ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ήταν στενοχωρημένη καθώς ξάπλωνε στο νεκροκρέβατό της και περίμενε το μοιραίο. Όχι επειδή η ζωή της τελείωνε — η καλή της ανατροφή δεν της επέτρεπε να ασχολείται με τέτοια μικροπροβλήματα· άλλωστε δεν θα πέθαινε πραγματικά, αφού ένα τμήμα της θα έμενε πίσω. Βέβαια, ένα μέρος του μυαλού της εξακολουθούσε να ενοχλείται από το ότι ήταν πολύ νέα για να πεθάνει, μόλις εξήντα ετών, ενώ πολλοί άλλοι μάγοι και μάγισσες ζούσαν πάνω από εκατό.
Αλλά όχι, σε γενικές γραμμές ο θάνατος ήταν το μικρότερο από τα προβλήματά της. Ανυπομονούσε μάλιστα. Την ενοχλούσε ότι θα πέθαινε έτσι.
Η Ουαλμπέργκα Μπλακ είχε μεγάλη οικογένεια, τουλάχιστον σύμφωνα με τα δεδομένα των καθαρόαιμων. Είχε γεννήσει δύο γιους και είχε τρεις ανηψιές. Πέντε άτομα, πέντε απόγονοι —τουλάχιστον— θα 'πρεπε να βρίσκονται στην κρεβατοκάμαρά της τώρα, πενθώντας σιωπηλά, ίσως κλαίγοντας, περιμένοντας το χαμό της.
Κι όμως δεν ήταν κανείς. Ήταν μόνη της, με μόνη συντροφιά το πιστό της οικιακό ξωτικό, τον Κρίτσερ. Και το φταίξιμο ήταν όλο δικό της — κι αυτό ήταν που την πονούσε στην πραγματικότητα. Ότι είχε διώξει μόνη της την οικογένειά της από κοντά της. Είχε διαγράψει τον Σείριο όταν έφυγε από το σπίτι επειδή αυτή τον κακοποιούσε επί χρόνια· είχε πιέσει τον Ρέγκουλους να μπει στους Θανατοφάγους με αποτέλεσμα να διατάξει ο ίδιος ο Σκοτεινός Άρχων το θάνατό του· είχε παρατηρήσει την Μπέλατριξ να γίνεται Θανατοφάγος και να φυλακίζεται στο Αζκαμπάν· είχε διαγράψει την Ανδρομέδα επειδή παντρεύτηκε έναν μαγκλ-γέννητο· όσο για τη Ναρκίσσα...
Βασικά, η Ναρκίσσα δεν είχε κανένα λόγο να της κρατάει κακία! Η Ναρκίσσα είχε παντρευτεί τον αγαπημένο της από το Χόγκουορτς, αρχηγό μιας παλαιάς και πλούσιας καθαρόαιμης οικογένειας, πράγμα που δεν θα είχε γίνει δυνατό αν η ίδια η Ουαλμπέργκα δεν είχε βοηθήσει με την προίκα.
Συνεπώς, η Ναρκίσσα έπρεπε να είναι ευγνώμων στη θεία της. Κι όμως, δεν είχε εμφανιστεί. Όταν ο Κρίτσερ της είχε στείλει μήνυμα με τη φωτιά το πρωί, τα ξωτικά των Μάλφοϊ είπαν ότι η κυρία τους έλειπε, και δώδεκα ώρες μετά δεν είχε απαντήσει ακόμη.
Η Ουαλμπέργκα αναστέναξε, και ο ήχος έκανε ακόμη και το ξωτικό, που ήταν τόσο σκληρό όσο και η κυρία του, να νιώσει άσχημα. Αν η μόνη απόγονός της δεν ήθελε να τη δει να πεθαίνει, αυτό σήμαινε ένα μόνο πράγμα.
Η Ουαλμπέργκα Μπλακ είχε αποτύχει. Ως μητέρα, ως θεία, ως άρχουσα Μπλακ.
«Κρίτσερ», είπε με την ετοιμοθάνατη φωνή της, «δώσε το ραβδί μου». Το ξωτικό υπάκουσε και η άρχουσα Ουαλμπέργκα Μπλακ, αρχηγός του αρχαιότατου και ευγενέστατου οίκου των Μπλακ ζωγράφισε το οικόσημό της στον αέρα και είπε «πρόσθεσον τον Σείριο Ωρίωνα Μπλακ.»
Το χέρι της έπεσε στο κρεβάτι καθώς πέθαινε.
Ο Σείριος ένιωσε ένα τσίμπημα στον μαγικό πυρήνα του αρκετό για να τον ξυπνήσει. Όχι ότι μπορούσε ποτέ να κοιμηθεί ήσυχα σ' αυτό το απαίσιο μέρος, με όλα αυτά τα πλάσματα που ρουφούσαν την ευτυχία από μέσα του. Όμως αυτή η αίσθηση ήταν διαφορετική. Ήταν σαν να αναδημιουργείται ένας δεσμός που έλειπε. Αυτό που θα ένιωθε ένα μαγκλ ηλεκτρικό δίκτυο που ξανασυνδέεται — όχι ότι τα μαγκλ δίκτυα είχαν αισθήματα δηλαδή.
Ο Σείριος το είχε ξανανιώσει αυτό μόνο μία φορά στη ζωή του, αλλά ήταν το ακριβές αντίθετο. Τη νύχτα που εγκατέλειψε το σπίτι των γονέων του, τη νύχτα που αποφάσισε ότι υπέφερε αρκετά και αναζήτησε άσυλο στην έπαυλη Πότερ. Εκείνη τη νύχτα, λίγο αφ' ότου είχε αποκοιμηθεί, είχε νιώσει όπως ένα δίκτυο που αποσυνδέεται. Στην αρχή είχε τρομάξει και είχε σκεφτεί να ξυπνήσει τον Τζέιμς. Όταν όμως πέρασαν μερικά λεπτά και δεν είχε γίνει τίποτε περίεργο, ο Σείριος ηρέμησε και ξανακοιμήθηκε. Λίγες ημέρες μετά έμαθε ότι το τσίμπημα ήταν στην πραγματικότητα η διαγραφή του από την οικογένεια.
Τώρα όμως τι σήμαινε; Το αίσθημα ήταν το ακριβές αντίθετο της άλλης φοράς, επομένως... ήταν ξανά μέλος της οικογένειας Μπλακ; Αυτό δεν είχε νόημα!
Ούτε και καμιά σημασία. Ο Σείριος πιθανότατα θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στο Αζκαμπάν —κοινός ή ευγενής— για ένα φόνο που δεν είχε διαπράξει, χωρίς καν να δικαστεί· η ζωή του είχε τελειώσει και... Καθώς τον χτύπησε το κύμα της κατάθλιψης, ο Σείριος μεταμορφώθηκε σε σκύλο και ξανακοιμήθηκε.
Η Ναρκίσσα Μάλφοϊ απέφευγε τη θεία της όλη την ημέρα, και είχε τους λόγους τους! Επειδή ήταν η τελευταία απόγονος της άρχουσας Μπλακ ήταν αναγκασμένη να ανέχεται τη γριά σχεδόν κάθε μέρα. Ήταν αλλιώς όταν ήταν εδώ και οι αδελφές της, αλλά όχι, η γριά μάγισσα πήγε και τις διέγραψε από την οικογένεια! Όχι, η Ναρκίσσα δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να περάσει την ημέρα με τη θεία της και να ακούει τα ρατσιστικά παραληρήματά της για μαγκλ και λασποαίματους/-ες. Είχε καλύτερα πράγματα να κάνει.
Το ίδιο βράδυ ένιωσε το γνωστό τσίμπημα στον μαγικό πυρήνα της. Ήταν το ίδιο αίσθημα με τότε που πέθανε ο πατέρας του Λούσιου. Ο Λούσιος το είχε νιώσει πιο ισχυρά βέβαια, αφού ήταν ο διάδοχος του τίτλου, αλλά κι αυτή είχε αρκετή εμπειρία ώστε να αναγνωρίσει το σημερινό τσίμπημα. Σήμαινε πως η θεία Μπέργκα είχε πεθάνει, κι η Ναρκίσσα, ούσα το μεγαλύτερο σε ηλικία —και βασικά το μοναδικό— μέλος του οίκου Μπλακ ήταν πλέον αρχηγός.
Όχι, όχι ακριβώς. Αν ήταν αυτή αρχηγός θα είχε είχε νιώσει το τσίμπημα πιο δυνατά, όπως το είχε νιώσει ο Λούσιος τόσα χρόνια πριν. Όχι. Το τσίμπημα της Ναρκίσσας σήμαινε πως ήταν απλώς η αναπληρώτρια αρχηγός, επομένως κάποιο άλλο άτομο ήταν αρχηγός... είτε η Μπέλατριξ ή ο Σείριος, κάποιο άτομο που δεν μπορούσε να ασκήσει την αρμοδιότητά του για την ώρα.
Η Ναρκίσσα σηκώθηκε από το κρεβάτι ήσυχα, για να μην ξυπνήσει τον Λούσιο. Έπρεπε να σκεφτεί.
