Λοιπόν, αυτή είναι η πρώτη ιστορία που ανεβάζω εδώ και ελπίζω να σας αρέσει.


'Η αιχμάλωτη ενός σκοτεινού ιππότη'

Πρόλογος

Ο ουρανός ήταν βαρύς και οι πρώτες ψιχάλες σε λίγο θα έπεφταν. Όμως αυτό δεν σταμάτησε το μικρό κοριτσάκι με τα μακριά καστανά μαλλιά και τα σοκολατένια αθώα μάτια από το να χαθεί πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Περπατούσε ανάμεσα στα δέντρα χωρίς να κοιτάζει πίσω της. Κάθε άλλο παιδί στην ηλικία της θα ένιωθε τρομαγμένο, όμως εκείνη συνέχιζε ακάθεκτη σαν να γύρευε για κάτι.

Τα μποτάκια της βούλιαζαν στο υγρό χώμα δημιουργώντας ήχους που διαχέονταν μέσα στο απέραντο δάσος. Η αναπνοή της ήταν σταθερή και κάθε τόσο έριχνε μια ματιά γύρω της, θαυμάζοντας το φθινοπωρινό τοπίο.

Την είχαν προειδοποιήσει να μην χάνεται μόνη της μέσα στο δάσος, αλλά γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο, η μικρή ξετρύπωσε από το σπίτι της. Ήθελε να μάθει την αλήθεια για το τι το τόσο κακό κρυβόταν μέσα στο 'Μαύρο Δάσσος΄, όπως το αποκαλούσαν οι συγχωριανοί της, που σκόρπιζε τον πανικό στις γύρω περιοχές.

Μια χοντρούλα κοντή κυρία με μαλλιά στο χρώμα της καραμέλας, η Έλεν, που ήταν μητέρα της καλύτερης φίλης του μικρού κοριτσιού, κάθε βράδυ υπενθύμιζε στις μικρές με αυστηρό τόνο να μην πλησιάζουν το Μαύρο Δάσος. Η καλύτερη φίλη του κοριτσιού, η Μέλοντι, πάντα απαιτούσε να μάθει κάτι καινούριο για τους μύθους αυτού του δάσους. Βέβαια, η Έλεν πίστευε πως ήταν κάτι παραπάνω από απλοί μύθοι.

Η Μέλοντι, παρόλο που επιζητούσε να μάθει γι'αυτές τις σκοτεινές ιστορίες, κοιτούσε στα μάτια της μητέρας της με φόβο. Από την άλλη, το μικρό καστανό κοριτσάκι κάρφωνε τα μάτια της στο πρόσωπο της Έλεν με αγωνία και θαυμασμό. Δεν τρόμαζε με τίποτα. Και η Έλεν, γνωρίζοντας καλά τον χαρακτήρα της μικρής, καθώς εκείνη την μεγάλωσε, ανησυχούσε.

Το μικρό κοριτσάκι συνέχισε να περπατάει ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Άκουγε τον κάθε μικρό ήχο της φύσης, μύριζε την βροχή και τα φύλλα των δέντρων, ένιωθε την υγρασία στο δέρμα της. Το ενδιαφέρον της όλο και μεγάλωνε. Και ξαφνικά, ένιωσε κάποιον να την πλησιάζει.

Γύρισε τρομαγμένη να κοιτάξει πίσω από τον ώμο της και είδε έναν ξανθό νεαρό. Την κοιτούσε μ'ένα διαβολικό χαμόγελο. Το αίμα της πάγωσε και μαρμάρωσε στην θέση της. Φοβόταν ακόμα και να ανασάνει.

'Τι γυρεύει εδώ ένα τόσο όμορφο κορίτσι σαν κι εσένα;', αναρωτήθηκε με υπερβολικά γλυκιά φωνή ο νεαρός.

Το μικρό κοριτσάκι δεν απάντησε.

'Τι έγινε μικρή μου; Σου έφαγε την γλώσσα καμιά γάτα;', η φωνή του ξαφνικά έγινε πιο άγρια και απαιτητική.

Ο φόβος της μικρής ήταν δικαιολογημένος. Μπορεί να ήταν θαρραλέα για την ηλικία της, όμως δεν έπαυε να είναι μόνο επτά χρονών.

'Ποιο είναι το όνομά σου;', ρώτησε εκείνος με περιέργεια, κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος της. Ταυτόχρονα, η μικρή άρχισε να περπατάει προς τα πίσω.

Εκείνη πάλι δεν απάντησε. Είχε ακολουθήσει της συμβουλή της Έλεν, να μην μιλάει σε άτομα που δεν γνωρίζει.

Τότε, τα πόδια της μπλέχτηκαν και σκόνταψε πάνω σ'έναν λεπτό πεσμένο κορμό δέντρου. Έπεσε στην πλάτη της. Τα σώμα της τραντάχτηκε και ένιωσε έναν οξύ πόνο στον αυχένα της και την μικροσκοπική πλάτη της. Τώρα, είχε παγιδευτεί.

'Να πάρει, ποιο είναι το όνομά σου;', φώναξε ξαφνικά ο νεαρός, κάνοντας το κοριτσάκι να τρομάξει και να τον κοιτάξει με διάπλατα μάτια.

'Μμμ', τουρτούρισε, προσπαθώντας να πει κάτι, αλλά μέσα από το στόμα της δεν βγήκε τίποτα. Τώρα πια ο νεαρός βρισκόταν από πάνω της. Το πρόσωπό του σε συνδυασμό με τον σκοτεινό ουρανό και τα κλαδιά που έπεφταν από πάνω τους, δημιουργούσαν μια παράξενη ατμόσφαιρα για το επτάχρονο κοριτσάκι.

Τότε εκείνος άπλωσε το χέρι του προς εκείνη. Η πρόθεσή του ήταν να την αρπάξει και να την κρατήσει για σκλάβα του έως ότου μεγαλώσει. Τότε, θα χρησίμευε σε κάτι άλλο. Τα είχε όλα σχεδιάσει μέσα στο τρελό μυαλό του.

Την ώρα που το χέρι του βρισκόταν εκατοστά μακριά από το σώμα της, ένα σπαθί βρέθηκε πάνω στον αγκώνα του. Ο νεαρός σταμάτησε να κινείται και κοίταξε από την άκρη του ματιού του προς τα αριστερά του. Δίπλα του, βρισκόταν ένας άντρας, ντυμένος με πολεμικά ρούχα. Από τους ώμους του κρεμόταν ένας μανδύας σε μπλε χρώμα. Είχε τεντωμένο το χέρι του με το σπαθί και η έκφρασή του ήταν εξαγριωμένη. Τα μάτια του μισόκλειστα και τα χείλη του μια ίσια γραμμή. Ούτε η μικρή ούτε ο ξανθός νεαρός κατάλαβαν πότε βρέθηκε μπροστά τους αυτός ο ψηλός άντρας.

'Σου δίνω τριάντα δευτερόλεπτα για να εξαφανιστείς, Τζέιμς', ψιθύρισε απειλητικά ο άντρας.

'Π-Πως ξέρεις το όνομά μου;', ρώτησε τρομαγμένος ο ξανθός νεαρός.

Ένα σκοτεινό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του άντρα. 'Ξέρω τα πάντα για σένα. Γι'αυτό καλά θα κάνεις να εξαφανιστείς από μπροστά μου πριν καρφώσω αυτό το σπαθί στο στήθος σου'. Τα μάτια του γυάλιζαν.

Ο ξανθός νεαρός χαχάνισε προκλητικά. 'Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου, δεν νομίζεις;'.

Το κεφάλι του άντρα έγειρε προς τα δεξιά και τον κοίταξε ακόμα πιο επίμονα. Έφερε το σπαθί του μπροστά στο στήθος του αντιπάλου του. 'Μην με υποτιμάς ποτέ'. Η μύτη του σπαθιού ακούμπησε απαλά το στήθος του αντιπάλου του.

Το σώμα του ξανθού νεαρού τσιτώθηκε και σιγά σιγά έκανε μερικά βήματα πίσω. Το σπαθί κινήθηκε προς την κατεύθυνση του μέχρι που εκείνος το έβαλε στα πόδια και άρχισε να τρέχει μακριά.

Η μικρή παρακολουθούσε το όλο σκηνικό με γουρλωμένα μάτια. Ένιωθε ανακούφιση αλλά ταυτόχρονα άγχος γιατί δίπλα της βρισκόταν ένας ακόμα άγνωστος. Κοίταξε με περιέργεια προς εκείνον. Τα μάτια του είχαν ένα φωτεινό σμαραγδί χρώμα και τα μαλλιά του την απόχρωση του χρυσού. Έπεφταν ανάκατες οι τούφες του μπροστά στο μέτωπό του. Φαινόταν νέος, δεν θα μπορούσε να είναι πάνω από είκοσι. Κι όμως, είχε μια αγριάδα. Την αγριάδα που είχαν οι πολεμιστές της εποχής.

Το κοριτσάκι έκανε να σηκωθεί, όμως ξαφνικά το χέρι του άντρα βρέθηκε πάνω στον αστράγαλό της, μην αφήνοντάς την να κουνηθεί. Η μικρή μόρφασε καθώς το χέρι του ασκούσε πολύ πίεση στο πόδι της και ξανά ο τρόμος την κυρίευσε.

'Που νομίζεις ότι πας;', απαίτησε απότομα εκείνος.

'Σπίτι μου', του απάντησε με θράσος.

Το γέλιο του ήταν δυνατό. 'Μόλις σε έσωσα. Ανήκεις σε μένα. Δεν έχεις να πας πουθενά', της ξεκαθάρισε και για μια στιγμή κόντεψε να λυγίσει. Την στιγμή που κοίταξε βαθιά μέσα στα σοκολατένια της μάτια.

Η μικρή μάζεψε όλο το θάρρος που της είχε απομείνει. 'Δεν ανήκω σε σένα. Ούτε σε κανέναν άλλον. Μόνο στον Θεό', του αντιγύρισε και πάλεψε για να σηκωθεί.

Ο άντρας σήκωσε το ένα του φρύδι. 'Ο Θεός κάποια στιγμή θα σε εγκαταλείψει'.

'Αμφιβάλλω'.

Δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλο. 'Πως σε λένε;', της είπε. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται πολλά πράγματα γι'αυτό το μικρό αγγελούδι.

'Δεν μπορώ να σου πω', του πέταξε με αγένεια.

Εκείνος θύμωσε. 'Εάν δεν μου πεις, τότε ξέχνα το να σε αφήσω να γυρίσεις πίσω στους δικούς σου', την προειδοποίησε.

'Εάν σου πω, υπόσχεσαι να με αφήσεις ήσυχη;', τον προκάλεσε. Είχε καταλάβει πως η μικρή ήταν πολύ ώριμη για την ηλικία της. Ο τρόπος που μιλούσε και οι εκφράσεις της δεν συμβάδιζαν με την εμφάνισή της.

'Δεν κάνω ποτέ υποσχέσεις, αλλά ας πούμε πως σήμερα θα κάνω μια εξαίρεση', χαμογέλασε χωρίς να το καταλάβει.

'Μπέλλα', μουρμούρισε, κοκκινίζοντας.

Ο άντρας μόλις πρόσεξε τον προσωπάκι της να παίρνει ένα απαλό και αθώο ροζ χρώμα, δεν άντεξε και ακούμπησε τα δάχτυλά το πάνω στο μάγουλό της. Τα μάτια του εστίασαν στα σαρκώδη χειλάκια της. Ήταν τόσο γλυκιά και μέσα του ξυπνούσε ένα καινούριο συναίσθημα που δεν μπορούσε να καταλάβει. Ξαφνικά, ένιωθε την ανάγκη να την προστατεύσει και να την κλείσει στην αγκαλιά του.

'Μπέλλα', επανέλαβε, θαυμάζοντας το πόσο πήγαινε το όνομά της με την ομορφιά της.

'Τώρα θα με αφήσεις να φύγω;', τον ρώτησε παρακλητικά.

'Ναι', της ψιθύρισε διστακτικά. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί, αν και άφησε ελεύθερο το πόδι της. Ποτέ ξανά δεν είχε αφήσει άτομο να φύγει από κοντά του έτσι. Πάντα έπαιρνε κάτι.

Εκείνη εκμεταλλεύτηκε αμέσως την ευκαιρία και σ'ένα δευτερόλεπτο, βρισκόταν όρθια στα πόδια της. Τον κοίταξε μια τελευταία φορά και κατευθύνθηκε προς τον δρόμο από τον οποίο είχε έρθει.

'Να προσέχεις', της φώναξε εκείνος, νιώθοντας ξαφνικά πιο μόνος απ'ότι πριν. Αισθανόταν πως μαζί με το κοριτσάκι, την Μπέλλα, έφευγε και η καρδιά του. Άραγε, θα ξανάβρισκε ποτέ θέση πίσω στο στήθος του αυτή η πονεμένη αλλά και σκληρή καρδιά;


Τι λέτε; Σας άρεσε;

Christina.