Μια άλλη ζωή

Μεσαίωνας Αγγλία

Περπατούσα αθόρυβα ανάμεσα στα στην πυκνή βλάστηση βλέποντας τον ήλιο να ξεπροβάλλει αργά στον σκοτεινό ουρανό και να χρωματίζει ζωηρά το τοπίο.

Το δροσερό αεράκι που φυσούσε έπαιζε με τα μαλλιά μου και κουνούσε ελαφρά τα φύλλα των δέντρων. Η ανατολή, το ξημέρωμα άλλης μιας μέρας.

Οι σταγόνες από την χθεσινή βροχή έπεφταν αργά από τα καταπράσινα φυλλώματα των δέντρων ποτίζοντας το έδαφος. Άρχισα να ψάχνω για αυτό που είχα έρθει αρχικά να βρω. Τα βότανα και οι ρίζες που μου είχε ζητήσει η Μπόνι να φέρω δεν ήταν εύκολο να βρεθούν αλλά το δάσος ποτέ δεν με είχε απογοητεύσει ως τώρα.

Έκοψα τα φυτά και έφυγα βιαστικά, τίποτα καλό δεν θα συνέβαινε αν κάποιος με έβρισκε εκεί τέτοια ώρα, έπρεπε να κρατήσουμε τις υποψίες μακριά.

Ξαφνικά μετά από αρκετή ώρα είδα κάτι παράξενο στην άκρη του μονοπατιού.

Μου φάνηκε ότι για ελάχιστα δευτερόλεπτα είδα κάποιον λουσμένο στο φώς, κάποιον που έμοιαζε με άγγελο αλλά την επόμενη στιγμή που ξανακοίταξα δεν υπήρχε τίποτα εκεί.

Όταν έφτασα στο μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης ο ήλιος ήδη βρισκόταν ψηλά στον ουρανό.

Κρακ ακούστηκε ο ήχος από κάτι που έσπαγε, έκλεισα την πόρτα και γύρισα να κοιτάξω. Η Κάρολαιν στεκόταν κατσουφιασμένη μπροστά από ένα σπασμένο βάζο με λουλούδια που τώρα ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα και επέπλεαν σε μια λιμνούλα νερού.

-Σου έχω πεί 100 φορές ότι το ξόρκι της ανύψωσης δεν είναι παιχνίδι! Πρέπει να έχεις φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο για να πετύχει! Είπε κοιτάζοντας την αυστηρά η Μπόνι που στεκόταν εκείνη την στιγμή πάνω από ένα χοντρό σκονισμένο βιβλίο με ξόρκια.

-Συγγνώμη… ψέλλισε εκείνη και άρχισε βαριεστημένα να μαζεύει τα γυαλιά και τα λουλούδια από το πάτωμα.

Πήρα ένα πανί και πήγα να την βοηθήσω.

Εκείνη την στιγμή η Κάρολαιν αφού έριξε μια βιαστική ματιά στην Μπόνι που ήταν ακόμη απορροφημένη από το βιβλίο μου ψιθύρισε με μάτια που έλαμπαν

-Έχω προσκλήσεις για τον χορό των Κάλεν!

Σταμάτησα να σκουπίζω το νερό από το πάτωμα και την κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.

Οι Κάλεν. Πάντα ήθελα να μάθω για αυτούς. Ήταν η πλουσιότερη οικογένεια στην πόλη, είχαν έρθει από την Ιταλία πριν από έναν σχεδόν χρόνο και εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ. Είχαν πλουτίσει από το εμπόριο από ότι είχαμε ακούσει πράγμα συνηθισμένο για την εποχή. Από εκεί και πέρα κανείς δεν ήξερε περισσότερα, ήταν απλά μια από τις καλύτερες οικογένειες της περιοχής και έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού όλων. Είχα ακούσει πολλές φορές για τον χορό μεταμφιεσμένων που θα έδιναν την επόμενη μέρα, ήταν το κοσμικό γεγονός των ημερών, όλοι τριγύρω δεν μιλούσαν για τίποτε άλλο εκτός από αυτό.

-Που βρήκες τις προσκλήσεις; Της ψιθύρισα έκπληκτη ρίχνοντας πάντα κλεφτές ματιές στην Μπόνι, αν το μάθαινε η Κάρολαιν την είχε πολύ άσχημα, δεν ενέκρινε καμία επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, για την δική μας προπαντός ασφάλεια αλλά και για την δική τους.

-Τι σε νοιάζει; Θα πάμε ή όχι;

Η λογική μου μου φώναζε να αρνηθώ κάτι που σίγουρα θα μας έβαζε σε μπελάδες αλλά η περιέργεια μου ήταν πιο δυνατή, άλλωστε μια ματιά θα ρίχναμε και θα φεύγαμε…

-Εντάξει, είπα, ας πάμε αλλά μόνο για λίγο.

Η Κάρολαιν μου χαμογέλασε πονηρά και συνέχισε να μαζεύει τα γυαλιά από το πάτωμα.

Αρκετή ώρα αργότερα καθόμουνα μπροστά στην μικρή ξύλινη τουαλέτα, χτένιζα με αργές κινήσεις τα μαλλιά μου και κοιτούσα έξω από το παράθυρο τα αστέρια που φώτιζαν τον νυχτερινό ουρανό.

Κι όμως ήξερα ότι ήταν εκεί….

Πάντα το ήξερα…..

-Κάποια θα πάει στον χορό! είπε ανέμελα, στον τόνο της φωνής του μπορούσα να διακρίνω το γνωστό ειρωνικό γελάκι, μου είχε γίνει πλέον οικείο με τα χρόνια.

Γύρισα να τον κοιτάξω. Καθόταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι μου λες και ήταν δικό του και είχε πάρει στα χέρια του το αρκουδάκι μου.

Ντυμένος στα μαύρα όπως πάντα με το γνωστό ειρωνικό και παιχνιδιάρικο ύφος καθόταν με παρατηρούσε, τα γαλανά του μάτια ήταν συνεχώς καρφωμένα πάνω μου, κάτι που πάντα με τρόμαζε αλλά που ποτέ δεν το παραδεχόμουν.

-Τι θέλεις Ντέιμον; του πέταξα βαριεστημένα.

Πρέπει να ήμουν η μοναδική μάγισσα που είχα την ατυχία να στοιχειώνομαι από έναν βρικόλακα.

Ένα ηλίθιο ξόρκι που πήγε στραβά και από τότε είχαμε κολλήσει ο ένας με τον άλλον.

Μέρα παρά μέρα ερχόταν και έφευγε και έκανε ότι ήταν δυνατόν για να μου σπάει τελείως τα νεύρα. Ήξερα ότι σαν άνθρωπος δεν ήταν έτσι, ο πόνος τον είχε αλλάξει, μου είχε πει την ιστορία του με την Κάθριν και είχα προσπαθήσει να τον παρηγορήσω, αλλά πάντα θύμωνε τρελά και έλεγε ότι δεν χρειαζόταν την βοήθεια και ιδιαίτερα την λύπηση κανενός.

Παρόλο τον χρόνο που είχαμε περάσει μαζί η παρουσία του ήταν ένα μυστήριο για μένα. Καταρχήν δεν ήξερα από πια εποχή είχε έρθει ή σε πια εποχή έζησε, πως σκοτώθηκε σαν βρικόλακας αν πέθανε ποτέ και στην ουσία δεν ήξερα καν τι είναι.

Δεν ήταν φάντασμα, αυτό ήταν αδύνατον, οι βρικόλακες δεν επιβιώνουν στην μετά θάνατον ζωή, αλλά ούτε και κάτι ζωντανό και χειροπιαστό, αφού μπορούσα να τον βλέπω μόνο εγώ. Πνεύμα ίσως ήταν η πιο αποδεχτά λογική εξήγηση.

Μόνο μια λέξη μου είχε πεί όταν τον είχα ρωτήσει, φόβος…..

Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε αλλά είχα διακρίνει την απειλή στα μάτια του.

-Θα πάς στο πάρτι των Κάλεν; ξαναρώτησε βασανίζοντας το αρκουδάκι μου.

-Ναι έτσι φαίνεται… απάντησα αφηρημένα.

-Τέλεια! Καλή διασκέδαση! είπε χαμογελώντας πονηρά και εξαφανίστηκε.

Ο χορός άρχισε στις 12 ακριβώς τα μεσάνυχτα της επόμενης μέρας και ήταν πραγματικά μεγαλοπρεπής.

Παντού υπήρχαν κορδέλες, τριαντάφυλλα, πολύχρωμα υφάσματα που κρέμονταν σαν παραπετάσματα, πολύχρωμες βενετσιάνικες μάσκες ενώ ο χώρος φωτιζόταν από εκατοντάδες κεριά.

Η Κάρολαιν είχε φύγει εδώ και ώρα από το πλευρό παρασυρόμενη από την επιβλητική ατμόσφαιρα, παρόλο που προσπάθησα να την συγκρατήσω δεν μπόρεσα και τώρα βρισκόμουν μόνη ανάμεσα στο πλήθος.

Περπατώντας μηχανικά πλησίασα μια ξύλινη σκαλιστή τουαλέτα που είχε έναν μεγάλο χρυσό καθρέπτη με αγγέλους και βρισκόταν σε μια ήσυχη ξεχασμένη γωνία του δωματίου.

Πλησιάζοντας παρατήρησα καλύτερα τον εαυτό μου.

Το μακρύ βαθύ κόκκινο φόρεμα, την χρυσή μάσκα, τίποτα δεν έμοιαζε να ανήκει σε μένα.

Το μοναδικό οικείο γνώρισμα ήταν δύο σοκολατί μάτια που με κοιτούσαν μέσα από τον καθρέπτη.

Έπρεπε να το παραδεχτώ, η Κάρολαιν είχε κάνει πολύ καλή δουλεία με την μεταμφίεση μας αλλά η αίσθηση που μου δημιουργούσε δεν μου άρεσε, δεν ένιωθα εγώ.

Η ανάσα μου κόπηκε όταν ξαφνικά είδα δύο χρυσαφιά μάτια να με παρατηρούν μέσα από τον καθρέπτη.

Ο νεαρός άνδρας είχε χάλκινα μαλλιά και φορούσε μαύρη μάσκα και επίσημο ένδυμα.

-Χορεύεται δεσποινίς; Με ρώτησε ψιθυριστά και η φωνή του έμοιαζε με χάδι.

Έμεινα να κοιτάω το είδωλο του στον καθρέπτη μαγεμένη, ήταν τόσο όμορφος που έμοιαζε με άγγελο.

Μου πήρε λίγα λεπτά να συνέλθω.

-Καλύτερα όχι... ψέλλισα αδύναμα και κοίταξα αλλού.

-Γιατί; επέμεινε εκείνος.

-Απλά είμαι φριχτή στο όλο θέμα χορός. είπα ντροπιασμένα και ένιωσα να κοκκινίζω ελαφρά.

-Χμμ σε αυτή την περίπτωση θα πρότεινα μια βόλτα στον κήπο.

Γύρισα να τον κοιτάξω για πρώτη φορά κατά πρόσωπο και αμέσως τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.

Είχα την πρόθεση να αρνηθώ τον περίπατο αλλά εκείνη την στιγμή μόλις που μπορούσα να ανασάνω καθώς το έντονο βλέμμα του με διαπερνούσε ολόκληρη.

Ένευσα μια φορά και βγήκαμε στον φεγγαρόλουστο κήπο.

-Το όνομα μου είναι Έντουαρντ Κάλεν. είπε βγάζοντας την μάσκα του ένω με το άλλο χέρι ανακάτευε τα μαλλιά του.

Με έκπληξη διαπίστωσα ότι ήταν ακόμα πιο όμορφος από ότι πίστευα.

Εκείνος κατάλαβε την αμηχανία που ένιωθα και γέλασε μαλακά.

-Μπορώ; ρώτησε πλησιάζοντας το χέρι του στην μάσκα που φορούσα.

Δεν ένιωσα πανικό, δεν ένιωσα φόβο όπως κανονικά θα έπρεπε, μόνο ανυπομονησία.

-Ναι, ψέλλισα αδύναμα.

Μου τράβηξε απαλά την μάσκα και ύστερα το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου.

-Εσείς είστε; ρώτησε χαμογελώντας πλατιά.

Ήταν απίστευτο αλλά όταν χαμογελούσε γινόταν ακόμα πιο όμορφος.

-Μπέλλα Σουάν, συστήθηκα δειλά ενώ προσπαθούσα να πάρω ανάσα.

Ήταν παράξενο αλλά κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα ζεστά χρυσαφί του μάτια ένιωθα ότι τον ήξερα…

Και όχι μόνο αυτό…

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι σκεφτόμουν τον εαυτό μου στην αγκαλιά του, ήθελα τα χάδια του, τα φιλιά του, ήθελα εκείνον….

Η ανάσα μου άρχισε να γίνεται πιο γρήγορη και η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα σπάσει.

Δεν ήξερα πως αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν σίγουρη….

Σε κάποια άλλη ζωή τον αγαπούσα….

Έψαξα στα μάτια του και με μεγάλη έκπληξη είδα τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια έντονα συναισθήματα…

Ήξερε ότι ήμουν μάγισσα και ήξερα ότι ήταν βρικόλακας, κι όμως δεν μας ένοιαζε τίποτα…

Όταν με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε ένιωθα λες και περιμέναμε για αυτό το φιλί αιώνια….

Αρκετή ώρα αργότερα την ίδια νύχτα πεταγόμουν τρομαγμένη από τον ύπνο.

Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν δύο μαύρα σαν την νύχτα μάτια να με κοιτάζουν μέσα στο σκοτάδι.

-Τι έγινε; τον ρώτησα έχοντας ένα πολύ άσχημο προαίσθημα.

Ο Ντέιμον μου χαμογέλασε μακάβρια ρίχνοντας μια ματιά έξω από το παράθυρο.

-Δεν τα έμαθες γλυκιά μου Μπέλλα; Έπιασαν τον καλό σου, έμαθαν τι είναι….

-Όχι…. είπα με σπασμένη φωνή και βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο.

Από την καρδιά του δάσους δυνατές φωνές ακούγονταν και μικρές φωτιές από πυρσούς διακρίνονταν ανάμεσα από τα φυλλώματα. Δεν ήταν δύσκολο να εντοπίσω το σημείο, το θέμα ήταν που θα μπορούσα να αποτρέψω αυτό που ετοιμάζονταν να κάνουν. Τους είδα μέσα από το σκοτάδι, μια αρκετά μεγάλη ομάδα ανθρώπων, έναν θυμωμένο όχλο, είδα και εκείνον στην μέση μιας πυράς με τις φλόγες να τον περικυκλώνουν. Με έκπληξη είδα ότι δεν πάλευε για να σωθεί, δεν έκανε απολύτως τίποτα, ένα μείγμα πόνου και παραίτησης υπήρχε στο πρόσωπο του.

Μέσα στον πανικό και την απελπισία μου σκέφτηκα το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να κάνω, το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να με σκοτώσει….

Πίεσα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί και άρχισα να ψιθυρίζω το ξόρκι της ελπίζοντας όσο τίποτα να πετύχει.

Και πέτυχε. Δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόμουν μέσα στην φωτιά μαζί του.

Είχα πάρει την απόφαση μου από την πρώτη στιγμή ή κατάφερνα να τον σώσω ή θα πεθαίναμε μαζί…

Αγνοώντας την έκπληκτη αντίδραση του όταν με είδε μέσα στις φλόγες κοντά του, τον αγκάλιασα σφιχτά και άρχισα πάλι να ψιθυρίζω το ξόρκι.

Καθώς τα δευτερόλεπτα κυλούσαν και ένιωθα την φωτιά να πλησιάζει το δέρμα μου διαπίστωσα με τρόμο και απελπισία ότι το ξόρκι για κάποιο παράξενο λόγο δεν πετύχαινε.

Άρχισα να προσπαθώ πιο σκληρά, ο Έντουαρντ με κρατούσε αγκαλιά και φιλούσε τα μαλλιά μου ενώ εγώ επαναλάμβανα συνεχώς τα λόγια με τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπο μου.

Και τότε το κατάλαβα, ήμασταν καταδικασμένοι να καούμε ζωντανοί…

Την ώρα που η φωτιά έκαιγε το δέρμα μου και ούρλιαζα από τον πόνο είδα μέσα στο πλήθος ένα πολύ γνώριμο πρόσωπο…

Ο Ντέιμον με κοιτούσε και χαμογελούσε, ενώ η φωνή του , ένας μόνο απαλός ψίθυρος κατέκλυσε το μυαλό μου.

-Θυμάσαι ποιο ήταν το ξόρκι που απέτυχε και κολλήσαμε παρεούλα γλυκιά μου Μπέλλα; Ήθελες να ζωντανέψεις τον χειρότερο εφιάλτη σου….

-ΟΧΙ! ούρλιαξα από τον τρελή από τον πόνο ενώ ο θάνατος ερχόταν να μας συναντήσει.

Φόρκς Σήμερα

Την επόμενη στιγμή ξύπνησα φωνάζοντας στο κρεβάτι μου στην αγκαλιά του Έντουαρντ.

Ανασηκώθηκα και έριξα μια ματιά τριγύρω.

Όλα ήταν όπως πρίν.

Το μικρό μου δωμάτιο στο σπίτι του Τσάρλι φαινόταν το ίδιο βαρετό όπως συνήθως, ο καιρός ήταν η ίδια μουντή συννεφιά που χαρακτήριζε εδώ και αιώνες το Φόρκς ενώ δίπλα μου ήταν ξαπλωμένος ένας ξαφνιασμένος Έντουαρντ που με κοιτούσε ανησυχητικά.

-Αγάπη μου, τι έγινε; Είσαι καλά; με ρώτησε σφίγγοντας με στην αγκαλιά του προστατευτικά.

-Ναι.. νομίζω δηλαδή… απλά είδα εφιάλτη, αυτό είναι όλο…

-Χμμ λογικό μου φαίνεται, η Άλις σε έχει τρελάνει με τις ιδέες της περι διακόσμησης για το σημερινό πάρτι που θα κάνει για το Halloween. είπε γλυκά εκείνος χαμογελώντας.

-Α σήμερα είναι; Το είχα ξεχάσει τελείως… μουρμούρησα έκπληκτη και εκέινος μου χαμογέλασε γλυκά κλείνοντας με στην αγκαλιά του.

Ενώ προσπαθούσα να πιέσω τον εαυτό μου να ηρεμήσει το μάτι μου πήρε φευγαλέα μια σκιά έξω από το παράθυρο.

Ο Ντέιμον μου χαμογελούσε πλατιά, μπορούσα να ακούσω την φωνή του στο μυαλό μου, ένας αχνός ψίθυρος…..

-Αυτή είναι μόνο η αρχή….

Mrs Alice