Τάλμποτ

Σε ένα ορεινό χωριό της Σικελίας, πάνω σε έναν λόφο βρίσκετε μια καλύβα. Μέσα σε αυτή την καλύβα ζει ένας πολύ περίεργος γέρος, μια κοπέλα και τα πρόβατα τους.

''Ψάχνουμε έναν Τάλμποτ.'' Είπε ένας καστανομάλλης νεαρός που ακουγόταν πολύ μεγαλύτερος από ότι έδειχνε. Η κούραση ήταν διακριτή στα μάτια του.

''Ο Τάλμποτ; Εννοείς τον δήθεν σαμάνο;'' Ρώτησε ένας από τους άντρες στο παραδοσιακό καφέ στην πλατεία του χωριού. Οι άντρες που ήταν εκεί και τους άκουσαν γέλασαν.

''Ναι αυτόν.'' Είπε ο νεαρός και χαμογέλασε ευγενικά, δεν είχε κουράγιο να τους εξηγήσει πόσο λάθος έκαναν που γελούσαν. Ποιο το νόημα; Ήταν απλοί πολίτες που δεν ήξεραν τι πραγματικά συνέβαινε σε αυτόν τον κόσμο, τι παιζόταν στα παρασκήνια. Δυστυχώς αποδείχτηκε ότι ούτε αυτός ήξερε… Για αυτό ήταν εδώ.

''Στην κορυφή του λόφου. Μένει μαζί με το ορφανό και φυλάνε πρόβατα.'' Του είπε χαμογελώντας σαν να τον κορόιδευε και του έδειξε ένα μονοπάτι που σκαρφάλωνε και χανόταν σε ένα πράσινο λόφο.

''Ευχαριστούμε.'' Τους είπε και έφυγε ακούγοντας τους άντρες πίσω να σχολιάζουν. ''Τον βρήκαμε.'' Είπε στον ψηλότερο άντρα που τον είχε συντροφέψει στο ταξίδι του.

''Χν.'' Έγνεψε εκείνος και τον ακολούθησε.

Το σπίτι το πρόσεξαν από τον καπνό της καμινάδας που έφτανε ως ψηλά. Ήταν πολύ φτωχικό και έμοιαζε ετοιμόρροπο. Δεν του έκανε εντύπωση που τον αποκαλούσαν σαμάνο. Στην είσοδο υπήρχε ένα καρφωμένο φίδι σαν να ήθελε να διώξει τα κακά πνεύματα. Λαγοί κρεμασμένοι έκαναν το σπίτι να φαίνεται τρομακτικό. Κοίταξε τον άλλο νεαρό δίπλα του που όμως δεν φάνηκε να επηρεάζεται από την ατμόσφαιρα. Δεν ήταν και τόσο κακό αυτό, του έδινε κουράγιο.

Χτύπησε την πόρτα αλλά κανείς δεν απάντησε.

''Κύριε Τάλμποτ είστε μέσα;'' Ρώτησε δυνατά και έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε με ευκολία. Δεν ήταν κλειδωμένη αλλά από την άλλη γιατί να την κλείδωνε; Αμφέβαλλε αν πλησίαζε κανένας και σίγουρα δεν είχε κάτι αξιόλογο για να κλέψει κάποιος.

Προσεχτικά έβαλε το κεφάλι του μέσα και κοίταξε ανήσυχα σαν να φοβόταν ότι θα ανακάλυπτε μέσα το νεκρό σώμα του άντρα που έψαχναν. Όταν είδε το σπίτι άδειο αναστέναξε ανακουφισμένος.

''Ιδιαίτερο γούστο…'' είπε ο συνοδός του σε μια σπάνια στιγμή ομιλητικότητας. Όντως η καλύβα μέσα ήταν ακόμα πιο μυστήρια από το εξωτερικό της για να κάνει τον λιγομίλητο φίλο του να το σχολιάσει.

Υπήρχαν δύο ράντζα για κρεβάτια, ένα πέτρινο τζάκι με ένα καζάνι και διάφορα βότανα στο ράφι από πάνω. Στην μέση υπήρχε ένα μικρό ξύλινο τραπέζι με δύο φλιτζάνια που είχαν ξεμείνει από το πρωί. Η επίπλωση τελείωνε με ένα γωνιακό πάγκο με διάφορα εξαρτήματα, πέτρες και μεταλλεύματα αγνώστου μορφής. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με μάσκες, σκουριασμένα σπαθιά και εργαλεία μεταλλουργικής. Το πιο ανατριχιαστικό, όμως, ήταν τα κόκκαλα ζώων…

''Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι άτομο είναι…'' είπε ο μικρόσωμος νεαρός γελώντας αμήχανα. Ο φίλος του είχε μπει μέσα και κοιτούσε τις κούπες σαν να ήταν αυτές το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της καλύβας.

''Μένει με κάποιον;'' Ρώτησε πιάνοντας την κούπα και μυρίζοντας την. Δεν αναγνώρισε το άρωμα αλλά προφανώς ήταν κάποιο ρόφημα από βότανα του βουνού.

''Οι χωρικοί ανέφεραν ότι μένει με ένα ορφανό.'' Του απάντησε μπερδεμένος και κοίταξε πάλι έξω. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν η κάννη μιας καραμπίνας.

''Θέλω να δω τα χέρια σας στον αέρα.'' Άκουσε μια γυναικεία φωνή να του λέει. Η κοπέλα που κρατούσε το όπλο τον κοιτούσε μέσα από το σκόπευτρο. Ο νεαρός πισωπάτησε και σήκωσε αργά τα χέρια του σε αντίθεση με τον φίλο του που ήταν άνετος. ''Και εσύ, το ίδιο.'' Είπε και στον άλλο και η φωνή της φανέρωνε ότι δεν είχε πρόβλημα να τον πυροβολήσει.

Ο μικροκαμωμένος νεαρός τον κοίταξε παρακλητικά, δεν ήθελε να τσακωθεί μαζί τους, είχαν έρθει ειρηνικά. Ο ψηλός άντρας φάνηκε να εκνευρίζεται αλλά αποφάσισε να του κάνει την χάρη και ύψωσε τα χέρια του αλλά η στάση του σώματος του έλεγε ότι έβρισκε την όλη κατάσταση γελοία.

''Ποιοι είστε και τι θέλετε;'' Η ερώτηση της ήταν διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο που φαινόταν περισσότερο ότι τους διέταζε παρά ότι ζητούσε πληροφορίες για το άτομο τους.

''Έχουμε έρθει ειρηνικά.'' είπε ο μικρόσωμος και για τους δύο χαμογελώντας αγχωμένα. ''Με λένε Σαγάντα Τσουναγιόσι και αυτός είναι ο φίλος μου Χίμπαρι Κιόγια. Θέλουμε να μιλήσουμε με τον κύριο Τάλμποτ.''

Η κοπέλα σαν να αναγνώρισε τα ονόματα τους χαμήλωσε την καραμπίνα της και τους κοίταξε ξαφνιασμένη.

''Οι Βόνγκολα;'' Τους ρώτησε αυτή την φορά πολύ πιο φιλικά και ο Τσούνα κατέβασε ανακουφισμένος τα χέρια του την ίδια στιγμή που ο Χίμπαρι ακουμπούσε χαλαρός την πλάτη του σε ένα άδειο σημείο του τοίχου.

''Μας γνωρίζεις;'' Την ρώτησε περίεργος.

''Αν σας γνωρίζω; Ο παππούς Τάλμποτ και εγώ περιμέναμε την άφιξη σας για χρόνια.'' Του πέταξε και κατευθύνθηκε προς το τζάκι. ''Σίγουρα πήρατε τον χρόνο σας για να έρθετε.'' Συνέχισε κοιτώντας και τον άλλον νεαρό σαν να τους ζύγιαζε με τα μάτια της. ''Θέλετε κάτι να φάτε; Να πιείτε;'' Τους ρώτησε και ο Τσούνα βιάστηκε να αρνηθεί ενώ ο φίλος του στράβωνε την μύτη του δείχνοντας την άποψή του για την υγιεινή του σπιτιού.

''Ότι πείτε.'' Είπε αδιαφορώντας η κοπέλα και έβγαλε από την τσάντα της ένα λαγό που τον καθάρισε μπροστά τους. ''Εγώ πάντως θα μαγειρέψω, ελπίζω να μην σας πειράζει.'' Είπε και κοίταξε με νόημα τον Χίμπαρι.

''Χν.'' Ο άντρας απλά τράβηξε τα μάτια του για να μην μπει στον κόπο να της απαντήσει.

''Ο γερό Τάλμποτ θα έρθει σε λίγο. Πήγε να βοσκήσει τα πρόβατα.'' Τους ενημέρωσε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. ''της σας είπα; Να έρχεται!'' είπε και τους έδειξε με το ματωμένο μαχαίρι. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά και βγήκε γρήγορα έξω.

''Έχουμε επισκέπτες!'' του φώναξε χαιρετώντας τον ενώ οι δύο νεαροί βγήκαν και αυτοί έξω. Κάλυψαν τα μάτια τους για να μην τους χτυπά ο ήλιος και κοίταξαν τον ηλικιωμένο άντρα που περπατούσε μπροστά από καμιά δεκαριά πρόβατα.

Τον Τάλμποτ δεν τον είχαν δει ποτέ τους. Πριν δύο χρόνια ανακάλυψε την ύπαρξη του μαζί με πολλά άλλα πράγματα που έκρυβαν οι Βόνγκολα. Ήταν ο μυστήριος τεχνίτης της οικογένειας και χρειάστηκε μεγάλη έρευνα και την βοήθεια του Ιδρύματος για να τον εντοπίσουν. Δεν ήξερε τι περίμενε αλλά σίγουρα δεν τον φανταζόταν έτσι! Ο άντρας δεν ήταν απλά μεγάλος, ήταν αρχαίος. Ο χρόνος τον είχε κάνει να καμπουριάσει αλλά ο τρόπος που περπατούσε έβγαζε μια ζωντάνια που κανείς άνθρωπος στην ηλικία του δεν είχε. Τα μαλλιά του ήταν αραιά και μακριά και το πρόσωπο του γεμάτο βαθιές ρυτίδες.

''Το ξέρω. Οι Βόνγκολα ήρθαν.'' Της είπε ήρεμος και μπορεί να τα μάτια του να ήταν τυλιγμένα με επιδέσμους σαν να ήταν τυφλός αλλά ο Τσούνα ένιωσε ότι έβλεπε μέσα στην ψυχή του.

''Συγγνώμη για την καθυστέρηση;'' Είπε κάπως αμήχανα ο νεαρός αφού δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν. Ο γέρος σαν να έβρισκε διασκεδαστική την απάντηση του χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα ούλα του με τα ελάχιστα δόντια.

''Δεν πειράζει. Όταν φτάσεις στην ηλικία μου θα μάθεις ότι ο χρόνος δεν έχει πια σημασία.'' Του είπε και μπήκε μέσα στην καλύβα με την κοπέλα να τον ακολουθεί βιαστικά. Ο Χίμπαρι μπήκε χωρίς δεύτερη σκέψη αφήνοντας τον άναυδο Τσούνα πίσω. Αμφέβαλλε αν θα έφτανε ποτέ στην ηλικία του. Πόσο χρονών ήταν; Τριακοσίων; Μόλις ξεπέρασε το σοκ μπήκε μέσα.

''Άννα φτιάξε λίγο τσάι να πιούν. Σίγουρα χρειάζονται λίγο άρωμα πατρίδας.'' Είπε ο γέρος στην κοπέλα που κοίταξε εύθυμα τον Χίμπαρι σαν να τον προκαλούσε να αρνηθεί.

''Χν.''

Όταν σέρβιρε τις κούπες κρατούσε και ένα μπουκαλάκι με διάφανο υγρό.

''Αν θες μπορώ να σου βάλω και λίγο οινόπνευμα μέσα. Να σκοτώσει τα μικρόβια.'' Του είπε με μάτια που έλαμπαν πειρακτικά.

''Όχι ευχαριστώ.'' Της είπε στεγνά και πήρε την κούπα από τα χέρια της. Το άσπρισμα στις αρθρώσεις του αποκάλυπτε τον εκνευρισμό του.

''Μην πειράζεις τους καλεσμένους μας Άννα. Είναι σημαντικά πρόσωπα.'' Την μάλωσε ο Τάλμποτ χωρίς να πείθει τους νεαρούς ότι το εννοούσε. Οι δύο ένοικοι του σπιτιού ήταν σαν να παίζουν μαζί τους. ''Λοιπόν γιατί ήρθατε σε αυτήν την ξεχασμένη από τον Θεό γωνιά του κόσμου;'' Του ρώτησε πίνοντας με θόρυβο το τσάι του καθώς η Άννα καθόταν σε ένα κομμένο κορμό δέντρου που είχαν μέσα στο σπίτι για σκαμπό.

''Είπατε ότι μας περιμένατε ήδη…'' είπε ο Τσούνα κάπως μπερδεμένος.

''Η συνάντηση μας ήταν αναπόφευκτη μετά τις τελευταίες εξελίξεις...'' Είπε αινιγματικά ο Τάλμποτ.

''Δεν ήξερα για εσάς. Ο ένατος πέθανε πριν προλάβει να μου πει για τα μυστικά των Βόνγκολα.'' Απολογήθηκε ο Τσούνα χωρίς να ξέρει το λόγο. Μηχανικά έπιασε τον δείκτη του σαν να περίμενε ότι θα έβρισκε εκεί το δαχτυλίδι.

''Μεγάλη απώλεια είμαι σίγουρος.'' Είπε ο Τάλμποτ αλλά κάτι στην φωνή του έδειχνε ότι δεν μιλούσε για τον ένατο. ''Και τι έγινε μετά;''

''Δεν είχα δεχτεί επίσημα την θέση του Δέκατου οπότε πολλές αντίπαλες οικογένειες βρήκαν την ευκαιρία να κάνουν επίθεση. Επειδή είχαμε τα δαχτυλίδια ήμασταν ο κύριος στόχος όλων…'' είπε και η φωνή του έσβησε. ''Είχαμε την κατάσταση υπό έλεγχο μέχρι που εμφανίστηκαν.''

''Μιλλεφιόρε.'' Μίλησε ο Χίμπαρι και η φωνή του συγκρατούσε τον θυμό που ένιωθε.

''Α, ο Μπιάκουραν και τα Μαρέ δαχτυλίδια;'' Ρώτησε η κοπέλα πιο σοβαρά. Δεν ήταν θέμα που μπορούσε να τους πειράξει.

''Ναι…'' είπε ο Τσούνα και την κοίταξε χαμογελώντας πονεμένα. ''Τα θύματα ήταν πάρα πολλά για να τα μετρήσουμε. Πολλά από αυτά ήταν και αθώοι πολίτες.'' Είπε σφίγγοντας τις παλάμες του. Ο πατέρας του Γιαμαμότο και οι γονείς της Χάρου. Ο ένατος. Η εξαφάνιση των γονιών του…

''Και μετά από αυτό ανέλαβες τους Βόνγκολα.'' Είπε ο Τάλμποτ. Δεν χρειαζόταν να το ρωτήσει, το ένιωθε ότι αυτό έγινε.

''Έπρεπε να αποδώσω δικαιοσύνη. Δεν θα μπορούσα να αντιμετωπίσω τον εχθρό αν δεν άνηκα σε αυτόν τον κόσμο…'' εξήγησε ο Τσούνα πως κατέληξε να γίνει αυτό που δεν θα γινόταν ποτέ.

''Και κατέστρεψες τα δαχτυλίδια.'' Είπε ο Τάλμποτ σαν να ήταν κουρασμένος. Η Άννα πετάχτηκε έκπληκτη.

''Τι;'' Φώναξε. Δεν το ήξερε αυτό. ''Γιατί το έκανες αυτό; Η ισορροπία!''

''Άννα, ηρέμησε.'' Της είπε ο Τάλμποτ υψώνοντας το ζαρωμένο του χέρι και η Άννα κάθισε αμέσως κάτω αλλά έδειχνε ανήσυχη. Ο Τσούνα από την άλλη έδειχνε να έχει περισσότερη ενέργεια ενώ ο Χίμπαρι κοιτούσε προσεχτικά την κοπέλα δίπλα του. Ισορροπία. Ίσως να ήξεραν κάτι σχετικό με όλο αυτό το μυστήριο…

''Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους Μιλλεφιόρε. Είναι πολύ δυνατοί για εμάς. Οι Βόνγκολα έχουν εξασθενίσει. Οι συμμαχικές οικογένειες έχουν αποδεκατιστεί, τα ακρομπαλένο…'' η φωνή του ήταν σαν να είχε κολλήσει στο λαρύγγι ''Ο Ριμπόρν πέθανε. Ήταν θέμα χρόνου τα δαχτυλίδια να πέσουν στα χέρια του εχθρού…''

''Γιατί είσαι εδώ νεαρέ Βόνγκολα;'' Τον ρώτησε ο γέρος σκύβοντας προς το μέρος του και παίρνοντας τα χέρια του στα δικά του.

''Γιατί θέλω να νικήσουμε.'' Είπε αποφασισμένος και τα μάτια του ήταν σαν να έλαμπαν ακόμα και αν χωρίς το δαχτυλίδι δεν μπορούσε να ενεργοποιήσει την αύρα του. Ο γέρος χαμογέλασε ικανοποιημένος.

''Και τι θες από εμένα; Ποιο είναι το σχέδιο;'' Ο Τσούνα τον κοίταξε. Το ένστικτό του του έλεγε ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί. Ο Χίμπαρι κάθισε πίσω. Δεν ήταν πρόβλημά του να πει στον Σαγάντα Τσουναγιόσι σε ποιον να μιλήσει.

''Δεν μπορούμε να τους νικήσουμε χωρίς τα δαχτυλίδια… Σκοπεύω με την βοήθεια ενός φίλου από το πλευρό των Μιλλεφιόρε να φέρω στο παρόν μας τους κατά δέκα χρόνια μικρότερους εαυτούς μας από το παρελθόν.''

''Α η χρονομηχανή των Μιλλεφιόρε και η μπαζούκα των Μποβίνο.'' Αναφώνησε ευχαριστημένος ο Τάλμποτ χωρίς να εξηγεί από πού το ήξερε. Ένας αρχαίος σαν αυτόν ήξερε πολλά για τα μυστήρια του πλανήτη.

''Έχουν κάτι που δεν έχουμε εμείς. Τα δαχτυλίδια, τον Ριμπόρν και ελπίδα…''

''Και πάλι δεν μας λες τι θες…'' είπε η Άννα.

''Είστε οι μεταλλουργοί των Βόνγκολα έτσι; Συντηρητές των δαχτυλιδιών και κατασκευαστές όπλων.'' Είπε ο Τσούνα ευχόμενος να μπορούσαν να κάνουν αυτό που θα ζητούσε. ''Θέλω να δώσω στους νεώτερους εαυτούς μας ένα δώρο, ένα προβάδισμα. Θέλω να κατασκευάσω τα πιο δυνατά κουτιά όπλα.'' Τους είπε και κοίταξε έντονα τον Τάλμποτ σαν να τον ρωτούσε αν μπορεί να το κάνει.

''Δύσκολο το εγχείρημα που μου ζητάς.'' Είπε ο γέρος και ο Τσούνα αισθάνθηκε την καρδιά του να γίνετε πέτρα. ''Θέλει δουλειά. Έρευνα. Επιμονή και ενέργεια.'' Είπε και το τελευταίο μέρος το απεύθυνε στην Άννα.

''Είναι επιτέλους ώρα;'' Τον ρώτησε η κοπέλα που έτρεμε.

''Νομίζω ότι είναι.'' Της είπε χαμογελώντας.

''Για τι πράγμα μιλάτε;'' Ρώτησε ο Τσούνα που δεν καταλάβαινε πως γινόταν να δείχνουν τόσο χαρούμενοι.

''Η Άννα είναι μαθήτρια μου από πολύ μικρή ηλικία. Δεν σκοπεύω να ζω για πάντα. Τις έχω διδάξει όλες τις τεχνικές μου.'' Εξήγησε και ο Τσούνα την κοίταξε ενθουσιασμένος.

''Ξέρεις να κατασκευάσεις τα κουτιά;'' Την ρώτησε αισιόδοξος.

''Όχι.'' Του είπε χαμογελώντας σαν να μην είχε σημασία αυτό.

''Τότε πως θα μας βοηθήσει αυτό;'' Φώναξε και κοπάνισε το χέρι του στο τραπέζι χάνοντας τον έλεγχο των νεύρων του και χύνοντας το περιεχόμενο των ανέγγιχτων φλιτζανιών.

''Επειδή δεν ξέρω δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορέσω.'' Είπε ψύχραιμα η κοπέλα μαζεύοντας το βρεγμένο μανίκι της.

''Δεν καταλαβαίνω…''

''Δεν ήρθατε μόνο για αυτό.'' Είπε ο Τάλμποτ διακόπτοντας τους και κοίταξε τον Χίμπαρι. ''Εσύ τι αναζητάς;'' Ο Χίμπαρι τον κοίταξε σαν να μελετούσε αν άξιζε να απευθύνει τον λόγο στον γέρο.

''Δεν μου αρέσει να βασίζομαι σε πράγματα που δεν καταλαβαίνω.'' Κατέληξε να πει λακωνικά.

''Ο Χίμπαρι-σαν ψάχνει πληροφορίες σχετικά με τα κουτιά. Πως δημιουργήθηκαν, ποια είναι η δύναμη τους, ποιος ο λόγος εμφάνισης τους τώρα.'' Εξήγησε πιο αναλυτικά ο Τσούνα.

''Πολλά δύσκολα ερωτήματα, Χίμπαρι Κιόγια.'' Είπε ο Τάλμποτ με ένα μικρό χαμόγελο. ''Αν βρείτε τις απαντήσεις θα λύσετε και πολλά άλλα μυστήρια.''

''Μιλάς σαν να ξέρεις ήδη τις απαντήσεις.'' Παρατήρησε ο Χίμπαρι.

''Ένας άνθρωπος της ηλικίας μου είναι καταδικασμένος να είναι σοφός.'' Είπε. Δυστυχώς η γνώση δεν έφτανε μόνο. Το να είσαι σοφός χωρίς να μπορείς να κάνεις κάτι για αυτά που ξέρεις είναι περισσότερο κατάρα παρά ευχή.

''Πως δημιουργήθηκαν τα κουτιά; Ο Τζεπέτο έφτιαξε τα σχέδια αιώνες πριν αλλά καταχωρήθηκαν στα αρχεία συσκευών ανύπαρκτης τεχνολογίας. Γιατί εμφανίστηκαν τώρα;'' Ρώτησε επιτέλους ο περίεργος άντρας και ο Τάλμποτ γέλασε με τον χείμαρρο ερωτήσεων.

''Συμπτώσεις όπως και πολλές άλλες ανακαλύψεις.''

''Το οποίο είναι απόλυτα αποδεκτό σαν εξήγηση. Ωστόσο είναι πολλές συμπτώσεις μαζεμένες για να είναι τυχαίο.'' Διαφώνησε ο Χίμπαρι.

''Θα συμβούν και άλλα παράλογα τώρα που καταστράφηκε η ισορροπία. Δεν έχει νόημα να εκπλήσσεσαι.'' Του είπε η Άννα.

''Αναφέρεσαι στο Τρι νι σετ;'' Ρώτησε ο Τσούνα. Είχε ακούσει την λέξη και ήξερε ότι αφορά την αρμονία και την ισορροπία του σύμπαντος. Ήξερε ότι μέρος αυτής ήταν οι πιπίλες και τα δαχτυλίδια Βόνγκολα. Αυτό που δεν ήξεραν ήταν πως συνδέονταν όλα αυτά μεταξύ τους. Ίσως η απάντηση να τους έσωζε.

''Οι νέοι πάντα βιάζονται να μάθουν. Ωστόσο δεν θα έχει νόημα να σας δώσω εγώ τις απαντήσεις. Πρέπει να κερδίσετε το δικαίωμα να τις μάθετε.'' Είπε ο Τάλμποτ.

''Μέσα από την εμπειρία θα έρθει η γνώση.'' Συμπλήρωσε τα λόγια του η Άννα. Πάντα αυτό της έλεγε. Όλα αυτά τα χρόνια που ζούσε εδώ πάνω στην ερημιά της μάθαινε να ακούει και να νιώθει τον κόσμο γύρω της. Τα στοιχεία της φύσης, η ζωή σε όλες της τις μορφές. Να εκμεταλλεύεται όλα όσα της προσφέρει, να τα μορφοποιεί και να τα σφυρηλατεί. Ποτέ όμως δεν της είπε πως όλα αυτά ζουν αρμονικά. Πως ένα λουλούδι ανοίγει και κλείνει τα πέταλα του και γυρίζει το κεφάλι του στον ήλιο. Τι είναι αυτή η δόνηση που αντηχεί από το πουθενά τα σιωπηλά βράδια.

Δεν ήταν πληροφορία που κάποιος έπρεπε να στην πει. Ήταν κάτι που έπρεπε να ανακαλύψει μόνη της. Μετά θα έκρινε η ίδια πώς να την χρησιμοποιήσει και για ποιους.

''Παππού λέω να φύγω μαζί τους.'' Ανακοίνωσε η Άννα έχοντας πάρει την απόφαση της. Άλλωστε είχε έρθει η ώρα. Οι συγκυρίες την ήθελαν έξω. Ο τροχός είχε αρχίσει να γυρίζει και έπρεπε να λάβουν μέρος στην ιστορία. Ο Τάλμποτ ήταν πλέον πολύ μεγάλος. Ήταν ώρα για την Άννα να ζήσει και να κάνει τα λάθη της. Της είχε μάθει όλα τα βασικά για να επιβιώσει τώρα έμενε να βγει έξω και να απλώσει τα φτερά της σε άγνωστους ουρανούς.

''Ποια είναι τα σχέδια σας;'' Ρώτησε η Άννα τους Βόνγκολα.

''Εγώ θα γυρίζω στην Ιαπωνία δεν μπορώ να απουσιάσω για πολύ.'' Είπε ο Τσούνα. Οι Μιλλεφιόρε είχαν δείξει ότι δεν θα δίσταζαν να επιτεθούν στα σπίτια τους. Η Άννα κοίταξε τον άλλο νεαρό, τον Χίμπαρι. Έπρεπε να αποφασίσει ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της.

Ο Χίμπαρι την κοίταξε και εκείνος. Η κοπέλα με τα ατίθασα καστανά μαλλιά ήταν ότι πιο κοντινό σε απάντηση μπορούσε να βρει. Ο Τάλμποτ πίστευε ότι θα μπορούσε να διαβάσει τα σημάδια και να τους βοηθήσει να φτιάξουν τα δικά τους κουτιά όπλα. Αν ίσχυε αυτό και έψαχνε απαντήσεις στα ίδια ερωτήματα, την ήθελε στην ομάδα του.

''Το ίδρυμα ασχολείται με την εύρεση πληροφοριών που σχετίζονται με τα κουτιά. Δουλειά μου είναι να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο ψάχνοντας να βρω την άκρη.'' Της είπε και παρακολούθησε το πρόσωπο της κοπέλας να φωτίζεται ολόκληρο. Τα σκουρόχρωμα μάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς το στόμα της άνοιξε από θαυμασμό.

''Σε όλο τον κόσμο;'' Τον ρώτησε μαγεμένη και ελαφρώς ξαφνιασμένος από την υπερβολική της αντίδραση έγνεψε.

''Δεν είσαι τυχερή Άννα; Μετά από δέκα χρόνια εγκλωβισμένη εδώ μαζί μου πρέπει να ακούγεται δελεαστική η πρόταση…'' είπε ο Τάλμποτ γελώντας και η Άννα έπιασε χαρούμενη τα χέρια του γέρου.

''Μπορώ να έρθω έτσι;'' Ρώτησε τον Χίμπαρι ξεχνώντας ότι έπρεπε να πάρει πρώτα την άδεια του.

''Αν αποδείξεις τον εαυτό σου χρήσιμο, θα πρέπει να σε προσλάβω.'' Της είπε και η Άννα γέλασε ευτυχισμένη.

''Ξέρω ότι πρέπει να στεναχωριέμαι που θα σε αφήσω πίσω αλλά... ταξίδια σε όλον τον κόσμο!'' είπε με ονειρεμένη φωνή στον Τάλμποτ. ''Δεν θα πεθάνεις μόνος σου έτσι;'' Τον ρώτησε πονηρά.

''Δεν το έχω σκοπό σύντομα. Όχι μέχρι να δω το τέλος της ιστορίας. Αν και θα μου λείψει η αφέλεια της νιότης σου.'' Της είπε και σηκώθηκε σπρώχνοντας την νεολαία προς την πόρτα.

''Δεν θα έρθεις μαζί μας;'' Ρώτησε ο Τσούνα που πίστευε ότι θα ερχόταν και αυτός μαζί τους.

''Δεν μπορώ να αφήσω τα πρόβατα μου, νεαρέ Βόνγκολα.'' Είπε δήθεν έκπληκτος δείχνοντας το κοπάδι του που βέλαζε στο περιφραγμένο χώρο δίπλα από την καλύβα.

Η Άννα βγήκε από την καλύβα κουβαλώντας μια μικρή δερμάτινη τσάντα. ''Έτοιμη. Φύγαμε!'' είπε και ο Χίμπαρι την κοίταξε ουδέτερα.

''Δεν θα πάρεις άλλες αποσκευές;'' Την ρώτησε πεζά.

''Όχι, πήρα ότι χρειάζομαι. Πέτρες, μεγεθυντικό, βουρτσάκι, το κουτί με τα εργαλεία μου, βιβλία…'' είπε κοιτώντας το εσωτερικό της τσάντας της για να δει αν ξέχασε κάτι.

''Ρούχα;'' Ρώτησε ο Τσούνα και αναρωτήθηκε πόσο ασφαλές ήταν να την εμπιστευτούν. Η Άννα τον κοίταξε για λίγο.

''Σωστά ρούχα…'' μουρμούρισε και κοίταξε τον εαυτό της. Ερημίτες όπως αυτή έφτιαχναν μόνοι τους τα ρούχα. Φορούσε μια μπλούζα που είχε φτιάξει από το μαλλί των προβάτων τους και ένα σορτσάκι από το δέρμα ενός άλλου ζώου. ''Δεν φτάνουν αυτά για τώρα;'' Τους ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει το πρόβλημα.

''Μεγάλωσα την Άννα να είναι ολιγαρκής και αυτόχθων.'' Είπε υπερήφανος ο Τάλμποτ.

''Δεν νομίζω ότι θα είναι αποδεκτό από τον υπόλοιπο πολιτισμό αυτό…'' είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε ο Τσούνα. Ο Χίμπαρι αν και ήταν αποφασισμένος να μην την αφήσει να κυκλοφορήσει δίπλα του ντυμένη έτσι, το έπαιζε αδιάφορος. Σίγουρα ο Σαγάντα λόγω της φύσης του θα αναλάμβανε το πρόβλημα. ''Κάτι θα κάνουμε για αυτό όταν προσγειωθούμε στην Ιαπωνία…'' είπε κουρασμένα και ο Χίμπαρι χαμογέλασε κρυφά ικανοποιημένος.

Η κοπέλα γύρισε και έσκυψε για να αγκαλιάσει τον γέρο άντρα.

''Ευχαριστώ για όλα.'' Του είπε φιλώντας το μέτωπο του.

''Οι δρόμοι μας είναι τέτοιοι που κάποτε θα ανταμωθούμε ξανά.'' Της είπε και την χαιρέτησε μέχρι να εξαφανιστούν από τον ορίζοντα. ''Να προσέχεις…''

Οι δύο νέοι είχαν πάρει το δρόμο της επιστροφής παίρνοντας μαζί και το νέο μέλος των Βόνγκολα. Τον κατασκευαστή τους.

''Αυτό είναι αυτοκίνητο;'' Είπε η κοπέλα όταν είδε το παρκαρισμένο στο χωριό όχημα τους. Σε όλη την διαδρομή τραβούσε τα βλέμματα τόσο με την εμφάνισή της όσο και με την συμπεριφορά της. Προφανώς ο Τάλμποτ την είχε μεγαλώσει κυριολεκτικά μακριά από τον πολιτισμό… Μέχρι και οι κάτοικοι του χωριού αντιδρούσαν σαν να την έβλεπαν πρώτη φορά.

''Τι είσαι; Ο Ταρζάν;'' Μούγκρισε χάνοντας την υπομονή του ο Χίμπαρι και πιάνοντας την από το κεφάλι την έχωσε στο αυτοκίνητο.

''Δεν έχεις ξαναδεί τίποτα από όλα αυτά;'' Ρώτησε αμήχανα ο Τσούνα μετά από πολλά επιφωνήματα θαυμασμού καθώς η κοπέλα ψαχούλευε το εσωτερικό του αυτοκινήτου.

''Όχι! Αν και έχω διαβάσει για αυτά. Οι πληροφορίες μπορεί να φανούν χρήσιμες…'' είπε σταματώντας να πειράζει τα πάντα.

''Ούτε στην τηλεόραση;'' Ρώτησε ο Τσούνα ακόμα πιο έκπληκτος και η Άννα τον κοίταξε ειρωνικά.

''Σου φαίνεται για άτομο που έχει δει τηλεόραση ποτέ στην ζωή του;'' Ρώτησε ο Χίμπαρι μουγκρίζοντας. Ήλπιζε να άξιζε τον κόπο…

''Ούτε τηλεόραση;''

''Ούτε κινητό ούτε υπολογιστή με ιντερνέτ.'' Του είπε γελώντας.

''Πως μαθαίνατε τι γινόταν στον κόσμο;'' Ρώτησε ο Τσούνα αφού θυμόταν ότι ήταν υπερβολικά καλά ενημερωμένοι.

''Κατά καιρούς μπορεί να ερχόταν κάποιος να μας ενημερώσει. Ο Τάλμποτ να έφευγε και να ερχόταν με νέα. Κάπως να κατέληγε στα χέρια μας μια εφημερίδα… Αλλά κυρίως ακούγοντας την πνοή.'' Εξήγησε σαν να μην ήταν τόσο περίεργο.

''Την πνοή;'' Ρώτησε ο Χίμπαρι.

''Έτσι το λέω. Ο Τάλμποτ θα το έχει ονομάσει κάπως αλλιώς… Όταν ζεις μέσα στην πλήρη ησυχία μακριά από τις πόλεις μπορείς να μάθεις να την ακούς. Είναι σαν η φύση να αναπνέει, να δονείται. Τα πάντα γύρω μας έχουν ζωή και μιλιά. Αν γίνει κάτι θα στο πουν. Γιατί νομίζετε ότι ο Τάλμποτ έχει καλύψει τα μάτια του; Σας φάνηκε για τυφλός;'' Είπε και έκλεισε τα μάτια της σαν να αφουγκραζόταν. Ο Τσούνα ανατρίχιασε. Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι ο Τάλμποτ ήταν τυφλός…

''Τώρα δεν ακούω τόσο καλά όσο άκουγα στο βουνό. Ωστόσο ο ήχος είναι εκεί. Και ακούγεται πολύ πιο άσχημος από πριν.'' Τους ενημέρωσε.

''Άσχημος;'' Ο Τσούνα προσπάθησε να ακούσει και αυτός.

''Στο βουνό ακουγόταν σαν να έκλαιγε που εξηγείται από την διαταραχή της αρμονίας λόγω του Τρι νι σετ. Εδώ, στον πολιτισμό, όπως το είπατε, ακούγεται σαν να πονάει. Ο άνθρωπος έχει ξεχάσει πώς να ζει αρμονικά με την φύση και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτήν. Όσο απομακρύνεται τόσο πιο εύκολο του είναι να την καταστρέψει. Πιστεύω ότι το Τρι νι σετ βοηθούσε με το να παρέχει ενέργεια ώστε να μην χαλάσει η ισορροπία εξαιτίας των ανθρώπων.''

Οι άντρες δεν μίλησαν. Δεν ήταν κάτι που δεν ήξεραν αλλά παρόλα αυτά ακουγόταν βαρύ. Το χειρότερο ήταν μη αναστρέψιμο και ήταν σαν η καταστροφή του Τρι νι σετ είχε καταδικάσει όλο τον πλανήτη στην καταστροφή.

''Ποιος ξέρει, ίσως καταφέρουμε να σώσουμε τον κόσμο! Μην χάνετε την αυτοπεποίθηση σας! Όσο είμαστε ζωντανοί μπορούμε να παρέχουμε με το δικό μας τρόπο ενέργεια. Το ότι αναπνέουμε και συμμετέχουμε στην αρμονία του κόσμου σημαίνει και αυτό κάτι.'' Τους είπε χαμογελώντας. Ακούγοντας καθημερινά το παράπονο της φύσης είχε προσαρμοστεί με την κατάσταση. Παράλληλα ήξερε ότι ήταν πολύ δυνατή για να καταστραφεί τόσο εύκολα…

''Ναι!'' είπε ο Τσούνα προσπαθώντας να βρει πάλι την αυτοπεποίθηση του.

''Χν.'' Είπε ο Χίμπαρι ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί με το καινούργιο φυτοφάγο.

''Αεροπλάνο!''

Ίσως όχι φυτοφάγο…. Η λέξη αγρίμι της ταίριαζε περισσότερο.