύπνο και ξάπλωσα στο διπλό κρεβάτι μου τραβώντας όλες τις κουβέρτες από πάνω μου. Αύριο θα ήταν μια μεγάλη μέρα και αυτό το γνώριζα από τώρα…

Έκλεισα τα ματιά μου και σε λιγότερο από ένα λεπτό με είχε πάρει ο ύπνος…

Η Αλις ηρθέ αρκετά νωρίς το πρωί μαζί με τον Τζασπερ για να με πάρουν από το σπίτι. Εγώ ήμουν ήδη έτοιμη καθώς δεν ήθελα να καταλήξει στο τέλος η Αλις να με ντύνει με κάτι εξωφρενικά ανοιχτό η κάτι τέτοιο. Όταν μπήκα μέσα στην κίτρινη Πορσε τους η Αλις κατέβασε με έμφαση τα γυαλιά ηλίου της –παρά την συννεφιά έξω- εξετάζοντας το ντύσιμο μου.

«Την άλλη φορά θα σε ντύσω εγώ» είπε καθώς εγώ βολευόμουν στην θέση του συνοδηγού. Ο Τζασπερ καθόταν πίσω, διπλά από έναν τεράστιο σωρό με σακουλές από μαγαζιά ρούχων, καλλυντικών και παπουτσιών.

«Τι είναι όλα αυτά, Αλις;» ρώτησα μπερδεμένη.

«Τελευταίες λεπτομέρειες… Ο Τζασπερ με βοήθησε» Σίγουρα όχι με την θέληση του, προέθεσα από μέσα μου κοιτώντας τώρα τον Τζασπερ με ένα βλέμμα γεμάτο λύπη. Φαινόταν εξουθενωμένος…

«Πήρα και για σένα κάποια ακόμη πράγματα όπως…» Έβαλε το χέρι της μέσα στην τσάντα που είχε από διπλά της και την ψαχούλεψε με το ένα χέρι συνεχίζοντας να οδηγεί. «Τα προσωπικά σου γυαλιά ηλίου»

Μου παρέδωσε το κόκκινο μικρό κουτάκι και εγώ το άνοιξα. Μόλις είδα την μάρκα πήγα να λυποθημησω.

«Πηγές και μου πήρες γυαλιά Ντόλτσε Καμπάνα;;;» Ανέβασα την φωνή μου κατά μια οκτάβα.

«Ηρέμησε, Μπελλα… Ήταν στις εκπτώσεις»

«Αμφιβάλλω» κλαψούρισα.

«Και καλά κανείς» μουρμούρισε ο Τζασπερ από πίσω.

«Εσύ μην ανακατεύεσαι» του πέταξε η Αλις υπόθετε αυστηρά.

«Σε πόση ώρα θα φτάσουμε;» ρώτησα προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Η Αλις είχε καταφέρει για άλλη μια φορά να με νευριάσει…

«Θα μας πάρει περίπου τρεις ώρες για να φτάσουμε στην Νέα Υόρκη, και από εκεί και πέρα θα μας πάρει οχτώ μισή ώρες για να πάμε αεροπορικώς στην Αθηνά , μια ώρα για να περιμένουμε το πλοίο και μετά να πάρουμε πλοίο από τον Πειραιά αυτό θα μας πάρει… Δεν ξερώ ποσό θα μας πάρει για να φτάσουμε στην Σαντορίνη. Πάντως εκεί θα είμαστε συμφωνά με την ώρα της Ελλάδος… Περίπου το πρωί νομίζω…»

Δεν πρόσεξα τις λεπτομέρειες στην πραγματικότητα δεν την άκουγα καν. Η μονή πληροφορία που πήρα από όλο αυτό ήταν πως το άλλο πρωί θα ξυπνούσα σε ένα μαγευτικό νησί, με μικρά λευκά σπιτάκια με μπλε βαμμένες στέγες και με το γαλάζιο σκούρο μπλε της θάλασσας να απλώνεται σαν πέπλο μπροστά από ένα μεγάλο παράθυρο. Έσβησα την εικόνα με το μεγάλο παράθυρο βάζοντας στην θέση της ένα ωραίο επιβλητικό μπαλκόνι. Αναστέναξα με ευχαρίστηση.

Το υπόλοιπο της διαδρομής το περάσαμε ακούγοντας μουσική στο ραδιόφωνο. Σιγοτραγουδούσαμε μαζί με την Αλις διαφορές επιτυχίες ενώ ο Τζασπερ κοιμόταν πίσω και με το δίκιο του.

Εγώ μετά από λίγη ώρα βολεύτηκα στο κάθισμα μου έτοιμη να ακολουθήσω το παράδειγμα του Τζασπερ καθώς ένιωθα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν μέσα σε κάθε λεπτό που περνούσε. Σκέφτηκα το διαμέρισμα που με περίμενε και την θάλασσα, και… γενικά το νησί για άλλη μια φορά. Λες και όλα θα παρέμεναν απλώς μια φαντασίωση…

«Μπελλα; » άκουσα μέσα στον ύπνο μου την φωνή της Αλις. «Φτάσαμε!»

Τέντωσα τα χεριά μου ανοιγοκλείνοντας τα ματιά μου προσπαθώντας να τα κάνω να προσαρμοστούν στο έντονο φως που ερχόταν διάχυτο από τριγύρω. Ένιωσα το χέρι της Αλις πάνω στον ωμό μου καθώς προσπαθούσε να ξυπνήσει τον Τζασπερ.

«Θα χάσουμε το αεροπλάνο, Τζαζ» κλαψούρισε.

«Ξύπνησα, Αλις. Αμάν» φώναξε ο Τζασπερ.

Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και βρήκα έξω από το ζεστό τώρα αυτοκίνητο για τα δεδομένα της Νέας Υόρκης. Τράβηξα τα γυαλιά ηλίου μου μέσα από το αυτοκίνητο και τα φόρεσα προσπαθώντας να ξεχάσω το γεγονός ότι κόστιζαν κάτι παραπάνω από τα γυαλιά που είχα εγώ. Κορόιδευα τον εαυτό μου, το ποσό ήταν πολύ μεγαλύτερο…

«Σου πάνε» είπε η Αλις και βρήκε και αυτή από το αυτοκίνητο.

Μόρφασα και άνοιξα την πίσω πόρτα. Ο Τζασπερ είχε ήδη βγει έξω βοηθώντας την Αλις να βγάλει τις βαλίτσες από τα πορπαγκαζ. Κοίταξα τις σακουλές χωρίς να έχω ιδέα τι ακριβώς έπρεπε να κάνω μαζί τους. Καθώς πήρα μια αναγκαστικά είδα και το εσωτερικό. Εσώρουχα;;; Μαγιό;;; Δάγκωσα το κάτω χείλος μου συγκροτώντας τον εαυτό μου από το να ορύξει στην Αλις.

Μπορεί και να μην είναι δικά σου, μια φόνου στο πίσω μέρος του μυαλού μου με καθησύχασε η μάλλον έκανε μια προσπάθεια.

«Μπελλα, φέρε τις σακουλές σε μένα» προτείνε η Αλις κοιτώντας τρομαγμένη το πρόσωπο μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και της παρέδωσα αυτά που ήδη κρατούσα. Πήγα μαζί με τον Τζασπερ πίσω στο πορπαγκαζ περνώντας στα χεριά μου την βαλίτσα μου και την μαύρη, ακριβή βαλίτσα της Αλις που θύμιζε παραπάνω τσάντα υψηλής μόδας παρά βαλίτσα. Ήταν βαριά. Και οι δυο ήταν βαριές και αυτό με μπέρδεψε. Εγώ είχα πάρει μονό τα απαραίτητα και από ότι θυμόμουν ήταν πιο ελαφριά η δική μου όταν την σήκωσα στο σπίτι. Δεν έδωσα και παρά πολύ σημασία νομίζοντας πως αυτό γινόταν επειδή μόλις είχα ξυπνήσει.

Ο Αλις πήγε και έφερε τρία καρότσια από μέσα αφού ακόμη και μετά από πολύ προσπάθεια δεν καταφέραμε να κουμανταρουμε μονό με τα χεριά μας τα πράγματα με τα οποία μας είχε επιβαρύνει άδικα η Αλις.

Ξεφορτωθήκαμε όλες τις αποσκευές μας και μετά αφού κανονίσαμε όλα όσα έπρεπε να κάνουμε απήγαμε στο εστιατόριο του αεροδρομίου. Ήταν σελά- σέρβις έτσι διαλέξαμε μονοί μας τι θέλουμε από τον πάγκο και στο τέλος ο καθένας πλήρωσε το δικό του φαγητό. Εγώ πήρα ένα σάντουιτς και έναν χυμό πορτοκαλί για πρωινό. Η Αλις μια ελαφριά σαλάτα και νερό όπως επίσης και ο Τζασπερ. Εγώ ήμουν η μονή που έκανα υπερβολές αυτή τη φορά, αν και αυτές δεν συγκρινόταν με αυτά που έκανε η Αλις. Την αγριοκοίταξα καθώς αφήναμε τους δίσκους μας πίσω.

«Για μένα είναι αυτά που κρατούσα πριν;» ρώτησα συνεχίζοντας να την αγριοκοιτάζω.

«Τα εσώρουχα εννοείς;» Με κοίταξε με ένα αθώο ύφος σαν ένα παιδί που είχε μόλις κάνει μια αταξία και ήταν ήδη έτοιμο να άνηθοι πως την έκανε. Αυτό δεν θα το άφηνα όμως να περάσει έτσι.

«Το καλό που σου θέλω Αλις να είναι δικά σου γιατί δεν ξερώ τι θα κάνω άμα δεν είναι» την απείλησα και εκείνη γύρισε την πλάτη σε μένα κοιτάζοντας τον Τζασπερ.

«Πάμε;» ρώτησε ανυπόμονα τώρα μα ήξερα πως ήθελε απλώς να ξεφύγει από εμένα.

Ο Τζασπερ κοίταξε το ρολόι του και μετά απλά συμφώνησε. Περιμέναμε για τουλάχιστον είκοσι λεπτά μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο με κόσμο που θα πετούσε με αυτή τη πτήση σε λίγη ώρα. Μια φωνή μας είπε πως μπορούσαμε τώρα να περάσουμε. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και σε λίγη ώρα βρισκόμουνα σε ένα αναπαυτικό μαλακό κάθισμα της πρώτης θέσης. Άλλη μια υπερβολή της άλλης για την οποία το μονό που είπε ήταν: «Άμα είναι να πάμε διακοπές πρέπει να πάμε σωστά. Έτσι δεν είναι;» Δεν απάντησα μιας και μέχρι στιγμής ήμουνα παρά πολύ απαισιόδοξη. Που πήγε όλη η αισιοδοξία μου για τις διακοπές;

Καθίσαμε όλοι μαζί σε τρεις θέσεις που ήταν κολλημένες μεταξύ τους. Αυτό ήταν και κάτι καλό σχετικά με την πρώτη θέση. Δεν χρειάστηκε κανένας από εμάς να φύγει από την παρέα και να πάει να καθίσει κάπου αλλού. Αυτό είχε γίνει ερίσει και η μονή που δεν το ευχαριστήθηκε ήμουν εγώ και ο διπλανός μου. Ήλπιζα πως αυτή τη φορά δεν θα πετύχαινα κάποιον που είχε ψύχωση με την καθαριότητα και τις αρρώστιες , δεν θα το άντεχα… Τελικά όλες αυτές οι σκέψεις που έκανα σχετικά με τις θέσεις πήγαν χαμένες…

Έκλεισα τα ματιά σε μια προσπάθεια να με ξαναπάρει ο ύπνος μα είχα χορτάσει, δεν θα χρειαζόταν να κοιμηθώ για πολλές ώρες ακόμα όπως επίσης και ο Τζασπερ. Η Αλις μετά από λίγα λεπτά κοιμήθηκε πάνω στον ωμό του Τζασπερ και με το ένα της χέρι γύρω από τον λαιμό του. Αυτό δεν φάνηκε να τον πειράζει. Άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά της με το ένα του χέρι και εκείνη μουρμούρισε κάτι μέσα στον ύπνο της.

Γύρισα από την άλλη νιώθοντας πως παραβίαζα τις προσωπικές τους στιγμές αν και ήταν ένα μονό άγγιγμα.

«Προσοχή, επιβάτες. Σε λίγο το αεροπλάνο μας θα προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Αθηνάς. Παρακαλώ φορέστε τις ζώνες σας και κλειστέ τα τραπεζάκι μπροστά από το κάθισμα σας. Σας ευχαριστούμε που ταξιδέψατε με την εταιρεία μας και σας ευχόμαστε καλές διακοπές»

«Τζασπερ, ξυπνά την Αλις» είπα και έδεσα την ζώνη μου.

«Γλυκιά μου, φτάσαμε» είπε ο Τζασπερ στο αυτί της Αλις καθώς σκόρπισε λίγα φιλιά πάνω στο πρόσωπο της και τον λαιμό της.

Εκείνη τεντώθηκε μέσα στην αγκαλιά του και έπειτα σήκωσε σχεδόν δειλά το πρόσωπο της για να τον δει καλυτέρα.

«Τζαζ. Που είμαστε;» ρώτησε τελείως προσανατολισμένη.

«Πάνω από την Αθηνά, σε λίγο θα προσγειωθούμε» την πληροφόρησε με μια μαλακή, γλυκιά φωνή εκείνος. «Θα πρέπει να δέσεις την ζώνη σου» πρόσθεσε και αμέσως εκείνη λες και ήταν υπνωτισμένη τον υπάκουσε.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με επιτυχία στον μακρύ διάδρομο. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι μου όταν έγινε αυτό. Χωρίς να χάνουμε καθόλου χρόνο αρπάξαμε το σακίδιο του Τζασπερ και τις δυο τσάντες μας και βρήκαμε από το αεροπλάνο.

Η ζεστή ήταν έντονη έξω και ο αέρας ξηρός. Κατευθείαν θέλησα να ξαναμπώ μέσα στο δροσερό αεροπλάνο μα αυτό ήταν κάτι αδύνατον τώρα πια. Είχαμε μια ώρα ελεύθερη και πραγματικά δεν ήθελα να την περάσω έξω με αυτήν την ζεστή.

Ο Τζασπερ ρύθμισε το ρολόι του έξι ώρες μπροστά καθώς κατέβαινε από τις σκάλες του αεροπλάνου. Η Αλις κοίταζε τριγύρω της με δυσπιστία λες και νόμιζε πως προσγειωθήκαμε σε λάθος πόλη, σίγουρα η πολλή ζεστή δεν ικανοποιούσε κανέναν από τους τρεις μας.

«Θα πάμε σε κάποιο εστιατόριο τώρα η κάπου αλλού. Ίσως σε κάποιο κατάστημα ρούχων. Δεν αντέχω ούτε στιγμή εδώ έξω» είπε σαν να διάβαζε την σκέψη μου.

«Λοιπόν…» άρχισε ο Τζασπερ. «Άμα θέλετε μπορούμε να πάρουμε ταξί και να φάμε κάτι. Αλλά έχουμε μονό μια ώρα»

«Να πάρουμε κάτι στο χέρι» προτείνε η Αλις.

«Παγωτό» μουρμούρισα εγώ ελαφρώς ζαλισμένη την ιδέα μου.

«Τελεία ιδέα, Μπελλα» είπαν και οι δυο ταυτόχρονα και μετά κοίταξαν ο ένας τον άλλον με λατρεία. Αυτό δεν το άντεχα. Ένιωθα σαν εγώ να ήμουν κάπου παράμερα, έξω από την παρέα όταν κοιταζόταν έτσι.

«Θα πάρουμε από εδώ παγωτό, το αεροδρόμιο έχει και δροσιά άλλωστε» ξαναπροτεινα γυρνώντας νευρικά το βλέμμα μου τριγύρω.

Δεν είπαμε τίποτα άλλο. Η Αλις τύλιξε το χέρι της γύρω από το χέρι του Τζασπερ και πιαστήκαν αγκαζέ. Εγώ συνέχισα να νιώθω παράξενα άθολη την διάρκεια της διαδρομής από το αεροπλάνο στον εσωτερικό χώρο του αεροδρομίου. Η Αλις το κατάλαβε έτσι έπιασε και εμένα αγκαζέ αν και αυτό με έκανε να νιώσω περισσότερο άσχημα από όσο ένιωθα ήδη.

Πήραμε ο καθένας και από ένα παγωτό και καθίσαμε σε ένα από τα παγκάκια του αεροδρομίου για να τα απολαύσουμε. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχαμε τελειώσει και αμέσως πήραμε ένα ταξί. Μας ήταν λίγο δύσκολο να συνεννοηθούμε με τον ταξιτζή, αλλά ευτυχώς η Αλις ήξερε λίγα ελληνικά και αυτό το έκανε λιγάκι πιο εύκολο.

Φτάσαμε στο λιμάνι σε λιγότερο από μισή ώρα και το πλοίο είχε ήδη αγκυροβολήσει εκεί έτοιμο να αναχωρήσει. Παρόλα αυτά εμείς μπήκαμε μέσα και βολευτήκαμε στις καμπίνες μας. Η Αλις και ο Τζασπερ ήταν στην ιδία καμπίνα ενώ εγώ είχα μια καμπίνα δική μου. Αυτό με βόλευε παρόλα αυτά. Μου άρεσε να έχω τον δικό μου χώρο.

Κανονικά θα πηγαίναμε για φαγητό στο εστιατόριο του πλοίου μα εγώ το ανέβαλα με μονή δικαιολογία την κούραση μετά από ένα τόσο μεγάλο ταξίδι.

Έβαλα τα πράγματα μου διπλά από το κρεβάτι μου και αφού έπλυνα τα δόντια μου πήγα για άλλη μια φορά για ύπνο.