Το φικ "Η ζωή ένας κύκλος" ήταν μια έμπνευση μετά την κυκλοφορία της νέας νουβέλας της Μιζούκι. Έχει πολλά στοιχεία από τα νέα στοιχεία που μας έδωσε η Μιζούκι και ασφαλώς και άλλα πλάσματα της δικής μου φαντασίας.

Βασισμένη στο γεγονός ότι ξέρετε την αρχική ιστορία απ'έξω και ανακατωτά ελπίζω να μην σας κουράσει η χρονική μετάθεση των γεγονότων και μέχρι να συνηθίσετε το στυλ θα μεταβείτε και στα καινούργια κομμάτια.

Καλό διάβασμα


Η ζωή ένας κύκλος

Πρόλογος

Η μυρωδιά του οινοπνεύματος είχε εισβάλει στα ρουθούνια του. Ποτέ δεν συμπάθησε αυτή τη μυρωδιά. Την είχε συνδυάσει με τη βαριά ατμόσφαιρα του νοσοκομείου. Τελευταία τον βάραινε όλο και περισσότερο.

Μετά το ατύχημα της Σουζάνα, κάθε φορά που έμπαινε στο νοσοκομείο και την ένιωθε να εισχωρεί στα πνευμόνια του, ένιωθε ένα σφίξιμο στο στήθος του. Την κατηγορούσε σαν να ήταν αυτή υπεύθυνη για όλο το βάρος που βρέθηκε στους ώμους του ξαφνικά. Ένα βάρος που δεν ζήτησε ποτέ και που ένιωθε να τον απειλεί κάθε στιγμή και περισσότερο. Ακόμα και σήμερα. Ειδικά σήμερα.

Στεκόταν ακίνητος στο πλατύσκαλο και κοιτούσε επίμονα την πόρτα. Τα μάτια του άδεια είχαν επικεντρωθεί στο πόμολο που δεν ήθελε να το δει να γυρίζει. Γιατί όταν αυτό θα γύριζε, αυτή θα έφευγε για πάντα από τη ζωή του. Για πάντα! Πόσο είναι αυτό το για πάντα; Πόσο διαρκεί το για πάντα όταν ήδη τα λεπτά που πέρναγε η Κάντυ στο δωμάτιο της Σουζάνα φαινόντουσαν αιώνες; Πόσο διαρκεί μια ζωή χωρίς το χαμόγελό της; Χωρίς τα καθαρά πράσινα μάτια της. Όχι. Αυτό ήταν αδύνατο! Αυτό δεν μπορούσε να το διανοηθεί. Δεν ήθελε να το σκέφτεται καν. Μπορεί όλα να είναι απλά οι δικές του ανασφάλειες και όταν ανοίξει αυτή η πόρτα όλα να διορθωθούν. Με το μαγικό της ραβδάκι η νεράιδα του να τα αλλάξει όλα.

Τις σκέψεις του διέκοψε ο ήχος που δεν ήθελε να ακούσει και την επόμενη στιγμή αντίκρισε την Κάντυ να κλείνει πίσω της την πόρτα και να ρίχνει όλο το βάρος της σε αυτήν, παρακαλώντας την να τη στηρίξει, αφού η ίδια δεν είχε πια τη δύναμη να σταθεί όρθια. Τα μεγάλα της μάτια αντίκρισαν τα δικά του.

«Αντίο!» του είπε βιαστικά και έτρεξε προς τις σκάλες προσπερνώντας τον.

«Θα σε συνοδεύσω»

«Δεν χρειάζεται!»

«Θα σε συνοδεύσω είπα»

«Άφησέ με να φύγω Τέρρυ! Δεν καταλαβαίνεις ότι έτσι το κάνεις πιο δύσκολο;»

Η κραυγή της τρύπησε τα αυτιά του και την ψυχή του. Ήταν αλήθεια τελικά. Όλοι του οι φόβοι έπαιρναν σάρκα και οστά. Η ιδέα που τόσο καιρό τον τρόμαζε είχε ντυθεί με τη μορφή της και κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες αυτού του νοσοκομείου. Τι υπήρχε στο τέλος αυτής της σκάλας; Τι τον περίμενε όταν εκείνη θα είχε φτάσει πια εκεί και θα έφευγε για πάντα από τη ζωή του; Τι όμορφο υπήρχε σε αυτή τη ζωή χωρίς αυτήν;

Έπρεπε να τη σταματήσει! Δεν έπρεπε να την αφήσει να φύγει. Ήταν αργά όμως γι'αυτό. Πολύ αργά. Με γρήγορα βήματα έτρεξε ξωπίσω της και τη σταμάτησε. Την κράτησε στην αγκαλιά του όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Εκείνη κοκάλωσε όταν ένιωσε τα χέρια του να τυλίγουν τη μέση της. Ένιωσε την καυτή ανάσα του στο λαιμό της και η καρδιά της διαλύθηκε αμέσως σε μικρά κομμάτια. Όλα τελείωναν σε αυτές τις σκάλες. Όλα τελείωναν εδώ. Τα όνειρά της, οι ελπίδες της... Ό,τι λαχτάρισε στη ζωή της περισσότερο έφτανε στην γραμμή του τέλους του.

«Να είσαι ευτυχισμένη Κάντυ. Αλλιώς δεν θα σε συγχωρέσω»
«Κι εσύ Τέρρυ» ακούστηκε η φωνή της σαν ψίθυρος.

Στα χέρια του ένιωθε ακόμα τη ζέστη του κορμιού της. Κοίταξε την παλάμη του, που μέχρι πριν λίγο ακούμπαγε το σώμα της.

«Ευτυχισμένος;» αναρωτήθηκε και άφησε το μυαλό του να πλανηθεί. «Να είμαι ευτυχισμένος εγώ; Πως μπορώ να είμαι ευτυχισμένος χωρίς εσένα Κάντυ; Πως μπορεί να είναι ευτυχισμένη η υπόλοιπη ζωή μου όταν η μόνη μου ευτυχία είσαι εσύ... Μόνο εσύ! Πως μπορώ να συνεχίσω όταν γνώρισα πως είναι η ζωή με το χαμόγελό σου στο πλάι μου. Όταν έζησα ευτυχισμένες στιγμές μαζί σου. Όταν με ξεκούρασες με τα λόγια σου και την αισιοδοξία σου.

Δεν υπάρχει ευτυχία μακριά σου Κάντυ. Δεν υπάρχει ζωή! Η δική μου ζωή τελειώνει εδώ!» ήταν η τελευταία σκέψη του προτού τραβήξει τη βαριά κουρτίνα του παραθύρου και ρίξει τα μάτια του στο πάτωμα.


Το είχε πάρει σχεδόν απόφαση. Όσο κι αν κοιτούσε τη ντουλάπα του δεν θα άλλαζε τίποτα. Θα έπρεπε αναπόφευκτα να την ανοίξει και να πάρει το πανωφόρι του για να φύγει. Η ώρα περνούσε και είχε ήδη αργήσει. Αν κι όλα του φώναζαν ότι θα πρέπει αναπόφευκτα να την αποχωριστεί, δεν έπρεπε να την αφήσει να περιμένει μόνη της στο σταθμό.

Με βήμα βαρύ, έφτασε και άπλωσε το χέρι του να πάρει το σακάκι του. Τύλιξε ένα κασκόλ στο λαιμό του και φόρεσε την τραγιάσκα του. Δεν έπρεπε να επιτρέψει κανέναν να αντιληφθεί την ταυτότητά του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα του διαμερίσματός του και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του.

Αυτή ερχόταν κι αυτός δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ακόμα έμοιαζε σαν χτες η στιγμή που με όσα χρήματα είχε καταφέρει να συγκεντρώσει έκλεισε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή στο όνομά της. Ένα εισιτήριο που θα την έφερνε επιτέλους κοντά του. Και πάλι σαν χτες ήταν η στιγμή που ο προβολέας τραυμάτισε τη Σουζάνα. Σαν χτες ήταν η στιγμή που αγωνιούσε έξω από το νοσοκομείο για τη ζωή της. Και σαν σήμερα η φωνή της μητέρας της αντηχούσε διαρκώς μέσα στα αυτιά του και τον καλούσε να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι στην κόρη της.

Πάρκαρε το αυτοκίνητο και έσβησε τη μηχανή. Κοίταξε την μεγάλη πόρτα του σταθμού που υψωνόταν δίπλα του. Ακούμπησε το κεφάλι στο τιμόνι και έμεινε για λίγο σκεφτικός. Τι έπρεπε να κάνει; Τι μπορούσε να κάνει;