ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ

Σημείωμα του συγγραφέα: Δημοσιευτηκε στο το καινούργιο μου βιβλίο με τον Λόκι με τίτλο "ΛΟΚΙ ΛΑΟΥΦΙΣΟΝ-Ο ΣΚΑΝΤΑΛΙΑΡΗΣ ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΑΣΓΚΑΡΝΤ". Οποιος ενδιαφέρεται μπορεί να διαβάσει κι ένα δωρεάν δείγμα στο wattpad. Ριξτε μια ματιά και καλη ανάγνωση! Ευχαριστώ πολύ! Για αυτή την μικρή ιστορία άκουσα το τραγούδι Samwise the Brave-Lord of the Rings soundtrack. Το ποίημα που απαγγέλλει ο Λόκι είναι από την ταινία The 13th Warrior.

Τα νέα είχαν φτάσει στο Άσγκαρντ πολύ αργά. Ο δαίμονας Σάρτουρ είχε ξεσηκώσει τους Βάνιρ εναντίον των Έσιρ και τους είχε οδηγήσει έξω από το βασίλειο τους. Όλοι ήταν ανάστατοι και πανικοβλημένοι. Ο Λόκι είδε από το μπαλκόνι του δωματίου του τον πατέρα του να διατάζει τους στρατιώτες να πολεμήσουν με θάρρος για την πατρίδα τους. Στη συνέχεια εκείνοι υποκλίθηκαν και πήγαν να ετοιμαστούν.

Ο Λόκι ξεροκατάπιε κι έτρεξε στο δωμάτιο του Θορ. Ήξερε ότι από μέρες ο αδελφός του ήταν άρρωστος κι έτρεμε γιατί γνώριζε καλά το πόσο ξεροκέφαλος ήταν. Γνώριζε ότι ο Θορ θα επέμενε να πάει στην μάχη. Μπήκε μέσα στο δωμάτιό του χωρίς να χτυπήσει την πόρτα και τον βρήκε όρθιο να προσπαθεί να φορέσει την πανοπλία του.

«Δεν μπορείς ούτε να σταθείς όρθιος!» του είπε κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι του.

«Παράτα με, αδελφέ!» του αντιγύρισε εκείνος. «Πρέπει να πάω στην μάχη!»

«Αν πας εκεί, δεν θα ξαναγυρίσεις ζωντανός!»

«Με χρειάζονται, Λόκι!» επέμεινε ο Θορ κι άρχισε να βήχει άθελά του.

Ο Λόκι τον πλησίασε.

«Ποιός θα τους οδηγήσει στην μάχη; Ποιός θα τους εμψυχώσει;» συνέχισε ο αδελφός του.

«Έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου!» του είπε ειρωνικά.

«Σε αυτό μοιάζουμε!» γέλασε ο Θορ και του έκλεισε πονηρά το μάτι πριν αρχίσει να ξαναβήχει.

Ο Λόκι κούνησε τα χέρια του κι εμφάνισε ένα ποτήρι με νερό. Ο Θορ άπλωσε το χέρι του και το ήπιε με απληστία. Ο Λόκι τον έπιασε από τους ώμους.

«Ξάπλωσε!» τον διέταξε.

«Σου είπα ότι θα πάω! Δεν μπορείς να με σταματήσεις!»

Ο Λόκι χαμογέλασε αυτάρεσκα.

«Μπορώ!» είπε με σιγουριά στην φωνή του κι ο Θορ γύρισε και τον κοίταξε έντρομος.

«Τι έβαλες μέσα στο νερό;» τον ρώτησε.

«Ησύχασε, Θορ. Ένα απλό υπνωτικό ήταν! Ξάπλωσε πριν σωριαστείς κάτω!» είπε ο Λόκι κι ο Θορ πρόλαβε να του ρίξει μια γροθιά στο μάγουλο με όση δύναμη του είχε απομείνει και κατέρρευσε αναίσθητος στα χέρια του αδελφού του που μόλις πρόλαβε να τον κρατήσει. Έπειτα ο Λόκι τον σήκωσε και τον ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Χαμογέλασε ευχαριστημένα επειδή είχε πετύχει το σχέδιό του κι ύστερα κουνώντας τα χέρια του πήρε την μορφή του αδελφού του. Μετά φόρεσε την πανοπλία του Θορ και τώρα το μόνο που έμενε ήταν να σηκώσει το μίολνιρ.

Ο Λόκι πλησίασε το σφυρί. Έκλεισε τα μάτια του κι άρχισε να ψιθυρίζει:

«Ας σταθώ άξιος για την πατρίδα μου και για το καλό του αδελφού μου!»

Μετά άνοιξε τα μάτια του και με αποφασιστικότητα άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το μίολνιρ. Δοκίμασε να το σηκώσει μα αποδείχτηκε μάταιο. Ξαναδοκίμασε αλλά δεν έγινε τίποτα. Και τότε θύμωσε με τον εαυτό του.

«Δεν είμαι άξιος!» φώναξε γεμάτος οργή.

Πλησίασε τον Θορ που κοιμόταν γαλήνια στο κρεβάτι κι ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλό του.

«Δεν θα γίνω ποτέ σαν εσένα!» του είπε ψιθυριστά.

Ύστερα κοίταξε πάλι το σφυρί και θυμήθηκε τα λόγια που τους είχε πει κάποτε ο πατέρας τους. «Όποιος είναι άξιος να σηκώσει το μίολνιρ, θα έχει απεριόριστη δύναμη». Δοκίμασε μια τελευταία φορά και τότε μόνο μπόρεσε να το σηκώσει. Το κράτησε στο χέρι του κι ένιωσε μεγάλη χαρά να γεννιέται μέσα στην ψυχή του.

«Είμαι άξιος!» σκέφτηκε και πλησίασε τον Θορ που εξακολουθούσε να κοιμάται και του φίλησε το μέτωπο του που έκαιγε από τον πυρετό.

«Θα σε κάνω περήφανο, μεγάλε αδελφέ!» του υποσχέθηκε και έπειτα έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο.

«Θορ!» του φώναξε ο Φάντραλ πλησιάζοντάς τον την ώρα που φορούσε την ασημένια περικεφαλαία του αδελφού του με τα φτερά. «Οι στρατιώτες σε χρειάζονται, έλα γρήγορα!»

«Έρχομαι!» είπε αποφασιστικά ο Λόκι και τον ακολούθησε έξω από το παλάτι. Εκεί βρήκαν την Σιφ, τον Χόγκουν και τον Βόλσταγκ να τους περιμένουν.

«Θα έρθεις τελικά; Νόμιζα πως ήσουν άρρωστος», τον ρώτησε ανήσυχη η Σιφ.

«Δε θα σας απογοήτευα για ένα απλό κρύωμα!» είπε ο Λόκι μιμούμενος την φωνή του αδελφού του. Οι τρείς πολεμιστές του χαμογέλασαν ενθαρρυντικά κι ο Λόκι στάθηκε σε μια εξέδρα μπροστά στους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί έτοιμοι για την μάχη κι αμέσως όλοι έκαναν ησυχία.

«Γιοι του Άσγκαρντ, αδέλφια μου», τους απεύθυνε τον λόγο. «Βλέπω στα μάτια σας τον ίδιο φόβο που θα κάνει και την δική μου καρδιά να τρομάξει. Μπορεί να έρθει μια μέρα που να λιποψυχήσουμε, που θα ξεχάσουμε τους φίλους μας και θα σπάσουμε όλους τους δεσμούς της φιλίας, αλλά δεν είναι αυτή η μέρα. Αυτή την μέρα θα πολεμήσουμε μέχρι και την τελευταία Ασγκαρντιανή ανάσα για αυτούς που αγαπάμε και για την πατρίδα μας. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν!» φώναξε δυνατά κι αμέσως όλοι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν παίρνοντας κουράγιο.

«Μπράβο, φίλε!» του ψιθύρισε στο αυτί ο Χόγκουν. «Μίλησες τόσο όμορφα που σχεδόν θα ορκιζόμουν ότι άκουγα τον Λόκι». Εκείνος στο άκουσμα της τελευταίας φράσης δεν είπε τίποτα, μόνο χτύπησε τους τρεις πολεμιστές στους ώμους κι έπειτα ανέβηκε στο άλογο του Θορ και ξεκίνησαν για την μάχη.

Έξω από τις πύλες του παλατιού ήταν συγκεντρωμένοι οι Βάνιρ. Ο Λόκι σήκωσε το μίολνιρ και χτύπησε με τους κεραυνούς την πρώτη σειρά των αντιπάλων. Στη συνέχεια ξέσπασε χάος. Όλοι οι στρατιώτες και από τις δυο μεριές άρχισαν να πολεμούν με τα όπλα τους. Ο Λόκι έτρεχε μπροστά κι έριχνε κάτω τον ένα μετά τον άλλο από τους Βάνιρ. Όμως δεν τους σκότωνε, αλλά τους τραυμάτιζε έτσι που να μην στέκονται εμπόδιο στον δρόμο του.

Κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά του ένα νεαρό αγόρι. Ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών αν υπολόγιζε κανείς την ηλικία του με τα μέτρα των Μιντγκαρντιανών. Ο Λόκι σήκωσε το σφυρί και τον χτύπησε στο χέρι. Το αγόρι τραυματίστηκε κι έπεσε στο έδαφος ανήμπορο.

«Σε παρακαλώ, χάρισέ μου την ζωή!» τον ικέτεψε.

Ο Λόκι τον λυπήθηκε.

«Φύγε. Γύρνα στο σπίτι σου, στη μητέρα σου που σε περιμένει και ξέχνα τον πόλεμο», τον συμβούλεψε.

«Σε ευχαριστώ, άρχοντά μου! Ποιο είναι το όνομά σου;»

Ο Λόκι δίστασε για μια στιγμή, μα σκέφτηκε πως δεν πείραζε να πει το κανονικό του όνομα.

«Λόκι Όντινσον», του απάντησε μ' ένα αινιγματικό χαμόγελο και συνέχισε να πολεμάει.

Η μάχη έμοιαζε ατελείωτη, αλλά οι Ασγκαρντιανοί κόντευαν να νικήσουν τους Βάνιρ όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ο Λόκι όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του, έστρεψε το βλέμμα του κι αντίκρισε τον Σάρτουρ. Αυτόν έπρεπε να σκοτώσει για να τελειώσει νικηφόρα η μάχη.

Ο Λόκι αισθάνθηκε φόβο να γεννιέται μέσα του καθώς ο Σάρτουρ άρχισε να πλησιάζει τον λαό του και να ξερνάει φωτιά μέσα από το τεράστιο στόμα του. Δεν έπρεπε να λιποψυχήσει τώρα. Ήταν η στιγμή του να φανεί γενναίος σαν τον Θορ. Να είναι ο πρώτος στη μάχη! Έτσι οδήγησε μια αστραπή και χτύπησε τον Σάρτουρ στο κεφάλι. Ο δαίμονας της φωτιάς εξαγριώθηκε και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Λόκι ένιωσε ένα κόμπο στον λαιμό του. Έσφιξε τα χείλη του και συνέχισε να τον χτυπάει με κεραυνούς. Ο Σάρτουρ τον πλησίασε και η μάχη αναμεταξύ τους συνεχίστηκε για πολλή ώρα.

Κάποια στιγμή ενώ ο Λόκι νόμιζε ότι κόντευε να κερδίσει, ο Σάρτουρ μεταμόρφωσε τα δάχτυλά του σε φίδια. Τα σιχαμερά ερπετά πλησίασαν τον Λόκι και τον περικύκλωσαν. Εκείνος εξουδετέρωσε δύο-τρία με τους κεραυνούς του, αλλά δεν πρόλαβε παρόλο που έκανε συνεχώς ελιγμούς να αποφύγει ένα δάγκωμα στο δεξί του χέρι. Ο Σάρτουρ γέλασε ευχαριστημένος καθώς ο Λόκι έπεσε στο έδαφος. Το δηλητήριο του φιδιού είχε αρχίσει να κυλάει μέσα του και τον έκανε αδύναμο. Τα μάτια του θόλωσαν και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα.

Την ώρα που ο αντίπαλός του ετοιμάστηκε να του δώσει το τελευταίο χτύπημα, η δέσποινα Σιφ μπήκε μπροστά του με το σπαθί της κι έκοψε ένα-ένα τα κεφάλια των φιδιών. Ο Σάρτουρ ούρλιαξε πληγωμένα καθώς τα χέρια του είχαν γίνει κομμάτια και στη συνέχεια άρχισε να εκπνέει φωτιά από την οποία η Σιφ κατάφερε να σωθεί με τη βοήθεια του Βόλσταγκ και του Φάντραλ. Τελικά ο Σάρτουρ υποχώρησε επειδή φοβήθηκε ότι αν έμενε κι άλλο εκεί θα έχανε και την ζωή του.

Οι τρεις πολεμιστές και η Σιφ έτρεξαν δίπλα στον Λόκι.

«Είσαι καλά, Θορ;» τον ρώτησε η γενναία δέσποινα.

Ο Λόκι ανέπνεε με δυσκολία και η μαγεία του άρχισε να τον προδίδει. Χωρίς να το θέλει πήρε ξανά την κανονική του μορφή.

«Λόκι!» αναφώνησαν έκπληκτοι όλοι.

«Τρέχω να φωνάξω τον Θορ!» είπε η Σιφ και οι τρεις πολεμιστές έμειναν άναυδοι να τον κοιτάζουν.

VVV

Εντωμεταξύ στο παλάτι ο Θορ είχε ξυπνήσει και μόλις συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί σηκώθηκε πανικόβλητος από το κρεβάτι του, ντύθηκε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιό του, ξεχνώντας την αδυναμία που ένιωθε λόγω της αρρώστιας του. Στο διάδρομο κόντεψε να πέσει επάνω στην Σιφ.

«Θορ!»

«Πού είναι ο Λόκι;» την ρώτησε ανήσυχος.

«Ήταν μαζί μας στη μάχη».

«Το ξέρω. Είναι καλά;»

«Όχι».

«Σιφ, πήγαινέ με γρήγορα κοντά του!»

Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και τον οδήγησε μέσα στο ταραγμένο πεδίο της μάχης στο σημείο που βρισκόταν οι φίλοι του κι εκείνος.

«Λόκι;» αναφώνησε ο Θορ και γονάτισε πλάι στον αδελφό του.

«Θορ, συγγνώμη», ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή.

Εκείνος πήρε το πρόσωπό του μέσα στα δυο του χέρια.

«Θα σε πάμε στην Έιρ. Θα σε κάνει καλά σε λίγο», προσπάθησε να τον καθησυχάσει, όμως ο Λόκι έγνεψε αρνητικά.

«Είναι πολύ αργά για μένα πια. Έπαιξα κι έχασα. Το δηλητήριο του Σάρτουρ είναι μαγικό και δεν υπάρχει θεραπεία».

«Γιατί το έκανες; Γιατί;»

Ο Λόκι τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του.

«Ήθελα να σε βοηθήσω. Προσπάθησα να γίνω σαν κι εσένα. Να είμαι πρώτος στη μάχη. Δεν τα κατάφερα τελικά. Δεν ήμουν άξιος. Σε απογοήτευσα. Συγγνώμη».

«Όχι, Λόκι. Εγώ σε απογοήτευσα! Εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις».

Εκείνη την στιγμή ακούστηκαν οι Ασγκαρντιανές σάλπιγγες θριάμβου.

«Η μάχη τελείωσε. Οι Βάνιρ τράπηκαν σε φυγή!» άκουσαν έναν πολεμιστή να φωνάζει χαρούμενα από δίπλα τους.

Ο Λόκι χαμογέλασε με πικρία κι έσφιξε το χέρι του αδελφού του.

«Απόψε θα έχετε μεγάλη γιορτή στο παλάτι. Μην πιείς πολύ, αδελφέ, γιατί δεν θα είμαι εκεί την άλλη μέρα να σου φτιάξω το φίλτρο για τον πονοκέφαλο».

«Λόκι!» κατάφερε να προφέρει με δυσκολία ο Θορ και τον αγκάλιασε καθώς δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό του. Ο Λόκι άπλωσε το τρεμάμενο χέρι του και σκούπισε το μάγουλο του Θορ.

«Μην κλαίς, αδελφέ», του είπε. «Εσύ ήσουν πάντα ο πιο δυνατός».

«Όχι δεν ήμουν, Λόκι. Εσύ ήσουν! Ήσουν ο πρώτος στη μάχη, μην το ξεχνάς αυτό!»

Και τότε ο Λόκι χαμογέλασε και γαλήνη απλώθηκε σε όλα του τα χαρακτηριστικά καθώς άρχισε να ψιθυρίζει:

«Να εκεί βλέπω τον πατέρα μου,

να εκεί βλέπω την μητέρα μου και τις αδελφές και τους αδελφούς μου

και να εκεί βλέπω τους ανθρώπους μου πίσω στην αρχή

και να με καλούν, με παροτρύνουν να πάρω την θέση μου ανάμεσά τους

στις αίθουσες της Βαλχάλλα όπου οι γενναίοι θα ζουν για πάντα…»

Ο Θορ κοίταξε τον Λόκι που του χαμογέλασε μια τελευταία φορά. Ύστερα το βλέμμα του έγινε μακρινό και η ανάσα του δεν ακουγόταν πια. Το στήθος του έμεινε ακίνητο και το χέρι του που έσφιγγε αυτό του Θορ, χαλάρωσε. Ο Θορ έσκυψε και φίλησε το μέτωπο του μικρού του αδελφού.

«Δεν θα θρηνήσουμε, αλλά θα χαρούμε μ' εκείνους που πέθαναν μ' ένδοξο θάνατο», μουρμούρισε κι έκλεισε απαλά τα μάτια του Λόκι. Έπειτα τον έσφιξε δυνατά πάνω στην αγκαλιά του κι ένα ουρλιαχτό που έσκισε την καρδιά όσων το άκουσαν, βγήκε από τα χείλη του.

Ο Λόκι είχε πεθάνει πρώτος στη μάχη κι εκείνη την στιγμή το πνεύμα του διέσχιζε τις αίθουσες της Βαλχάλλα.

ΤΕΛΟΣ

26/04/18