Παραμυθένιος Άγιος Βαλεντίνος
Όταν χτύπησε νωρίς το πρωί το κουδούνι της εξώπορτας και η Τζέσικα όρμησε στο καθιστικό πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ τι είχε στο μυαλό της.
«Έχεις κανονίσει κάτι για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου;» με ρώτησε με το που καθίσαμε στον καναπέ ενώ πρόσεξα ότι τα μάτια της άστραφταν απειλητικά .
«Εμμ όχι υποθέτω» απάντησα κοιτάζοντας την απορημένα.
«Τέλεια, θα περάσουμε τρεις υπέροχες μέρες στην Γαλλία!» μου ανακοίνωσε με ένα πλατύ χαμόγελο ενώ εγώ αφού συνήλθα από την αρχική έκπληξη την κοιτούσα με ένα βλέμμα που έδειχνε ότι αμφέβαλλα για την πνευματική της υγεία.
«Τι;;;» ήταν η μόνη λέξη που κατάφερα να αρθρώσω.
«Έλα τώρα Μπέλλα, αφού δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις εκείνη την ημέρα, σου προσφέρω ένα ταξίδι με όλα τα έξοδα πληρωμένα, θα περάσουμε τέλεια!
Λοιπόν τι λες;» με ρώτησε ανυπόμονα.
Το μόνο περίεργο δεν ήταν η προσφορά της, ένα ταξίδι στην Γαλλία με όλα τα έξοδα πληρωμένα και μάλιστα για την συγκεκριμένη μέρα αλλά και η όλη συμπεριφορά της, το μόνιμο χαμόγελο και η υπερβολικά καλή διάθεση.
Αμέσως κατάλαβα.
«Τι συμβαίνει;» την ρώτησα καχύποπτα.
Αμέσως η καλή της διάθεση κατέρρευσε και το χαμόγελο έδωσε την θέση του σε μια έκφραση απελπισίας.
«Χωρίσαμε με τον Μάικ» ομολόγησε θλιμμένα κοιτάζοντας περισσότερο το πάτωμα παρά εμένα.
Έτσι λοιπόν εξηγούνταν όλα, είχαν κανονίσει μαζί το ταξίδι στην Γαλλία για την ημέρα των ερωτευμένων και τώρα είχε μείνει μόνη της.
Καλά βέβαια ήταν θέμα χρόνου να τα ξαναβρούν γιατί η Τζέσικα με τον Μάικ χωρίζανε σχεδόν κάθε μήνα αλλά σίγουρα δεν θα τα βρίσκανε τόσο εύκολα και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και προφανώς δεν ήθελε να χάσει τα εισιτήρια.
«Τζέσικα δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα.»
«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, δεν θέλω να πάω μόνη μου.»
κλαψούρισε λυπημένα.
Όσο και αν η Τζέσικα παρακαλούσε πραγματικά δεν είχα καμία διάθεση να αφήσω το ζεστό και πάνω από όλα ασφαλές δωμάτιο μου και να τρέχω στην Γαλλία αλλά μετά από λίγο εκείνη έβαλε τα κλάματα.
Αφού της έφτιαξα ένα τσάι και προσπάθησα να την ηρεμήσω πέρασα όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα ακούγοντας για χιλιοστή φορά όλη την ιστορία της σχέσης της με τον Μάικ και για το πόσο βλάκας είναι εκείνος που προτίμησε να πάει στον αγώνα από το να πάνε μαζί σινεμά.
Στο τέλος του απογεύματος απίστευτα ζαλισμένη και μην έχοντας άλλη επιλογή της είπα το πολυπόθητο ναι.
Όταν εκείνη με ανανεωμένη πλέον διάθεση και χαμόγελο έφυγε από το σπίτι μπόρεσα επιτέλους να πάρω το παυσίπονο κατά την μεριά του οποίου έριχνα συχνά κλεφτές ματιές καθ όλη την διάρκεια του μονολόγου της Τζέσικα.
Ομολογουμένως το να δώσω εξηγήσεις στον Τσάρλι για το ξαφνικό ταξίδι μου δεν ήταν ότι πιο εύκολο.
«Εμμ θα πάμε με την Τζέσικα στην Γαλλία…. για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.»
«Ε;;;» ρώτησε με γουρλωμένα μάτια ενώ η έκφραση του δεν απείχε πολύ από κάποιον που ετοιμαζόταν να πάθει έμφραγμα.
«Μεγάλη ιστορία, χώρισε με το αγόρι της.» εξήγησα βιαστικά και εκείνος ξεφύσηξε με ανακούφιση.
Το ταξίδι κάθε άλλο παρά βολικό ήταν.
Όλο μου το σώμα πονούσε από την πολύωρη πτήση και το στομάχι μου αρνούνταν να δεχτεί τα λιτά γεύματα που μας πρόσφεραν στο αεροπλάνο.
Έτρωγα κάθε φορά από λίγο και αυτό με το ζόρι για να γεμίσω με κάτι το στομάχι μου και έπινα τσάι για να χαλαρώσω.
Η ασταμάτητη φλυαρία και η υπερβολικά καλή διάθεση της Τζέσικα, που είτε οφειλόταν στην μεγάλη ποσότητα καφέ που κατανάλωσε είτε στην απόφαση μου να έρθω τελικά μαζί της, με έκαναν να αναθεωρήσω την συγκεκριμένη απόφαση τουλάχιστον 20 φορές καθ όλη την διάρκεια της πτήσης.
Το ξενοδοχείο αν και μικρό ήταν απίστευτα όμορφο καθώς συνδύαζε την γραφικότητα με το κομψό γούστο με κάποιες πινελιές από την μοντέρνα εποχή οι οποίες όμως έδεναν αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο.
Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα μόλις μπήκα στο δωμάτιο δεν ήταν ότι ήταν αρκετά άνετο και φωτεινό, όπως το είχε περιγράψει η Τζέσικα από τις φωτογραφίες που είχε δει, αλλά ότι ήταν ο ορισμός της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου. Στα χρώματα του κόκκινου και του άσπρου, με διπλό κρεβάτι με ουρανό. Κόκκινα τριαντάφυλλα, αρωματικά κεριά, μεγάλες κόκκινες καρδιές και αρκουδάκια με μηνύματα αγάπης και ναζιάρικο βλέμμα κάλυπταν κάθε ελεύθερη επιφάνεια μέσα στο δωμάτιο. Ακόμα και η μπανιέρα από λευκό μάρμαρο ήταν φτιαγμένη για δύο και είχε σχήμα καρδιάς.
«Τους είπα να τα μαζέψουνε!» γρύλισε απειλητικά η Τζέσικα μόλις τα είδε και παρατώντας τις βαλίτσες που κρατούσε άρχισε να πετάει ότι έβρισκε μπροστά της στον κάδο με τα σκουπίδια.
«Οκ, θα περιμένω να καθαρίσεις.» ψέλλισα αμήχανα προσπαθώντας να μην προκαλέσω τα ήδη τεντωμένα νεύρα της.
Ενώ περιεργαζόμουν ένα κυβάκι ζάχαρης από ένα κουτάκι που ήταν πάνω σε ένα σκαλιστό τραπεζάκι, που προφανώς βρισκόταν εκεί για τον καφέ ή το τσάι, εκείνη προσπαθούσε να στριμώξει στον κάδο έναν μεγάλο αρκούδο.
Ήμουν σίγουρη ότι η πρώτη μας μέρα εκεί θα περνούσε αρκετά βαρετά, η Τζέσικα έδειχνε επιτέλους τα πρώτα σημάδια κούρασης από το πολύωρο ταξίδι κι εγώ χρειαζόμουν ένα καλό γεύμα και αρκετό ύπνο, μέγα λάθος.
«Μπέλλα! Τι σου χω; Τι σου χω;» την άκουσα μέσα στον ύπνο μου να κελαηδάει χαρούμενα ενώ έκλεινε την πόρτα πίσω της.
Δεν είχα καταλάβει πότε έφυγε από το δωμάτιο αλλά η επιστροφή της έγινε αισθητή.
«Τι;» γρύλισα κάτω από τα σκεπάσματα.
«Σήμερα το βράδυ, Παραμονή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, το ξενοδοχείο διοργανώνει χορό μεταμφιεσμένων με θέμα τον κόσμο των παραμυθιών!» την άκουσα να λέει ενθουσιασμένη και έβγαλα το κεφάλι μου έξω από τα σκεπάσματα.
«Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι…» άρχισα να λέω με απειλητικό τόνο στην φωνή μου αλλά διέκοψα την φράση μου στην μέση.
Προφανώς ήταν πλέον πολύ αργά.
Η Τζέσικα στεκόταν χαμογελαστή μπροστά μου κρατώντας δύο στολές που ήταν τακτοποιημένες προσεκτικά μέσα σε διαφανές πλαστικό.
Κρατούσε από μια στο κάθε χέρι, η πρώτη ήταν ένα μεγαλοπρεπές φόρεμα στις αποχρώσεις του μπλε και η δεύτερη ένα κόκκινο φορεματάκι με μαύρες λεπτομέρειες.
«Τζέσικα ξέχασε το….» γρύλισα μέσα από το δόντια μου ενώ ήλπιζα να είχε ακούσει την απειλή στην φωνή μου.
Είχα ξεσπιτωθεί και είχα έρθει μέχρι την Γαλλία για να της κάνω την χάρη αλλά αυτό πήγαινε πολύ.
Δεν είχα όρεξη για κανέναν χορό και πόσο μάλλον για χορό μεταμφιεσμένων, το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν να πέσω να κοιμηθώ και να ξυπνήσω την επόμενη μέρα.
Αλλά προφανώς η Τζέσικα είχε άλλη άποψη.
«Α οκ αφού δεν θες να πάς θα πάω μόνη μου.» μουρμούρισε ενοχλημένη και γύρισε από την άλλη.
Η πλέον κακή της διάθεση και ο ασταμάτητος μονόλογος της για το πόσο γαιδούρι ήταν ο Μάικ δεν με άφησαν να ησυχάσω ούτε στιγμή όλο το απόγευμα.
Δεν είχα άλλη επιλογή.
«Εντάξει Τζέσικα θα πάμε.» μούγκρισα κάτω από τα μαξιλάρια και την άκουσα να χτυπάει χαρούμενα παλαμάκια.
«Τέλεια! Για σένα πήρα την στολή της sexy Κοκκινοσκουφίτσας!» είπε την ώρα που πέταγε στα πόδια του κρεβατιού μου την στολή ενώ δευτερόλεπτα αργότερα είχε πάρει την δική της στολή, που ήταν ένα αρκετά ικανοποιητικό αντίγραφο του φορέματος μιας γνωστής πριγκίπισσας παραμυθιού, και την κοιτούσε πάνω της καμαρώνοντας στον μεγάλο ολόσωμο καθρέπτη.
Μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα στεκόμουν μπροστά στον ίδιο καθρέπτη και κοίταζα εμφανώς ενοχλημένη το είδωλο μου.
Το κοντό μεταξωτό κόκκινο φόρεμα που φορούσα στο χρώμα του αίματος είχε αποκαλυπτικό βαθύ ντεκολτέ και έναν μαύρο κορσέ που έδενε κάτω από το στήθος μου με μια κόκκινη κορδέλα. Οι μαύρες διαφανείς κάλτσες που έφτανα μέχρι πάνω από τον μηρό με έκαναν να νιώθω περισσότερο άβολα από ότι οι δολοφονικές κόκκινες γόβες που φορούσα.
Το σύνολο συμπλήρωνε η κλασσική κόκκινη κάπα και το βαθύ κόκκινο κραγιόν που υπήρχε στα χείλη μου.
Έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη, σήκωσα την κουκούλα μου και έφυγα από το δωμάτιο ενώ μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν χίλιους και έναν τρόπους να σκοτώσω πρώτα την Τζέσικα και ύστερα τον Μάικ όταν θα επιστρέφαμε στο Φόρκς.
Ο χώρος ήταν διακοσμημένος απλά αλλά πολύ όμορφα.
Παντού στην αίθουσα υπήρχαν κόκκινες καρδιές μπαλόνια και μικροί φτερωτοί θεοί του Έρωτα που κρέμονταν από το ταβάνι ενώ το μοναδικό φως ερχόταν από τα δεκάδες αρωματικά κεριά που ήταν σκορπισμένα στον χώρο.
Μια απαλή μουσική έπαιζε και τα ζευγάρια των μεταμφιεσμένων, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, κακές μάγισσες και μάγοι όλοι κινούνταν σαν μαγεμένοι στον ρυθμό της.
Τριγυρνούσα αρκετή ώρα μέσα στον πλήθος ψάχνοντας για την Τζέσικα όταν έπεσα στην κυριολεξία πάνω του.
Τα ανακατεμένα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, τα διαπεραστικά καταπράσινα μάτια, τα υπέροχα χείλη, το αριστοτεχνικά σμιλεμένο κορμί, πρέπει να ονειρευόμουν.
Ήταν απίστευτα όμορφος, ένας αληθινός θεός του Έρωτα.
Εκείνος με κοιτούσε στην αρχή απορημένος , αμέσως μετά όμως μου χάρισε ένα υπέροχο στραβό χαμόγελο το οποίο μου έκοψε την ανάσα.
«Συγγνώμη είμαι απρόσεχτος.» είπε με απολογητικό ύφος.
«Όχι, απλά εγώ έχω την συνήθεια να σκοντάφτω πάνω σε οτιδήποτε υπάρχει στον χώρο.» παραδέχτηκα κοκκινίζοντας.
Εκείνος αρχικά έδειχνε σαστισμένος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα πίσω από τα λόγια μου, μετά όμως τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο.
Μετά από αυτόν τον πολύ σύντομο διάλογο έμεινα να στέκομαι μπροστά του αμήχανη μην ξέροντας τι να κάνω ενώ ένιωθα το βλέμμα του συνεχώς προσηλωμένο πάνω μου.
«Θα ήθελες να χορέψουμε;» μου πρότεινε τελικά.
Εγώ έμεινα να τον κοιτάω έκπληκτη, μετά από λίγες στιγμές όμως αφού κατάφερα να συνέλθω έγνεψα καταφατικά.
Εκείνος με πλησίασε αργά και αφού έπιασε τρυφερά το χέρι μου με το ένα του χέρι έβαλε το άλλο προσεχτικά γύρω από την μέση μου.
Κανονικά θα έπρεπε να αρνηθώ, δεδομένου ότι η άθλια αίσθηση ισορροπίας που είχα καθιστούσε έναν χορό εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα για μένα και ιδιαίτερα φορώντας ένα ζευγάρι επικίνδυνες γόβες αλλά αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να του αρνηθώ.
Μόλις πλησιάσαμε κοντά εκείνος άρχισε να περιεργάζεται το πρόσωπο μου, το βλέμμα του στάθηκε στα χείλη μου, στο βαθύ κόκκινο κραγιόν και έπειτα στα μάτια μου.
Χορεύαμε για αρκετή ώρα, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου.
Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου καθώς το βλέμμα μου με διαπερνούσε ολόκληρη.
Τελικά δεν άντεξα και έσπασα πρώτη την σιωπή.
«Τι έχεις ντυθεί;» τον ρώτησα απορημένη.
Ήμουν τόσο απορροφημένη με το να κοιτάω το υπέροχο πρόσωπο του που μόλις τώρα παρατηρούσα στο μισοσκόταδο ότι φορούσε απλά ένα μαύρο τζίν παντελόνι και ένα μπλε πουκάμισο.
Εκείνος γέλασε πνιχτά ακούγοντας την ερώτηση μου.
«Βασικά δεν ήθελα να έρθω αλλά ο Έμετ, ο αδερφός μου, είχε άλλη άποψη και δεν ησυχάζει αν δεν κάνει το δικό του. Οπότε να μαι!
Τουλάχιστον απέφυγα εκείνη την απαίσια στολή που είχε φέρει.» είπε χαμογελώντας.
Εγώ γέλασα σιγανά και αναρωτιόμουν ποια στολή θα μπορούσε να δείχνει άσχημη πάνω του.
«Τώρα όμως υποθέτω ότι είμαι ο κακός λύκος…» συμπλήρωσε κοιτάζοντας με από πάνω μέχρι κάτω.
Το βλέμμα του έμεινε περισσότερο από ότι έπρεπε σε ορισμένα σημεία και εγώ ένιωσα να κοκκινίζω.
«Και μάλιστα ένας λύκος που σκέφτεται πολύ κακά πράγματα…» είπε σιγανά αναστενάζοντας ενώ φαινόταν σαν να το έλεγε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα.
«Σαν τι;» τον ρώτησα σχεδόν προκλητικά.
Στα αλήθεια δεν ξέρω τι μου ήρθε και το ξεστόμισα αλλά ήθελα να μάθω.
«Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα…» είπε ενώ η έκφραση του πρόδιδε ανησυχία.
«Πες μου» του είπα μαλακά.
«Δεν ξέρω…» είπε σκεφτικός.
«Σε παρακαλώ» επέμεινα κοιτάζοντας τον στα μάτια.
Εκείνος έμεινε για λίγο σκεπτικός. Μετά με μια κίνηση τράβηξε αργά το σώμα μου κοντά στο δικό του ώστε να κολλήσω σχεδόν πάνω του και μας απομάκρυνε από το πλήθος.
«Σκέφτομαι πονηρά για την Κοκκινοσκουφίτσα…» μου ψιθύρισε αισθησιακά στο αυτί και ανατρίχιασα ολόκληρη.
«Πες μου…» τον παρακάλεσα με αδύναμη φωνή.
«Με προκαλεί το βαθύ κόκκινο των χειλιών της, το μεθυστικό άρωμα στον λαιμό της…» μου ψιθύρισε και ενώ τα έλεγε αυτά χάιδεψε με τον δείκτη του χεριού του το μάγουλο μου, τα χείλη μου, τον λαιμό μου.
Ήταν απίστευτο αλλά στα σημεία που άγγιζε το δέρμα μου το ένιωθα να παίρνει φωτιά.
«Συνέχισε…» τον ικέτεψα σχεδόν.
«Το προκλητικά όμορφο μπούστο της και τα υπέροχα πόδια της…»
Το δάχτυλο του χάιδεψε απαλά το στήθος μου και ύστερα κατέβηκε προς την μέση μου και άγγιξε απαλά το γυμνό δέρμα στο τελείωμα της φούστας.
Τα μάτια μου έκλεισαν και έβγαλα έναν πνιχτό αναστεναγμό.
Μπορούσα κάθε στιγμή να τον νιώσω να με γδύνει με το βλέμμα του.
Όταν λίγες στιγμές αργότερα άρχισε να με φιλάει με πάθος ένιωσα ότι όλος ο κόσμος γύρω μου χάθηκε και ότι υπήρχε μόνο εκείνος.
«Ευτυχισμένη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου Κοκκινοσκουφίτσα» μου ψιθύρισε και έπειτα εξαφανίστηκε.
Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο η Τζέσικα δεν είχε έρθει ακόμα.
Αναστέναξα και πήρα στα χέρια μου το κινητό.
Τα δάχτυλα μου πληκτρολόγησαν αυτόματα τον αριθμό της.
Περίμενα αρκετή ώρα αλλά δεν απαντούσε.
Τερμάτισα την κλήση και πήγα στο μπάνιο για να κάνω ένα ντους και να φορέσω τις πιζάμες μου.
Όταν αργότερα ξάπλωσα να κοιμηθώ κατάλαβα αμέσως ότι αυτό ήταν αδύνατον.
Τον σκεφτόμουν συνέχεια.
Το πρόσωπο του, το βλέμμα του, τα χέρια του γύρω μου, τα χείλη του στα δικά μου…
Καθώς άγγιζα τα χείλη μου θυμόμουν το φιλί του, εκείνο το μοναδικό φιλί που δώσαμε και δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά μου στην σκέψη ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ. Με αυτή την σκέψη αποκοιμήθηκα.
Εκείνο που με ξύπνησε το επόμενο πρωί ήταν η φωνή της Τζέσικα.
«Πρώτον που ήσουν εξαφανισμένη χθες το βράδυ; Και δεύτερον τι είναι αυτό;» την άκουσα να γκρινιάζει.
«Τζέσικα σε έψαχνα όλο το βράδυ. Σε πήρα στο κινητό και δεν απαντούσες. Και τι είναι ποιο;» μούγκρισα κάτω από τα σκεπάσματα.
«Αυτό» είπε τραβώντας μου την κουβέρτα και δείχνοντας μου ένα καλάθι.
Με μεγάλη περιέργεια ανασηκώθηκα για να επεξεργαστώ το εύρημα καλύτερα.
Ήταν ένα αρκετά μεγάλο καλάθι με έναν φουντωτό κόκκινο φιόγκο στην λαβή του, μέσα είχε ένα χαριτωμένο αρκουδάκι που κρατούσε έναν κόκκινο φάκελο και ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με σοκολατάκια σε σχήμα καρδιάς.
«Έπεσα τυχαία πάνω σε κάτι γνωστούς από το Φόρκς και τα λέγαμε όλο τα βράδυ.» είπε χαμογελώντας και μετά συμπλήρωσε
«Εσύ όμως που ήσουν; Και επιπλέον τι είναι αυτό; Χτύπησε την πόρτα νωρίτερα ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου και είπε ότι είναι για εδώ.» τελείωσε την φράση της κοιτάζοντας καχύποπτα μια εμένα και μια το καλάθι με τα σοκολατάκια.
«Σου είπα Τζέσικα, εγώ ήμουν εκεί και σε έψαχνα και δεν ξέρω τι είναι αυτό.» της πέταξα κάπως ενοχλημένη.
Η Τζέσικα με δύσπιστο ύφος παράτησε προς το παρόν την προσπάθεια να ικανοποιήσει την περιέργεια της και αφού άφησε το καλάθι στο κομοδίνο μου έφυγε από το δωμάτιο.
Μόλις εκείνη έκλεισε την πόρτα ανίκανη να συγκρατήσω άλλο την περιέργεια μου πλησίασα το καλάθι.
Πήρα στα χέρια μου τον κόκκινο φάκελο που κρατούσε το αρκουδάκι και τον περιεργάστηκα .
«Για την Κοκκινοσκουφίτσα» διέκρινα τα όμορφα καλλιγραφικά γράμματα στο επάνω μέρος και αυτόματα το χρώμα μου άλλαξε σε βαθύ κόκκινο.
Ο φάκελος περιείχε ένα κομμάτι χαρτί όμορφα διακοσμημένο στο οποίο ήταν γραμμένα με καλλιγραφικά γράμματα
Συνάντησε με σήμερα στις 5 το απόγευμα
Στο Πάρκο της Αγάπης
Ο Κακός Λύκος
Το Πάρκο της Αγάπης ήταν μια μεγάλη έκταση η οποία βρισκόταν λίγο πιο έξω από την πόλη και έμοιαζε σαν να είχε βγει από παραμύθι.
Όταν πέρασα από την μικρή όμορφα διακοσμημένη ξύλινη πύλη, το μοναδικό σημείο εισόδου στον αρκετά ψηλό πέτρινο τοίχο, είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε έναν μεγάλο ιδιωτικό κήπο.
Παντού υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια, τα οποία χρωμάτιζαν με τα αρώματα τους τον αέρα, λιμνούλες με νούφαρα και κύκνους, μικρά αγάλματα με νεράιδες και Έρωτες, σκαλιστά ξύλινα παγκάκια και γραφικά λουλουδιασμένα κιόσκια.
Ακολούθησα στην τύχη ένα από τα πολλά πέτρινα μονοπάτια που υπήρχαν καθώς αναρωτιόμουν πόση καθημερινή φροντίδα θα απαιτούσε όλος αυτός ο χώρος.
Περπατούσα για αρκετή ώρα ανάμεσα στα λουλούδια, και κοιμισμένες νεράιδες και μεγάλες ανθισμένες καρδιές όταν άκουσα μια φωνή πίσω μου.
«Δεν είναι σωστό η Κοκκινοσκουφίτσα να περπατάει μόνη της στο δάσος.» μου ψιθύρισε η φωνή.
Γύρισα και είδα εκείνον. Ήταν απίστευτο αλλά ήταν ακόμα πιο όμορφος από ότι τον θυμόμουνα, τα πράσινα μάτια του έλαμπαν από χαρά και χαμογελούσε πλατιά.
Του ανταπέδωσα το χαμόγελο, τα μάγουλα μου πήραν μια απόχρωση του κόκκινου ενώ την ίδια στιγμή αισθανόμουν την καρδιά μου να χάνει χτύπους.
«Είμαι ο Έντουαρντ Κάλεν» συστήθηκε με χάρη και συμπλήρωσε
«Και εσύ πρέπει να είσαι η Ιζαμπέλλα Σουάν.»
«Σκέτο Μπέλλα» τον διόρθωσα.
«Πως ήξερες;» τον ρώτησα μετά από μια σύντομη παύση.
«Όποιος θέλει μαθαίνει.» μου απάντησε και το βλέμμα του όταν με κοίταξε με έκανε να αποπροσανατολιστώ για μια στιγμή.
«Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» μου πρότεινε δείχνοντας με το βλέμμα του προς το πάρκο.
Εγώ έγνεψα και ξεκινήσαμε να περπατάμε.
Σε όλη την διαδρομή συζητούσαμε.
Μου μίλησε για τον εαυτό του, για την αγάπη του για την κλασσική μουσική και τα βιβλία, και για τους δεσμούς με την οικογένεια του.
Για την Άλις και τον Έμετ, τα αδέρφια του, που οργάνωσαν αυτό το οικογενειακό ταξίδι για να μην είναι μόνος του την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και για το σπίτι που είχαν οι δικοί του αγοράσει πρόσφατα στο Φόρκς.
Του είπα για τον Τσάρλι, για την σχέση μου με την μητέρα μου και για το πώς η Τζέσικα με είχε σύρει με το ζόρι μέχρι εκεί.
Εκείνος γέλασε πνιχτά.
Το Πάρκο ήταν πραγματικά υπέροχο.
Διανύσαμε με μια μικρή βαρκούλα το Τούνελ της Αγάπης και αργότερα ήπιαμε ζεστή σοκολάτα στην μικρή χαριτωμένη σοκολατερί του Έρωτα.
Τέλος φτάσαμε σε έναν πανέμορφο καταρράκτη .
Ήταν ίσως το ομορφότερο αξιοθέατο του πάρκου.
Φτιαγμένος πάνω σε έναν φυσικό καταπράσινο βράχο έριχνε κρυστάλλινο νερό μαζί με δεκάδες λουλούδια και μικρές κόκκινες καρδούλες σε μια μεγάλη λίμνη στολίζοντας έτσι την επιφάνεια της.
Ο βυθός της ήταν στρωμένος με μικρές αστραφτερές καρδιές που αντανακλούσαν στο φώς αποκαλύπτοντας τα χρώματα της ίριδας ενώ στις όχθες της υπήρχαν αγάλματα νεράιδων και Ερώτων.
Μαγεμένη από την ομορφιά του τοπίου και καθώς κανείς άλλος εκτός από εμάς δεν βρισκόταν εκεί πλησίασα για να δω καλύτερα τον καταρράκτη.
Μετά από μερικά βήματα όμως σκόνταψα, όπως ήταν φυσικό, σε μια μεγάλη πέτρα που βρισκόταν κοντά στην όχθη της λίμνης και πριν ο Έντουαρντ προλάβει να κάνει κάτι βρέθηκα μέσα στο παγωμένο νερό.
Τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου και μετά άκουσα τον παφλασμό του νερού καθώς έκανε βουτιά.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με είχε φτάσει και με τραβούσε στην επιφάνεια.
«Μπέλλα; Μπέλλα είσαι καλά;» με ρωτούσε πανικοβλημένος ενώ προσπαθούσε να με συνεφέρει.
Μετά από λίγο συνήλθα και διαπίστωσα με έκπληξη ότι βρισκόμουν στην αγκαλιά του μέσα στο νερό.
«Ναι καλά είμαι» είπα αδύναμα προσπαθώντας να αναπνεύσω με δυσκολία .
Λίγα λεπτά αργότερα η αναπνοή μου επανήλθε στον κανονικό ρυθμό της και άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλύτερα σε ποια κατάσταση βρισκόμασταν.
Ήμασταν στην μέση μιας λίμνης που ήταν γεμάτη με λουλούδια και κόκκινες καρδιές, δίπλα σε έναν πανέμορφο καταρράκτη, αγκαλιασμένοι σφιχτά, με τα σώματα μας βρεγμένα να έχουν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο.
«Σε παρακαλώ μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό αν δεν θέλεις να πάθω καρδιακή προσβολή.» μου γρύλισε με σοβαρό ύφος.
Ακόμα και θυμωμένος ήταν τόσο όμορφος.
Έβλεπα το νερό να στάζει από τα χάλκινα μαλλιά του στα υπέροχα χείλη του, στον λαιμό του, στο στέρνο του…
Ξεροκατάπια καθώς μόλις εκείνη την στιγμή παρατηρούσα ότι το λευκό του πουκάμισο είχε γίνει διάφανες και από κάτω διαγραφόταν το γυμνασμένο σώμα του.
Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να του γνέψω ως απάντηση καθώς η καρδιά μου επιτάχυνε τους χτύπους.
Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου εκείνη την στιγμή το ύφος του άλλαξε.
Μπορούσα και πάλι να δω ολοκάθαρα εκείνη την φλόγα του πάθους μέσα στα μάτια του. Τα χείλη του μισάνοιξαν και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό μου. Την επόμενη στιγμή άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που θα μπορούσε να βάλει φωτιά σε ολόκληρη την λίμνη.
Τα χείλη του πίεζαν αχόρταγα τα δικά μου και εγώ είχα περάσει τα δάχτυλα μου μέσα στα μαλλιά του.
Έπειτα το φιλί έγινε πιο απαιτητικό, ένιωθα την γλώσσα μου να ακουμπά τα χείλη του και να παίζει με την δικιά του ενώ η αγκαλιά του γινόταν όλο και πιο σφιχτή. Αυτόματα πέρασα το χέρι μου μέσα από το πουκάμισο του ενώ εκείνος με χάιδευε πάνω από το τζίν. Ύστερα το χέρι του ανέβηκε πιο πάνω στο στήθος μου και μετά βίας μπορούσα να συγκρατήσω τους αναστεναγμούς μου.
Διέκοψα το φιλί μας για να αναπνεύσω και εκείνος άρχισε αμέσως να φιλάει αχόρταγα τον λαιμό μου.
«Έχω ένα σοβαρό πρόβλημα» μου είπε λαχανιασμένος ενώ με κοιτούσε στα μάτια και με φίλησε ξανά.
«Είμαι ερωτευμένος με την Κοκκινοσκουφίτσα» συμπλήρωσε αφού τελείωσε το φιλί μας.
Καθώς χανόμουν στα μάτια του ένιωσα ότι εκείνη την στιγμή η καρδιά μου θα μπορούσε να σπάσει από ευτυχία.
Η αντίδραση της Τζέσικα όταν με είδε να γυρίζω στο δωμάτιο βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο ήταν η αναμενόμενη.
«Μπέλλα! Καλά που ήρθες γιατί έχω να σου πω! Ο Μάικ μου έστειλε, το μετάνιωσε λέει και θέλει να τα ξαναβρούμε. Εγώ φυσικά δεν του απάντησα…» άφησε την πρόταση της στην μέση όταν με είδε να μπαίνω στο δωμάτιο.
«Είμαι σίγουρη ότι πρέπει να υπάρχει κάποια λογική εξήγηση για αυτό δεδομένου ότι έξω δεν υπάρχει ούτε ένα συννεφάκι.» μονολόγησε κοιτάζοντας με με γουρλωμένα μάτια.
«Είναι η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου!» της απάντησα μισοχαμογελώντας και πήγα κατευθείαν να αλλάξω για να αποφύγω τις ερωτήσεις της.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα απίστευτα χαρούμενη.
Καλωσόριζα την μέρα επειδή θα τον έβλεπα ξανά.
Αφού κάθισα για λίγο χουζουρεύοντας κάτω από τα σκεπάσματα σηκώθηκα και πήγα κοντά στο καλάθι με τις σοκολάτες που μου είχε στείλει εκείνος.
Με αργές κινήσεις έβγαλα το περιτύλιγμα από μια σοκολατένια καρδούλα και την άφησα λιώσει στο στόμα μου. Είχε γέμιση από λικέρ κεράσι.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Τζέσικα.
«Καλημέρα!» μου είπε με ασυνήθιστα καλή διάθεση.
«Καλημέρα» της ανταπέδωσα τον χαιρετισμό.
Αναρωτιόμουν τι σχεδίαζε αυτή την φορά.
«Έχω να σου πω! Δεν μπορείς να φανταστείς ποιους είδα πριν λίγο στην τραπεζαρία!»
Ήταν γνωστό ότι το κουτσομπολιό ήταν μια από τις αγαπημένες ασχολίες της Τζέσικα, πραγματικά όμως δεν με ενδιέφερε αν η Άντζελα έβγαινε τελικά με τον Μπέν ή αν είχαν επιλέξει τον Έρικ για την ομάδα του σχολείου.
«Ποιους;» ρώτησα με προσποιητό ενδιαφέρον.
«Θυμάσαι που σου είχα πει ότι είχα συναντήσει εδώ κάποιους γνωστούς από το Φόρκς; Είδα πριν λίγο στην τραπεζαρία την Τάνια Ντέναλι με τον Έντουαρντ Κάλεν! Λες να συμβαίνει τίποτα μεταξύ τους; Εκείνος της κρατούσε τρυφερά το χέρι και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια!» μου είπε συνωμοτικά αλλά εγώ δεν μπορούσα να την ακούσω, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα.
Ανίκανη να σκεφτώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να νιώθω τον πόνο να με διαλύει ενώ προσπαθούσα να σταματήσω τα δάκρυα μου.
Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από αυτό το μέρος.
«Αύριο το πρωί δεν φεύγουμε;» την ρώτησα.
«Όχι, άλλαξα τα εισιτήρια μας για μεθαύριο για να φύγουμε μαζί με τους Κάλεν. Μου το πρότεινε η Άλις και το βρήκα καλή ιδέα.» είπε χαρούμενα αλλά μόλις κοίταξε το πρόσωπο μου το χαμόγελο της χάθηκε.
«Εγώ θα φύγω αύριο δεν μπορώ να λείψω άλλο από το σπίτι ο Τσάρλι είναι μόνος του.» της πέταξα θυμωμένα καθώς πήγαινα να πάρω το κινητό μου για να τηλεφωνήσω να μου αλλάξουν το εισιτήριο ενώ προσπαθούσα να κρύψω με τα μαλλιά μου τα δάκρυα που έτρεχαν.
«Μα Μπέλλα γιατί να μην φύγουμε όλοι μαζί; Αφού το κανονίσαμε.» μου είπε θλιμμένα αλλά αυτή την φορά δεν ήμουν διατεθειμένη να ακούσω κουβέντα.
«Τζέσικα εγώ θα φύγω αύριο.» της είπα θυμωμένα και άρχισα να ετοιμάζω την βαλίτσα μου πετώντας μέσα ότι έβρισκα μπροστά μου.
Όλη την υπόλοιπη μέρα δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω.
Ευτυχώς η Τζέσικα ήταν αρκετά θυμωμένη ώστε να φύγει από το δωμάτιο και να με αφήσει στην ησυχία μου.
Είχε βραδιάσει όταν τελείωσα με την βαλίτσα και πήγα να κάνω ένα ντους για να αλλάξω και να πέσω να κοιμηθώ.
Ήθελα τόσο πολύ να κοιμηθώ, ένιωθα κουρασμένη και τα μάτια μου είχαν πρηστεί από το κλάμα.
Όταν αργότερα βγήκα από το μπάνιο δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα.
Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και μου χαμογελούσε.
Εγώ απλά είχα μείνει και τον κοιτούσα, ήταν τόσο όμορφος όταν χαμογελούσε.
«Τι κάνεις εδώ; Πώς μπήκες;» τον ρώτησα έκπληκτη.
«Από την πόρτα» μου απάντησε γελώντας και μετά συμπλήρωσε «η Τζέσικα μου έδωσε τα κλειδιά της.»
«Οκ και τι θες;» τον ρώτησα απότομα, μόλις συνήλθα από την αρχική έκπληξη ο πόνος με χτύπησε ξανά.
Δεν ήθελα να τον δω και ιδιαίτερα δεν ήθελα να του μιλήσω, το μόνο που ήθελα ήταν να φύγει.
Εκείνος κατάλαβε τον πόνο που έκρυβαν τα λόγια μου και αμέσως τα μάτια του γέμισαν θλίψη, προσπαθούσε να δει τα δικά μου αλλά απέφευγα το βλέμμα του.
«Μπέλλα η Άλις μου είπε τι σου είπε η Τζέσικα, συναντήθηκαν το απόγευμα στην καφετέρια και της τα είπε όλα, την είχε παραξενέψει με την συμπεριφορά σου και ζήτησε την γνώμη της.» είπε αλλά εγώ δεν ήθελα να τον ακούσω.
«Πραγματικά δεν με ενδιαφέρει» του πέταξα θυμωμένα.
Εκείνη την στιγμή τα βλέμμα του σκλήρυνε, σηκώθηκε όρθιος με πλησίασε και με τράβηξε κοντά του σε μια σφιχτή αγκαλιά.
«Μπέλλα με την Τάνια δεν έχουμε απολύτως τίποτα. Ήρθε μαζί μας στο ταξίδι με την ελπίδα να συμβεί κάτι μεταξύ μας και σήμερα το πρωί στην τραπεζαρία όταν μας είδε η Τζέσικα μου εξομολογούνταν τα συναισθήματα της για μένα, εγώ όμως της είπα ότι δεν νιώθω έτσι, της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου.» είπε κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια ενώ με έσφιγγε στην αγκαλιά του.
«Αλήθεια λες;» τον ρώτησα μισοθλιμμένα μισοπαραπονιάρικα.
«Αλήθεια λέω» είπε κοιτάζοντας με στα μάτια.
Εκείνος πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και λίγες στιγμές αργότερα με σήκωσε στα χέρια του και με έβαλε να καθίσω μέσα στην αγκαλιά του πάνω στο κρεβάτι.
Πήρε ένα βιβλίο στα χέρια του και το άνοιξε μπροστά μου.
Ήταν το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας.
Το άνοιξε στην πρώτη σελίδα, εκεί κάτω από την ζωγραφιά της Κοκκινοσκουφίτσας και την αρχή του παραμυθιού υπήρχε γραμμένη με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα μια και μοναδική λέξη
Σ αγαπώ
Γύρισα να τον κοιτάξω και μόλις το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του ένιωσα σαν να μπορούσα να το δω μέσα στα μάτια του.
Πήρα στα χέρια μου το πανέμορφο πρόσωπο του και άρχισα να τον φιλάω με πάθος.
«Είσαι ο κακός λύκος μου» του είπα όταν κατάφερα να πάρω ανάσα από το φιλί μας.
«Και εσύ είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα μου» μου χαμογέλασε εκείνος.
Μπορούσα να νιώσω την καρδιά στο στήθος του να χτυπάει μαζί με την δικιά μου καρδιά και ένιωθα ότι θα είναι έτσι για πάντα.
Mrs Alice
