Ο Πελάτης της Τρίτης

Να 'τος πάλι, ο νεαρός άντρας με τα κορακάτα μαλλιά. Ήταν ο πιο τακτικός πελάτης ή μάλλον ο μόνος πελάτης που κρατούσε αυτό το μικρό βιβλιοπωλείο ανοιχτό. Χωμένο σε μια γωνία του δρόμου δεν είχε πολλούς πελάτες, ήταν από αυτά τα ύποπτα βιβλιοπωλεία που έβλεπες σε ταινίες, μικρό, σκονισμένο και γεμάτο με βιβλία που δεν ήταν δημοφιλή, κλασσική λογοτεχνία με παλιές εκδόσεις που τραβούσαν μόνο μανιακούς συλλέκτες… κανείς δεν διάβαζε σοβαρή λογοτεχνία αυτές τις μέρες. Κι όμως να τος συνεπής όπως πάντα, κάθε Τρίτη απόγευμα ερχόταν να πάρει ένα βιβλίο.

Αυτή η ρουτίνα γινόταν εδώ και 1 χρόνο και παρόλα αυτά δεν είχαν μιλήσει ποτέ μόνο ένα 'καλησπέρα' κι ένα 'ευχαριστώ καλό βράδυ'… από μεριά της μόνο…

Αυτός;

Αυτός ποτέ δεν μιλούσε… κι ήταν ένας τόσο όμορφος άντρας… ψηλόλιγνος, μαύρα μαλλιά, γαμψή μύτη, ήρεμα κοφτερά γκρι μάτια… της έβγαζε κάτι πολύ κομψό, ήρεμο σαν τα πουλιά που πετάν στον αιθέρα.

Κοιτούσε την φιγούρα του καθώς εκείνος έψαχνε στα σκονισμένα ράφια, ίσως θα έπρεπε να ξεσκονίσει άλλα της άρεσε σαν εικόνα… τα ξεχασμένα βιβλία στα σκονισμένα ράφια, ήταν κάπως μελαγχολικό αλλά έβγαζε μια ζεστασιά. Αθόρυβα και με χάρη έστριψε κρατώντας το βιβλίο που ήθελε, τα μάτια τους ανταμώθηκαν και του έγνεψε καθώς την πλησίαζε να της δώσει το βιβλίο για να το χτυπήσει.

''2000 γιέν'' είπε απλά βάζοντας στην σακούλα την απόδειξη. Της έδωσε τα λεφτά.

''Ευχαριστώ πολύ, καλό βράδυ.'' Είπε κι ο άντρας έφυγε, ο μόνος θόρυβος που προκάλεσε ήταν ο ήχος του κουδουνίσματος από το καμπανάκι όταν άνοιξε κι έκλεισε την πόρτα.

Η κοπέλα αναστέναξε, ήταν χαζό το ήξερε και καταριόταν την ρομαντική της φαντασία που είχε πλάσει πάνω του μια ολόκληρη ιστορία αγάπης, έφταιγε που ήταν και τόσο μυστήριος και γοητευτικός ή ίσως να έφταιγαν οι ορμόνες της… 20 χρονών χωρίς καμιά εμπειρία στον ερωτικό τομέα ίσως να γινόταν απελπισμένη.

'Μακάρι να με επέλεγε και εμένα όπως ένα από αυτά τα ξεχασμένα βιβλία' η κοπέλα κοπάνισε το κεφάλι της στο ταμείο 'Σταμάτα να σκέφτεσαι σαν ηρωίδα που βγήκε από κάποιο βιβλίο περασμένης δεκαετίας' πολλές φορές παρασυρόταν και έλεγε πράγματα που ήξερε ότι δεν τα εννοούσε, άλλωστε δεν ίσχυε ότι ήταν ξεχασμένη… σαν απόδειξη σε αυτό το κινητό της χτύπησε σπάζοντας την σιωπή του μαγαζιού.

''Έλα Κέλι!'' είπε χαρούμενα που είχε κάποιον να μιλήσει.

''Έλα είσαι σε αυτό το φρικιαστικό βιβλιοπωλείο;'' Είπε η άλλη φωνή στο τηλέφωνο με ελαφρώς ξινό ύφος.

''Τώρα γίνεσαι κακιά, δεν είναι φρικιαστικό, είναι το βιβλιοπωλείο του παππού μου και μοναδική πηγή του εισοδήματος μου!'' είπε κατσουφιασμένα.

''Και απορώ πραγματικά πως καταφέρνει και σε συντηρεί! Γιατί δεν το πουλάς να ασχοληθείς με κάτι άλλο δεν μπορώ να καταλάβω…'' απάντησε απελπισμένα η Κέλι.

''Κέλι το αγαπάω αυτό το μέρος και το ξέρεις. Ήταν οικογενειακή επιχείρηση και το μοναδικό μέρος που ακόμα αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σπίτι.''

''Ναι καλά… ας μην ήταν ο πελάτης της Τρίτης και δεν θα ακουγόσουν τόσο σίγουρη… Πέρασε και σήμερα;'' Είπε πονηρά η Κέλι κάνοντας την φίλη της να γελάσει

''Ναι αλλά δεν συνέβη και τίποτα για να σε ενημερώσω…''

''Με σένα δεν περίμενα να γίνει κάτι… τέλος πάντων αφού πέρασε μπορείς να κλείσεις αυτό το στοιχειωμένο μαγαζί και να έρθεις στο Delicatessen για να κάτσουμε λίγο.

''Οκ δεν περιμένω και άλλους πελάτες αλλά και να περίμενα, εγώ όχι σε γλυκό δεν λέω!'' είπε ενώ ήδη σκεφτόταν τι γλυκό θα πάρει.

''Τα λέμε σε λίγο!'' είπαν και τέλειωσαν το τηλεφώνημα.

Η κοπέλα έβαλε το παλτό της ενώ τύλιξε το κασκόλ γύρω από τον λαιμό της κι αφού έκλεισε τα φώτα κλείδωσε καλά την πόρτα κι έφυγε.

Περπάτησε λίγο στο ήσυχο δρομάκι πριν βγει στο κεντρικό δρόμο που έσφυζε από ζωή. Ήταν Χριστούγεννα και όλες οι οικογένειες και τα ζευγαράκια κυκλοφορούσαν έξω παρά το απίστευτο κρύο.

Όταν έφτασε στο πασίγνωστο ζαχαροπλαστείο του Ναμίμορι μετά από μόλις 20 λεπτά ποδαρόδρομου είχε παγώσει και η μύτη της είχε κοκκινίσει. Μπήκε μέσα στο ζεστό και μυρωδάτο μαγαζί με την γιορτινή διακόσμηση κι έψαξε την φίλη της μέσα στον κόσμο.

''Άινα!'' άκουσε την φωνή της φίλης της να την καλεί και χαμογελώντας κατευθύνθηκε προς το μέρος της.

''Την καλύτερη θέση έπιασες!'' είπε με ικανοποίηση κοιτώντας έξω από το παράθυρο καθώς έβγαζε το πανωφόρι της.

''Φυσικά, έτσι αν περάσει κάνα κουκλί να μπορούμε να το χαζέψουμε'' είπε η φίλη της με πονηρό χαμόγελο.

''Να σου θυμίσω ότι έχεις αγόρι…'' της θύμισε η φίλη της αποδοκιμαστικά.

''Αυτό δεν μου απαγορεύει να θαυμάζω την ομορφιά γύρω μου'' η Άινα αναστέναξε, ειλικρινά η φίλη της ήταν μεγάλος λάτρης του ανδρικού φύλου! ''Να δούμε εσύ πότε θα βρεις αγόρι…''

''Έχω άλλα πράγματα στο κεφάλι μου!'' αμύνθηκε

''Κι έναν άλλο άντρα στην καρδιά σου!'' σε αυτό η Άινα κοκκίνισε. ''Άινα ειλικρινά με αυτό το στυλ της αθώας δεσποσύνης του 18ου αιώνα δεν πρόκειται να τον ρίξεις στο κρεβάτι σου!'' είπε απελπισμένα.

''Έι μην το λες έτσι…. Και δεν είμαι αθώα!'' Είπε με ελαφρώς τσιριχτή φωνή

''Α ναι; Και πότε και με ποιον έχασες την αθωότητα σου;'' Είπε πειραχτικά η άλλη.

''Κέλι σταμάτα! Ξέρεις πως το εννοώ…. Μπορεί να είμαι αγνή στο σώμα αλλά η φαντασία μου οργιάζει…'' της απάντησε θυμωμένα κοιτάζοντας επίμονα έξω αν και τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει…

''Χμ άσε με να μαντέψω το σενάριο μέσα στο κεφάλι σου. Έρχεται αυτός ένα απόγευμα εκτός της Τρίτης, λίγο πριν κλείσεις, σου κλείνει το στόμα και σου ψιθυρίζει ότι τόσο καιρό ερχόταν στο βιβλιοπωλείο για να σε βλέπει και τα βιβλία ήταν δικαιολογία. Σε κοιτά βαθιά στα μάτια και βλέπει ότι τα συναισθήματα είναι αμοιβαία και τότε σου δίνει ένα παθιασμένο βαθύ φιλί ενώ το χέρι του χαϊδεύει το στ…''

''Κέλι!'' τινάχτηκε η Άινα προς την μεριά της με το χέρι απλωμένο να της κλείσει το στόμα. Η Κέλι άρχισε να γελά τρανταχτά με την φίλη της.

''Κοίτα την πως κοκκίνισε… κατά τα άλλα δεν είσαι αθώα… Αγάπη, η σωστή φαντασίωση θα ήταν αυτός να μπαίνει μέσα να σε πετά κάτω και μόλις τελειώσει μαζί σου το επόμενο πρωί να μην θυμάσαι ούτε πως σε λένε!''

''Ειλικρινά μόνο για να σου σπάσω τα νεύρα θα πάω να κλειστώ σε μοναστήρι και να μείνω παρθένα για πάντα!'' η Άινα κοιτούσε επιδεικτικά αλλού. Η Κέλι πάντα λάτρευε να την πειράζει… ιδίως για αυτά τα θέματα…

''Όχι μη! Σταματάω, άλλωστε τα κόκκαλα του παππού σου θα έτριζαν αν βγάζατε τα μάτια σας στο βιβλιοπωλείο!'' το γέλιο της δυνάμωσε.

'' Ψόφα….''

''Καλησπέρα σας έχετε αποφασίσει τι θα πάρετε;'' Ρώτησε ο σερβιτόρος που μόλις είχε έρθει.

''Εσέ..'' πήγε να μιλήσει η Κέλι αλλά την διέκοψε η φίλη της.

''Μια σοκολατόπιτα για μένα και ένα τσάι για την φίλη μου.'' Είπε ευγενικά.

''Ευχαριστώ, η παραγγελία θα έρθει σε λίγο'' χαμογέλασε κι απομακρύνθηκε.

''Μ' αρέσει όταν παίρνεις έτσι τον έλεγχο…'' είπε η Κέλι αφού η κολλητή της έδωσε την παραγγελία χωρίς καν να την ρωτήσει.

''Κέλι δεν θέλω να ξέρω τι θα γινόταν αν έδινα σε σένα τον έλεγχο… κάτι πρέπει να κάνεις με την ατελείωτη όρεξη για σεξ που έχεις!'' την μάλωσε.

''Μα δες τι ωραίο πισινό που έχει…'' της είπε η Κέλι σαν να ήταν η τέλεια δικαιολογία για τα πάντα, η Άινα σχεδόν παρασύρθηκε και γύρισε να κοιτάξει.

''Δεν το πιστεύω ότι ενώ έχεις αγόρι για να σε ικανοποιεί και ενώ δουλεύεις ως σεξολόγος δεν το έχεις βαρεθεί ακόμα…'' μουρμούρισε απελπισμένα. Η φίλη της την κοίταξε έντρομη.

''Το σεξ δεν το βαριέσαι ποτέ!''

''Τέλος πάντων… τι νέα;'' Ρώτησε αλλάζοντα συζήτηση.

''Εγώ τίποτα… εσύ είχες κάνα νέο από αυτούς πάλι;'' Η ατμόσφαιρα βάρυνε απότομα.

''Όχι δεν με έχουν ξαναενοχλήσει…'' απάντησε χαμηλόφωνα.

''Τι θα κάνεις με το θέμα; Θα απευθυνθείς σε κάποιον;''

''Δηλαδή σε ποιον; Σε δικηγόρο; Όχι δεν έχω αυτή την δυνατότητα… δεν ξέρω, θα δω όταν θα έρθει η ώρα, δεν μου έχουν πει ακόμα τι θέλουν απλά ήρθαν να με ενημερώσουν…'' είπε η Άινα όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

''Ίσως θα έπρεπε να εγκαταλείψεις το μαγαζί και να εξαφανιστείς για λίγο, μην ανησυχείς για τα λεφτά θα σε βοηθήσω εγώ…'' η Κέλι ήταν ανήσυχη. Επικράτησε ησυχία για λίγο.

''Η παραγγελία σας!'' είπε ο σερβιτόρος ακουμπώντας στο τραπέζι το γλυκό και τον καφέ. Οι κοπέλες έγνεψαν ευχαριστώ και μόλις άρχισε να απομακρύνεται η Κέλι έκανε πάλι ένα σχόλιο για τον πισινό του, αυτή τη φορά ο νεαρός μάλλον το άκουσε γιατί έβαλε τον δίσκο από πίσω για να μην βλέπουν τα οπίσθια του.

''Τι φορούσε σήμερα ο άντρας μυστήριο;'' Ρώτησε στο άκυρο η Κέλι.

''Κουστούμι, μαύρο υφασμάτινο παντελόνι με τσάκιση και σακάκι με ένα καλοσιδερωμένο μωβ πουκάμισο. Πρέπει να δουλεύει κάπου καλά φαινόταν πολύ ακριβό…''

''Ακούγεται για άντρας που φοράει στενά μαύρα μποξεράκια….'' Είπε η Κέλι σκεφτική παίζοντας με το κουταλάκι ''Αλλά δεν θα μάθεις ποτέ στα σίγουρα τι εσώρουχα φοράει αν δεν κάνεις μια κίνηση… τόσο καιρό έρχεται κάποιο λόγο θα έχει, δεν γίνεται να μην έχεις τίποτα να του πεις…!''

''Ξεκόλλα Κέλι! Και δεν μπορώ να κάνω την πρώτη κίνηση… δεν ξέρω από αυτά και αν έχει κοπέλα; Και αν δεν του αρέσω;'' Η Άινα είχε αρχίσει να γίνεται υστερική.

''Με εμένα φίλη και ακόμα δεν ξέρεις να φλερτάρεις; Είσαι ανεπίδεκτη μαθήσεως! Πλέον οι άντρες θέλουν την γυναίκα κυνηγό. Τώρα αν έχει κοπέλα κάντον να την χωρίσει…''

''Δεν είναι να απορεί κανείς ότι είμαι η μοναδική γυναικεία σου φίλη…'' είπε η Άινα βαριεστημένα.

''όλες το ίδιο θα έκαναν απλά δεν το λένε στα φανερά… αλλά λογικό δεν είναι; Αν σου αρέσει και του αρέσεις τότε αν έχει κοπέλα θα πρέπει να την χωρίσει. Δεν είναι ότι την γνωρίζεις για να στεναχωριέσαι ότι θα της κλέψεις τον άντρα! Ας νικήσει η καλύτερη. Μπορεί η εμφάνιση σου να μην είναι προσεγμένη και να μην ξέρεις τι πάει να πει σέξι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είσαι όμορφη. Αν φτιαχνόσουν λίγο και γινόσουν πιο εξωστρεφής δεν θα είχαμε αυτή την συζήτηση…''

''Καλά, καλά θα δω τι θα κάνω…''

''Πάντα το ίδιο λες… μεταθέτεις την στιγμή των αποφάσεων για το μέλλον και στο τέλος δεν κάνεις τίποτα… θα φας την ζωή σου έτσι!''

''Κέλι μου χαλάς το γλυκό μην με σκοτίζεις!'' γκρίνιαξε καθώς έπαιζε με το κέικ. Η Κέλι την άκουσε και δεν της είπε κάτι άλλο.

Μέτα από μια ώρα με άσχετες συζητήσεις χαιρετήθηκαν και η καθεμιά πήρε το δρόμο για το σπίτι της.

Παρά το αργό της ώρας, κόσμος κυκλοφορούσε ακόμα στον δρόμο οπότε δεν ήταν τόσο δύσκολο να γυρίσει σπίτι. Μπορεί να το έπαιζε ψύχραιμη στην Κέλι αλλά τα τελευταία συμβάντα την είχαν κάνει να φοβάται πολύ, όμως το να ζητούσε περισσότερη βοήθεια από την φίλη της σήμαινε μόνο μπελάδες και δεν ήθελε να βάλει την Κέλι σε κίνδυνο.

''Αχ παππού'' αναστέναξε και ένα άσπρο συννεφάκι σχηματίστηκε στον κρύο αέρα από την αναπνοή της. Μετά από λίγο έφτασε στον έρημο δρόμο που βρισκόταν το σπίτι της. Ήταν στην μεριά της πόλης που ήταν πιο φτωχική, ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη άνεση με τα χρήματα και μετά τον θάνατο του προστάτη της η κατάσταση χειροτέρεψε.

Μπήκε στο κρύο σπίτι της κλειδώνοντας την πόρτα πίσω και κάνοντας τον καθημερινό έλεγχο για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν μπήκε μέσα και μόλις ένιωσε ασφαλής έβγαλε τα παπούτσια και το παλτό της. Γρήγορα μπήκε στο μπάνιο για να διώξει ένα μέρος της κούρασης από πάνω της.

Τον τελευταίο καιρό όμως δεν απολάμβανε τα μπάνια. Πάντα περίμενε το δολοφόνο με το μαχαίρι να εμφανιστεί από πίσω της κι έτσι έβγαινε σχεδόν αμέσως. Αισθανόταν τόσο κουρασμένη, πόσο θα κρατούσε αυτή η κατάσταση;

Η ζωή της ποτέ δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. Σίγουρα δεν ήταν ευτυχισμένη άλλωστε έκανε πολλές θυσίες προ κειμένου να επιβιώσει κι έτσι ποτέ δεν πήγε πανεπιστήμιο που ήταν το όνειρο της, ήθελε να σπουδάσει Λογοτεχνία. Αντίθετα ανέλαβε το βιβλιοπωλείο του νεκρού παππού της. Φίλες δεν είχε πολλές, όχι ψέματα, μόνο την Κέλι είχε καλή φίλη και συμμαθήτρια από το σχολείο. Πάντα η Κέλι ήταν στο περιθώριο της τάξης γιατί τα κορίτσια την έβριζαν και την έλεγαν πουτάνα. Και φυσικά ούτε αγόρι είχε και ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν αυτή την περίοδο. Αν και πάντα ονειρευόταν ότι θα ερχόταν αυτός ο κάποιος που θα την έσωζε από εκεί που είχε μπλέξει, ένα πρίγκιπα πάνω σε άσπρο άλογο.

Και πάλι όμως δεν θεωρούσε τον εαυτό της δυστυχισμένο. Μπορεί να μην ζούσε την πιο εύκολη ζωή αλλά μπορούσε ακόμα να γελάει και να ευχαριστιέται τις απλές στιγμές της ζωής και αυτό της αρκούσε, υπήρχαν και χειρότερα. Πλέον όμως ήταν τόσο τσιτωμένη που η ζωή είχε γίνει δύσκολη και δεν υπήρχαν πολλές στιγμές που ξεχνιόταν, μόνο όταν βρισκόταν με την Κέλι και όταν ερχόταν ο νεαρός την Τρίτη…

Κοίταξε κάτω το μαχαίρι της καθώς έκοβε την σαλάτα. Την αντανάκλασή της πάνω του. Αναστέναξε ξανά. Χαζές σκέψεις. Δεν θα αυτοκτονούσε ποτέ, δεν ήταν τόσο απεγνωσμένη, ούτε τόσο θαρραλέα ώστε να μπορέσει να αφαιρέσει την ίδια της την ζωή… ίσως αν έβρισκε ένα τρόπο που πονούσε λιγότερο… δεν θα έλειπε σε πολλούς…

Κοπάνισε το κεφάλι της στον τοίχο.

''Χαζή Άινα, κόψτο!'' είπε δυνατά στον εαυτό της. Πήρε την σαλάτα της, γιατί στο ψυγείο δεν υπήρχε κάτι καλύτερο να φάει, και την έφαγε καθώς διάβαζε ένα από τα βιβλία που είχε.

Την είχε ψιλοπάρει ο ύπνος έτσι όπως καθόταν στην φθαρμένη πολυθρόνα, το βιβλίο στα γόνατα πάνω από την κουβέρτα που είχε απλώσει πάνω της, και το πιάτο με την σαλάτα άδειο στο διπλανό τραπεζάκι με την αναμμένη λάμπα.

Κάτι την είχε ξυπνήσει. Ένας περίεργος θόρυβος που ερχόταν από την πόρτα σαν να προσπαθούσαν να την διαρρήξουν. Ήξερε ποιος ήταν και η αστυνομία ήταν εκτός συζήτησης. Ενστικτωδώς έτρεξε στην κουζίνα και άδραξε το μαχαίρι που πριν κοιτούσε αν και δεν ήξερε τι θα έκανε με αυτό ωστόσο η αίσθηση κάτι στερεού στα χέρια της, το όπλο την έκανε να νιώθει λίγο πιο σίγουρη.

Κάθισε μπροστά στην πόρτα αλλά ο θόρυβος σταμάτησε μετά από λίγο. Η ξαφνική ησυχία όμως την ανησύχησε περισσότερο. Σχεδόν αμέσως, όμως, είδε ένα μικρό φακελάκι να πετάγεται κάτω από την πόρτα και μετά από αυτό άκουσε βήματα να απομακρύνονται. Άφησε μια ανάσα και έπεσε κάτω. Τα νεύρα της δεν βρίσκονταν στην καλύτερη κατάσταση. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε τον φάκελο.

''Περιμένουμε'' έγραφε μόνο με άτσαλα γράμματα και η καρδιά της σφίχτηκε καθώς άρχισε να κλαίει. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν είχε να τους δώσει αυτό που ζητούσαν, δεν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από κανέναν….

''Γιατί παππού μου το έκανες αυτό;'' Είπε με λυγμούς.

Κι έτσι έκλαψε στο μικρό χολ όπου και την πήρε ο ύπνος στο πάτωμα για να ξυπνήσει το άλλο πρωί πιασμένη και κρυωμένη…

Μια βδομάδα πέρασε από εκείνο το βράδυ χωρίς να την έχουν ενοχλήσει. Ήταν αλήθεια ότι σκεφτόταν να το σκάσει αλλά που θα πήγαινε και ποιος της εγκυόταν ότι δεν θα την έβρισκαν; Και μετά ήταν πολύ δεμένη με το βιβλιοπωλείο, το μοναδικό μέρος που ο παππούς της ήταν σαν να μην είχε φύγει ποτέ, εκεί που αισθανόταν πραγματικά ασφαλής, το σπίτι της ανάμεσα στα βιβλία.

Σήμερα ήταν πάλι Τρίτη. Τις Τρίτες το πρωί έδινε λίγο περισσότερη έμφαση στην εμφάνιση της, ήθελε να είναι λίγο πιο περιποιημένη. Δεν είχε πολύ καλά ρούχα μόνο κάτι απλά και φθηνά αλλά από αυτά έβαλε τα καλύτερα της. Ένα μαύρο τζιν με μια σκούρα πράσινη μπλούζα που τόνιζε τον δυσδιάκριτο πράσινο τόνο στα μάτια της, που κατά την γνώμη της ήταν το μοναδικό όμορφο χαρακτηριστικό πάνω της, ο παππούς της πάντα την ρωτούσε αν μπορούσε να δει νεράιδες. Έβαλε και λίγο μεικ απ κάτι ασυνήθιστο για αυτήν και αφού προσπάθησε να βουρτσίσει τη ζούγκλα από σγουρά σκούρα καστανά μαλλιά της που έφταναν ως την μέση της έφυγε για να ανοίξει το βιβλιοπωλείο.

Όλη την μέρα μέχρι το απόγευμα δεν μπήκαν πολλοί πελάτες με εξαίρεση δύο που ο ένας ήταν για να ρωτήσει πώς να βγει στο κεντρικό δρόμο και ο άλλος για να πάρει ένα στυλό.

Τώρα όμως το καμπανάκι της πόρτας σήμανε την άφιξη του απογευματινού πελάτη, ο οποίος μπήκε κατά τα άλλα αθόρυβα φέρνοντας την βαριά ατμόσφαιρα μαζί του.

''Καλωσορίσατε!'' είπε ευχάριστα η Άινα και αποφάσισε να ακούσει την Κέλι και να του δώσει ένα πλατύ χαμόγελο που δεν ήταν τόσο επαγγελματικό. Ο άντρας για πρώτη φορά την κοίταξε για λίγη περισσότερη ώρα σαν να του έκανε εντύπωση η χαρά της. Και για πρώτη φορά της έγνεψε πριν κατευθυνθεί στα ράφια.

Η Άινα ήταν τόσο ενθουσιασμένη με την εξέλιξη που είχε μια παρόρμηση α χοροπηδήσει και να γελάσει σαν κοριτσάκι αλλά μάλλον θα τον τρόμαζε. Τον κοίταξε με ονειροπόλο ύφος, σήμερα φορούσε πάλι κουστούμι.

Καθώς κοιτούσε ψάχνοντας κάποιο τίτλο να διαβάσει η κοπέλα σκεφτόταν ότι η Κέλι θα της έλεγε να κάνει μια πιο φανερή πρώτη κίνηση από ένα απλό χαμόγελο. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, το φλερτ όπως το εννοούσε η Κέλι ήταν εκτός ορίων αλλά αν του μίλαγε απλά... Λίγο μόνο… ως εξυπηρετική βιβλιοπώλης…

''Αν δεν έχετε πρόβλημα θα σας πρότεινα να διαβάσετε αυτό….'' Είπε κάπως χαμηλόφωνα και προς στιγμή πίστεψε ότι ο άντρας δεν την άκουσε αλλά τότε πήρε το βιβλίο που του έδειχνε στα χέρια του διαβάζοντας την περίληψη από πίσω.

''Είναι διαφορετικό από τα κλασσικά βιβλία που συνήθως παίρνετε αλλά παραμένει κοντά στα ίδια νοήματα απλά είναι καθαρή φιλοσοφία. Διαπραγματεύεται την ανάγκη του ανθρώπου να κάνει ανήθικα πράγματα ώστε να υπηρετήσει την αυτούσια αρετή του ήθους. Είναι λίγο απαισιόδοξο αλλά νομίζω ότι θα σας αρέσει… σας το προτείνω….'' Είπε ντροπαλά.

Ο άντρας σταμάτησε να διαβάζει και έγνεψε ως ένδειξη ότι συμφωνούσε και κατευθύνθηκε στο ταμείο. Η κοπέλα τον ακολούθησε ακόμα πιο έκπληκτη, δεν το σκέφτηκε καθόλου άκουσε την πρόταση της κατευθείαν… τώρα η Άινα θα μπορούσε να πεθάνει ευτυχισμένη. Η ευτυχία της ήταν τόση που της ήρθε μια έντονη παρόρμηση να κάνει κάτι.

''Δώρο'' είπε απλά και έτεινε την σακούλα στη μεριά του. Αυτό κέρδισε ένα έκπληκτο βλέμμα από την μεριά του νεαρού αυτή τη φορά και τότε…

''Γιατί;'' Ρώτησε με ένα σχεδόν αόρατο τόνο καχυποψίας. Η κοπέλα έμεινε για λίγο βωβή για πολλούς λόγους: είχε κάνει κάτι που δεν περίμενε πως θα έκανε και ο άλλος της είχε μιλήσει και η φωνή του ήταν τόσο τέλεια, μπάσα αλλά και ελαφριά και τα χείλη του που κουνήθηκαν ανεπαίσθητα, τόσο λεία χείλη….

Κοιτάχτηκαν για λίγο και ευτυχώς η κοπέλα βγήκε γρήγορα από τις σκέψεις την πριν χάσει ο άλλος την υπομονή του.

''Είστε ο ποιο ταχτικός πελάτης αν όχι ο μοναδικός σε αυτό το μέρος, το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να σας δώσω ένα δώρο για να μας προτιμάτε στις αγορές σας…'' είπε γρήγορα, κατακόκκινη, σαν να βιαζόταν να δικαιολογήσει την πράξη της.

Ο άντρας της χάρισε ένα σπάνιο μισό χαμόγελο.

''Ευχαριστώ'' είπε κι έφυγε αφήνοντας την κοπέλα να τον κοιτά με γουρλωμένα μάτια ανυποψίαστη στις σκέψεις του, θα ήταν ανόητος αν άφηνε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία ενός τζάμπα βιβλίου.

Μόλις έφυγε κάθισε στην καρέκλα της αφού τα πόδια της δεν την κρατούσαν πλέον.

'Μιλήσαμε! Μου χαμογέλασε!' σκέφτηκε καθώς έκανε σβούρες με την καρέκλα και γελούσε. 'Η ζωή είναι τόσο ωραία!' ήθελε να τραγουδήσει! Βρισκόταν στον έβδομο ουρανό, το μυαλό της στα σύννεφα.

Αυτό φυσικά με την τωρινή της κατάσταση δεν κράτησε πολύ… συγκεκριμένα κράτησε 4 λεπτά και 43 δευτερόλεπτα, τον χρόνο δηλαδή που έκανε να μπει ο επόμενος πελάτης μετά την αποχώρηση του άντρα που της προκαλούσε όλα αυτά τα συναισθήματα…

Μέχρι και ο ήχος του κουδουνιού είχε ακουστεί πιο τρομαχτικός… η πόρτα είχε ανοίξει απότομα και έκλεισε με τόση δύναμη που έκανε τα τζάμια να τρίζουν. Μέσα είχαν μπει 5 μεγαλόσωμοι και απειλητικοί άντρες κρατώντας μπαστούνια. Η Άινα είχε παγώσει στην θέση της, τους αναγνώρισε αμέσως ήταν οι ίδιοι άντρες που είχαν έρθει να την ενημερώσουν.

''Γεια!'' είπε με ένα δυσάρεστο χαμόγελο ο μεσαίος που μάλλον ήταν και ο αρχηγός ''Ωραίο το μαγαζί σου…. Σου το κληρονόμησε ο κωλόγερος ε;'' η παρέα του γέλασε.

Η Άινα σφίγγοντας της γροθιές της μούγκρισε ''Τι θέλετε;''

''Ω ξέρεις τι θέλουμε….'' Είπε σκύβοντας προς το μέρος της, οι μύτες τους ακουμπούσαν και μπορούσε να μυρίσει την βρωμερή του ανάσα.

''Σε μια βδομάδα θέλουμε να έχεις έτοιμα τουλάχιστον τα μισά λεφτά. Δεν είναι καλό να δανείζεσαι και να μην επιστρέφεις…'' είπε με ύφος δασκάλου. Η κοπέλα δάγκωσε τα χείλη της

''Δεν… δεν έχω τόσα λεφτά… ίσα που ζω με αυτά που βγάζω'' ψέλλισε

''Τώρα, δεν έχεις δίκιο, δεν προσπαθείς αρκετά.. Υπάρχους και άλλοι τρόποι να βγάλεις λεφτά έτσι;'' Είπε και την κοίταξε με έναν αηδιαστικό τρόπο. Η κοπέλα οπισθοχώρησε αγκαλιάζοντας προστατευτικά το κορμί της. Η παρέα ξαναγέλασε.

''Τα λέμε την άλλη Τρίτη!'' είπε ευχάριστα σαν να ήταν φίλος και έφυγαν.

Οι Τρίτες είχαν γίνει από τις καλύτερες, οι χειρότερες μέρες της…

Την υπόλοιπη βδομάδα την πέρασε σκεφτόμενη τρόπους για να γλυτώσει. Να ζητούσε λεφτά από την Κέλι; Ήταν σίγουρη ότι η φίλη της θα δεχόταν αμέσως αλλά δεν ήθελε να την μπλέξει ή να της γίνει βάρος και άλλωστε δεν είχε τόσα λεφτά να της δώσει. Δάνειο από την τράπεζα δεν μπορούσε να πάρει γιατί δεν είχε καλές αποδείξεις ότι θα μπορούσε να τα γυρίσει, στην αστυνομία δεν μπορούσε να πάει γιατί την είχαν απειλήσει ότι ακόμα και αν τους έπιαναν δεν θα τους έπιαναν όλους και όσοι έμεναν θα την κυνηγούσαν, αν έφευγε θα την έβρισκαν και το κορμί της δεν το πουλούσε… είχε και μια υπερηφάνεια.

Κι έτσι η Τρίτη για μεγάλη της δυσαρέστηση ήρθε, με αυτήν όχι μόνο να μην έχει βρει λύση αλλά να μην έχει πεντάρα να τους δώσει.

Το πρωί δεν ήθελε να σηκωθεί αλλά αν δεν πήγαινε η κατάσταση θα γινόταν χειρότερη κι έτσι σαν πτώμα, σαν απελπισμένος άνθρωπος που δεν ήξερε τι άλλη δυστυχία του επιφύλασσε το μέλλον σηκώθηκε, έβαλε ότι βρήκε μπροστά της και χωρίς καν να χτενιστεί ή πλυθεί πήγε να ανοίξει το μαγαζί.

Οι ώρες ήταν σαν να πέρασαν και να μην πέρασαν. Καθόταν στο ταμείο κοιτώντας το κενό χαμένη στις σκέψεις της και η ώρα φαινόταν σαν να μην περνούσε αλλά μόλις τόλμησε να κοιτάξει το ρολόι έλεγε 6 και η ώρα πλησίαζε…

Η πόρτα έκανε τον χαρακτηριστικό ήχο. Μπήκε μέσα αλλά η κοπέλα δεν τον καλωσόρισε, δεν τον κοίταξε καν σαν να μην τον είχε ακούσει απλά καθόταν παγωμένη στην θέση της χλωμή και ταλαιπωρημένη. Αισθάνθηκε ελαφρώς περίεργος αλλά το έπνιξε άλλωστε δεν τον ενδιέφερε.

Πήγε και βρήκε ένα βιβλίο και πάλι χωρίς να κερδίσει κάποια αντίδραση, όλες τις άλλες φορές πάντα ένιωθε τα μάτια της πάνω του. Πήγε στο ταμείο και το άφησε μπροστά της, η κοπέλα σαν να ξύπνησε ανοιγόκλεισε τα μάτια της και τον κοίταξε αλλά χωρίς βάθος, υπήρχε κενό. Κοίταξε πάλι κάτω και πήρε το βιβλίο στα χέρια της, το έβαλε στην σακούλα και πληκτρολόγησε την τιμή.

''2500'' ανοιγόκλεισε απλά το στόμα της ίσα που ακούστηκε ήχος. Ο νεαρός αποφάσισε να μιλήσει, το ένστικτό τού του έλεγε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, και δεν ήθελε μπελάδες στο Ναμίμορι του.

''Το βιβλίο ήταν καλό.'' Είπε απλά, δεν ήταν καλός στο να ανοίγει συζητήσεις. Η κοπέλα τον κοίταξε έκπληκτη. Άλλη φορά αυτή η φράση θα την είχε κάνει ευτυχισμένη αλλά τώρα δεν την άγγιζε απλά έγνεψε καταφατικά. Ο νεαρός σούφρωσε με δυσαρέσκεια τα χείλη του. Όπως το φαντάστηκε αν ήθελε να μάθει κάτι από το θηλυκό φυτοφάγο έπρεπε να ρωτήσει στα ίσια, δεν ήταν του χαρακτήρα του να το φέρνει γύρω.

''Διαταράσσει κάτι την ηρεμία στην περιοχή;'' Ρώτησε επιτέλους αυτό που ήθελε και τα μάτια του ήταν τόσο σκληρά που δεν έπαιρναν αρνητική απάντηση. Το βλέμμα της κοπέλας έγινε ακόμα πιο έκπληκτο.

''Όχι μην ανησυχείτε, είναι προσωπικό.'' Απάντησε και του χαμογέλασε ένα ψεύτικο χαμόγελο, ήταν η πρώτη φορά που του έδειχνε το επαγγελματικό της χαμόγελο. Ο άντρας σούφρωσε αποδοκιμαστικά την μύτη του καταλαβαίνοντας το ψέμα.

''Χν'' αν δεν ήθελε να του πει τότε δεν θα πίεζε, είχε καλύτερα πράγματα να κάνει από το να ασχολείται με τα προβλήματα φυτοφάγων.

''Το βιβλίο σας.'' Είπε. Ο νεαρός την κοίταξε και άλλο.

''Ορίστε'' είπε εκείνος και της έδωσε μια κάρτα. ''Αν χρειαστείτε τίποτα.'' Είπε με απάθεια ενώ σκεφτόταν ότι δεν θα τον χάλαγε αν χρειαζόταν να βάλει τίποτα οικτρά φυτοφάγα στην θέση τους, είχε καιρό να δαγκώσει κάποιον.

Η κοπέλα πήρε την κάρτα στα χέρια της που έτρεμαν ελαφρώς και την κοίταξε, μετά κοίταξε αυτόν και μετά ξανά την κάρτα, ήταν απλά ένα άσπρο χαρτί με το όνομα και το τηλέφωνο του γραμμένο με πολύ απλά γράμματα χωρίς άλλες πληροφορίες.

''Ευ… Ευχαριστώ…'' τραύλισε κοκκινισμένη χωρίς να σηκώσει τα μάτια της κι έτσι κατάλαβε ότι ο νεαρός έφυγε από το καμπανάκι της πόρτας.

''Χίμπαρι Κιόγια'' ψιθύρισε χαϊδεύοντας την κάρτα. Τώρα όμως ήταν μόνη…

Μετά από μια ώρα στο μαγαζί είχε αρχίσει να ελπίζει ότι ίσως να μην έρχονταν οι άλλοι. Νύχτα πλέον αποφάσισε να κλείσει το μαγαζί αλλά τότε ήταν που εμφανίστηκαν…

''Α ευτυχώς σε προλάβαμε… αλλιώς θα έπρεπε να έρθουμε σπίτι σου…'' είπε ο ίδιος άντρας. ''Τα λεφτά;'' Ρώτησε

''Σας είπα ότι δεν κατέχω τέτοιο ποσό! Αυτά είναι όσα έχω….'' Είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε βγάζοντας από το πορτοφόλι της όσα λεφτά είχε μαζέψει στην τράπεζα.

Ο άντρας πήγε προς το μέρος της και πήρε τα λίγα λεφτά κοιτάζοντας τα με απογοήτευση και αφού τα έσκισε και τα φύσηξε στο πρόσωπό της είπε στην αρχή ήρεμα

''Μα αφού σου είπα ότι ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΆΛΛΟΙ ΤΡΌΠΟΙ'' τώρα φώναξε και πήρε το μπαστούνι και το κοπάνισε στην ταμειακή κάνοντας την Άινα να τσιρίξει φοβισμένη.

''Γυναίκα είσαι, πούλα το κορμί σου σαν καλή πόρνη….'' Είπε σπάζοντας τα ράφια δίπλα στο κεφάλι της ενώ οι υπόλοιποι έκαναν σμπαράλια τις βιβλιοθήκες και σπάζοντας τζαμαρίες. Ο εκκωφαντικός θόρυβος την έκανε να μικρύνει από τον φόβο.

''Αλλά είμαι καλός άνθρωπος βλέπεις…'' συνέχισε και πλησίασε προς το μέρος της. Η Άινα πήγαινε προς τα πίσω ώσπου η πλάτη της ακούμπησε τον τοίχο και έπεσε κάτω. Ο άντρας έσκυψε προς το μέρος της και την άρπαξε από τα μαλλιά σηκώνοντας το πρόσωπο της για να τον κοιτάξει ''Θα σου δώσω άλλη μια βδομάδα… αν και πάλι δεν έχεις λεφτά θα σε στρώσω εγώ στην δουλειά. Μην προσπαθήσεις να κρυφτείς αλλιώς θα πάω να βρω την άλλη φίλη σου…. Πως λέγεται να δεις… α ναι Κέλι… για αυτό την άλλη Τρίτη εδώ…'' της είπε και την έδωσε ένα φιλί στην άκρη του στόματος.

Έμεινε πολύ ώρα στο πάτωμα έτσι όπως την άφησαν, κοιτούσε το σκονισμένο ξύλινο ταβάνι, δεν έκλαιγε απλά έτρεχαν αργά τα δάκρυα, προσπάθησε πολλές φορές να σηκωθεί απλά δεν είχε την ψυχολογική δύναμη κι έτσι την βρήκε το πρωί στην ίδια θέση.

Με το φως του ήλιου η ζημιά φαινόταν πολύ καλύτερα. Το μαγαζί ήταν κατεστραμμένο, γεμάτο γυαλιά, τα βιβλία σκισμένα και οι βιβλιοθήκες κάτω. Το μαγαζί που είχε κληρονομήσει από τον παππού της, τα βιβλία που διάβαζε σε όλη της την παιδική ηλικία, το βιβλιοπωλείο της είχε χαλάσει και λεφτά δεν υπήρχαν για να το φτιάξει.

''Σήκω!'' είπε δυνατά για να ακούσει την φωνή της ''Το να κάθεσαι δεν σε βγάζει κάπου, σήκω και φτιάξε ότι μπορείς'' κι έτσι αποφασιστικά, μετά από ένα βασανιστικό βράδυ θλίψης κατάφερε πάλι να βρει το κουράγιο να σηκωθεί και να συνεχίσει. Τουλάχιστον η δουλειά θα απασχολούσε το μυαλό της, όχι ότι ήταν δυνατόν να ξεχαστεί…

Ήταν δύσκολο να επισκευάσει την κατάσταση. Μάζεψε όλα τα ανέπαφα βιβλία και όσα ήταν κατεστραμμένα τα συσκεύασε για να δει αν μπορεί να τα φτιάξει στο σπίτι. Ήταν ενάντια στις αρχές της να πετά βιβλία όσο χαλασμένα και να ήταν.

Σήκωσε τις βιβλιοθήκες κι αφού τις ξεσκόνισε πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια έβαλε τα καλά βιβλία στην θέση τους. Ύστερα σκούπισε το πάτωμα και πέταξε όλα τα σπασμένα γυαλιά καθώς και την κατεστραμμένη καρέκλα και ταμειακή. Το βιβλιοπωλείο ήταν μεν τακτοποιημένο αλλά έβλεπες το μέγεθος της ζημιάς, το ένα τέταρτο των βιβλίων απουσίαζε από τα ράφια και δεν υπήρχαν τζαμαρίες. Ήταν αργά όμως και έπρεπε να γυρίσει σπίτι, δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και δεν είχε φάει τίποτα. Δεν θα έμπαινε και κλέφτης στο μαγαζί, τι να κλέψει; Έτσι άφησε το μαγαζί με τα σπασμένα τζάμια κι αποσύρθηκε στο σπίτι για να ασχοληθεί αύριο με το πώς θα καλύψει τις τρύπες…

Στο μεσοδιάστημα μέχρι την άλλη Τρίτη, συνέχιζε μόνη της τις επισκευές και μίλησε και με την Κέλι μερικές φορές λέγοντας ψέματα για την κατάσταση. Τώρα που είχαν βάλει την φίλη της στο μάτι δεν επρόκειτο να την μπλέξει. Έτσι όταν της ζήτησε να βγουν έξω για κάνα καφέ η Άινα δικαιολογήθηκε ότι είχε δουλείες και δεν μπορούσε. Φυσικά αυτό έβαλε σε υποψίες την φίλη της αφού η Άινα ποτέ δεν είχε δουλειές αλλά δεν είπε τίποτα αργά ή γρήγορα θα μάθαινε…

Η Άινα σκέφτηκε να πάρει τον άλλο νεαρό, αλλά να πει τι; Να μπλέξει και αυτόν; Ήδη ήταν απίστευτα ευγενικός που της έδωσε την κάρτα του, αν δεν είχε άλλα προβλήματα θα της είχε δώσει ελπίδες.

Σε τέτοιες στιγμές απελπισίας ο άνθρωπος ωθείτε να ξεπεράσει τα όρια του και να κάνει πράγματα που ποτέ δεν πίστευε ότι είχε τη δύναμη να κάνει. Αυτό ή αλλιώς να οδεύσει προς το άδοξο τέλος του. Και παρά το δειλό της χαρακτήρα η Άινα δεν μπορούσε έτσι απλά να εγκαταλείψει. Η Τρίτη για άλλη μια φορά ξημέρωσε και σήμερα έφυγε εξοπλισμένη, έτοιμη για πόλεμο με σύμμαχο της ένα κουζινομάχαιρο.

Στις 6 και μισή περίμενε την άφιξη του Χίμπαρι- σαν. Ήταν τόσο ψύχραιμη με την όλη κατάσταση που μπορούσε να προσποιηθεί άνετα ότι όλα ήταν καλά. Ίσως αυτή η ψυχραιμία προερχόταν από την σίγουρη κατάληξη του όλου θέματος και της απόφασης της να κάνει ότι μπορεί για να τους βάλει σε μπελάδες όσο μπορεί.

Η πόρτα άνοιξε χωρίς τον ήχο του κουδουνιού αφού η καμπανίτσα είχε σπάσει. Ο Χίμπαρι μπήκε μέσα έχοντας στενέψει τα μάτια του και μελετώντας τον χώρο.

''Τι έγινε εδώ;'' Μούγκρισε.

''Α κάτι κλέφτες… συμβαίνουν και αυτά ακόμα και σε μικρά βιβλιοπωλεία σαν αυτό. Έχω ενημερώσει ήδη την αστυνομία, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας.'' Είπε ευγενικά.

''Κανείς δεν διαταράσσει την ηρεμία του Ναμίμορι όταν είμαι εγώ εδώ… σου είπα φυτοφάγο να με καλέσεις αν γίνει κάτι…'' την κοίταξε απειλητικά αμφισβητώντας τα λόγια της, τίποτα δε γίνετε στο Ναμίμορι χωρίς να το πάρει είδηση. Η Άινα δεν φοβήθηκε, είχε γνωρίσει τι πάει να πει εχθρική συμπεριφορά και αυτή δεν ήταν. Αλλά τολμούσε να πει ότι η επιλογή του λεξιλογίου του ήταν ενδιαφέρουσα… 'φυτοφάγο;' Άφησε ένα ελαφρύ γελάκι στην σκέψη. Αντέκρουσε τα ψυχρά μάτια του με τα πιο ζεστά δικά της ενώ το γέλιο της εντάθηκε.

''Ειλικρινά είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που θα με έκανε να νιώσω καλά ακόμα και τώρα! Δεν πίστευα ότι θα γελούσα.'' Είπε σκουπίζοντας τα μάτια της. Δεν γέλαγε από τον χαρακτηρισμό αλλά από το γεγονός ότι παρά την τραγική της κατάσταση ήταν ικανή να σκέφτεται πόσο γοητευτική αυτή η χαριτωμένη (για εκείνη) μεριά του χαρακτήρα του είναι. Ο Χίμπαρι την κοίταξε απορημένα ενώ σκεφτόταν ότι ίσως να της σάλεψε.

''Διάλεξε όποιο και όσα βιβλία θες, δώρο από το κατάστημα'' είπε ευχάριστα.

''Γιατί;'' Έκανε την ερώτηση που είχε κάνει πριν δυο βδομάδες. Η κοπέλα σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της.

''Γιατί με έκανες να γελάσω.''

'Και γιατί είναι τα τελευταία βιβλία που θα πάρεις από εδώ' συμπλήρωσε από μέσα της.

Ο Χίμπαρι δεν ήταν από τους ανθρώπους που δεν δέχονταν κάτι αν τους συνέφερε οπότε αποφάσισε να αγνοήσει την περίεργη κοπέλα και να το εκμεταλλευτεί. Όμως δεν πήρε πολλά βιβλία, όπως πάντα διάλεξε ένα από την μειωμένη συλλογή όπως πρόσεξε.

''Καλός σας βράδυ Χίμπαρι- σαν.'' Είπε απαλά. Ο άντρας την κοίταξε και έγνεψε πριν φύγει. Όταν η πόρτα έκλεισε ψιθύρισε αντίο. Ύστερα έγραψε ένα γράμμα για την φίλη της να βρει και περίμενε την μοίρα της να έρθει.

Δεν άργησε…

''Να 'μαστε και εμείς!'' είπε ευδιάθετα ο αρχηγός των τραμπούκων.

''Καλωσορίσατε'' είπε ειρωνικά η κοπέλα. Έδειχνε ασυνήθιστο θάρρος αλλά αρνούνταν να πέσει με σκυφτό το κεφάλι.

''Λοιπόν;'' Ρώτησε με το μπαστούνι μπροστά.

''Λοιπόν τίποτα.'' Του χαμογέλασε. Ο άντρας με την συμπεριφορά της άρχισε να γελά.

''Κοριτσάκι νομίζω ότι το τελευταίο μάθημα δεν το κατάλαβες ίσως θα έπρεπε να το κάνω πιο μεταδοτικό…'' είπε και την κοπάνισε στον τοίχο. Η Άινα άφησε μια πνιχτή κραυγή πόνου. ''Νομίζω ότι ένα χέρι ξύλο θα διορθώσει τα πράγματα…''

Πριν σηκώσει όμως το χέρι του εναντίον της, η Άινα τον έπιασε απροετοίμαστο αφού δεν περίμενε επίθεση και με το μαχαίρι που είχε κρύψει στην τσέπη της, το έμπηξε στο χέρι του χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά.

Ο άντρας ούρλιαξε με πόνο κρατώντας το ματωμένο του χέρι και βρίζοντας.

''Πλακώστε την στο ξύλο, την βρώμα!'' διέταξε τα τσιράκια του καθώς περιποιόταν την βαθιά πληγή του. Οι άλλοι 4 την περικύκλωσαν κι αφού την έριξαν κάτω άρχισαν να την κλωτσάν. Η κοπέλα είχε πάρει εμβρυακή στάση καλύπτοντας ο κεφάλι της. Ένιωθε αίμα να τρέχει από την μύτη της και ήταν σίγουρη ότι είχε σπάσει μερικά κόκκαλα, ο πόνος ήταν τόσο ανυπόφορος. Ήταν τόσο χαμένη που άργησε να συνειδητοποιήσει ότι είχαν σταματήσει να την βαράνε.

Μόλις το κατάλαβε έμεινε ακίνητη στην θέση της κι αφουγκράστηκε. Άκουσε βογγητά, κόκκαλα να σπάνε, κορμιά να σωριάζονται στο πάτωμα και τους άντρες που μόλις της επιτέθηκαν να παρακαλάν για έλεος.

''Οικτρά φυτοφάγα που μαζεύονται και προκαλούν φασαρία αξίζουν να δαγκωθούν του θανατά…'' άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει με μια απειλητική ευχαρίστηση.

Παρά τον πόνο ανασηκώθηκε λίγο για να δει. Μέσα στο ημισκότεινο βιβλιοπωλείο μέσα στα πεταμένα βιβλία, τα γυαλιά και τα χαρτιά βρίσκονταν ματωμένα σώματα γεμάτα μελανιές και όρθιος, θριαμβευτής, ο άντρας με τον οποίο ήταν μαγεμένη. Το μοναδικό καθαρό πράγμα εκεί πέρα, με το ατσαλάκωτο κουστούμι του και στα χέρια του τα όπλα που χρησιμοποίησε να στάζουν το αίμα των εχθρών.

Τα μάτια τους ανταμώθηκαν.

''Άλλη φορά να σημαδέψεις την καρδιά…'' είπε κλωτσώντας με αηδία το σώμα του άντρα που είχε μαχαιρώσει.

''Μα θα πέθαινε'' είπε με παράξενη ηρεμία εγκαταλείποντας την προσπάθεια να σηκωθεί.

''Ή εσύ ή αυτός. Ο πιο δυνατός επιβιώνει.'' Είπε εκείνος και έσκυψε προς το μέρος της να την σηκώσει. Ένιωσε το χέρι του πιο δυνατό από ότι το φανταζόταν όταν τα δάχτυλά του έσφιξαν το μπράτσο της.

''Δεν ζούμε στην ζούγκλα.'' Είπε εκείνη προσπαθώντας να τραβήξει τις σκέψεις της από το χέρι. Πόσο παράλογες ήταν οι σκέψεις της σε μια τέτοια κατάσταση ίσως να μην είχε ακόμα συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γαντζωθεί από την ηρεμία του άντρα που την στήριζε.

''Τα συγκεκριμένα φυτοφάγα μπορούσαν να είναι μαϊμούδες άνετα.'' Είπε με ένα ελαφρύ χαμόγελο στο αστείο του. Η κοπέλα γέλασε αδύναμα πριν αρχίσει να βήχει.

''Το κουτί πρώτων βοηθειών;'' Επέστρεψε στον προηγούμενο αναίσθητο χαρακτήρα του και η κοπέλα βήχοντας του έδειξε προς την μεριά των ντουλαπιών. Όταν βρήκε την αναπνοή της τον ρώτησε φοβισμένη.

''Είναι νεκροί;''

''Όχι ακόμα.'' Απάντησε εκείνος σαν να μην τον ενδιέφερε.

''Δεν πρέπει να πεθάνουν!'' είπε εκείνη πανικόβλητη.

''Τι σε νοιάζει αν ζουν ή πεθαίνουν;'' Ήταν πραγματικά περίεργος.

''Δεν αξίζει σε κανένα να πεθάνει, αν έκανες κάποιο έγκλημα ζήσε για να μεταμελήσεις στην φυλακή για όλη σου την ζωή κατά κάποιο τρόπο είναι πιο σκληρό από το να γλυτώσεις τα βάσανα της ζωής πεθαίνοντας!'' είπε κοιτώντας τα χέρια του που φρόντιζαν τα τραύματα της. Ήταν κρύα και τα δάχτυλα του αδύνατα και μακριά, σαν πόδια αράχνης αλλά γεμάτα χάρη. Το άγγιγμα του καθώς τύλιγε τις γάζες ήταν ανεπαίσθητο σαν φτερά πεταλούδας, η αίσθηση την έκανε να ανατριχιάσει… δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια της να τον κοιτάξει, κοιτούσε μόνο τα χέρια του και φανταζόταν πως θα ήταν να την χαϊδεύει, να την αγκαλιάζει.

Το ήσυχο γέλιο του την επανέφερε στην πραγματικότητα.

''Για φυτοφάγο λες μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα… Πολύ καλά θα το κανονίσω να γίνει όπως θες.'' Είπε και την κοίταξε κάπως ευδιάθετα. Η μέρα του ήταν σχετικά ευχάριστη... είχε πλακώσει στο ξύλο 5 φυτοφάγα και αν τους κρατούσε ζωντανούς ίσως να τους ξαναπλάκωνε! Της χρωστούσε και χάρη για τα δώρα…

Η Άινα είχε κατακοκκινίσει, το γέλιο του ήταν τόσο ήρεμο που κάποιος έπρεπε να τον κοιτά για να μην το χάσει αλλιώς ίσως και να μην το άκουγε. Έγνεψε πάντως αν και δεν κατάλαβε πως θα το κανόνιζε, ήταν πολύ κουρασμένη για να ρωτήσει.

''Πες μου τώρα την αλήθεια για το τι έγινε γιατί αλλιώς…'' απείλησε αλλά τότε είδε ότι η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί. Την κοίταξε έντονα αναρωτώμενος τι έπρεπε να κάνει με αυτόν το μπελά στα χέρια του και κατέληξε ότι θα την παράταγε σε κάνα νοσοκομείο να την αναλάβουν οι γιατροί.

Όταν ξύπνησε βρισκόταν σε ένα άγνωστο κάπως άβολο κρεβάτι όταν άνοιξε τα μάτια της είδε ένα άσπρο δωμάτιο και συνειδητοποίησε ότι ήταν στο νοσοκομείο.

'Πως ήρθα εδώ;' Αναρωτήθηκε και σχεδόν αμέσως θυμήθηκε τι έγινε την προηγούμενη μέρα. Κοκκίνισε στην σκέψη ότι ο Χίμπαρι- σαν την μετέφερε εδώ πέρα. 'Σαν πριγκίπισσα!' χαχάνισε λίγο κρατώντας τα μάγουλά της.

''Α βλέπω ότι ξύπνησες!'' άκουσε μια γυναικεία φωνή κι αμέσως σουλουπώθηκε ελπίζοντας να μην την είδε να κάνει σαν χαζό. ''Φροντίσαμε τα τραύματα σου, ευτυχώς ήταν επιφανειακά και δεν έσπασε τίποτα! Είσαι αρκετά καλά για να φύγεις.'' Της είπε ευγενικά η νοσοκόμα και έγνεψε φεύγοντας από το δωμάτιο.

''Ευχαριστώ.'' Απάντησε παίρνοντας τα ρούχα από δίπλα της για να τα φορέσει.

Σήμερα δεν θα πήγαινε στο βιβλιοπωλείο. Θα καθόταν σπίτι να ξεκουραστεί και θα ασχολούνταν με την επισκευή από αύριο.

Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό αισθανόταν ήρεμη, χαλαρή. Ο κίνδυνος είχε περάσει, τελικά όντως ήρθε ο πρίγκιπας να την σώσει! Σίγουρα μια σύγχρονη γυναίκα πρέπει να έχει τον έλεγχο στην ζωή της και οι κυρίες που χρειάζονται διάσωση δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικό αλλά δεν μπορούσε παρά να χαίρεται που ο άντρας που της άρεσε την έσωσε, ήταν εκεί στην δύσκολη στιγμή, δεν θα την πείραζε να βάλει τον εαυτό της σε κίνδυνο πάλι αν ήταν να την σώσει…. Καλά ίσως όχι….

Αλλά το θέμα των τοκογλύφων είχε τακτοποιηθεί, το μαγαζί και αυτή είχαν σωθεί και μπορούσε να κάνει μια νέα αρχή. Ίσως τα πράγματα να πήγαιναν ακόμη καλύτερα. Είχε κάνει και μερικά βήματα με τον Χίμπαρι- σαν και είχαν έρθει πιο κοντά. Το μέλλον φαινόταν πολύ αισιόδοξο.

Έτσι όταν μπήκε στο σπίτι ήταν πολύ χαμένη στις σκέψεις της, σιγοτραγουδούσε και δεν πρόσεξε ότι η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, ότι μερικά αντικείμενα της είχαν μετακινηθεί, ούτε την απειλητική σκιά που την άρπαξε από πίσω. Το κατάλαβε όταν ένιωσε τα βίαια χέρια του να την ακινητοποιούν και ένα μαντήλι που μύριζε έντονα να καλύπτει την μύτη και το στόμα της και μετά από αυτό τίποτα…