/ / Hetalia fanfic με τους προσωποποιημένους χαρακτήρες της Αγγλίας και της Ελλάδας. Μου φαίνεται περίεργο να το λέω στα ελληνικά αλλά όσοι έχουν παρακολουθήσει το anime ή γνωρίζουν την θεματολογία του, καταλαβαίνουν για ποιό πράγμα μιλάω xD Προτιμώ την nyotalia version της Ελλάδας και χρησιμοποιώ το όνομα Ειρήνη επειδή ταιριάζει με το headcanon που έχω φτιάξει στο νου μου ενώ η Αγγλία έχει το όνομα που ακούγεται στο anime.

(Σημ.: headcanon είναι ένας όρος που αναφέρεται στο πως σκιαγραφεί κάποιος ένα χαρακτήρα ανάλογα με το πως τον αντιλαμβάνεται και μπορεί να αποκλίνει απ' ό,τι είχε στο μυαλό του ο original δημιουργός -στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Hidekaz Himaruya- ή η πλειοψηφία των fans).

Το ακόλουθο fanfic έχει ασυνήθιστο συνδυασμό χαρακτήρων, αλλά πάνω απ' όλα μ'ενδιαφέρει να γράφω ιστορίες για χαρακτήρες που μου αρέσουν. Αν αρέσουν και σε άλλους, τόσο το καλύτερο :) / /

Καταφυγή

Κεφάλαιο Ι

Προσπαθούσε να μην αφήνει τη μοναξιά να τον κατακλύζει. Όποτε περνούσε από το συγκεκριμένο σημείο του κέντρου της πόλης, αισθανόταν ήρεμος, θαυμάζοντας τη θέα του ιστορικού κτιρίου της Βουλής και του τροχού παρατηρήσεως. Είχαν περάσει ήδη 12 χρόνια από την ολοκλήρωση της κατασκευής του London Eye- το νεότερο κόσμημα της πρωτεύουσας που συναγωνιζόταν σε αναγνωρισιμότητα το διάσημο ρολόι του Κοινοβουλίου.

Ούτε που θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που επιβιβάστηκε σε κάποιον από τους θαλαμίσκους. Πρέπει να είχαν περάσει χρόνια, αλλά δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για εκείνον. Κάποιες φορές κοντοστεκόταν εκεί κοντά και προσπαθούσε να ανασύρει παλιές εντυπώσεις της θέας που είχε αντικρύσει από το ψηλότερο σημείο του τροχού. Πιο έντονα απ'όλα, θυμόταν την επιφάνεια του ποταμού να λαμπυρίζει κάτω από το αδύνατο φως του απογευματινού ήλιου και την απαλή απόχρωση του ουρανού που έμοιαζε ατέλειωτος πάνω από την πυκνοκατοικημένη πόλη.

Πράγματι, ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος τότε που ανέβηκε στο London Eye. Αλλά η καρδιά του ήταν σχεδόν πάντα σκεπασμένη με σύννεφα. Σύννεφα από τα οποία δεν ήθελε οπωσδήποτε να απεμπλακεί γιατί τα ένιωθε ως την προσωπική του κρυψώνα. Σχημάτιζαν ένα μυστικό μέρος όπου φύλαγε τα δάκρυα του καθώς και κάποια ανείπωτη θλίψη που κρατούσε μακριά απ' όλο τον κόσμο. Τα δικά του νέφη φύλαγαν επίσης τις πιο ενδόμυχες ελπίδες του, όνειρα που ίσως ήταν γραφτό να παραμείνουν για πάντα όνειρα, αλλά ακόμη κι έτσι, ήταν πολύτιμα.

Κάποιες φορές ωστόσο, ήθελε να μαζέψει όση δύναμη κατείχε και να αφήσει λίγο παραπάνω φως να εισχωρήσει μέσα του. Ήθελε να ανοίξει τα φτερά του. Μα αυτό που επικρατούσε στην ψυχή του δεν του επέτρεπε να τα απλώσει ελεύθερα. Μπορεί να είχε βρει τρόπους να τιθασεύει την μοναξιά του ώστε να μην τον παραλύει, αλλά όχι να την εξαφανίσει εντελώς.

Είχε συμβιβαστεί με τις σκιές του μέχρι ένα σημείο, δημιουργώντας έτσι μια αναγκαία αλλά όχι απαραίτητα τέλεια ισορροπία, αφού δεν επέτρεπε στα φτερά του να βρουν τη δύναμη τους και ν'ανοίξουν.

Για άλλη μια φορά βρισκόταν εκεί, παρακολουθώντας την αργή κίνηση του τροχού. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημερήσιας λειτουργίας του, σχεδόν κανένας θάλαμος δεν έμενε άδειος. Κόσμος ανέβαινε και κατέβαινε, τόσοι πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι και ο καθένας από αυτούς κουβαλούσε μια δική του ιστορία.

Η συντροφιά του ήταν οι συνήθεις θόρυβοι της πόλης και ο ψυχρός αέρας που τον σφιχταγκάλιαζε. Όλοι όσοι περπατούσαν τριγύρω του έμοιαζαν να είναι λιγότερο μόνοι σε σχέση με εκείνον, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος. Αυτό για το οποίο ήταν βέβαιος, ήταν πως εκείνος παρέμενε ο ίδιος, η διάθεση του δύσκολα άλλαζε και υπήρχε ένα παγιωμένο μοτίβο στη ζωή του χωρίς ιδιαίτερες παραλλαγές.

Αυτό που του έλειπε ήταν να έχει κάποιον που θα ήταν μαζί του. Δεν ήταν άσχημη η καταφυγή στη μοναξιά, αλλά πρέπει να υπήρχε και ένα άλλο καταφύγιο, λίγο πιο ζεστό, που θύμιζε σπίτι έτσι όπως απεικονίζεται στους μύθους. Για να βρεις αυτό το σπίτι και να μείνεις εκεί, πρέπει να έχεις κι άλλες δυνατότητες και ίσως τύχη. Επιπλέον, είχε υπ' όψη του πως ακόμη και η πιο αφοσιωμένη αναζήτηση δεν καταλήγει πάντοτε στον πολυπόθητο προορισμό. Μπορεί να οδηγεί και σε ένα έρημο ξέφωτο...

Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Είχε το απόγευμα ελεύθερο αλλά όχι ιδιαίτερη διάθεση να τριγυρίσει κι άλλο στην πόλη με το αυτοκίνητο. Σκεφτόταν να γυρίσει νωρίς στο σπίτι και να ελέγξει τις προγραμματισμένες δουλειές που είχε για την εβδομάδα που ακολουθούσε. Τελικά πήρε έναν καφέ στο χέρι και κάθισε σε ένα κοντινό πάρκο. Το κρύο τού φάνηκε πιο αισθητό αλλά ήταν ζεστά ντυμένος και δεν τον ενοχλούσε. Ο ουρανός είχε μερικά σύννεφα που μετακινούνταν εδώ κι εκεί από τον άνεμο, δημιουργώντας ένα παιχνίδι με το φως και τις σκιές καθώς έπεφταν απάνω στο τοπίο.

Παρ' ότι ήταν αφηρημένος για λίγο, του φάνηκε ότι πρόσεξε μια γνωστή φυσιογνωμία. Μια νεαρή γυναίκα στεκόταν μερικά μέτρα πιο μακριά, με γυρισμένη την πλάτη και έμοιαζε να παρατηρεί ένα σημείο του πάρκου. Εστίασε το βλέμμα του προς εκείνη, προσπαθώντας να καταλάβει αν τελικά ήταν γνωστή σ'εκείνον ή όχι.

Όταν η κοπέλα γύρισε προς το μέρος του, την αναγνώρισε. Ώστε η Ειρήνη είχε έρθει να επισκεφτεί τη χώρα του. Άραγε γιατί δεν του είπε ότι θα ερχόταν; Μήπως δεν ήθελε να τον δει; Ό,τι και να συνέβαινε, αποφάσισε να την πλησιάσει και να χαιρετίσει. Αν μην τι άλλο, θα ήταν αγενές να την αγνοήσει. Μπορεί να ήταν μοναχικός, αλλά σίγουρα δεν είχε ξεχάσει τους καλούς του τρόπους.

Η Ειρήνη χαμογέλασε και ανταπέδωσε πρόσχαρα τον χαιρετισμό. Τον ενημέρωσε πως είχε περιηγηθεί στο πάρκο St James νωρίτερα και της άρεσε πολύ. Είχε έρθει μόνη της και ο Άρθουρ μπορούσε να την φανταστεί να παρακολουθεί σκεφτική τους κύκνους και τις πάπιες της λίμνης.

"Πράγματι, είναι ωραίο μέρος για να ηρεμήσει κανείς." Σχολίασε και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάποιος λόγος που την έκανε να αποφασίσει να έρθει εδώ. Προτίμησε να μην ρωτήσει ευθέως ώστε να μην φανεί αδιάκριτος. Περίμενε μήπως εκείνη του έλεγε αργότερα έτσι κι αλλιώς.

Η επισκέπτρια του έδειξε τον τροχό που φαινόταν από πάνω τους και τον ρώτησε αν ήθελε ν'ανέβει μαζί της. Η πρόσκληση τον αιφνιδίασε αλλά προτού κλωθογυρίσει παραπάνω την πρόταση της στο νου του, τελικά απάντησε πως ήταν καλή ιδέα. Εκείνη τη στιγμή όμως, και όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές, όλοι οι θάλαμοι ήταν γεμάτοι. Ο Άρθουρ βρήκε την ευκαιρία και της εξήγησε ορισμένα πράγματα για το London Eye και ότι θα έπρεπε να κλείσουν θέση πολύ νωρίτερα για να ανέβουν.

Η Ειρήνη τον άκουσε με ενδιαφέρον αλλά δεν φάνηκε να πτοείται από την τελευταία πληροφορία. Χαμογέλασε. Μπορεί να ήταν τυχεροί. Ήταν πια τόσο δύσκολο να βρουν δύο ελεύθερες θέσεις;

Αισιοδοξία και πείσμα έλαμψαν στην έκφραση του προσώπου της. "Μπορούμε τουλάχιστον να ελέγξουμε; Ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως στην επόμενη επιβίβαση να υπάρχουν κενές θέσεις."

Ο Άρθουρ δεν έμοιαζε να συμμερίζεται απόλυτα τη σιγουριά που είχε η Ειρήνη, αλλά την κοίταξε με την ευγενή κατανόηση ενός ενήλικου προς ένα παιδί που δεν θέλει να στερεί από τον εαυτό του τις ευχάριστες προσδοκίες, "Βλέπω δεν χάνεις την ελπίδα σου. Εντάξει, ας πάμε να δούμε. Ίσως η τιμή που μου έκανες με τον απρόσμενο ερχομό σου να μας φέρει τύχη. Είναι ειδική περίσταση σήμερα." Συμπλήρωσε χαμογελώντας.

Ενώ προχωρούσαν μαζί προς το County Hall για να μάθουν σχετικά με τα εισιτήρια, του φάνηκε πως η Ειρήνη κρύωνε. Φορούσε ένα μακρύ παλτό χωρίς κουκούλα πάνω από τα άνετα ρούχα της, αλλά δεν φαινόταν να την ζεσταίνει όσο χρειαζόταν. "Δεν είσαι καλά ντυμένη." Παρατήρησε ο Άρθουρ σχεδόν βαρυσήμαντα. Η Ειρήνη τον κοίταξε παραξενεμένη και τότε ο συνοδός της βιάστηκε να διευκρινίσει, "Εννοώ ότι τα ρούχα σου δεν σε κρατούν αρκετά ζεστή."

"Δεν κρυώνω πολύ." Του απάντησε βιαστικά. Προηγουμένως δεν ένιωθε το κρύο να την περικυκλώνει όπως τώρα που περπατούσαν. Πρέπει να ήταν η διαπεραστική υγρασία του Τάμεση που την έκανε να τρέμει.

"Καταλαβαίνω ότι το ψύχος της Βόρειας Ευρώπης δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο για ένα κορίτσι της Μεσογείου." Άκουσε τον Άρθουρ να σχολιάζει, και ήταν έτοιμη να απαντήσει ή μάλλον να διαμαρτυρηθεί πως η εποχή του χειμώνα δεν απουσίαζε από τη δική της ζωή. Προτού όμως προλάβει να πει κάτι, αισθάνθηκε ένα απαλό, μάλλινο κασκόλ να τυλίγεται προσεκτικά γύρω από τον εκτεθειμένο λαιμό της.

Στράφηκε αυθόρμητα προς το μέρος του και τον κοίταξε κατάματα. Στο βλέμμα της υπήρχε απορία και έκπληξη, ανάμικτες με ειλικρινή εκτίμηση για την πρωτοβουλία του. Ο Άρθουρ δεν ήταν συνηθισμένος σε εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης, παρ' όλα αυτά ένιωσε όμορφα όταν είδε το πρόσωπο της Ειρήνης να φωτίζεται.

"Λοιπόν, ας μην εμπλακούμε στους περίφημους τσακωμούς σου για το ποιός πληρώνει σε περίπτωση που βρούμε εισιτήρια." Της είπε, κλείνοντας το μάτι.

" Μην είσαι πολύ σίγουρος. Εξάλλου θυμάσαι ποιός πρότεινε την ιδέα."

"Ναι αλλά βρίσκεσαι στη δική μου έδρα, δεσποινίς. Εδώ οι κανόνες του παιχνιδιού διαφέρουν. Επίτρεψε μου να κάνω αυτό που νομίζω σωστό και όταν έρθω το καλοκαίρι σ'εσένα, ας γίνουν όλα με το δικό σου τρόπο."

Η Ειρήνη κούνησε το κεφάλι της σκεφτική αλλά δεν συνέχισε την ένσταση. "Καλά. Ελπίζω μόνο να μην υπάρχει πρόβλημα."

"Απολύτως κανένα."

XxX