Μία Πρωτοχρονιά Διαφορετική από τις άλλες

Ειλικρινά δεν ξέρω τι είχα εκείνη την στιγμή στο μυαλό μου.

Συνήθως απέφευγα ευγενικά τις προτάσεις της Τζέσικα ,ξέροντας πόσο καταστροφικά μπορούσαν να εξελιχθούν για μένα αφού ήταν αδύνατον να περάσω μια μέρα χωρίς να χτυπήσω ή να καταστρέψω κάτι. Καθώς κοιτούσα το χιονισμένο τοπίο γύρω μου δεν μπορούσα να πιστέψω ότι εγκατέλειψα το ζεστό και πάνω από όλα ασφαλές δωμάτιο μου στο Φόρκς για να έρθω σε ένα ξενοδοχείο στην μακρινή Αυστρία και να ξεπαγιάσω από το κρύο. Κατσουφιάζοντας μέσα από στον χοντρό γιακά του μπουφάν μου θυμήθηκα ότι ο Τσάρλι ήταν εκείνος που με είχε παροτρύνει να έρθω σε αυτή την καταστροφική εκδρομή. «Πήγαινε να ξεσκάσεις για λίγες μέρες, αυτή την εποχή θα είναι όλα χιονισμένα και μόνο η θέα θα είναι μαγευτική!» είχε πει διαβάζοντας την εφημερίδα του όταν η Τζέσικα ξεφώνιζε κατενθουσιασμένη την πρόταση της.

Ήξερα ότι με τόσο χιόνι τις τούμπες δεν θα μπορούσα να τις αποφύγω αλλά είχα προμηθευτεί ειδικά παπούτσια και φυσικά σκόπευα να περάσω αυτές τις πέντε μέρες στο ξενοδοχείο δίχως να κάνω ούτε ένα βήμα παραέξω παρα μόνο όταν θα φεύγαμε. Βλέποντας όμως το χιονοδρομικό κέντρο από μακριά ,ακούγοντας από τα χείλη της Τζέσικα, η οποία μιλούσε ασταμάτητα, τις δραστηριότητες τις οποίες πρόσφερε και διακρίνοντας τον ασυγκράτητο ενθουσιασμό στην φωνή της είχα αρχίσει να μετανιώνω για την βιαστική απόφαση μου ,ξέροντας όμως ότι ήταν πλέον πολύ αργά.

Το ξενοδοχείο με το όνομα "Twilight Romance" ήταν πραγματικά ονειρικό. Με γύρω στα 35 δωμάτια ,εστιατόριο με θέα τις πανέμορφες Άλπεις, κλειστή θερμαινόμενη πισίνα, αίθουσα χορού με ξύλινο πάτωμα και γυαλί στην θέση του τοίχου που έβλεπε προς τα βουνά, βιβλιοθήκη και με μια πολυτελή αίθουσα υποδοχής, με αναπαυτικούς καναπέδες και πολυθρόνες και με πίνακες της Αναγέννησης σε όλους τους τοίχους, πιστά αντίγραφα των αυθεντικών.

«Μα καλά που θα βρούμε τα χρήματα για το δωμάτιο; Αυτό το ξενοδοχείο είναι πολυτελείας.» ψιθύρισα τρομαγμένα ενώ το βλέμμα μου σάρωνε τον χώρο στην αίθουσα υποδοχής, στεκόμασταν στην ουρά που είχε δημιουργηθεί μπροστά από την ρεσεψιόν ντυμένες σαν τα κρεμμύδια περιμένοντας υπομονετικά την σειρά μας. Η Ρενέ μου είχε στείλει ένα αξιοσέβαστο ποσό, ως δώρο για τα Χριστούγεννα και ο Τσάρλι είχε προσθέσει αρκετά σε αυτά από το δώρο των Χριστουγέννων του, αν και προσπάθησα να τον πείσω να μην το κάνει, αλλά σίγουρα δεν έφταναν για να πληρώσω το μερίδιο μου για ένα δωμάτιο εδώ. «Μην ανησυχείς Μπέλλα!» είπε η Τζέσικα χαρούμενα ενώ κοίταζε μα θαυμασμό τριγύρω «Το δωμάτιο είναι ήδη πληρωμένο. Ο πατέρας μου πριν λίγο καιρό πήρε προαγωγή! Το θυμάσαι που σου το είπα; Πρέπει να με προσέχεις περισσότερο όταν σου μιλάω! Τέλος πάντων, το σημαντικό είναι ότι τώρα έχει μια σπουδαία θέση στην εταιρία και απλά δεν μπόρεσε να πει όχι στην επιθυμία μου για μια εκδρομούλα.»

Η εικόνα σχηματίστηκε αυτόματα στο κεφάλι μου, η Τζέσικα να πρήζει τον πατέρα της εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο προσπαθώντας να τον πείσει για την "εκδρομούλα'' στην Αυστρία και εκείνος μην αντέχοντας άλλο να της λέει το πολυπόθητο ναι. Βέβαια υπήρχε ακόμα το μυστήριο γιατί η Τζέσικα είχε επιλέξει να πάρει μαζί της εμένα για Πρωτοχρονιά στην χιονισμένη Αυστρία και όχι κάποια από τις φίλες της αλλά εκείνη την στιγμή θυμήθηκα τον καυγά που είχαν την προηγούμενη εβδομάδα στο σχολείο όταν οι υπόλοιπες της έκαναν κάθε άλλο παρά κολακευτικά σχόλια για το λαχανί φόρεμα της. Α ναι και επιπλέον είχε ξαναχωρίσει με τον Μάικ.

Το δωμάτιο ήταν κάτι παραπάνω από άνετο, βαμμένο στο χρώμα του ωκεανού, με δύο κρεβάτια με ουρανό και με μια μικρή, ξύλινη , όμορφη τουαλέτα , έμοιαζε με ένα ιδανικό καταφύγιο ενάντια στην παγωνιά που επικρατούσε έξω.

«Έλα σήκω! Χάσαμε που χάσαμε το γεύμα, δεν γίνεται να χάσουμε και το δείπνο!» άκουγα την φωνή της Τζέσικα μες στον ύπνο μου, ενώ αρνιόμουν να βγάλω το κεφάλι μου έξω απ' το ζεστό πουπουλένιο πάπλωμα, ήμουν τόσο εξαντλημένη απ' το ταξίδι που αν και προφανώς κοιμήθηκα αρκετές ώρες, δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσες, αισθανόμουν ακόμα κουρασμένη. Ήμουν αποφασισμένη να την αγνοήσω και να κοιμηθώ ξανά όταν άκουσα την κοιλιά μου να γουργουρίζει δυνατά. Κατσουφιάζοντας σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι, ντύθηκα και την ακολούθησα στο εστιατόριο.

Το φαγητό ήταν εξαιρετικό αλλά δεν μπορούσα να πω το ίδιο και για τη συντροφιά της Τζέσικα. Όση ώρα τρώγαμε μιλούσε ακατάπαυστα για τις δραστηριότητες τις οποίες μας πρόσφερε το χιονοδρομικό κέντρο και τις οποίες έπρεπε οπωσδήποτε να εκμεταλλευτούμε , ενώ εγώ την άκουγα σιωπηλά κοιτάζοντας τους εκδρομείς που δειπνούσαν στα διπλανά τραπέζια. Την προσοχή μου τράβηξε μια παρέα που έμπαινε εκείνη την στιγμή στο εστιατόριο, ήταν καλυμμένη από πάνω ως κάτω με χιόνι, γελούσαν δυνατά και πείραζαν ο ένας τον άλλον, ενώ κάθονταν σε ένα τραπέζι λίγα μέτρα μακριά μας. Η παρέα αποτελούνταν από μια εκθαμβωτική ξανθιά που συνοδευόταν από έναν γίγαντα, μια μικροκαμωμένη μελαχρινή που είχε στο πλευρό της έναν ψηλό ξανθό και στην άκρη του τραπεζιού καθόταν ένα αγόρι με μαλλιά στο χρώμα του χαλκού.

Το βλέμμα μου στάθηκε στο τελευταίο αγόρι, δεν ήταν μόνο τα χάλκινα μαλλιά που σε τραβούσαν πάνω του, το τέλειο λευκό αλλά όχι υπερβολικά χλομό δέρμα του, το λαμπερό χαμόγελό του, η μελωδική φωνή του, τα υπέροχα καταπράσινα μάτια του, αν ο θεός του έρωτα είχε γιό σίγουρα θα ήταν εκείνος. Λες και ένιωσε το βλέμμα μου πάνω του γύρισε και με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν τόσο έντονο και διαπεραστικό που αμέσως έστρεψα τα μάτια μου στο πιάτο μου κοκκινίζοντας από ντροπή ενώ ξαφνικά ένιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται.

«Φαίνεται πως κάποια εδώ πέρα έχει θαυμαστή!» τραγούδησε μελωδικά η Τζέσικα χαμογελώντας.

«Δεν ξέρω… δεν το νομίζω…» ψιθύρισα ανακατεύοντας νευρικά το φαγητό μου καθώς η δήλωση της με έκανε να διαπιστώσω ότι εκείνος ακόμα με κοιτούσε. Για την ακρίβεια δυσκολευόμουν πολύ να πιστέψω ότι κοιτούσε εμένα, ειδικά εμένα, δεν είχα τίποτε το ιδιαίτερο, ήμουν το πιο συνηθισμένο και καταστροφικό θα έλεγα πλάσμα που υπήρχε τριγύρω.

Αφού πέρασα την περισσότερη ώρα παρατηρώντας προσεχτικά την μπριζόλα με τις πατάτες στο πιάτο μου, μια και δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια μου από το τραπέζι, άκουσα τελικά το θόρυβο από τις καρέκλες καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν. Και τότε μην μπορώντας να αντισταθώ σήκωσα το κεφάλι μου και κάρφωσα τα μάτια μου μέσα στα δικά του. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, ένιωθα να χάνομαι μέσα στην λαμπερή πράσινη άβυσσο των ματιών του καθώς εκείνος μου χαμογελούσε πλατιά ενώ ένα δευτερόλεπτα αργότερα έφευγε ακολουθώντας τους υπόλοιπους.

«Με τίποτα!» τσίριξε εκείνη την στιγμή η Τζέσικα δίπλα μου, αλλά δεν μπορούσα να της δώσω σημασία, προσπαθούσα ακόμα να αναπνεύσω. «Ο Μάικ μου έστειλε μήνυμα ,λέει ότι μετάνιωσε και ότι θέλει να τα ξαναβρούμε. Ναι καλά! Μπέλλα με ακούς; Είσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως!» είπε κοιτάζοντας με τώρα ανήσυχα. Της έγνεψα μια φορά προσπαθώντας να ηρεμίσω αλλά χωρίς επιτυχία.

Την άλλη μέρα το απόγευμα πήγα στην μικρή βιβλιοθήκη του ξενοδοχείου, η Τζέσικα θα πήγαινε για σκι λίγο αργότερα και εγώ είχα βρει την ευκαιρία να ξεφύγω όσο εκείνη έλειπε από το δωμάτιο. Η βιβλιοθήκη ήταν ένα μικρό δωμάτιο με δύο μπλε βελούδινους καναπέδες, ένα πέτρινο τζάκι και μια μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη στο πίσω μέρος. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς εκεί και έτσι μπόρεσα να παρατηρήσω με την ησυχία μου το δωμάτιο. Πρώτα πήγα στο τζάκι ,στο μικρό μαρμάρινο πεζουλάκι που υπήρχε από πάνω του, κάτω από έναν μεγάλο καθρέπτη , υπήρχαν διάφορα κρυστάλλινα διακοσμητικά, ένα μικρό κουτί με σοκολατάκια το οποίο έμοιαζε με αντίκα έτσι όπως ήταν ζωγραφισμένο με πολύχρωμα λουλούδια πάνω σε καφέ φόντο και με την επιγραφή Chocolates μπροστά, και ένα ξύλινο μουσικό κουτί. Πρώτα άνοιξα το κουτί και πήρα ένα σοκολατάκι, η σοκολάτα ενώθηκε με το λικέρ που υπήρχε στο εσωτερικό του αφήνοντας μια γλυκιά γεύση στο στόμα μου. Έπειτα άνοιξα διστακτικά το μουσικό κουτί, το εσωτερικό του ήταν διακοσμημένο με λουλούδια και στο κέντρο υπήρχαν οι μινιατούρες ενός ζευγαριού, απεικόνιζαν έναν άντρα και μια γυναίκα καθισμένους στο έδαφος, εκείνος είχε περάσει τα χέρια του γύρω από την μέση της σε μια τρυφερή αγκαλιά ενώ κοιτάζονταν με λατρεία. Μόλις άνοιξα το καπάκι μια παράξενη μουσική πλυμμήρισε τον χώρο, έμοιαζε βγαλμένη από παραμύθι. Πλησίασα την βιβλιοθήκη και κοίταξα προσεχτικά τους τίτλους των βιβλίων. Έχοντας διαβάσει ήδη όλα τα κλασσικά πήγα στο ράφι με την σύγχρονη λογοτεχνία. Ένα βιβλίο που στο εξώφυλλο του είχε δύο χέρια να κρατάνε ένα μήλο μου κίνησε την προσοχή. Το πήρα και αφού βολεύτηκα στον καναπέ άρχισα να διαβάζω. Είχα χαθεί μέσα στην ιστορία όταν τα λόγια του βιβλίου πήραν ξαφνικά ζωή.

«You are my life now» ψιθύρισε μια φωνή δίπλα στο αυτί μου . Ανατρίχιασα ολόκληρη ενώ την ίδια στιγμή γύριζα για να δω ποιος ήταν αυτός που είχε κάνει την καρδιά μου να σταματήσει να χτυπά. Τα μάτια μου συνάντησαν τα δικά του, δυο σμαραγδένιες φλόγες που έκαιγαν στο πρόσωπο ενός αγγέλου. Στεκόταν δίπλα στον καναπέ σκυμμένος έτσι που το πρόσωπο του απείχε λίγα μόνο εκατοστά από το δικό μου. Η κοντινή απόσταση μεταξύ μας με έκανε να νιώσω άβολα και τα μάτια μου έπεσαν πάλι στο βιβλίο ενώ προσπαθούσα απεγνωσμένα να αναπνεύσω.

«Σου αρέσουν οι ιστορίες τρόμου;» με ρώτησε χαμογελώντας ενώ καθόταν δίπλα μου στον καναπέ.

«Δεν είναι ιστορία τρόμου, είναι ιστορία αγάπης.» του απάντησα υπερασπίζοντας το βιβλίο μου.

«Μα ο ήρωας είναι βρικόλακας, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να την σκοτώσει.» μου είπε εκείνος κοιτάζοντας τα ξύλα που σιγόκαιαν στο τζάκι.

«Δεν πρόκειτε ποτέ να της κάνει κακό, την αγαπάει περισσότερο και από την ίδια του την ζωή, είναι τα πάντα για αυτόν…» του απάντησα κοιτάζοντας τον. Εκείνος γύρισε μου χαμογέλασε γλυκά και μετά συστήθηκε « Είμαι ο Έντουαρντ Κάλεν ,εσύ είσαι η…»

«Μπέλλα Σουάν» είπα αδύναμα.

«Η κόρη του Διοικητή Σουάν;»

«Ναι, πως το ξέρεις;»

«Μετακομίσαμε πρόσφατα στο Φόρκς, στην έπαυλη έξω από την πόλη. Η Άλις αναγνώρισε την Τζέσικα Στάνλει δίπλα σου, αλλά δεν ήξερε εσένα.» με κοίταξε ρίχνοντας μου ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.

Μέσα μου ήθελα να αρχίσω να πανυγηρίζω για την απίστευτη σύμπτωση που μου επιφύλαξε η τύχη αλλά ήξερα ότι έπρεπε να είμαι επιφυλακτική, ποτέ τίποτα δεν πήγαινε καλά στην ζωή μου, ήξερα ότι από στιγμή σε στιγμή το παραμύθι μπορούσε να τελειώσει και να βρεθώ μόνη με ένα γοβάκι στα χέρια. Δεν ήξερα τι να πω και έτσι έμεινα να κοιτάω τις σελίδες του βιβλίου.

«Τα αδέρφια μου πήγαν για σκι, εγώ προτίμησα να κάνω μια βόλτα στο ξενοδοχείο, είναι πιο ασφαλές, δεν κινδυνεύω να με πετάξει ο Έμετ από καμιά πλαγιά.» είπε γελώντας. Συνειδητοποίησα ότι όταν γελούσε ήταν ακόμα πιο όμορφος, του χαμογέλασα συνεσταλμένα.

«Γιατί σου αρέσει η μελωδία;» με ρώτησε μετά από λίγα λεπτά σιωπής. Ξαφνιάστηκα με την ερώτηση του αλλά έπειτα συγκεντρώθηκα στην απαλή μουσική που πλημμύριζε τον χώρο και είπα «Μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα του ουρανού όταν ο ήλιος μόλις έχει δύσει, την αίσθηση του δροσερού αέρα στο πρόσωπο μου και την παντοτινή αγάπη…» η φωνή μου αργόσβησε στην τελευταία λέξη και κοίταξα τα χέρια μου αμήχανα ενώ ευχόμουν να μην παρατηρήσει το κοκκίνισμα στα μάγουλα μου. Όταν τελικά σήκωσα τα μάτια μου τον είδα να κοιτάει γεμάτος προσήλωση το πρόσωπο μου.

Έπειτα άπλωσε δισταχτικά το χέρι του, πήρε μια τούφα από τα μαλλιά μου, που έπεφτε στο πρόσωπο μου, και την έβαλε πίσω από το αυτί μου ενώ την ίδια στιγμή ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο. Ύστερα το βλέμμα του έπεσε στο περιτύλιγμα από το σοκολατάκι που κρατούσα στο χέρι μου. Χαμογελώντας σηκώθηκε από τον καναπέ, πήρε ένα σοκολατάκι, το ξετύλιξε και πλησιάζοντας στο στόμα μου ρώτησε «Μου επιτρέπεις;»

Παρόλο που κοκκίνισα ακόμα περισσότερο έγνεψα μια φορά καταφατικά. Άφησε απαλά το σοκαλατάκι στο στόμα μου ενώ τα δάχτυλα του έμειναν πάνω στα χείλη μου. Ήταν παράξενο αλλά καθώς τα μάτια μου κοίταζαν μέσα στα δικά του είχα την αίσθηση ότι η σοκολάτα και το λικέρ είχαν ακόμα πιο γλυκιά γεύση αυτή την φορά.

«Έντουαρντ, μπορεί να την γλίτωσες από το σκι αλλά τον χιονοπόλεμο δεν τον γλιτώνεις, θα έρθεις μαζί μ…» έλεγε η μελαχρινή μικροκαμωμένη καπέλα, που ήταν την προηγούμενη μέρα μαζί του στο τραπέζι, ορμώντας μέσα στο δωμάτιο όταν ξαφνικά σταμάτησε στην μέση την φράση της κοιτάζοντας μας με ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη και μετά πρόσθεσε «Ούπς! Χίλια συγγνώμη, δεν ήξερα ότι είσαι ,με παρέα…»

Ο Έντουαρντ σηκώθηκε, πήγε κοντά της και την έπιασε γλυκά από την μέση λέγοντας «Μπέλλα από δω η αδερφή μου η Άλις, Άλις η Μπέλλα.»

Εκείνη με πλησίασε καθώς σηκωνόμουν δισταχτικά από τον καναπέ και με χαιρέτησε χαρούμενα ενώ ένα λεπτό αργότερα τραβούσε τον Έντουαρντ προς την έξοδο του ξενοδοχείου.

Η μέρα που ακολούθησε ήταν κάτι παραπάνω από εξαντλητική, η Τζέσικα με έσυρε στο χιονοδρομικό κέντρο για να κάνουμε σνοουμπορντ και από θαύμα επέζησα αποκτώντας ωε ενθύμιο αρκετές μελανιές, ύστερα ακολούθησε ο χιονοπόλεμος κατά την διάρκεια του οποίοι η Τζέσικα μου έριξε τόσο χιόνι που νόμιζα ότι θα με έθαβε κάτω από αυτό.

Όταν γυρίσαμε στο δωμάτιο συνεδριάζαμε εκατό ώρες σχετικά με το ποιο φόρεμα θα έβαζε στον Πρωτοχρονιάτικο χορό όπου θα πήγαινε με την νέα της κατάκτηση, έναν μελαχρινό Αυστριακό μου ζούσε μόνιμα στην Αμερική, φυσικά εγώ δεν θα πήγαινα σε αυτόν τον χορό αλλά δεν με ένοιαζε και πολύ, ο χορός δεν ήταν το στοιχείο μου.

Την επόμενη μέρα μετά το γεύμα αποφάσισα να επισκεφτώ την πισίνα, αν και το ντούς στο δωμάτιο ήταν αρκετά άνετο η Τζέσικα με διαβεβαίωνε καμιά δεκαριά φορές την ημέρα ότι τίποτα από όσα είχε δει στην ζωή της δεν συγκρινόταν με την θερμαινόμενη πισίνα. Είχε όντως δίκιο, η πισίνα ήταν πανέμορφη, από γαλάζιο μάρμαρο, διακοσμημένη με γλυπτά αρχαίων θεών από την βάση των οποίων έτρεχε κρυστάλλινο νερό από θερμαινόμενες πηγές και με μια υπέροχη γυάλινη οροφή από όπου μπορούσες να δεις τα αστέρια. Η πισίνα ήταν σχεδόν έρημη, οι λίγοι ένοικοι που ήταν ακόμα μέσα έβγαιναν σιγά σιγά για να ετοιμαστούν για το δείπνο. Έβγαλα τα ρούχα μου, κάτω από τα οποία φορούσα το μαύρο μπικίνι, δώρο της Ρενέ από την εποχή που ζούσαμε ακόμα μαζί στο Φοίνιξ , και βούτηξα στο νερό. Η θερμότητα άγγιξε κάθε κύτταρο του σώματος μου χαλαρώνοντας κάθε πιασμένο μυ. Αναδύθηκα στην επιφάνεια ανάμεσα σε δυο μπράτσα και αμέσως ο πανικός με κυρίευσε . άρχισα να χτυπάω τα άκρα μου σαν τρελή και μην μπορώντας να μείνω στην επιφάνια βυθίστηκα ξανά κάτω από το νερό. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα δυο δυνατά χέρια να με τραβάνε προς την επιφάνεια.

«Μπέλλα! Μπέλλα εγώ είμαι! Σε παρακαλώ ηρέμησε !»άκουσα την φωνή του Έντουαρντ δίπλα μου και όταν άνοιξα τα μάτια μου τον είδα κιόλας. Βρισκόμουν στην αγκαλιά του, τα χέρια του ήταν τυλιγμένα σφιχτά γύρω μου και το στήθος μου ακουμπούσε στο δικό του. Στάζαμε και οι δύο ολόκληροι, παρακολουθούσα το νερό να τρέχει από τα μαλλιά του, στα χείλη, στον λαιμό του και μετά στο στήθος του. Ήταν απίστευτα όμορφος.

«Συγγνώμη, πανικοβλήθηκα …» ψέλλισα αδύναμα ενώ τα μάτια του κοιτούσαν μέσα στα δικά μου, το στήθος μου ανεβοκατέβαινε μαζί με το δικό του καθώς αναπνέαμε μαζί και η αγκαλιά του γινόταν πιο σφιχτή.

«Είσαι πανέμορφη» ψιθύρισε κοιτάζοντας με με ένταση ενώ εγώ ευχόμουν να έσβηνε την μικρή απόσταση που χώριζε τα χείλη μας μεταξύ τους και έπειτα να χανόμασταν κάτω από το νερό, ένα ονειρικό φιλί μου θα κρατούσε αιώνια.

Εκείνη την ώρα όμως εισέβαλε στην αίθουσα ο ψηλός μελαχρινός γίγαντας που είχα δει κοντά του λίγες μέρες πριν φωνάζοντας «Έντουαρντ! Έλα επιτέλους! Πρέπει να πάμε για το δείπνο! Πεινάω σαν λύκος δεν αντέχω άλλο! Τι στο καλό καν…» διέκοψε στην μέση την φράση του μόλις μας είδε.

«Ωραία η πισίνα αλλά δεν βολεύει αδερφούλη! Ξέρεις υπάρχουν και τα δωμάτια!» χαμογέλασε πονηρά κλείνοντας του το μάτι.

«Σκάσε Έμετ!» του γρύλισε ο Έντουαρντ ενώ εγώ ελευθερωνόμουν από την αγκαλιά του και έβγαινα από την πισίνα ενώ το χρώμα μου γινόταν από ροζ κόκκινο ώσπου κατέληξα να μοιάζω με ντομάτα.

Την υπόλοιπη μέρα την πέρασα προσπαθώντας να αποφύγω την ανάκριση της Τζέσικα η οποία για κακή μου τύχη , είχε μάθει από τον Αυστριακό φίλο της, ο οποίος δούλευε στο ξενοδοχείο, ότι εγώ και ο Έντουαρντ είχαμε ένα τρυφερό τετ α τετ στην πισίνα.

«Σου είπα Τζέσικα, απλά έχασα για λίγο τον ρυθμό μου, πήγα να βυθιστώ και εκείνος με κράτησε στην επιφάνεια.» της έλεγα ξανά και ξανά αλλά ήμουν σίγουρη ότι δεν με πίστευε.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα με εξαιρετικά άσχημη διάθεση. Ήταν η τελευταία μέρα των διακοπών και παρότι ήξερα ότι θα έβλεπα τον Έντουαρντ στο Φόρκς φοβόμουνα ότι το όνειρο θα τελείωνε μόλις άφηνα πίσω μου αυτό το μαγευτικό μέρος.

Μπορεί όταν θα με έβλεπε πίσω στο Φόρκς να καταλάβαινε πόσο συνηθισμένη και ενδεχομένως καταστροφική είμαι και να μην με πλησίαζε ποτέ ξανά. Πήγα άκεφα στο εστιατόριο για πρωινό και έπειτα ξαναγύρισα στο δωμάτιο.

Κάθισα αφηρημένα στο σκαμπό και έριξα μια ματιά στον καθρέπτη της ξύλινης τουαλέτας. Όταν διαπίστωσα σε τι κακό χάλι βρίσκονταν τα μαλλιά μου άρπαξα την βούρτσα μου και άρχισα να τα χτενίζω με μανία. Ύστερα όμως πρόσεξα το ξύλινο κουτί που υπήρχε πάνω στο έπιπλο. Παραξενεμένη το πήρα και το άνοιξα. Καθώς η παράξενη μελωδία, ίδια με την προηγούμενη φορά, πλημμύρισε το δωμάτιο πρόσεξα τον φάκελο που υπήρχε κάτω από το κουτί. Διάβασα έκπληκτη το χαρτί με τα καλλιγραφικά γράμματα. ''Ελπίζω να σου αρέσει το μουσικό κουτί. Το παρήγγειλα από τον καλύτερο τεχνίτη της Βιέννης. Είναι πιστό αντίγραφο αυτού που υπάρχει στην βιβλιοθήκη.

Θα με έκανες πολύ ευτυχισμένο αν μου έκανες την τιμή να με συνοδεύσεις στον αποψινό Πρωτοχρονιάτικο χορό.

Το φόρεμα που έχει διαλέξει η Άλις είναι μέσα στην ντουλάπα. Έντουαρντ''

Ένιωθα εξαιρετικά άβολα με την μακριά γαλάζια και γεμάτη δαντέλα τουαλέτα και με τις μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες αλλά κατάλαβα ότι ήταν πολύ δύσκολο να πει κανείς όχι στην Άλις. Είχε έρθει αρκετές ώρες νωρίτερα αποφασισμένη να με μεταμορφώσει. Βέβαια το μεγαλύτερο παίδεμα ήταν τα μαλλιά, επί δύο ώρες σχεδόν τα χτένιζε και τα φόρμαρε μέχρι που τα έφτιαξε σε χαλαρές μπούκλες λίγες από τις οποίες έπιασε στο πάνω μέρος του κεφαλιού μου αφήνοντας κάποιες ελεύθερες στα πλάγια. Λίγη ώρα αφότου είχε φύγει η Άλις άκουσα ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. Όταν άνοιξα η ανάσα μου κόπηκε. Ο Έντουαρντ μέσα στο κομψό μαύρο κουστούμι του ήταν τόσο όμορφος που μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι ήταν αληθινός.

«Μπέλλα είσαι πραγματικά εκθαμβωτική.» έλεγε καθώς τα μάτια του με εξερευνούσαν.

«Ευχαριστώ.» ψιθύρισα κοκκινίζοντας κάτω από το μέικαπ . Ύστερα με έπιασε αγκαζέ και με οδήγησε προς τις σκάλες.

Η αίθουσα χορού ήταν πραγματικά υπέροχη, παντού τριγύρω υπήρχαν κορδέλες, χριστουγεννιάτικα στολίδια, αστέρια και άγγελοι τα οποία κρέμονταν από το ταβάνι ενώ στους τοίχους υπήρχαν ενσωματωμένα δεκάδες περίτεχνα παραδοσιακά φαναράκια με κεριά στο εσωτερικό τους τα οποία φώτιζαν απαλά τον χώρο. Μια ορχήστρα έπαιζε κλασικές μπαλάντες κομμάτια από μια υπερυψωμένη εξέδρα ενώ τα ζευγάρια χόρευαν με κομψές αρμονικές κινήσεις στον ρυθμό της μουσικής.

Ξαφνικά με κυρίεψε πανικός, δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω αλλά καθώς σκεφτόμουν πως θα έδειχνα εγώ δίπλα σε όλους αυτούς τους εκπληκτικούς χορευτές ήθελα να το βάλω στα πόδια.

«Έντουαρντ, είσαι σίγουρος; Σου το είχα πει, ο χορός δεν είναι και τόσο καλή ιδέα για μένα…» ψέλλισα φοβισμένη ενώ εκείνος μου χαμογελούσε πλατιά.

«Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα χορέψω εγώ και για τους δυό μας.» μου είπε ενώ με το ένα χέρι του έπιανε απαλά το δικό μου και έβαζε το άλλο προσεχτικά στην μέση μου, το άγγιγμα του με έκανε να ανατριχιάσω καθώς ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου. Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε αργά στον ρυθμό της μουσικής και τελικά διαπίστωσα ότι ήταν αρκετά εύκολο αφού εκείνος καθοδηγούσε όλα τα βήματα μου. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος του, ήθελα τόσο πολύ να ακούσω την καρδιά του να χτυπά, μπορεί αυτή να ήταν η μοναδική μου ευκαιρία, μπορεί όλα να τελείωναν σήμερα.

«Όταν πάμε πίσω στο Φόρκς όλα αυτά θα αλλάξουν; Δεν θα με θέλεις πια κοντά σου;» τον ρώτησα λυπημένα, ήξερα ότι χαλούσα αυτή την απίστευτα τέλεια στιγμή αλλά ήθελα να ξέρω. Εκείνος τραβήχτηκε λίγο πίσω για να με κοιτάξει και με το δάχτυλο του σήκωσε απαλά το πιγούνι μου έτσι ώστε να τον κοιτάζω στα μάτια.

«Μπέλλα είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί ποτέ. Η ζωή μου άρχισε την μέρα που σε γνώρισα. Τίποτε άλλο στον κόσμο δεν έχει σημασία για μένα.» είπε με ένταση.

Τα λόγια του κατά παράξενο τρόπο μου θύμισαν τον ήρωα του βιβλίου.

«Είσαι ο βρικόλακας μου.» του είπα χαμογελώντας γλυκά ενώ χάιδευα το πρόσωπο του.

«Ναι» χαμογέλασε πλατιά εκείνος «Είμαι ο βρικόλακας σου.»

Έπειτα έσκυψε μπροστά και όταν τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά μου ένιωσα ότι όλος ο κόσμος χάθηκε γύρω μας.

Δεν άκουγα τίποτα, ούτε τον άνεμο που φυσούσε έξω, ούτε την μουσική της ορχήστρας, ούτε καν τα χειροκροτήματα και τις ζητοκραυγές από την έλευση του νέου χρόνου. Μπορούσα μόνο να ακούσω την καρδιά του κάτω από το χέρι μου να χτυπάει μαζί με την δική μου και είχα την αίσθηση ότι αυτό θα είναι για πάντα.

Mrs Alice