Όλοι οι αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες ανήκουν στη Στέφανι Μέγιερ. Στο παρόν λαμβάνει χώρα νομή χωρίς κανένα σκοπό ωφελείας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΤΗΘΟΥΣ
Είχε έρθει επιτέλους το καλοκαίρι. Όλα γύρω ήταν πράσινα, οι βροχές είχαν σχεδόν σταματήσει και ο ήλιος έβγαινε συχνότερα. Όπως σήμερα. Η Ρενέσμε Κάλεν με τεντωμένο το χέρι της έξω από το ανοιχτό παράθυρο απολάμβανε τις χρυσές αχτίδες να αντανακλούν ανεπαίσθητα στο δέρμα της. Η θεία Άλις είχε πέσει ακόμα μία φορά μέσα. Ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό και μόνο ο απαραίτητος άνεμος που έκανε τα μαλλιά της να παιχνιδίζουν ελεύθερα γύρω της. Ο ιδανικός καιρός για σέρφινγκ.
Έγειρε το κεφάλι της στο κάθισμα, έκλεισε τα μάτια της και άφησε τη ζεστασιά από τα ακροδάχτυλα της να ταξιδέψει σε όλο το κορμί της. Κρατώντας τα ακόμα κλειστά, έφερε το αριστερό της χέρι πάνω στην επιφάνεια του τιμονιού ψαχουλεύοντας και βρίσκοντας την οικεία επιδερμίδα.
«Είσαι πιο ζεστός από τον ήλιο», του είπε ανοίγοντας ξανά τα μάτια της και στρέφοντας το πρόσωπο της σε εκείνον.
Ο Τζέικομπ Μπλακ χαμογέλασε και η Ρενέσμε ένιωσε να φωτίζεται όλο το αυτοκίνητο.
«Ο προσωπικός μου ήλιος», σκέφτηκε.
Στα επτά χρόνια της ζωής της τα ιδιαίτερα ταλέντα της είχαν εξελιχθεί πολύ. Πλέον μπορούσε να ελέγξει απόλυτα τις σκέψεις που μετέδιδε μέσω του αγγίσματος της, ενώ ταυτόχρονα μπορούσε, όπως η μητέρα της, να μπλοκάρει οποιαδήποτε αθέλητη επέμβαση στο μυαλό της. Η τελευταία ικανότητα της δεν ήταν και η πιο αγαπημένη του πατέρα της, αλλά ο Έντουαρντ Κάλεν είχε μάθει να ζει με αυτό.
«Ξέρεις τι λένε, Νες. Λύκος γεννιέσαι, δε γίνεσαι», της έκλεισε το μάτι. «Εξάλλου και εσύ δεν τα πας άσχημα»
Από όλα τα χαρακτηριστικά που είχε κληρονομήσει η Ρενέσμε από τη μητέρα της, η θερμοκρασία του σώματος της ήταν το αγαπημένο της. Δε ζεσταινόταν και δεν κρύωνε ποτέ σε οποιεσδήποτε συνθήκες και σε συνδυασμό με τους χτύπους της καρδιάς της, παρότι, όπως η θερμοκρασία της, ήταν λίγο πιο πάνω από το κανονικό, μπορούσε πολύ εύκολα να περάσει για φυσιολογικός άνθρωπος.
Η Ρενέσμε χαμογέλασε και πήγε να κατεβάσει το χέρι της, αλλά εκείνος το έπιασε σφιχτά και τύλιξε τα δάχτυλα του στα δικά της. Άφησε τα χέρια τους πλεγμένα πάνω στο τιμόνι και σε κάποια στιγμή που έπρεπε να αλλάξει ταχύτητα τα έφερε πάνω στο λεβιέ.
«Η μικρή Νέσι οδηγεί», της είπε γελώντας.
«Μη γελάς», ψευτοθύμωσε εκείνη. «Είχες υποσχεθεί να μου μάθεις. Και μηχανή»
«Θα σου μάθω. Αρκεί να μην πεις τίποτα στους δικούς σου, γιατί σε βλέπω να τρως λύκο στα κάρβουνα»
«Δεν πρόκειται να μου ξεφύγει λέξη», απάντησε παρατηρώντας τα χέρια τους, το μικρό δικό της μέσα στο τεράστιο δικό του, να ακουμπάνε το λεβιέ των ταχυτήτων. «Πότε;», σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπο του.
«Τι λες να ξεκινήσουμε από αύριο;», την ρώτησε κλέβοντας ματιές από το δρόμο, για να την κοιτάζει.
«Σύμφωνοι. Μηχανή ή αυτοκίνητο;»
«Ας αρχίσουμε με το αυτοκίνητο και για μηχανή βλέπουμε. Εντάξει;»
«Εντάξει, αλλά σε προειδοποιώ από τώρα πως δε θα κάνω πίσω. Θα μου μάθεις και μηχανή. Και όλα αυτά τα κόλπα που κάνετε με τον Έμπρυ και το Σεθ»
«Νομίζω δε θα τον γλιτώσουμε το λύκο στα κάρβουνα», είπε σκωπτικά εκείνος.
Η Ρενέσμε χαμογέλασε ικανοποιημένη. Ήθελε από μικρή να μάθει να κάνει όλες αυτές τις φιγούρες που έκαναν το Τρίο Στούτζες, όπως τους αποκαλούσε ο παππούς Τσάρλι, με τις μηχανές τους. Φυσικά η οικογένεια της και κυρίως ο πατέρας της το είχαν απαγορεύσει δια ροπάλου. Η Ρενέσμε καταλάβαινε το φόβο τους μέχρι κάποιο σημείο, αλλά πλέον που είχε φτάσει σχεδόν σε πλήρη ανάπτυξη και διέθετε υπεράνθρωπη δύναμη και αντοχή ήταν γελοίο να μην της επιτρέπουν να κάνει κάτι για ανύπαρκτους λόγους ασφάλειας. Ωστόσο, ο πατέρας της αρνούταν να δεχτεί πως το να οδηγήσει απλά μία μηχανή, πόσω μάλλον αν το έκανε με ταυτόχρονο κατακόρυφο πιασμένη από το τιμόνι, ήταν κάτι το ακίνδυνο.
«Μη φοβάσαι, Τζέικι. Αν σου επιτεθεί, θα σε προστατέψω», τον πείραξε εκείνη.
Ο Τζέικομπ την κοίταξε με την άκρη του ματιού του μειδιώντας. Λίγα λεπτά αργότερα σταμάτησαν μπροστά στην παραλία. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και αφού ξεφόρτωσαν τα πράγματα τους κατευθύνθηκαν πιασμένοι χέρι-χέρι προς τη θάλασσα.
«Ποιες είναι οι κοπέλες;», ρώτησε απορημένη η Ρενέσμε καθώς προχωρούσαν.
Εννοούσε τις δύο νεαρές γυναίκες που μιλούσαν με τον Έμπρυ.
«Α, ναι, ξέχασα να στο πω. Τις γνώρισε ο Έμπρυ κάπου στο Πορτ Άντζελες και τις προσκάλεσε για μπάνιο. Δε σε πειράζει, ε;»
«Όχι, κανένα πρόβλημα», απάντησε η Ρενέσμε.
Συνήθως της άρεσε πολύ να γνωρίζει καινούργιο κόσμο, γεγονός που συνέβαινε σπάνια στην καθόλα προστατευμένη ζωή της, αλλά κάτι στην παρουσία αυτών των δύο κοριτσιών την έκανε να αισθάνεται περίεργα. Ίσως έφταιγε που μύριζαν τόσο έντονα φερομόνες, όπως τα θηλυκά ελάφια την εποχή του ζευγαρώματος. Σε αντίθεση, όμως, με τα ελάφια, εκείνες δεν της φαίνονταν καθόλου δελεαστικές.
Όταν ο Έμπρυ τους αντιλήφθηκε, σήκωσε το χέρι του για χαιρετισμό και ο Τζέικομπ με τη Ρενέσμε πλησίασαν με μεγάλα βήματα στο σημείο που στεκόταν μαζί με τις δύο κοπέλες.
«Τι γίνεται, παιδιά;», ρώτησε ο Έμπρυ με το γνωστό, πιο κουλ πεθαίνεις, στυλ του. «Να σας γνωρίσω τη Σούζι και τη Λόλα. Είναι αδερφές», έκανε τις συστάσεις ο Έμπρυ.
Ο Τζέικ έγνεψε ένα αδιόρατο γεια προς πάσα κατεύθυνση. Η Ρενέσμε κάρφωσε με ανθρώπινη δύναμη τη σανίδα της στην άμμο και σήκωσε το βλέμμα της στα δύο κορίτσια. Η μία, η Σούζι, ήταν μεγαλύτερη, γύρω στα είκοσι δύο. Ήταν καστανόξανθη με γαλάζια μάτια και είχε συμπαθητική φυσιογνωμία. Η άλλη, η Λόλα, πρέπει να ήταν δεκαοκτώ. Είχε τα ίδια γαλάζια μάτια με την αδερφή της, αλλά τα δικά της μαλλιά ήταν ξανθά. Είχε πολύ έντονο στήθος και έμοιαζε να είναι πολύ περήφανη για αυτό.
«Χαίρω πολύ. Ρενέσμε»
«Ρενέσμε! Τι περίεργο όνομα», είπε η Σούζι.
«Μεγάλη ιστορία», είπε η Ρενέσμε μυστηριωδώς και με μία κίνηση έβγαλε το άσπρο φανελάκι της.
Είχε φορέσει ένα άσπρο μαγιό μπουστάκι και από κάτω μακρύ μαγιό σορτσάκι σε απαλό γαλάζιο χρώμα που της έφτανε ως το γόνατο. Παρατήρησε πως τα μαγιό της Σούζι και της Λόλα ήταν ανερυθρίαστα ανύπαρκτα, συγκρατούμενα από μηδαμινά κορδόνια. Προς στιγμήν ένιωσε τη λίμπιντο της να πιάνει ναδίρ, αλλά οι σκέψεις της διακόπηκαν βίαια, όταν ο Τζέικομπ, που στο μεταξύ είχε βγάλει και εκείνος τη μπλούζα του, την πήρε αγκαλιά κάνοντας τα πόδια της να μείνουν μετέωρα στον αέρα και τις γαλάζιες σαγονιάρες της να εκσφενδονιστούν.
«Τζέικ, άσε με κάτω», φώναξε γελώντας εκείνη δήθεν διαμαρτυρόμενη, ενώ ο Τζέικομπ έτρεχε προς τη θάλασσα.
Φτάνοντας στην ακροθαλασσιά έκανε ένα μεγάλο σάλτο και προσγειώθηκαν και οι δύο με χαχανητά και γέλια στο δροσερό νερό. Άρχισαν να καταβρέχουν ο ένας τον άλλον και να προσπαθούν να αλληλοβυθιστούν. Η Ρενέσμε ήταν τόσο απορροφημένη από το παιχνίδι τους που δεν παρατήρησε το έντονο βλέμμα της Λόλα ούτε άκουσε τα λόγια της.
«Είναι ζευγάρι;», ρώτησε τον Έμπρυ δείχνοντας τους δύο νέους που έκαναν χαμό μέσα στη θάλασσα.
Ο Έμπρυ δε χρειάστηκε να απαντήσει, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Τζέικομπ τράβηξε με δύναμη πάνω του τη Ρενέσμε κολλώντας το σώμα της στο δικό του και σκεπάζοντας τα χείλη της με ένα βαθύ φιλί. Η Λόλα έμεινε να κοιτάζει το μελαμψό θεό που πολιορκούσε με βίαιη κτητικότητα το στόμα της κοκκινομάλλας. Ήταν τόσο ζωώδης ο ερωτισμός του που ένιωσε τον κόλπο της να υγραίνεται και τις ρώγες της να σκληραίνουν.
«Πάμε και εμείς;», ρώτησε την αδερφή της και τον Έμπρυ και κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα.
Σύντομα βρέθηκαν να κολυμπούν όλοι μαζί, αλλά αυτό δεν επέφερε καμία διαφορά για τον Τζέικομπ και την κοκκινομάλλα που συνέχιζαν να ασχολούνται μόνο ο ένας με τον άλλον λες και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Ευτυχώς αυτό άλλαξε, όταν εμφανίστηκαν άλλα δύο παιδιά. Ήταν ένα αγόρι και μία κοπέλα.
«Έι», φώναξε το αγόρι και αμέσως ο Τζέικομπ και η επονομαζόμενη Ρενέσμε παράτησαν το κολύμπι και βγήκαν στη στεριά.
Αγκάλιασαν σφιχτά τα δύο παιδιά και πήγαν προς τις σανίδες τους. Η Λόλα δεν ήξερε να κάνει σέρφινγκ, γενικότερα σιχαινόταν οποιαδήποτε σωματική άσκηση, αλλά για τα ωραία μάτια του Τζέικομπ και κυρίως για τους ακόμα πιο ωραίους κοιλιακούς του, ήταν έτοιμη να αρχίσει μαθήματα τώρα. Άφησε την αδερφή της να σαλιαρίζει με τον Έμπρυ και πλησίασε τον Τζέικομπ και τους υπόλοιπους.
«Τζέικ, θα με μάθεις να κάνω σερφ», τον ρώτησε ρίχνοντας πίσω τα μαλλιά της, για να φανούν τα μεγάλα στήθη της.
Συνήθως αυτή ήταν η καταλυτική κίνηση. Κανείς δε μπορούσε να σκεφτεί λογικά μετά από αυτό. Ο Τζέικομπ ωστόσο έμεινε τελείως ανεπηρέαστος.
«Δε νομίζω πως είμαι κατάλληλος. Καλύτερα να μάθεις σε σχολή πρώτα. Μπορεί να χτυπήσεις άσχημα», της απάντησε ευγενικά, αλλά ψυχρά και χωρίς να της δώσει περαιτέρω σημασία, έπιασε τη σανίδα του από το ένα χέρι και τη Ρενέσμε από το άλλο και έτρεξε ξανά στη θάλασσα.
Δεν είχε καν το μυαλό να την συστήσει στους φίλους του.
«Γεια, είμαι η Λόλα», είπε μόνη της στο αγόρι και στο κορίτσι που ετοίμαζαν τις δικές τους σανίδες.
«Χαίρω πολύ. Είμαι ο Σεθ και αυτή είναι η Λία», είπε χαμογελώντας το αγόρι.
«Γεια», είπε κοφτά η Λία και ύστερα στράφηκε στο Σεθ. «Έλα, Σεθ, δε θέλεις να χάσεις όλα τα μεγάλα κύματα», του είπε και έτρεξε και εκείνη στη θάλασσα με το Σεθ να την ακολουθεί κατά πόδας.
Η Λόλα Μπαρνς έμεινε εμβρόντητη στην παραλία. Η απόρριψη ήταν κάτι που δεν είχε ξαναζήσει. Στο λύκειο ήταν η πιο καυτή γκόμενα. Μπορούσε να έχει όποιον ήθελε. Και αυτό την έκανε να πεισμώσει ακόμα περισσότερο με τη συμπεριφορά του Τζέικομπ και την αδιαπέραστη αδιαφορία του. Ωστόσο, δεν είχε απελπιστεί τελείως. Ήξερε ότι τίποτα δε μένει αδιαπέραστο από τον εγκέλαδο ενός πλούσιου στήθους.
Κάθισε στην πετσέτα της παρακολουθώντας τις φιγούρες που έκαναν οι σέρφερ πάνω στα κύματα. Έπρεπε να παραδεχτεί πως η κοκκινομάλλα ήταν εντυπωσιακά καλή. Ψιλόλιγνη και αθλητική έμοιαζε με μοντέλο της Quicksilver. Όμως η Λόλα δεν άφησε την αυτοπεποίθηση της να πληγεί από την εικόνα της αντιπάλου της. Φόρεσε τα μεγάλα καφέ γυαλιά της και έμεινε να απολαμβάνει τον ήλιο σκεφτόμενη τον καλύτερο τρόπο, για να κάνει την κίνηση της.
Λίγη ώρα αργότερα εμφανίστηκε η αδερφή της με τον Έμπρυ.
«Λόλα, ο Έμπρυ μας κάλεσε να μείνουμε για μπάρμπεκιου το βράδυ. Τι λες;», ρώτησε ενθουσιασμένη.
Στη Σούζι άρεσε πολύ αυτός ο σκουρόχρωμος νέος με τα μεγάλα μαύρα μάτια και το πονηρό χαμόγελο. Τον είχε γνωρίσει μόλις μία ημέρα πριν στο μαγαζί του πατέρα της. Εκείνη ήταν στο ταμείο και εκείνος ήρθε να αγοράσει μία μπαλαντέζα. Έπιασαν κουβέντα και της είπε ότι είναι Ινδιάνος Κιγιέτ και μένει στον καταυλισμό στη Λα Πους. Την προσκάλεσε να την ξεναγήσει στα μέρη του. Η Σούζι καταχάρηκε και έπεισε την αδερφή της να έρθουν μία βόλτα μέχρι τη Δυτική ακτή.
«Φυσικά!», δέχθηκε η Λόλα που άλλο που δεν ήθελε να περάσει και άλλο χρόνο μαζί με τον Τζέικομπ.
«Ευχαριστούμε, Έμπρυ», είπε η Σούζι χαμογελώντας.
«Χαρά μου», ανταπάντησε εκείνος.
Όταν χθες μπήκε στο μαγαζί με τα ηλεκτρονικά είδη, το βλέμμα του αρχικά τράβηξε η μικρότερη αδερφή. Η Λόλα είχε μεγαλύτερα βυζιά, αλλά και πολύ μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό της. Για αυτό ο Έμπρυ διπλάρωσε τη Σούζι που δεν είχε και τελείως άσχημο κώλο. Όπως και να ήταν η Λόλα τώρα γουστάριζε τον Τζέικομπ, οπότε ο Έμπρυ δεν είχε τύχη μαζί της. Ίσως όταν απογοητευόταν από τη χοντρή χυλόπιτα που θα έτρωγε, να έβρισκε παρηγοριά στην αγκαλιά του. Μία βραδιά και με τις δύο αδερφές. Ουάου! Το πέος του σκλήρυνε και μόνο στην ιδέα.
«Θέλετε να πάμε καμία βόλτα στην παραλία;», ρώτησε.
«Ναι, γιατί όχι», είπε η Σούζι.
Η Λόλα αρνήθηκε λέγοντας πως θέλει να κάνει ηλιοθεραπεία. Δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει το παρατηρητήριο της. Ο Έμπρυ με τη Σούζι πιάστηκαν χέρι-χέρι και άρχισαν να περπατούν κατά μήκος της αχανούς παραλίας. Όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά, ώστε να μην τους βλέπουν οι άλλοι, την τράβηξε ελαφρά πάνω του και τη φίλησε. Τα χείλη της ήταν υγρά και αλμυρά, αλλά δεν ήξερε να φιλάει καλά. Τον Έμπρυ δεν τον πείραζε, για εκείνον τα φιλιά λειτουργούσαν καθαρά ως σπάσιμο του πάγου. Προσπάθησε να κατεβάσει τα χέρια του στο σώμα της, αλλά εκείνη τραβήχτηκε.
«Λείπουμε πολλή ώρα», είπε κοκκινίζοντας και πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Ο Έμπρυ βλαστήμησε από μέσα του, αλλά την ακολούθησε αδιαμαρτύρητα. Το πουλί του τον πονούσε από την κάβλα, όμως τι να έκανε; Να την βίαζε; Σκέφτηκε ότι είχε ακόμα αρκετές ώρες μπροστά του. Θα την κατάφερνε, πού θα πήγαινε. Όταν επέστρεψαν, οι άλλοι είχαν τελειώσει με το σέρφινγκ και έστηναν φιλέ, για να παίξουν βόλεϊ. Ο Έμπρυ έτρεξε κοντά τους. Αρκετά το μουνόδουλο είχε παίξει για την ώρα. Σε λίγο πάλι.
«Τι γίνεται; Ετοιμάζουμε τουρνουά;», ρώτησε πιάνοντας από το σβέρκο το Σεθ την ώρα που κρεμούσε το δίχτυ.
Εδώ και μερικούς μήνες είχαν καρφώσει δύο πασσάλους στην άμμο και όταν έρχονταν για μπάνιο έφερναν μαζί τους ένα φιλέ και μία μπάλα και έπαιζαν με τις ώρες.
«Διάλεξε ζευγάρι», είπε ο Σεθ χαμογελώντας στραβά.
Ο Έμπρυ κατάλαβε ότι θα του φόρτωναν τη Σούζι και δε γούσταρε καθόλου. Θα ήταν τελείως άδικο να παίξει κόντρα στη Λία και το Σεθ ή ακόμα περισσότερο κόντρα στη Ρενέσμε και τον Τζέικομπ με παρτενέρ έναν απλό άνθρωπο, πόσω μάλλον κορίτσι.
«Ετοιμάζονται τα πουλάκια μου;», ακούστηκε η φωνή του Κουίλ και ο Έμπρυ στράφηκε προς το μέρος του χαρούμενος.
«Μπράβο, ρε μαλάκα που ήρθες! Έλα να ξεσκίσουμε μερικούς κώλους!», του φώναξε και χτύπησε με την παλάμη του το χέρι του φίλου του.
Ο Έμπρυ χάρηκε ακόμα περισσότερο, όταν είδε πως είχε έρθει χωρίς την Κλαίρ. Όσο και αν συμπαθούσε το πιτσιρίκι, μερικές φορές ήταν μεγάλη ξενέρα να μη μπορείς να χαλβαδιάσεις με τον κολλητό σου, επειδή έτρεχε συνεχώς πίσω από μία εννιάχρονη μπουμπού. Τουλάχιστον η Ρενέσμε είχε μεγαλώσει πολύ γρήγορα και μπορούσαν να κάνουν όλοι μαζί παρέα.
«Πώς και άφησες την Κλαίρ μόνη;», ρώτησε ο Σεθ.
«Έπρεπε να πάει με τους γονείς της για ψώνια στο Σιάτλ. Λίγο χρόνο για τον εαυτό μου», χαμογέλασε ο Κουίλ.
Το αποτύπωμα είναι σκληρή δουλειά για αυτό και ο Έμπρυ δεν ήθελε να αποτυπωθεί. Προτιμούσε να χώνει το πουλί του όπου γούσταρε χωρίς συναισθηματικούς δεσμούς. Από την άλλη πάλι βέβαια αν ήταν να αποτυπωθεί σε κανένα μούναρο όπως η Ρενέσμε τότε άλλαζε το πράγμα. Ήξερε πως ήταν η γκόμενα του αρχηγού του, αλλά δε μπορούσε να μην παραδεχτεί πως η κοπέλα ήταν τούμπανο. Αντικειμενικά μιλώντας, όχι ότι του είχε περάσει καν από το μυαλό να την σκεφτεί ερωτικά. Η Ρενέσμε ήταν σαν αδερφή του. Σαν αδερφή όμως ήταν μουνάρα.
«Έμπρυ, θα παίξουν οι φίλες σου;», ρώτησε ο Τζέικομπ.
«Δεν ξέρω. Γιατί;», ανασήκωσε τους ώμους του ο Έμπρυ.
Εκείνη τη στιγμή δεν έδινε δεκάρα αν θα έπαιζαν ή όχι. Εξάλλου το μόνο που θα κατάφερναν ήταν να τους χαλάσουν το παιχνίδι.
«Γιατί αν παίξουν πρέπει να χωρίσουμε διαφορετικά τις ομάδες ή να παίξουμε τέσσερις-τέσσερις. Αλλιώς δε θα είναι δίκαιο», εξήγησε το αυτονόητο ο αρχηγός του.
«Καλά, θα τις ρωτήσω», είπε ανόρεχτα και πλησίασε τη Σούζι και τη Λόλα που είχαν μείνει κοντά στη θάλασσα.
Υπέβαλλε το ερώτημα όσο πιο αποκαρδιωτικά μπορούσε, ώστε να μην τους κινήσει το ενδιαφέρον και πράγματι τα κατάφερε. Η Λόλα δεν έδειχνε να θέλει να καταναλώσει δράμι περισσότερης ενέργειας από όση χρειαζόταν για να βάλει αντηλιακό και ενώ η Σούζι θα ήθελε να βρίσκεται κοντά στον Έμπρυ προτιμούσε να μη γελοιοποιήσει τον εαυτό της παίζοντας ένα άθλημα για το οποίο δεν είχε ιδέα. Την τελευταία σκέψη την κράτησε για τον εαυτό της και είπε απλά πως δεν είχε όρεξη. Ο Έμπρυ απομακρύνθηκε ευχαριστημένος και επέστρεψε στο φιλέ. Η Ρενέσμε είχε τοποθετήσει ήδη δύο μεγάλες πέτρες από κάθε πλευρά καθορίζοντας τα τερέν και έτσι ξεκίνησαν να παίζουν.
Η Λόλα δεν απόρησε καθόλου, όταν είδε πως ο Τζέικομπ ήταν ζευγάρι με τη Ρενέσμε.
«Άραγε κάνουν τίποτα αυτοί οι δύο χώρια;», ρώτησε την αδερφή της με ειρωνεία στη φωνή.
Η Σούζι κοίταξε προς το μέρος της αυτοσχέδιας αθλοπαιδιάς την ώρα που η Ρενέσμε πετούσε ψηλά τη μπάλα και τη χτυπούσε με δύναμη στον αέρα πετυχαίνοντας ένα εντυπωσιακό σερβίς.
«Για τον Τζέικομπ και τη Ρενέσμε λες; Ναι, μοιάζουν αχώριστοι», απάντησε με ειλικρίνεια.
Ήξερε πως η αδερφή της καλόβλεπε τον μελαμψό Ινδιάνο, αλλά δε μπορούσε να μην παρατηρήσει πόσο προσκολλημένος ήταν στη Ρενέσμε ή πόσο όμορφη ήταν εκείνη. Και η αδερφή της ήταν όμορφη, αλλά η Ρενέσμε ήταν ίσως η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει ποτέ της η Σούζι. Αυτό όμως προτίμησε να μην το πει.
«Εγώ ξέρω κάτι που μπορεί να τους χωρίσει», χαμογέλασε σαρδόνια η Λόλα.
Η Σούζι την κοίταξε με έκπληκτα μάτια.
«Λόλα!»
«Τι; Μη μου κάνεις κήρυγμα τώρα περί ιερότητας των σχέσεων», χασκογέλασε η Λόλα. «Τον θέλω και αφού τον θέλω έχω κάθε δικαίωμα να τον διεκδικήσω», προσέθεσε κοιτώντας τον Τζέικομπ την ώρα που κάρφωνε μία μπαλιά στο απέναντι γήπεδο.
Η Σούζι κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της, αλλά δε σχολίασε. Ξαφνικά ένιωσε να είναι εκείνη η μικρή αδερφή. Ήξερε πως η Λόλα είχε αρκετές εμπειρίες με αγόρια, είχε αρχίσει να βγαίνει ραντεβού από πολύ μικρή και το είχε κάνει πρώτη φορά στα δεκατέσσερα, όμως δεν περίμενε να μιλά τόσο κυνικά, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού.
«Πάω κοντά στα παιδιά», είπε και σηκώθηκε.
Η Λόλα έμεινε μόνη. Έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της χαζεύοντας τον Τζέικομπ έτσι όπως κουνιόταν και διαγράφονταν οι ατελείωτοι μύες στο κορμί του. Ανυπομονούσε να τελειώσουν οι γυμναστικές επιδείξεις, για να κάνει αυτούς τους μύες να σπαρταρήσουν για χάρη της.
Έπρεπε να περιμένει αρκετές ώρες. Σιγά-σιγά άρχισαν να καταφτάνουν και άλλοι Ινδιάνοι από τον καταυλισμό που ήθελαν να παίξουν και αυτοί και έτσι το παιχνίδι κράτησε πολύ παραπάνω από όσο ανέμενε η Λόλα. Κάποια στιγμή βαρέθηκε να είναι μόνη και πλησίασε και εκείνη τον αγωνιστικό χώρο. Γνωρίστηκε με τους περισσότερους που βρίσκονταν εκεί. Ήταν όλοι ψηλοί και μυώδεις, ίσως είχε κάτι το νερό στον καταυλισμό τους. Αρκετοί της την έπεσαν και η Λόλα φλέρταρε μαζί τους, χωρίς ωστόσο να χάσει τον κύριο στόχο της, ο οποίος βγήκε νικητής μαζί με την κοκκινομάλλα. Η Λόλα ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται όταν τον είδε να την πιάνει αγκαλιά χοροπηδώντας χαρούμενος και εκείνη να τυλίγει τα μακριά πόδια της γύρω από τη μέση του και να τεντώνει τα χέρια της στον αέρα γελώντας.
«Φτάνουν οι πανηγυρισμοί. Ώρα για μάσα», φώναξε ο Μπρέιντι, ένας από τους Ινδιάνους.
Αμέσως όλοι έπιασαν δουλειά, για να ανάψουν φωτιά. Όταν ήταν έτοιμη και τα λουκάνικα και τα μπιφτέκια ψήνονταν στη σχάρα, είχε μόλις αρχίσει να πέφτει ο ήλιος. Παντού κυκλοφορούσαν μπίρες και η Λόλα έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Η Σούζι ζαχάρωνε με τον Έμπρυ και δεν της έδινε σημασία. Εκείνη κάρφωνε συνεχώς τον Τζέικομπ και περίμενε την ευκαιρία. Την ευκαιρία να τον ξεμοναχιάσει.
Και την βρήκε. Είχε ξεκινήσει το φαγητό και όλοι έμοιαζαν απασχολημένοι καταβροχθίζοντας τεράστιες ποσότητες κρέατος. Ο Τζέικομπ καθόταν δίπλα στη φωτιά με τη Ρενέσμε ανάμεσα στα πόδια του και όπως όλη την υπόλοιπη ημέρα γελούσαν και μιλούσαν λες και βρίσκονταν μέσα σε μία τεράστια ροζ φούσκα. Η Λόλα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. Όμως ξαφνικά είδε τον Τζέικομπ να φιλά απαλά τη Ρενέσμε στον ώμο και ύστερα να σηκώνεται και να απομακρύνεται από τους υπόλοιπους. Χωρίς να χάσει στιγμή, έτρεξε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε από πίσω του. Ο Τζέικομπ πήγε προς το πάρκινγκ, ξεκλείδωσε ένα αμάξι που προφανώς ήταν το δικό του, άνοιξε το πορτμπαγκάζ και έσκυψε για να πάρει κάτι από μέσα. Όταν ξανασηκώθηκε η Λόλα βρισκόταν ακριβώς από πίσω του.
«Γεια», του είπε.
Παραδόξως εκείνος δεν έμοιαζε ξαφνιασμένος.
«Γεια σου, Λόλα», απάντησε ράθυμα κλείνοντας την πόρτα του πορτμπαγκάζ και γύρισε προς το μέρος της κρατώντας μία κιθάρα.
Και τότε η κιθάρα του έπεσε από τα χέρια και τα μάτια του γούρλωσαν τόσο πολύ που νόμιζες θα πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους.
«Πας καλά; Τι κάνεις; Είσαι τρελή;», είπε όσο πιο έντονα και όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε.
Η Λόλα χαμογέλασε πονηρά και έφερε τις παλάμες της στο γυμνό της στήθος τρίβοντας το.
«Ξέρω ότι σου αρέσουν, κακό αγόρι. Πιάσε τα, Τζέικομπ, είναι αληθινά και είναι δικά σου», είπε με τη φωνή της γεμάτη ηδονή.
«Τζέικ;»
Ο Τζέικομπ γύρισε σαν υπνωτισμένος προς το μέρος της γλυκιάς φωνής που έκανε τα γόνατα του να λυγίζουν. Είδε το πρόσωπο της, πανέμορφο όπως πάντα, να φωτίζεται από το απαλό φως του φεγγαριού. Τα μάτια της, ζεστά και τρυφερά συνήθως, έμοιαζαν τώρα τεράστια από την έκπληξη και την οδύνη. Δεν πρόλαβε να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα του και εκείνη είχε εξαφανιστεί.
«Νέσι, Νες, σταμάτα! Σταμάτα! Περίμενε», της φώναξε και άρχισε να τρέχει ξωπίσω της.
Έβαλε όλη του τη δύναμη και την πρόλαβε βαθιά μέσα στο δάσος.
«Νέσι, σε παρακαλώ, σταμάτα», της φώναξε ξανά, αλλά και πάλι δεν τον άκουσε.
Αύξησε την ταχύτητα του και με ένα τέντωμα την έπιασε από τον καρπό και την τράβηξε πάνω του, κλείνοντας την στην αγκαλιά του. Εκείνη αλυχτούσε και πάλευε, πάλευε να ξεφύγει. Τον χτυπούσε με γροθιές στο στήθος όμως δεν κατάφερνε να τον κάνει να την αφήσει.
«Άσε με! Άσε με!», τον διέταζε, αλλά εκείνος την κρατούσε σφιχτά. «Να πας, να πας σε αυτήν, αυτήν την, την, την πουτάνα! Να πας να της πιάσεις τα τεράστια βυζιά της!», ούρλιαξε έξαλλη.
Ο Τζέικομπ προσπάθησε να την κάνει να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Μωρό μου, μωρό μου σε παρακαλώ! Δε φταίω εγώ! Ήρθε από πίσω μου και μέχρι να γυρίσω μπαμ! Τα είχε πετάξει όλα! Και τότε εμφανίστηκες εσύ και … »
«Συγνώμη που στο χάλασα!», τον διέκοψε γεμάτη οργή η Ρενέσμε. «Συγνώμη που δεν άργησα για να προλάβεις να χουφτώσεις τις βυζούμπες της ή να την γαμήσεις πάνω στο κωλοκαπό»
Ο Τζέικομπ είδε κόκκινο.
«Το έχεις χάσει τελείως;», άρχισε να φωνάζει τώρα και εκείνος. «Είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι θέλω να γαμήσω την οποιαδήποτε άλλη εκτός από εσένα;»
Η Ρενέσμε γέλασε με δυνατό σαρκασμό που αντήχησε σε όλο το δάσος.
«Μην κρύβεσαι, Τζέικι, σε τσακώσαμε! Έλα, έλα, παραδέξου το! Παραδέξου ότι γουστάρεις τα βυζιά της, τα τεράστια, μεγαθηριακά βυζιά της!»
«Νέσι, κόφτο!», είπε ο Τζέικομπ άγρια, ενώ είχε αρχίσει να τρέμει ολόκληρος από θυμό.
Εκείνη όμως δε σταμάτησε. Συνέχισε να χύνει δηλητήριο και να τον κοιτάει με μάτια που πετούσαν φλόγες.
«Γιατί δε μου το λες μέσα στα μούτρα, Τζέικ; Πες το μου, πες του μου εδώ, φάτσα φόρα! Καυλώνω με τα βυζιά της. Όλη ημέρα ήμουν καυλωμένος με τα βυζιά της. Θέλω να τα γλείψω και να τα δαγκώσω και να χώσω το κεφάλι μου μέσα τους και να κάνω μπρρρρρρ»
«Θα σκάσεις απλά επιτέλους;», είπε και με μία αποφασιστική κίνηση την τράβηξε και άλλο πάνω του με το αριστερό του χέρι και με το δεξί πίεσε το πρόσωπο της αναγκάζοντας την να ανοίξει το στόμα της και να τον αφήσει να χώσει τη γλώσσα του μέσα της.
Άρχισε να την φιλάει βίαια, παθιασμένα, κρατώντας ακόμα το στόμα της ανοιχτό με το χέρι του, ενώ εκείνη πάλευε να ξεφύγει σπρώχνοντας τον με όλη της τη δύναμη, αλλά η δική του ήταν μεγαλύτερη. Οι γλώσσες τους αγωνίζονταν για κυριαρχία και όταν ο Τζέικομπ ένιωσε να νικάει την ανάγκασε με γρήγορα βήματα να πισωπατήσει και να κολλήσει στον κορμό ενός δέντρου. Με το ένα του χέρι την ανασήκωσε στερεώνοντας το μηδαμινό βάρος της πάνω του και με το άλλο της έσκισε άγαρμπα το μπουστάκι και το μαγιό πετώντας τα μακριά. Ύστερα κατέβασε και κλότσησε το μαγιό του και μπήκε μέσα της με τρομακτικό πόθο. Η Ρενέσμε βόγκηξε μέσα στο στόμα του. Συνέχισε να τον χτυπάει για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα, όμως η δύναμη της λιγόστευε με κάθε χτύπημα, ώσπου στο τέλος του παραδόθηκε τελείως.
Πρώτη φορά ήταν έτσι μαζί της, τόσο κυριαρχικός, τόσο ανιμαλιστικός, τόσο θυμωμένος. Τόσο σέξι. Όλο της το σώμα τρανταζόταν από τις βίαιες ωθήσεις του, ενώ εκείνη προσπαθούσε ανάμεσα σε κατακτητικά φιλιά, δαγκώματα και γδαρσίματα να διατηρήσει την ισορροπία της γραπώνοντας τα χέρια της πότε στα δυνατά του μπράτσα και πότε στο σκληρό κορμό του δέντρου. Είχε νιώσει να υγραίνεται από την πρώτη στιγμή που έχωσε τη γλώσσα του στο στόμα της και όσο πιο πολύ του αντιστεκόταν τόσο περισσότερο άναβε ο ερωτικός της πυρετός. Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και αισθάνθηκε να πλησιάζει κιόλας στην κορύφωση της.
«Τζέικ, Τζέικ, θα … », προσπάθησε να ψελλίσει, αλλά δεν πρόλαβε.
Την αμέσως επόμενη στιγμή ο οργασμός της την σκέπασε ολόκληρη. Ένιωσε τα πόδια και τα χέρια της να τρέμουν, τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται και η φωνή που βγήκε από μέσα της ήταν τόσο απόκοσμη που δυσκολεύτηκε να πιστέψει πως ήταν δική της. Έμεινε να σπαρταράει στα χέρια του για κάμποση ώρα μετά, τόσο που όταν τα κύματα της ηδονής της εξέπνευσαν έπεσε μισολιπόθυμη πάνω του. Εκείνος μπήκε μέσα της άλλες δύο φορές και ύστερα έφτασε στη δική του κορύφωση με ένα δυνατό βογκητό. Έμεινε στην ίδια θέση για μερικά δέκατα του δευτερολέπτου πριν καταρρεύσει στο χώμα παρασέρνοντας την μαζί του. Η Ρενέσμε έπεσε πάνω του, ανίκανη να κουνήσει και το παραμικρότερο μέλος της, με το σώμα της να πάλλεται μαζί με το δικό του με την κάθε αναπνοή του.
«Αυτό ήταν, ουόου!», είπε εκείνος αρκετή ώρα μετά και αφού είχε καταφέρει να ηρεμήσει το λαχάνιασμα του.
Η Ρενέσμε χαμογέλασε πάνω στο στέρνο του με κλειστά τα μάτια.
«Το σεξ της συμφιλίωσης. Είχα ακούσει πράγματα για αυτό», μουρμούρισε.
Ύστερα έστρεψε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει στηριζόμενη στο πηγούνι της. Ο Τζέικομπ κατέβασε το βλέμμα του για να συναντήσει το δικό της. Ήρεμο, απαλό, όπως η γλυκιά του Ρενέσμε. Καμία σχέση με την έξαλλη μέγαιρα που αντιμετώπισε λίγο πριν. Ο Τζέικομπ έπρεπε, ωστόσο, να παραδεχτεί πως θυμωμένη ήταν τρομερά σέξι.
«Συγνώμη που φρίκαρα», του είπε. «Αλλά και μόνο στην ιδέα πως μπορεί να σου αρέσει κάποια άλλη, θέλω να σκοτώσω άνθρωπο»
Ο Τζέικ την αγκάλιασε σφιχτά και με μία κίνηση άλλαξε τις θέσεις τους φέρνοντας την εκείνη από κάτω.
«Δε θέλω καμία άλλη, Νες», της είπε και η ζεστή ανάσα του της χάιδεψε το πρόσωπο. «Είσαι η πιο όμορφη, η πιο σέξι, η πιο καύλα γυναίκα που υπάρχει. Και δεν το λέω μόνο επειδή έχω αποτυπωθεί πάνω σου. Είναι η αλήθεια. Καμία δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά σου. Το ξέρεις πως αν σκότωνα κάποιον λύκο κάθε φορά που σκέφτεται πονηρά για εσένα θα είχα μείνει χωρίς αγέλη;»
«Δε με νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι, Τζέικ. Μόνο σε εσένα θέλω να αρέσω. Και αυτή η Λόλα ήταν τόσο εκνευριστική! Όλη μέρα σε έτρωγε με τα μάτια της και κόρδωνε τα τεράστια βυζιά της. Και ξέρω πόσο αρέσουν στους άντρες τα μεγάλα βυζιά»
«Δεν αρέσουν σε όλους τους άντρες τα μεγάλα βυζιά, Νες. Προσωπικά τα βρίσκω τρομακτικά. Έχεις το ιδανικό μέγεθος. Όσο μεγάλα χρειάζεται για να χωράνε τέλεια στη χούφτα μου», είπε ο Τζέικομπ και έκλεισε το ένα της στήθος στην παλάμη του. «Βλέπεις; Ταιριάζουν απόλυτα», χαμογέλασε. «Και πώς το είπες αυτό το άλλο; Να χώσω το κεφάλι μου μέσα τους και να κάνω μπρρρρ;», είπε και ταυτόχρονα έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στο ντεκολτέ της κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο.
Η Ρενέσμε γέλασε τρανταχτά από τη γαργαλιστική αίσθηση. Ο Τζέικομπ ξανασήκωσε το κεφάλι του γελώντας μαζί της. Έσκυψε και τη φίλησε.
«Σε αγαπώ τόσο πολύ, Νέσι. Δεν υπάρχει άλλη για εμένα. Είμαι δεμένος μαζί σου για μία ζωή»
«Και εγώ μαζί σου», είπε και τον τράβηξε και άλλο πάνω της κάνοντας σαφείς τις προθέσεις της.
Φιλήθηκαν απαλά και ο Τζέικομπ γλίστρησε ήρεμα μέσα της.
«Είσαι τόσο υγρή, Νες. Είσαι πάντα τόσο υγρή», ψέλλισε πάνω στο στόμα της.
«Μόνο για σένα. Σε θέλω τόσο πολύ», τον κοίταξε βαθιά στα μάτια μεταφέροντας του με το βλέμμα της όλη την αγάπη που ένιωθε για εκείνον.
«Και εγώ σε θέλω, μωρό μου, πιο πολύ και από τη ζωή μου», της ψιθύρισε και ένωσε ξανά τα χείλη του με τα δικά της.
Έμειναν να φιλιούνται καθόλη τη διάρκεια του ερωτικού δεσμού τους, ο οποίος ήταν γλυκός και αργός και ολοκληρώθηκε με βαθιούς αναστεναγμούς και σφιχτούς εναγκαλισμούς. Άμα βρήκαν ξανά την αναπνοή τους, σηκώθηκαν από το χώμα και άρχισαν να περπατούν πίσω προς την παραλία. Λίγο πριν φτάσουν, η Ρενέσμε έμεινε κρυμμένη πίσω από τα δέντρα και ο Τζέικομπ πήγε μέχρι το αυτοκίνητο να της φέρει ρούχα. Είχε συνηθίσει ο αγαπημένος της να της σκίζει τις αμφιέσεις και φρόντιζε να έχει πάντα μία αλλαξιά πρόχειρη.
Την ώρα που περίμενε, άκουσε μερικούς πολύ γνώριμους ήχους, ήχους που εδώ και λίγο καιρό είχε μάθει πολύ καλά. Δε δυσκολεύτηκε να βρει την πηγή τους. Λίγα μέτρα μακριά, ο Έμπρυ πηδούσε κατάχαμα τη Λόλα Μπαρνς. Ήταν σε ιεραποστολική στάση και ο Έμπρυ έμοιαζε πραγματικά να παλεύει να χαλιναγωγήσει τα τεράστια, ίδια αγελάδας, βυζιά της που κουνιούνταν ανεξέλεγκτα προς πάσα κατεύθυνση. Η Ρενέσμε αηδίασε από το άκρως αντιερωτικό θέαμα και απομακρύνθηκε αθόρυβα.
Όταν ο Τζέικομπ επέστρεψε με τα ρούχα της, φόρεσε το τζιν σορτσάκι της και το άσπρο, στενό φανελάκι της χωρίς να ανησυχεί πως το ύφασμα θα εκραγεί. Την ώρα που κατευθυνόταν με τον αγαπημένο της πίσω στο μπάρμπεκιου, χαμογέλασε αναλογιζόμενη πως από τώρα και στο εξής εκτός από τη θερμοκρασία του σώματος της θα έπρεπε να ευχαριστεί τη μητέρα της και για το μικρό της στήθος.
