Eίχαν περάσει 3 ημέρες. Τρεις ημέρες κι ακόμα να καταλάβει ο παράξενος άντρας με το δερμάτινο σακάκι, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακολουθήσει. Μετά από την ξαφνική του έφοδο το πρωί εκείνης της ημέρας δεν άνοιγε σε κανέναν αν δεν ρωτούσε πρώτα ποιος είναι. Αυτός όμως επέμενε. Αρχικά, χτυπώντας την πόρτα με δύναμη, λες κι ήθελε να την σπάσει. Έπειτα, με χαρτάκια που γλιστρούσε κάτω από την πόρτα της.
''Σε παρακαλώ, άσε με να σου εξηγήσω Έμμα''.
Ήταν τρελός, ήταν σίγουρη πλέον. Ευτυχώς έκανε αισθητή την παρουσία του τις ώρες που ο Χένρυ ήταν στο σχολείο. Ήταν λες κι ήξερε το πρόγραμμα της οικογένειάς της. Η ίδια δούλευε απόγευμα, και πολλές φορές μέχρι αργά το βράδυ. Ο Χένρυ έμενε για αρκετές ώρες μόνος του τα απογεύματα και πολλές φορές καλούσε κάποια κοπέλα να τον προσέχει. Μέχρι πριν λίγους μήνες που ο μικρός επαναστάτησε
''Μαμά, κοντεύω 13, δεν είμαι πλέον μωρό, μπορώ να μείνω μόνος μου για λίγο!''
''Καλά, τα λέμε ξανά όταν γίνεις 18. Μεγάλε!''
'' Σοβαρά μιλάω!'' της είχε πει αυτός μουτρωμένος.
Είχαν μαλώσει εκείνη την ημέρα αλλά τελικά συμφώνησαν να μένει μόνος του αν δεν χρειάζεται να λείπει η Έμμα για παραπάνω από 4 ώρες. Το μικρό της αγόρι δεν ήταν πλέον και τόσο μικρό, έπρεπε να το αποδεχτεί. Χαμογέλασε μελαγχολικά στην σκέψη ότι σύντομα θα ήταν έφηβος. Πάνε πια οι εποχές που τον φιλούσε για καληνύχτα και του διάβαζε τα αγαπημένα του παραμύθια. Πόσο γελούσε πάντα με την αγάπη του μικρού για την κακιά βασίλισσα από το παραμύθι της Χιονάτης! Άραγε, θα είχαν οι δυο τους ποτέ ξανά αυτό το δέσιμο όπως εκείνες τις κρύες νύχτες που απλά πείραζαν ο ένας τον άλλον και κοιμόντουσαν αγκαλιά; Ένιωθε ήδη πως κάτι άλλαζε ανάμεσά τους και δεν ήταν σίγουρη πως της άρεσε. Ήξερε όμως πως ήταν μέρος της ζωής και ότι ο μικρός της πρίγκιπας θα έβρισκε πάλι τον δρόμο για το ''σπίτι'' , όποτε κι αν το αποφάσιζε. Τις σκέψεις της διέκοψε το κουδούνι της πόρτας.
''Όχι πάλι αυτός!'' αναστέναξε η Έμμα.
Παίρνοντας μια τελευταία πιρουνιά από την ομελέτα που είχε φτιάξει για πρωινό, σηκώθηκε αργά για να κοιτάξει από το ματάκι της πόρτας. Δεν ήταν ο παράξενος άντρας με το δερμάτινο σακάκι. Ήταν κάποιος που είχε να δει χρόνια. Κάποιος που πίστευε πως δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά.

-

ΛΙΓΟΥΣ ΜΗΝΕΣ ΠΡΙΝ

Είχαν περάσει 3 ημέρες. Τρεις μέρες που η Ρετζίνα κρύβονταν από την πιο διαβολική μάγισσα που είχε γνωρίσει. Ανταγωνίζονταν ακόμα και την evil queen, που ήταν κάποτε η ίδια. Κάποτε...Προσπαθεί να μην θυμάται εκείνη την εποχή. Γιατί όταν το κάνει, θυμάται που ακριβώς την οδήγησε όλος αυτός ο θυμός. Στην κατάρα. Και κατ' επέκταση στο Storybrooke. Στον Χένρυ. Δεν μπορεί να σκέφτεται τον Χένρυ, πονάει πολύ. Το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να καταστραφεί η προηγούμενη κατάρα ήταν ακριβώς αυτό. Ήταν καταραμένη να θυμάται τι έχασε. Για πάντα. Μπορεί να μην πήρε το ευτυχισμένο της τέλος, αλλά τουλάχιστον το χάρισε στην Έμμα. Δεν ήξερε πως αισθανόταν ακόμα γι' αυτό το γεγονός, απλά ήξερε πως έκανε το σωστό. Η Έμμα το άξιζε στο κάτω κάτω, ήταν η σωτήρας. Η ίδια είναι απλά ένας κακός χαρακτήρας από ένα παραμύθι, και όπως απέδειξε και ο Rumple, στους κακούς δεν αξίζει ευτυχισμένο τέλος.
Σκεφτική συνέχισε την περιπλάνησή της μέσα στο μαγεμένο δάσος. Είχε αφήσει την Snow και τον Charming υπεύθυνους για την προστασία των κατοίκων του μαγεμένου δάσους και η ίδια είχε κάνει ένα προσωρινό προστατευτικό ξόρκι ώστε να μην μπορεί να τους εντοπίσει η μάγισσα. Δεν ήξερε ακόμα ακριβώς τις προθέσεις της, όμως από την αρχή τους έδωσε να καταλάβουν ότι αν δεν έκαναν ο,τι τους έλεγε, θα υπήρχαν συνέπειες. Και υπήρξαν. Ακόμα και θάνατοι αθώων ανθρώπων. Η Ρετζίνα 'ενιωθε πως παρακολουθούσε τον εαυτό της ως evil queen από απόσταση. Κι αυτό το έκανε ακόμα πιο δύσκολο. Όχι, δεν είχε μετανιώσει για ο,τι είχε κανει, αφού της επέτρεψε να έχει - έστω και για λίγο- τον Χένρυ, όμως κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθε τύψεις για τον πόνο που είχε προκαλέσει. Ήταν η μόνη που μπορούσε να σταματήσει αυτήν την μάγισσα, κι αυτό θα έκανε. Δεν θα άφηνε ξανά κανέναν να κινδυνέψει, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα καταστρεφόταν η ίδια. Δεν είχε και πολλά να χάσει πλέον έτσι κι αλλιώς. Η ζωή της δεν είχε νόημα χωρίς την οικογένειά της. Στο μυαλό της ήρθαν εικόνες από την Έμμα και τον Χένρυ. Άρχισε να βουρκώνει. Δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί το γεγονός ότι φαντάστηκε τον Χενρυ ΚΑΙ την Έμμα ως οικογένειά της, καθώς μια λεπτή παιδική φωνούλα, ακούστηκε τρομαγμένη κοντά από τον γκρεμό δίπλα της.
''Βοήθειααα, θα πέσωω, καποιος να με βοηθησει, σας παρακαλω!''

SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ SQ

Η Έμμα άνοιξε την πόρτα κι έπεσε στην αγκαλιά του άντρα μπροστά της.
''Ευγένιε! Πάνε τόσα χρόνια! Νόμιζα πως σε είχα χάσει για πάντα!''
είπε κλαίγοντας στον ψηλό άντρα μπροστά της. Ήταν λεπτός, με τα καστανά μαλλιά του ανακατεμένα από τον φθινοπωρινό αέρα και μια λάμψη στα καστανά του μάτια που δεν έφευγε παρά την εμφανή κούρασή του. Την αγκάλιασε σφιχτά.
''Έμμα, είμαι μια χαρα, μην κλαις, πάμε μέσα'' της είπε απαλά χαιδεύοντάς της τα μαλλιά.
Κρατώντας τον από το χέρι, τον οδήγησε στο σαλόνι.
''Να σου βάλω κάτι να πιείς; Μήπως θες να φας; Θεέ μου, είσαι πράγματι εδώ!'' είπε σφίγγοντάς του το χέρι.
''Έμμα, κάτσε κάτω, θέλω να σου μιλήσω'' είπε αυτός ήρεμα αλλά με ύφος που δεν σήκωνε κουβέντα.
Η Έμμα τον κοίταξε παραξενεμένη αλλά κάθισε στον καναπέ δίπλα του και του χαμογέλασε.
''Λοιπόν; Που ήσουν αδερφούλη μου τόσα χρόνια; Σε ψάχναμε παντού. Το ξέρω πως ταξίδευες στον κόσμο αλλά θα μπορούσες έστω να είχες επικοινωνήσει μαζί μας!'' του είπε πειραχτικά.
''Δεν είμαι αδερφός σου, Έμμα. Δεν είχες ποτέ αδερφό. Είναι μια ανάμνηση, μια ψεύτικη ανάμνηση. Με είχες γνωρίσει όμως κάποτε. Όλες οι αναμνήσεις σου είναι στιγμές μιας ζωής που κάποιος άλλος σου χάρισε. Και τώρα ήρθε η ώρα να συναντήσεις ξανά την γυναίκα που σου χάρισε αυτή την ζωή.''