«Όχι!» είπε ήρεμα ο ασπρομάλλης άντρας στο νεαρό που στεκόταν μπροστά του. Τα γαλανά, σαν πάγος μάτια του κοίταξαν υπομονετικά το μελαχρινό αγόρι, με την βαθιά ουλή στο δεξί μάγουλο και τα αγριωπά χαρακτηριστικά, που είχε δεν είχε κλείσει τα εικοσιπέντε του χρόνια. Το αγόρι στεκόταν ξυπόλυτο δίπλα του, φορώντας μόνο ένα καφέ παντελόνι από δέρμα ενώ το ηλιοκαμένο δέρμα του είχε ιδρώσει από την πνευματική προσπάθεια.. Τα μακριά, σπαστά του μαλλιά έπεφταν απεριποίητα στους ώμους του και η έκφραση του προσώπου του έδειχνε την κούραση αλλά και το πείσμα του.

Βρισκόταν στην άκρη ενός ειδυλλιακού ξέφωτου, κάπου στη μεγάλη κομητεία-χώρα του Λεράκ, σ' ένα κομμάτι λίγα χιλιόμετρα μέσα από τα όρια του αχανούς δάσους, που οι άνθρωποι ονόμαζαν Έλφγουντ και τα ξωτικά Λάιντορ. Ο ασπρομάλλης, ένας φαινομενικά ώριμος σε ηλικία άντρας με όμορφα, σχεδόν νεανικά χαρακτηριστικά, που άκουγε στο όνομα Μπέλθορ, ήταν καθισμένος με την πλάτη ακουμπισμένη σ' ένα γέρικο δέντρο, ντυμένος στα γαλάζια και τα λευκά και απολάμβανε τον ήλιο και το ελαφρύ αεράκι που χάιδευε απαλά το πρόσωπό του.

«Όχι» συνέχισε καθώς έφερνε τα χέρι του να προστατευτεί από τον ήλιο που έπεφτε στα μάτια του όπως γύρισε να κοιτάξει το νεαρό. «Μην προσπαθείς να φανταστείς πως είναι. Αυτό θα ήταν αδύνατο αφού προς το παρόν δεν μπορείς να έχεις την παραμικρή ιδέα, παρά τις γνώσεις σου. Νιώσε απλά το πνεύμα σου να γίνεται ένα με το δικό του. Το σώμα θα ακολουθήσει.». Ο νεαρός κοίταξε τον άντρα με αμφιβολία. Όποιος τον κοίταζε δε θα τον έκανε περισσότερο από τριανταπέντε με σαράντα χρονών, παρά το λευκό χρώμα των μαλλιών του, όμως ο ίδιος ήξερε πως οι συμβουλές που άκουγε έρχονταν από κάποιον αρκετά έμπειρο και πολύ ηλικιωμένο. Παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε παρά να νιώσει μια δυσπιστία για τα λόγια του. Τίναξε ελαφρά το κεφάλι για να διώξει αυτό το συναίσθημα, κι ύστερα γύρισε και κοίταξε και πάλι ένα μεγάλο ελάφι που είχε ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι και που στεκόταν μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα στο ξέφωτο. Προσπαθώντας να διατηρήσει την εικόνα στο μυαλό του, ο νεαρός έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε σε αυτήν. Σιγά σιγά η σκέψη του κατέφυγε στο κομμάτι εκείνο του μυαλού του με τη βοήθεια του οποίου είχε μάθει να επεμβαίνει στην πραγματικότητα γύρω του, ένα από τα πολύτιμα υπερφυσικά μαθήματα που είχε διδαχθεί ως δρύιδης. Για λίγο ένιωσε τις φλέβες του να φουσκώνουν, σχεδόν αμέσως όμως η αυτοσυγκέντρωσή του διαταράχθηκε και άνοιξε τα μάτια. Τα χέρια του ήταν σφιγμένα και ιδρώτας είχε λούσει το σώμα του. Κοίταξε απογοητευμένος τον Μπέλθορ, που δε φαινόταν να συμμερίζεται τις προσπάθειές και τους κόπους του, έτσι όπως καθόταν με μισόκλειστα μάτια απολαμβάνοντας τον ήλιο. Εκείνος αναστέναξε και σηκώθηκε, τινάζοντας παράλληλα το χώμα και μερικά φυλλαράκια από τα ρούχα του. Στάθηκε μπροστά στον νεαρό και τον κοίταξε στα μάτια, που δε διέφεραν και πολύ από τα δικά του στο χρώμα και τη δύναμη.

«Κάνεις το ίδιο λάθος» είπε με ήρεμη φωνή. «Μην προσπαθείς με μαγεία να πείσεις το σώμα σου να υπακούσει σε κάτι που δεν ξέρεις ούτε εσύ. Βρες απλά μια άλλη πτυχή της ψυχής σου. Υπάρχει ήδη εκεί και απλά θέλει λίγο σκούντημα για να ξυπνήσει. Οι ευλογίες του Ελ και το αίμα που κυλάει στις φλέβες σου θα αναλάβουν τα υπόλοιπα». Κοίταξε με νόημα το νεαρό τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία πρόταση κι ύστερα ξεκίνησε να φύγει, μουρμουρίζοντας κάτι για ξεμούδιασμα και βόλτα και αφήνοντας τον να αναλογιστεί το νόημα των λόγων του.

Ο νεαρός έμεινε για λίγο να κοιτάει το Μπέλθορ να απομακρύνεται. Όταν πια τον έχασε ανάμεσα στα δέντρα, γύρισε και πάλι στο ελάφι αφήνοντας παράλληλα το νου του να περιπλανηθεί ελεύθερα, με σκοπό να ηρεμήσει και να μπορέσει να συγκεντρωθεί κατάλληλα για την άσκησή του. Έκλεισε τα μάτια και πήρε βαθιές ανάσες. Η σκέψη του ταξίδεψε αυθόρμητα πίσω στις μέρες της μύησης και εκπαίδευσής του ως δρύιδη, μια διαδικασία που του πήρε αρκετά χρόνια αλλά που είχε απολαύσει πολύ δεδομένης της κλήσης που είχε παρουσιάσει από νωρίς προς την κατανόηση και υπεράσπιση της Φύσης, που ήταν και ο βασικός στόχος των δρυΐδων. Δεν ήταν βέβαια λίγες οι φορές που είχε έρθει σε ρήξη με τον διδάσκαλό του και θείο του, ιδιαίτερα σε θέματα ηθικής, στην πλειοψηφία τους όμως οι διδαχές της δρυιδικής φιλοσοφίας τον έβρισκαν σύμφωνο και τα απαραίτητα σημάδια για την τελική μύησή του είχαν δοθεί ολοφάνερα από τον Ελ. Έτσι, ακολουθώντας τα βήματα της οικογένειας της μητέρας του, ο νεαρός μαθητευόμενος είχε καταφέρει να χριστεί δρύιδης, απέχοντας πολύ ακόμα βέβαια από τις θέσεις του Κύκλου, των ανώτερων θεσμών του Τάγματος των Δρυΐδων δηλαδή. Τώρα, ακολουθώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του πριν πεθάνει, είχε έρθει να τον διδάξει ο Μπέλθορ Μιθκελάιναλ, ο ασημένιος δράκος, μερικά πράγματα για τον κόσμο αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό. Και τώρα βρισκόταν αντιμέτωπος με το τελικό μάθημα, ένα μάθημα που θα αποδείκνυε κατά πόσο ήταν ένας άξιος υπηρέτης της Φύσης αλλά και κατά πόσο ήταν άξιος διάδοχος του αίματος που κυλούσε στις φλέβες του.

Η αίσθηση καθήκοντος που του έφερε η τελευταία αυτή σκέψη έκανε το νεαρό να ανοίξει τα μάτια και να συγκεντρωθεί απόλυτα στο ελάφι. Για πρώτη φορά, απαλλαγμένος από κάθε άγχος αποτυχίας, πρόσεξε τις λεπτομέρειες της ανατομίας του και θαύμασε τους σφιχτούς μυς των ποδιών του, το καφέ γυαλιστερό του τρίχωμα, τα μεγάλα του κέρατα που ορθώνονταν περήφανα από το κεφάλι του και τα πεταχτά του αυτιά που κινούνταν παιχνιδιάρικα καθώς έβοσκε ήρεμα το τριφύλλι που υπήρχε άφθονο. Έκλεισε και πάλι τα μάτια και άφησε τον εαυτό του να νιώσει απλά την παρουσία του ελαφιού. Το ελάφι ήταν εκεί και δε χρειαζόταν να το κοιτάζει για να το ξέρει. Το ένιωθε. Ένιωσε την υπεροψία του αρχηγού του κοπαδιού και το διαρκές άγχος για κάποιο πιθανό σαρκοβόρο να παραμονεύει στις σκιές. Το στόμα του γέμισε με μια περίεργη γεύση χόρτου και χώματος. Λίγα λεπτά αργότερα, η καρδιά του νεαρού άρχισε να ανεβάζει το ρυθμό της, ώσπου τελικά έφτασε να χτυπάει ξέφρενα, χωρίς προφανή λόγο. Τρομοκρατημένος από το πρωτόγνωρο αυτό συναίσθημα, αισθάνθηκε κρύο ιδρώτα να λούζει το σώμα του. Δεν άφησε όμως τον εαυτό του να αποσυγκεντρωθεί και διατήρησε την επαφή του με το ελάφι. Σιγά σιγά το ζωντανό άρχισε να μεγαλώνει στη σκέψη του. Ο ήχος των παλμών του κερασφόρου τετράποδου αντηχούσε με δύναμη μέσα στο μυαλό του. Σταδιακά ο ξέφρενος ρυθμός της δικής του καρδιάς συγχρονίστηκε μαζί του. Ένιωσε το αίμα του να ζεσταίνεται και τις φλέβες του να φουσκώνουν από την ένταση. Οι μυς του άρχισαν να σφίγγουν και το κεφάλι του πονούσε και βούιζε, ενώ η θερμοκρασία του σώματός του ανέβαινε επικίνδυνα, σαν να τον είχε καταλάβει πολύ υψηλός πυρετός. Περίεργες μυρωδιές πλημμύρισαν την όσφρησή του και το παντελόνι κόλλησε με δύναμη πάνω στο πόδι του. Ενώ η ίδια του η ψυχή του καιγόταν και άλλαζε, η σκέψη του φωτίστηκε καθώς ο νεαρός συνειδητοποιούσε την αλήθεια μερικών από τα λόγια του θείου του:

«Στην αρχή υπήρχε ο Ελ και το πρώτο δημιούργημα αυτού ήταν το Πνεύμα, που ο κόσμος απλά το λέει Φύση. Και δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην διακατέχεται από το Πνεύμα. Γιατί με το Πνεύμα ο Ελ δημιούργησε και τις Δυνάμεις και την Ύλη, και τον Άνθρωπο και το Νάνο, και το Ξύλο και το Βράχο, και την Αλεπού και το Λαγό.»

«Και το Ελάφι!» συμπλήρωσε θριαμβευτικά ο νεαρός και τη στιγμή αυτής της διαπίστωσης κάθε πόνος και δυσάρεστο συναίσθημα χάθηκε.

Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια ο κόσμος που αντίκρισε ήταν θολός και κατά το πλείστον άχρωμος. Στη μύτη του έφτασαν οι μυρωδιές της ρίγανης, της μαργαρίτας, του τριφυλλιού και του άγριου μίρτυλλου, όπως επίσης και η μυρωδιά ελαφιού. Ο παραμικρός θόρυβος που έφτανε στα αυτιά του του φαινόταν περίεργα δυνατός και μια περίεργη όρεξη για τριφύλλι τον έπιασε. Απέναντί του μπορούσε, όχι εύκολα να διακρίνει, μύριζε όμως καθαρότατα την αδρεναλίνη του, ένα ελάφι φανερά ταραγμένο, έτοιμο, αν χρειαστεί, να υπερασπιστεί τις θηλυκές του από τον ξαφνικό αντίζηλο. Το σώμα του νεαρού έπεσε με φόρα προς τα εμπρός και την πτώση σταμάτησαν οι οπλές των χεριών του…

Προσπάθησε να φωνάξει από τη χαρά του όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάλει ένα δυνατό βέλασμα. Το άλλο ελάφι, φανερά ενοχλημένο από την περίεργη συμπεριφορά του καινούργιου αρσενικού, πλησίασε το κοπάδι και το οδήγησε μακριά από το ξέφωτο. Ο νεαρός το κοίταξε για λίγη ώρα ευχαριστώντας το για την πολύτιμη βοήθειά του κι έπειτα βάλθηκε ν' ανακαλύψει τη δυναμική του καινούργιου του σώματος. Έλεγξε τη φόρα του χτυπήματος των κεράτων του και χτύπησε με δύναμη τον αέρα με τα πόδια του. Ρουθουνίζοντας έντονα, έξυσε το έδαφος με την δεξιά μπροστά του οπλή και φαντάστηκε πως απέναντί του στεκόταν ένας λύκος. Σαν απάντηση στο κάλεσμα της φαντασίας του, ένας μεγάλος γκρίζος λύκος πετάχτηκε από τους διπλανούς θάμνους και ήρθε να σταθεί απέναντι του.

Αρχικά το ένστικτο φυγής του θηράματος προσπάθησε να κυριέψει το ελαφένιο σώμα του νεαρού. Η σκέψη όμως ανήκε ακόμα στον άνθρωπο, αν και τα όρια ανάμεσα στα δύο ήταν πλέον πολύ λεπτά, και ο νεαρός δεν ήταν ανόητος. Ήξερε πως μια τέτοια κίνηση δεν ταίριαζε στη αγελική φύση του λύκου. Γρήγορα κατάλαβε πως απέναντί του δεν βρισκόταν ένας συνηθισμένος λύκος και αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του Μπέλθορ.

Το σαρκοβόρο γρύλισε και άφησε τα λευκά του δόντια να φανούν. Σαν απάντηση το ελάφι τίναξε απειλητικά το κεφάλι του με τα κέρατα να διαγράφουν ένα μεγάλο τόξο. Την ώρα όμως που η κίνηση του έφτανε στο τέρμα της και το κερασφόρο κεφάλι πλησίαζε το ζενίθ, ο λύκος χίμηξε μ' ένα μουγκρητό στον ακάλυπτο λαιμό του θηράματός του. Σαστισμένο από την ύπουλη αυτή επίθεση το ελάφι έκανε πίσω και άκουσε τα κοφτερά σαγόνια του κυνηγού να κλείνουν μόλις λίγα χιλιοστά απ' την τραχεία του, είτε από τύχη, είτε από την πρόνοια του Μπέλθορ.

Με την υπολογιστική δύναμη του ανθρώπινου νου του να κυριαρχεί, πέρασε στην αντεπίθεση. Κατέβασε με δύναμη τα κέρατά του στο λύκο, ελπίζοντας να τον απομακρύνει από τον ευαίσθητο λαιμό του. Όμως εκείνος περίμενε αυτή την κίνηση και είχε ήδη πεταχτεί στο πλάι. Το ελάφι δεν το έβαλε κάτω. Με μία απότομη κίνηση του λαιμού του γύρισε τα κέρατά του και χτύπησε τα πλευρά του λύκου-Μπέλθορ. Το χτύπημα όμως δεν είχε την απαραίτητη δύναμη και το σαρκοβόρο κατάφερε να δαγκώσει το πόδι του ελαφιού. Πιεσμένος από την αίσθηση του πόνου που του προκάλεσαν τα δόντια του αντιπάλου του, ο μεταμορφωμένος νεαρός σηκώθηκε στα δύο πόδια και κατέβασε με δύναμη τις οπλές του στην πλάτη του λύκου.

Ο Μπέλθορ ένιωσε τη σκληρή πίεση στην πλάτη του. Προσπαθώντας να ξεφύγει, στριμώχτηκε κάτω από τα πόδια του μεγάλου κερασφόρου και πετάχτηκε προς το πλάι. Το ελάφι, δράττοντας την ευκαιρία γύρισε την πλάτη του στο λύκο και, πριν προλάβει εκείνος να αντιδράσει, τον κλότσησε με τα πίσω πόδια, τινάζοντας τον λίγα μέτρα πιο κάτω, στον κορμό του δέντρου που πριν καθόταν ανέμελος. Ο Μπέλθορ έμεινε για λίγο να κοιτάζει έκπληκτος τον αντίπαλό του που τώρα ρουθούνιζε ευχαριστημένος, προκαλώντας τον να συνεχίσει και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ξαναριχτεί στη μάχη και να γιατρέψει την υπεροψία του μικρού. Σύντομα όμως αποφάσισε να επιστρέψει στην ανθρώπινή του μορφή.

«Μόλις έκανες το πρώτο σου βήμα σ' έναν υπέροχο κόσμο Καρέλ, γιε του Καρνάκ του Φύλακα των Δασών και της Αρισέ της Ασημοπόδαρης!» είπε και το πλατύ του χαμόγελο έδωσε όλη τη δύναμη που χρειαζόταν ο νεαρός για να συγκεντρωθεί με επιτυχία στην ανθρώπινή του μορφή. Ένα λεπτό αργότερα το μελαχρινό αγόρι στεκόταν και πάλι μπροστά στον Μπέλθορ.

«Είμαι πολύ περήφανος για σένα εγγονέ μου» συνέχισε ο ασπρομάλλης άντρας. «Είσαι ένας άριστος γιος του Πνεύματος και άξιος απόγονος μου. Το ασημένιο αίμα του είδους μου ρέει με δύναμη στις φλέβες σου, μικρέ μου Ταρ-εν-Όνεκ!». Ο νεαρός χαμογέλασε ικανοποιημένος με τον εαυτό του, διασκεδάζοντας παράλληλα με το προσωνύμιο που του έδωσε ο παππούς της μητέρας του. Ταρ-εν-Όνεκ, Το Ελάφι Πάνω Απ' το Λύκο, στη μυστική γλώσσα των δρυΐδων. Του άρεσε.

Μένοντας έκπληκτος που η πληγή στο πόδι του είχε κατά πολύ γιατρευτεί μετά την επαναφορά του στην ανθρώπινη μορφή, προχώρησε προς τον Μπέλθορ για να τον βοηθήσει να μαζέψουν τα πράγματά τους και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Ο παππούς του τού είχε υποσχεθεί να τον διδάξει τη γλώσσα των ασημένιων προγόνων του μόλις τελείωναν το μάθημα της μεταμόρφωσης.

Με τα λιγοστά πράγματά τους στον ώμο και τα μακριά τους ραβδιά στο χέρι, ο Μπέλθορ Μιθκελάιναλ, ο ασημένιος δράκος, και ο γιος της εγγονής του, Καρέλ Ταρ-εν-Όνεκ, χάθηκαν ανάμεσα στις σκιές του δάσους. Περπατώντας με κατεύθυνση το λόφο του Όελ, οι δύο συγγενείς συζητούσαν ζωηρά για τις δυνατότητες της μεταμόρφωσης, μιας δύναμης που οι ασημένιοι δράκοι απολάμβαναν σε απεριόριστο βαθμό και οι απόγονοί τους μπορούσαν να τη διδαχτούν, όπως και οι δρυΐδες γενικότερα. Βαθιά μέσα του, ο Καρέλ ευχαριστούσε σιωπηλά τον Ελ για το δώρο της καταγωγής του και ευχόταν να έβλεπε μια μέρα τον προπάππου του στην πραγματική του μορφή.

Τα μακριά, μελαχρινά μαλλιά του ανέμιζαν ελεύθερα, καλύπτοντας σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, ενός νεανικού προσώπου με όμορφα, λεπτά και ελαφρά γωνιώδη χαρακτηριστικά. Μόνο οι άκρες των μυτερών του αυτιών έμεναν σταθερά ακάλυπτες από το δυνατό παιχνίδισμα του δυτικού ανέμου με τα μαλλιά του νεαρού. Το λευκό του ρούχο έλαμπε σαν άστρο στο φως του πρωινού ήλιου. Μέσα από τη σάρκα της φαρδιάς πλάτης του, περίπου στο ύψος της ωμοπλάτης, προεξείχαν δύο μεγάλα κατάλευκα φτερά, που ήταν τώρα χαλαρά αφημένα να κρέμονται, μια στάση που λειτουργούσε σαν θλιβερός προάγγελος του τι επρόκειτο να ακολουθήσει. O Κέλεθιλ, γιος του Κέλενορ, του Οίκου του Ασημένιου Αετού, όμως δεν μπορούσε να ξέρει τι του επιφύλασσε η μοίρα.

Βρισκόταν λίγο έξω από την πόλη της Έοριλ, της μεγάλης ιπτάμενης νήσου όπου οι Εαράαλι, η φυλή των ιπτάμενων ξωτικών, είχαν χτίσει την πόλη τους και που αιωρούταν ανάμεσα στα σύννεφα, αρκετά χιλιόμετρα πάνω από τη γη. Ο νεαρός Εαράαλ στεκόταν με δεμένα τα χέρια και περικυκλωμένος από οπλισμένους φρουρούς της Βασιλικής Φρουράς μόλις λίγα μέτρα από την άκρη της νήσου μπροστά στους συγκεντρωμένους Άρχοντες όλων των Οίκων της Έοριλ. Στεκόταν εκεί, ακούγοντας απόμακρα τις κατηγορίες του οίκου του Χρυσού Αετού και τις προσπάθειες του πατέρα του και των αδελφών του να τις αντικρούσουν με επιχειρήματα για την αξία που είχε δείξει στο παρελθόν και την ικανότητα του στην τοξοβολία, που πολλές φορές είχε βοηθήσει στις περιπολίες και την υπεράσπιση του νησιού από τους γρύπες και την συνεχή απειλή των αιμοδιψών Ξέοργκιν, μιας κυρίως νυκτόβιας φυλής που θύμιζε διασταύρωση τελωνίων και νυχτερίδας. Ο Κέλεθιλ όμως δεν είχε ψευδαισθήσεις. Ήξερε πως κατηγορία από τα χείλη του δεύτερου στην ιεραρχία των Οίκων δεν αντιμετωπιζόταν εύκολα, ακόμα και σε περιπτώσεις έντονης αμφιβολίας όπως η δική του. Ήξερε επίσης πως οι νόμοι της φυλής του ήταν αυστηροί. Ακόμα και σε περιπτώσεις αμφιβολίας.

Πιστεύοντας πως έχει προετοιμαστεί για το χειρότερο και έχοντας τη συνείδηση του ήσυχη γνωρίζοντας πως είναι αθώος, ο Κέλεθιλ προσπάθησε να ξεχάσει την κατηγορία, τους Οίκους και την ίδια του τη δίκη. Πατώντας γερά στο ανοιχτόχρωμο, γκρίζο χώμα της Έοριλ έκλεισε τα καστανά του μάτια και χαμηλώνοντας το κεφάλι του, προσπάθησε να συγκεντρωθεί μόνο στην αίσθηση της αφής. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να νιώσει το αεράκι να χαϊδεύει το πρόσωπό του και την αίσθηση ελευθερίας που του έδινε το παιχνίδι των μαλλιών του καθώς μαστίγωνε ελαφρά το πρόσωπο και το λαιμό του. Ένιωσε τα λευκά πούπουλα των φτερών του να τρεμοπαίζουν και το ίδιο του το σώμα να πιέζεται ελαφρά καθώς ο άνεμος προσπαθούσε να παρασύρει τον όγκο τους. Ένιωσε την κάθε μία από τις τρεις μακριές λωρίδες του λευκού χιτωνίου του με τον κεντημένο Ασημένιο Αετό να παίζει το δικό της παιχνίδι, καθώς κρέμονταν ελεύθερα. Αφήνοντας το νου του ελεύθερο, βρήκε τον εαυτό του να φαντάζεται πως πετάει με δύναμη κόντρα στον άνεμο, μια αίσθηση που πάντα τον έφερνε στα πρόθυρα της ευτυχίας. Η σκέψη του έτρεξε στο παρελθόν, στις πρώτες του πτήσεις με τον πατέρα του, στα ιπτάμενα παιχνίδια με τα αδέλφια του και τις πρώτες του περιπολίες πριν μερικές δεκαετίες κατά των Ξέοργκιν. Η βάση των φτερών του αναρίγησε ευχάριστα στη σκέψη της πίεσης του αέρα γύρω τους και της αντίστοιχης ανύψωσης που προσέφερε. Μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας τον πλημμύρισε και έπιασε τον εαυτό του να εξυμνεί την τύχη του λαού του. "Είναι ωραίο να είσαι Εαράαλ!" σκέφτηκε και ένα χαμόγελο γαλήνης ήρθε να διαγραφεί στα κλειστά του χείλη.

Ξαφνικά ένας οξύς πόνος κατέκλυσε τη σκέψη του και έδιωξε το χαμόγελο από τα χείλη του, καθώς ένιωσε κάτι καυτό να διαπερνάει τη βάση του ενός φτερού του. Πριν προλάβει να αντιδράσει μια λέξη αντήχησε από τα χείλη του Μεγάλου Άρχοντα της Έοριλ, μια λέξη που μεταδόθηκε σαν κύμα από στόμα σε στόμα όλων των παρευρισκομένων, εκτός των μελών του Οίκου του Ασημένιου Αετού, για να καταλήξει με δύναμη στην ταραγμένη συνείδηση του νεαρού:

«Γέανιτ!».

Τα μάτια του Κέλεθιλ άνοιξαν διάπλατα και μέσα τους δεν φαινόταν πια η ανησυχία της τιμωρίας, παρά χόρευε ο τρόμος της ταπείνωσης. Γέανιτ; Ο πόνος ήρθε τώρα καυτός και στο άλλο φτερό μα η ταραχή του νεαρού Εαράαλ δεν τον άφησε να τον νιώσει. Έψαξε στη ματιά του πατέρα και των δύο του αδελφών παρηγοριά, βοήθεια ή έστω μια εξήγηση. Γέανιτ;;; Στα καστανά μάτια του Κέλενορ δε βρήκε παρά μόνο συντριβή και ταπείνωση. Ένιωσε τον πόνο στα φτερά του να χάνεται και τη θέση του να παίρνει μία αίσθηση αδυναμίας. Με μια απότομη κίνηση, οι δύο φρουροί που στέκονταν δίπλα του έσκισαν το χιτώνιο του Οίκου του από πάνω του και τον άρπαξαν από τα μπράτσα. Δοκίμασε να αντιδράσει όμως τα μέλη του δεν υπάκουαν καθώς οι φρουροί τον μετέφεραν στην άκρη της ιπτάμενης νήσου. Ένιωσε τη θέληση του Μεγάλου Άρχοντα να εμποδίζει την κίνηση του σώματός του, ενώ οι φρουροί τον οδηγούσαν με αργά, σχεδόν τελετουργικά βήματα όλο και πιο κοντά στο κενό. Σε μία ύστατη προσπάθεια γύρισε να αντικρίσει τον πατέρα του όμως εκείνος αποτράβηξε το βλέμμα του. Κοίταξε με απορία τα αδέλφια του. Γέανιτ;;; Οι φρουροί τον άφησαν λίγο να σταθεί στο τέρμα της νήσου και να θαυμάσει το μεγαλείο της λαμπυρίζουσας πόλης των προγόνων του, με την πλάτη γυρισμένη στο κενό. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε ποτέ ο Κέλεθιλ από την Έοριλ ήταν το μεγάλο άγαλμα του Κέλ'αν του Ασημένιου Αετού, προστάτη του Οίκου του, να στέκεται περήφανο μπροστά από τον λευκό πύργο της οικογένειάς του, με τα φτερά του ανοιχτά να λαμπυρίζουν στον ήλιο και το αυστηρό, διαπεραστικό ασημένιο βλέμμα του να τον κοιτάει κατάματα, καθώς ο πατέρας του πετούσε ήδη προς τα εκεί.

Κι ύστερα άρχισε να πέφτει.

Αρχικά αφέθηκε στο συνεχές τράβηγμα της έλξης της γης. Περισσότερο από σάστισμα για την ποινή παρά από οτιδήποτε άλλο, έμεινε ακίνητος, πέφτοντας με την πλάτη στο κενό και το βλέμμα του στραμμένο στον επιβλητικό όγκο του ιπτάμενου νησιού, που όσο απομακρυνόταν, τόσο αποκαλυπτόταν το μεγαλείο του μεγέθους του και το παράδοξο της αιώνιας αιώρησής του. Τα φτερά του είχαν έρθει να τον τυλίξουν από τα πλάγια, τα αυτιά του βούιζαν και η γυμνή του πλάτη είχε αρχίσει να μουδιάζει, καθώς η πίεση της πτώσης είχε διώξει όλο το αίμα από εκείνο το σημείο. Τα μαλλιά του είχαν καλύψει το πρόσωπου του και η δύναμη της αντίστασης του αέρα στο σβέρκο του είχε αρχίσει να δυναμώνει επικίνδυνα. Κρύο άρχισε να καταλαμβάνει τη σάρκα του καθώς είχε πια φύγει από τη σφαίρα θερμότητας που προστάτευε την Έοριλ και το υψόμετρο ήταν ακόμα μεγάλο. Όμως ο Κέλεθιλ δεν είχε συνείδηση όλων αυτών. Στα μάτια του είχε αποτυπωθεί μόνο η ταπείνωση και η απογοήτευση στο πρόσωπο του πατέρα του, συναισθήματα που είχε προκαλέσει ο ίδιος. Και στα αυτιά του αντηχούσε ξανά και ξανά η καταδικαστική απόφαση του πλήθους: Γέανιτ. Μια λέξη με πολλές σημασίες για τους Εαράαλι και καμία τους δεν ήταν τιμητική. Γέανιτ. Ο απόκληρος, ο προδότης, ο γήινος, αυτός που αφήνεται στο έλεος του Ανέμου και ο ανίκανος για πτήση. Γέανιτ.

Ο έκπτωτος.

Πείσμα κατέλαβε τον Κέλεθιλ και ένα αίσθημα αδικίας. Σε μια παιδαριώδη σκέψη, γέννημα του παραληρήματος της ταραχής του, αποφάσισε να αφεθεί να πέσει. "Ο θάνατος είναι προτιμότερος από την ταπείνωση" σκέφτηκε και διατηρώντας την πλάτη του γυρισμένη στη γη, συνέχισε την πτώση που θα τον οδηγούσε στο θάνατο.

Ξαφνικά το σώμα του πέρασε μέσα από ένα από τα χαμηλότερα σύννεφα. Ένιωσε το σώμα του να βρέχεται από άκρη σ' άκρη και τα κόκαλά του να παγώνουν από την υγρασία. Τα σκληρά τσιμπήματα κρύου όμως, που κατέλαβαν όλο του το σώμα, κατάφεραν να ξυπνήσουν μέσα του το ένστικτο της επιβίωσης. Η παγωμένη αγκαλιά του σύννεφου έκανε τον Κέλεθιλ να νιώσει και πάλι ζωντανός και ένα αίσθημα ευθύνης γεννήθηκε μέσα του. Δεν έπρεπε να πεθάνει. Αν πέθαινε τώρα θα πέθαινε ως έκπτωτος, ως γήινος. Έπρεπε να ζήσει, έπρεπε να προσπαθήσει και να βρει έναν τρόπο να ξανανέβει στην Έοριλ. "Είμαι Εαράαλ!!" φώναξε με όλη τη δύναμη των παγωμένων πνευμόνων του και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου η αυστηρά δομημένη σκέψη που χαρακτήριζε το λαό του άρχισε να ψάχνει τον καλύτερο δυνατό τρόπο να γλιτώσει το θάνατο. Η ποινή του Γέανιτ δεν είχε σχεδιαστεί για να οδηγεί στο θάνατο. Οι μεταλλικοί κρίκοι στη βάση των φτερών του ήταν σχεδιασμένοι έτσι ώστε, κλέβοντας την περισσότερη από τη δύναμή των φτερών με τη βοήθεια μαγείας, να απαγορεύουν τα δυνατά φτερουγίσματα και κατά συνέπεια να καθιστούν την πτήση αδύνατη. Ο Κέλεθιλ ήξερε όμως, πως αν προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τα θερμά ρεύματα, με απλά και μόνο το άνοιγμα το φτερών του θα μπορούσε να αποφύγει μια θανατηφόρα προσγείωση. Είχε αφήσει όμως τον εαυτό του να παρασυρθεί για πολύ ώρα και πλέον θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από ένα απλό άνοιγμα φτερών για να επιβιώσει. Με μία απότομη κίνηση γύρισε το σώμα του, στρέφοντας την πλάτη του στον ανοιχτό ουρανό και κοίταξε ερευνητικά το έδαφος που πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Τα φτερά του τεντώθηκαν πίσω και ο Κέλεθιλ μόρφασε από τον πόνο του απότομου τραβήγματος που δέχτηκαν τα ευαίσθητα νεύρα που κρύβονταν κάτω από τα λευκά του πούπουλα. Ένιωσε τον αέρα να μαστιγώνει το πρόσωπό του και τα μάτια του να δακρύζουν. Αμέσως κάλυψε τα μάτια του με την ειδική ημιδιαφανή μεμβράνη που κρυβόταν στο πλάι τους και που του επέτρεπε να αντιμετωπίζει χωρίς πρόβλημα τη δύναμη του ανέμου αλλά και να διακρίνει ακόμα και τη μικρότερη διαφορά θερμοκρασίας στα ρεύματα του αέρα, ένα δώρο του Έφερ, του θεού του ανέμου, στη φυλή του. Αμέσως η ματιά του καθάρισε και του αποκαλύφθηκαν τα μυστικά του αέρα, ενώ ένα σχέδιο πτήσης σχηματίστηκε μέσα σε κλάσματα στο μυαλό του. Προσπάθησε να φτερουγίσει για να κόψει λίγο τη δύναμη της πτώσης και να μεταφέρει το σώμα του πιο ανατολικά προς το πιο κοντινό θερμό ρεύμα που θα τον έβγαζε από τον κίνδυνο. Τα φτερά του όμως κινήθηκαν πολύ αδύναμα, ενώ η αίσθηση των σκληρών μεταλλικών κρίκων στη βάση τους θύμισε στον Κέλεθιλ για πιο λόγο βρισκόταν σε αυτή τη θέση. Σαν νεογνό αετόπουλο στις πρώτες του προσπάθειες να πετάξει, δοκίμασε ξανά και ξανά βάζοντας όλοι του τη δύναμη, όμως η μαγεία των κρίκων ήταν αμείλικτη. Απελπισία τον έπιασε καθώς για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε τα φτερά του να μην υπακούουν. Όμως δεν άφησε το συναίσθημα αυτό να τον καταλάβει. Σφίγγοντας με πείσμα τα δόντια, προσπάθησε με τη στάση του σώματος του και τη βοήθεια που προσέφεραν τα αδύναμα φτερά του να μεταφερθεί προς το θερμό ρεύμα. Ήξερε καλά τις τεχνικές της πτήσης και είχε μια πιθανότητα να τα καταφέρει.

Καθώς όμως το μεγάλο δάσος που απλωνόταν από κάτω του πλησίαζε επικίνδυνα και το σώμα του κινούταν προς το θερμό ρεύμα βασανιστικά αργά, ο Κέλεθιλ δεν μπόρεσε παρά να νιώσει ανόητος που αρχικά άφησε τον εαυτό του έρμαιο της απαισιοδοξίας του. Θα πέθαινε σαν Γέανιτ, σκέφτηκε. Ανόητος Γέανιτ.

Παππούς και δισέγγονος πέρασαν το μήνα που ακολούθησε σε μια σπηλιά κάπου στη μέση της βόρειας πλευράς του λόφου Όελ. Ο δύο άντρες είχαν διαλέξει επίτηδες τη συγκεκριμένη σπηλιά, αφενός γιατί ήταν αρκετά ευρύχωρη και βαθιά, αφετέρου γιατί προσέφερε μια εξαιρετική θέα του δάσους, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο για ένα δρύιδη που έχει αναλάβει την προστασία ενός κομματιού του. Το άνοιγμα της σπηλιάς βρισκόταν σ' ένα φυσικό πλάτωμα αρκετά μεγάλο, ιδανικό για παρατηρητήριο και για συζητήσεις, με τη συνοδεία μιας πίπας με καλής ποιότητας καπνό. Η σπηλιά εξάλλου είχε κι ένα άλλο προτέρημα: με την είσοδό της να κοιτάει το βορρά, το εσωτερικό της κατάφερνε να διατηρείται δροσερό ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες, αφού οι ακτίνες του ήλιου δεν κατάφερναν να τρυπώσουν ποτέ τελείως μέσα. Ένα τέτοιο μέρος δε βρέθηκε εύκολα βέβαια. Χρειάστηκε να πείσουν έναν λύγκα να μετακομίσει, αλλά από τη στιγμή που η τροφή δε βρισκόταν εύκολα σε εκείνο το ύψος του λόφου, δε φάνηκε να έχει ιδιαίτερο πρόβλημα. Οι δύο άντρες έπαιρναν τώρα το πρωινό τους στο πλάτωμα έξω από τη σπηλιά με τους μανδύες ριγμένους στις πλάτες τους, γιατί η μέρα προβλεπόταν αρκετά δροσερή, ιδιαίτερα τις πρώτες ώρες, πριν ο ήλιος προλάβει να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.

«Παππού, πες μου για τα τρολ». Ο Μπέλθορ κοίταξε το δισέγγονό του, που απολάμβανε την πίπα του μαζί με μια ζεστή κούπα τσάι. Ο νεαρός άφηνε τον καπνό να βγαίνει απαλά από το στόμα του και τα μάτια του έμεναν ακίνητα, καρφωμένα λες στην πράσινη απεραντοσύνη του Έλφγουντ, που δίκαια κάποιοι ονόμαζαν και Πράσινη Θάλασσα. Κανένα συναίσθημα δε φαινόταν στο πρόσωπό του όμως ο Μπέλθορ ήξερε καλά πως η ερώτηση κάθε άλλο παρά τυχαία και αδιάφορη ήταν.

Ήταν αρκετά χρόνια πριν, όταν ο Καρέλ ήταν ακόμα αγόρι. Δύο τρολ, δύο μεγαλόσωμα τέρατα του δάσους, που θύμιζαν μικρόσωμους γίγαντες αλλά με πράσινο και καφέ δέρμα, μακριά άκρα και γαμψά νύχια, επιτέθηκαν μέσα στην νύχτα στην καλύβα που έμενε με τους γονείς του. Σπάζοντας με δύναμη την πόρτα, το πρώτο τρολ μ' ένα άλμα, βρέθηκε δίπλα σε αυτόν και την απροετοίμαστη μητέρα του, που εκείνη την ώρα προσπαθούσαν να ανάψουν τη φωτιά για το βραδινό, και με μία μόνο κίνηση έστειλε εκείνη αναίσθητη στην άλλη άκρη του σπιτιού και με την κοιλιά της άσχημα ανοιγμένη από τα νύχια του τέρατος, ενώ παράλληλα χάρισε στον ίδιο ένα μεγάλο σκίσιμο στο μάγουλο. Μέσα στη σύγχυση του ημίφωτος που επικρατούσε στην καλύβα, ο μικρός Καρέλ είδε την μορφή του πατέρα του να τινάζεται απότομα και άκουσε το σύρσιμο των γυριστών του σπαθιών που έβγαιναν από τις θήκες τους. Με κλαγγές, μουγκρητά, κραυγές πόνου και τον χαρακτηριστικό ήχο της σάρκας που σκίζεται να γεμίζουν τα αυτιά του, ο νεαρός σύρθηκε ως τη μητέρα του και προσπάθησε σκουντώντας τη να τη συνεφέρει. Με κόπο η Αρισέ άνοιξε τα μάτια της και, καταλαβαίνοντας ότι ο άντρας της δε θα άντεχε για πολύ, επικαλέστηκε μερικές από τις δρυϊδικές της δυνάμεις. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο Καρέλ κατάφερε να ξεχωρίσει και τα αλυχτίσματα λύκων στους ήχους της μάχης. Μετά από μερικά λεπτά το σπίτι τραντάχτηκε με δύο απανωτούς γδούπους. Τα μεγαλόσωμα τρολ έπεσαν αναίσθητα, για λίγα λεπτά όμως μόνο, αφού η δυνατότητα ανάπλασης των σκισμένων ιστών τους αντιμετωπιζόταν οριστικά μόνο με τον καυτό εξαγνισμό της φλόγας ή την αμείλικτη ματιά του ήλιου, που μπορούσε να τα μετατρέψει σε πέτρα.

Ο ήχος που ακολούθησε, αυτός δυο γιαταγανιών να πέφτουν αναπηδώντας στο πάτωμα, αντήχησε με φρίκη στο μυαλό του μικρού αγοριού.

Δύο λύκοι ήρθαν και τρίφτηκαν στην ξαπλωμένη Αρισέ που μπόρεσε να τους ψιθυρίσει κάτι σε μια γλώσσα άγνωστη τότε στον Καρέλ. Έπειτα, μαζεύοντας τις τελευταίες δυνάμεις που τις είχαν απομείνει, η ετοιμοθάνατη μητέρα ψιθύρισε ξέπνοα στο γιο της:

«Καρέλ… Κάψε τα τέρατα αμέσως..! Κι ύστερα… πήγαινε να βρεις τον αδελφό μου… το θείο σου Αρίσμοθ. Οι λύκοι θα σε οδηγήσουν. Εκείνος θα σε φροντίσει.. Πες του όταν είσαι έτοιμος.. να καλέσει τον Μπέλθορ. Μην ξεχάσεις… Μπέλθορ!». Το μικρό αγόρι έγνεψε καταφατικά, καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια να μη δακρύσει. «Ορκίσου μου Καρέλ!» είπε έντονα η Αρισέ ταράζοντας το μικρό μες τη θλίψη του.

«Ορκίζομαι στο Πνεύμα, μάνα» είπε ο μικρός ενθυμούμενος τον πιο ιερό όρκο της μητέρας του. Ένα χαμόγελο σχεδόν διαγράφτηκε στα λευκά χείλη της Αρισέ. «Κάψε τα τέρ…» προσπάθησε να ψιθυρίσει πριν η ψυχή της πάει να ενωθεί με το Πνεύμα του Κόσμου και τα μάτια της να χάσουν τη λάμψη της ζωής.

Και μόνο τότε ο Καρέλ έκλαψε. Έκλαψε με λυγμούς που τράνταζαν το μικρό σωματάκι του για ώρα, ώσπου ένας από τους δύο λύκους του έγλειψε τα δάκρυα και κλαψούρισε ανήσυχα, καθώς το ένα από τα δύο τρολ είχε αρχίσει να αναδεύει. Ο Καρέλ σηκώθηκε και σκούπισε τα μάτια του, δυο μάτια γεμάτα πείσμα και πικρία. Σήκωσε το χέρι του και ακούμπησε το αίμα που έρεε άφθονο από το σκίσιμο στο μάγουλό του, ένα σημάδι που θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή, θυμίζοντάς του τη θυσία των γονιών του.

Έφυγε από την καλύβα το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Πίσω του άφησε δύο φρεσκοσκαμμένους τάφους και τις στάχτες των τρολ που έκλεψαν την αθωότητά του. Δύο μέρες αργότερα, έφτασε στο θείο του με τους λύκους να του φέρνουν τροφή και να του δείχνουν το δρόμο.

Ήταν τότε 11 χρονών.

Η ερώτηση λοιπόν κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν και ο Μπέλθορ το ήξερε καλά. Κοίταξε προσεχτικά τα μάτια του δισέγγονού του. Κάτω από την φαινομενική ηρεμία τους, το έμπειρο μάτι του Μπέλθορ μπορούσε άνετα να διακρίνει τη φλόγα του θυμού και της δίψας για εκδίκηση. Ξεκίνησε να πει κάτι όμως σταμάτησε απότομα και κοίταξε ψηλά και προς την δύση. Οι υπερβολικά οξείες αισθήσεις των ασημένιων δράκων που τον ακολουθούσαν και στην ανθρώπινη μορφή του φαινόταν να είχαν αντιληφθεί κάτι. Αρχικά δεν μπορούσε να είναι σίγουρος όμως μετά από λίγο γύρισε σοβαρός στον νεαρό δρύιδη.

«Ξέχνα τα τρολ Ταρ-εν-Όνεκ. Έχεις έναν απρόσμενο επισκέπτη. Καλύτερα να προετοιμαστείς και να του δώσεις ό,τι βοήθεια μπορείς. Είμαι σίγουρος ότι θα τη χρειαστεί. Έλα!» είπε και αμέσως άρχισε να κατεβαίνει με μικρά άλματα την πλαγιά. Πριν προλάβει να φτάσει κάτω, ένα μεγάλο αιλουροειδές βρισκόταν στη θέση του, που έτρεχε σαν τον άνεμο προς τα δυτικά. Ο Ταρ-εν-Όνεκ, σαστισμένος αρχικά από το ξέσπασμα του θείου του, αλλά έχοντας μάθει να του έχει εμπιστοσύνη τους τελευταίους μήνες που είχε περάσει μαζί του, συγκεντρώθηκε για λίγο και, παίρνοντας τη μορφή γερακιού, ακολούθησε τον παππού του φτερουγίζοντας με δύναμη. Έχοντας τη γερακίσια ματιά του στραμμένη στο έδαφος, παρακολουθούσε την ξέφρενη, σαν αστραπή, πορεία του παππού του. Λίγο αργότερα τον έχασε ανάμεσα στις φυλλωσιές και αναγκάστηκε να προσγειωθεί για να ακολουθήσει τα ίχνη του, επιστρέφοντας παράλληλα στην ανθρώπινή του μορφή.

Όταν κατάφερε, μετά από ένα τέταρτο περίπου, να τον βρει, ο Μπέλθορ είχε σταματήσει με ανθρώπινή μορφή σκυμμένος πάνω από κάτι που βρισκόταν στο έδαφος. Ο νεαρός δρύιδης χρειάστηκε να σταθεί πάνω από τον ώμο του παππού του για να καταλάβει μέσα στο πράσινο ημίφως του δάσους, τι ήταν αυτό που εξέταζε. Και το θέαμα του πήρε την ανάσα από έκπληξη και λύπη. Εκεί, με το πρόσωπο χωμένο στα πεσμένα φύλλα και το χώμα, κειτόταν σα νεκρό ένα ιπτάμενο ξωτικό. Τα φτερά του ήταν απλωμένα άτσαλα στο πλάι, ενώ το δεξί ήταν βαμμένο κόκκινο, με ξεραμένα φύλλα κολλημένα στο αίμα. Λίγο πιο πέρα ο Ταρ-εν-Όνεκ διέκρινε ένα ματωμένο κλαρί, που ο Μπέλθορ είχε δουλέψει σκληρά για να το βγάλει χωρίς να προκαλέσει περαιτέρω τραυματισμό.

«Θα πρέπει να τον χτύπησε όπως πέρασε ανάμεσα στα δέντρα» είπε απλά ο Μπέλθορ. «Έλα, βοήθησέ με να τον πάμε στη σπηλιά» και βλέποντας το ύφος του εγγονού του συνέχισε «Θα ζήσει. Δεν ξέρω πως τα κατάφερε, αλλά πιστεύω πως, αν δεν είχε χτυπήσει το φτερό του, μπορεί και να μην είχε χάσει τις αισθήσεις του. Θέλει απλά λίγη περιποίηση. Πάμε! Όσο πιο γρήγορα ξαπλώσει και δέσουμε αυτό το φτερό τόσο το καλύτερο».

Με το πληγωμένο φτερό του Εαράαλ να ποτίζει με αίμα το χώμα του δάσους, οι δύο άντρες ξεκίνησαν αργά και με προσοχή για το καταφύγιό τους, φροντίζοντας να μην κουνάνε παραπάνω απ' όσο μπορούσε ν' αντέξει το πολύτιμο φορτίο τους. Κάποια στιγμή το ξωτικό αναδεύτηκε και μισάνοιξε τα μάτια όμως ο Μπέλθορ τον καθησύχασε και του είπε να ξεκουραστεί. Με το νου του να απορεί για την προέλευση αυτής της απρόσμενης βοήθειας, ο Εαράαλ άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από την κούραση της προσπάθειάς του και τον πόνο του τραύματός του.

Ο Κέλεθιλ πέρασε ολόκληρη εκείνη τη μέρα βυθισμένος στον ύπνο. Δεν ξύπνησε παρά την επομένη, όταν πια ο ήλιος είχε φτάσει σχεδόν το ζενίθ και η σπηλιά είχε φωτιστεί αρκετά. Ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε μία ευρύχωρη σπηλιά, λυτά διακοσμημένη με αυτοσχέδια ράφια και έπιπλα. Το κρεβάτι του ήταν φτιαγμένο από φτέρες και άλλα χόρτα, άγνωστα σ' έναν Εαράαλ, τυλιγμένα μ' ένα περίεργο είδος δέρματος, μαλακό και ζεστό. Οι δύο άντρες τον είχαν βάλει να ξαπλώσει μπρούμυτα, για να μην τραυματίσει χειρότερα το φτερό του όσο κοιμόταν, αφού πρώτα το τύλιξαν και το καθάρισαν από το αίμα και το χώμα. Στην είσοδο της σπηλιάς, σε μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες που βρίσκονταν εκεί, καθόταν ένας ασπρομάλλης άντρας, που φαινόταν να απολαμβάνει τον ήλιο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μικρό ξύλινο αντικείμενο που έβγαζε καπνό, ενώ κάθε τόσο ο άντρας το έφερνε στο στόμα του και ύστερα φυσούσε και αυτός, από το στόμα ή τη μύτη, καπνό με τη σειρά του. Παραξενεμένο από αυτή τη συνήθεια και νιώθοντας το στομάχι του να ταλανίζεται από την πείνα, το νεαρό ξωτικό σηκώθηκε, μορφάζοντας λίγο από τον πόνο που του προσέφεραν οι πιασμένοι του μύες, και προχώρησε προς τον άντρα. Μόλις στάθηκε δίπλα του εκείνος γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε.

«Χμ, ώστε το πληγωμένο αητόπουλο ξύπνησε!» είπε γελώντας ο άντρας, μιλώντας στην κοινή γλώσσα των ξωτικών, μια γλώσσα που ο Κέλεθιλ καταλάβαινε πολύ καλά. «Καλημέρα λοιπόν! Και μια υπέροχη μέρα είναι πράγματι! Κάθισε νέε μου, απόλαυσε τον ήλιο. Σίγουρα θα πεινάς. Κάτσε θα σου φέρω κάτι να τσιμπήσεις.». Ο Κέλεθιλ χαμογέλασε ευγενικά στον περίεργο ασπρομάλλη, αγνοώντας ένα δύο σχόλια που του ήλθαν στο μυαλό για τον προσδιορισμό "νέε", αφού ο ίδιος είχε ήδη ζήσει πάνω από τρεις ανθρώπινες ζωές, όντας ξωτικό, και κάθισε στην δεύτερη καρέκλα, δίπλα σ' ένα ψηλό, λείο σχεδόν βράχο που, όπως σωστά είχε μαντέψει, χρησίμευε σαν τραπέζι. Για πρώτη φορά κοίταξε την πράσινη θάλασσα του Έλφγουντ που απλωνόταν από κάτω του και πρόσεξε το διαρκές βούισμα της ζωής που πλημμύριζε το δάσος, ήχος ελάχιστα γνωστός στα δικά του αφτιά. Λίγο αργότερα ο άντρας επέστρεψε, φέρνοντας μαζί του φαΐ και μια κούπα ζεστό τσάι. Τα άφησε μπροστά στον Κέλεθιλ, που τον ευχαρίστησε με χαμηλή φωνή, και επέστρεψε στη θέση του, μένοντας σιωπηλός για να αφήσει το κουρασμένο ξωτικό να φάει με την ησυχία του. Μερικά λεπτά αργότερα, όταν το πιάτο του ξωτικού είχε πια αδειάσει και ο Κέλεθιλ απολάμβανε την ευεργετική δράση του ζεστού τσαγιού στον καταπονημένο από τον κρύο αέρα λαιμό του, ο ασπρομάλλης μίλησε ξανά.

«Είμαι ο Μπέλθορ» είπε απλά. «Ποιο είναι το δικό σου όνομα Εαράαλ;» πρόσθεσε με σοβαρό ύφος, ίσως και λίγο αυστηρό. Ο Κέλεθιλ έμεινε για λίγο σιωπηλός. Η ποινή του Έκπτωτου και το σκίσιμο του χιτωνίου του δεν είχαν μόνο συμβολικό χαρακτήρα. Οι νόμοι του λαού του τού στερούσαν το δικαίωμα να είναι Εαράαλ και του έδιναν μια νέα ταυτότητα.

«Γέανιτ» απάντησε με φωνή που έτρεμε και το βλέμμα καρφωμένο στο άδειο του πιάτο.

«Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα, Εαράαλ;» είπε με ήρεμη φωνή ο Μπέλθορ, τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία λέξη. Ο Κέλεθιλ τον κοίταξε έκπληκτος και φανερά μπερδεμένος. Πώς μπορούσε ένας γήινος να ξέρει τις συνήθειες του λαού του; Κοίταξε για λίγες στιγμές τον περίεργο άντρα που καθόταν απέναντί του κι ύστερα σηκώθηκε, απλώνοντας περήφανα τα φτερά του δεξιά κι αριστερά, αγνοώντας το τσούξιμο που ένιωθε από το τρύπημα.

«Είμαι ο Κέλεθιλ, γιος του Κέλενορ, του Οίκου του Ασημένιου Αετού της Έοριλ» είπε και ένιωσε την αυτοπεποίθησή του να επιστρέφει, καθώς πρόφερε το όνομά του.

«Και τι δουλειά έχουν αυτή οι κρίκοι στη βάση των φτερών ενός υπηρέτη του Κέλ'αν;» είπε απότομα ο Μπέλθορ κοιτάζοντας κατάματα το ξωτικό και μια δόση αυστηρότητας χρωμάτιζε τη φωνή του. Ο Κέλεθιλ ένιωσε κάτι να τον πιέζει να πει την αλήθεια, όμως δε δείλιασε. Έτσι κι αλλιώς αυτό ήταν έτοιμος να κάνει.

«Καμία» απάντησε κοφτά, κοιτάζοντας έντονα τον ασπρομάλλη άντρα. Ποιος νόμιζε ότι ήταν να τον ρωτάει για κάτι τόσο δικό του, επικαλούμενος μάλιστα τον προστάτη του Οίκου του; Όμως ο Μπέλθορ δε φάνηκε να ενοχλείται από το ύφος του νεαρού ξωτικού. Το αντίθετο, φάνηκε ικανοποιημένος από την απάντηση και, αφήνοντας ένα εγκάρδιο χαμόγελο να φωτίσει το πρόσωπό του είπε:

«Τότε, Κέλεθιλ, γιε του Κέλενορ, του Οίκου του Ασημένιου Αετού της Έοριλ, σε καλωσορίζω στο δάσος Λάιντορ, Έλφγουντ αν προτιμάς, και συγκεκριμένα στο βόρειο και δυτικό μέρος του, το Αλσύλλιο του Όελ. Αυτή την εποχή, το Αλσύλλιο βρίσκεται κάτω από την επίβλεψη του Ταρ-εν-Όνεκ, του δρύιδη και αυτό είναι το άντρο του για το καλοκαίρι. Φοβάμαι όμως πως ο οικοδεσπότης σου δε θα γυρίσει παρά αργά τη νύχτα. Ο Έλλορ, ο Δασοφύλακας του Αλσυλλίου, είναι ακόμα καινούργιος στο μέρος και ο Ταρ-εν-Όνεκ είναι μαζί του και του δείχνει τα κατατόπια». Ο Κέλεθιλ κοίταξε μπερδεμένος τον Μπέλθορ, ενώ καθόταν και πάλι στην καρέκλα του. Ο ασπρομάλλης φάνηκε να το προσέχει.

«Το Λάιντορ» έσπευσε να εξηγήσει «είναι χωρισμένο σε νοητά κομμάτια που οι δρυΐδες, υποθέτω ότι κάτι έχεις ακούσει γι' αυτούς, και τα ξωτικά ονομάζουν Αλσύλλια ή Ντριτ. Κάθε Ντρουτ, προστατεύεται από έναν ή και περισσότερους δρυΐδες και έναν Περιπλανώμενο Φύλακα, έναν μαχητή δηλαδή, αφιερωμένο στην προστασία του τόπου του, είτε αυτό είναι δάσος, είτε αυτό είναι βουνό, είτε έρημος». Ο Κέλεθιλ ένευσε διστακτικά πως καταλάβαινε.

«Θα μάθεις» τον διαβεβαίωσε ο Μπέλθορ, καθώς άφηνε τον μπλε καπνό της πίπας του να ξεφύγει από τα πνευμόνια του. «Με τον καιρό θα μάθεις». Ο Κέλεθιλ κοίταξε σκεφτικός τον άντρα, αλλά δεν είπε τίποτα.

Εκείνη την μέρα δεν κουνήθηκαν από τη σπηλιά. Το τραύμα του Κέλεθιλ δεν παρουσίαζε προβλήματα, όμως ο Μπέλθορ θεώρησε καλό να αφήσει το ξωτικό να ξεκουραστεί. Έτσι πέρασαν ολόκληρη τη μέρα συζητώντας και ο Μπέλθορ ξεκίνησε να μαθαίνει τον Κέλεθιλ τους τρόπους του δάσους αλλά και των γήινων γενικότερα. Μέχρι την ώρα που ο ήλιος χάθηκε πίσω από τα βουνά στα δυτικά, ο Κέλεθιλ είχε μάθει αρκετά για το Λάιντορ και τις Χώρες των Ανατολικών Ακτών, πράγματα που ο λαός του κατά το πλείστον αγνοούσε, αποκομμένος καθώς ήταν από τις υπόλοιπες φυλές. Εκείνο το βράδυ, πριν κλείσει τα μάτια του για να κοιμηθεί, ο Κέλεθιλ έπιασε τον εαυτό του να ευγνωμονεί εκείνο το θερμό ρεύμα αέρα, που δημιουργήθηκε ξαφνικά κάτω από τα φτερά του και που τον οδήγησε στη σωτηρία του. Κάθε επιθυμία να πεθάνει είχε φύγει οριστικά από το νου του Εαράαλ. Πλέον είχε μείνει μόνο η πικρία και η θλίψη της εξορίας του, ένα συναίσθημα που θα τον ακολουθούσε καθ' όλη τη διάρκεια της γήινης ζωής του.

Έξω, στην είσοδο της σπηλιάς, ο Μπέλθορ Μιθκελάιναλ, ο ασημένιος δράκος, ευχαριστούσε τον πατέρα του είδους του, και πατέρα του πλάσματος που οι Εαράαλι ονόμαζαν Κέλ'αν, που του επέτρεψε να σώσει το νεαρό ξωτικό από το θάνατο. Χαμογελώντας με τα κάπως ειρωνικά παιχνίδια της τύχης, άναψε για μία ακόμη φορά την πίπα του και κάθισε στο πλάτωμα της σπηλιάς να περιμένει τον εγγονό του.

Η ώρα ήταν προχωρημένη όταν ο Ταρ-εν-Όνεκ γύρισε στη σπηλιά. Κρατώντας ένα μακρύ ραβδί, ανέβαινε ήρεμα την πλαγιά, χωρίς να βιάζεται. Ήταν μια ξάστερη καλοκαιρινή νύχτα και σκόπευε να απολαύσει όσο μπορούσε την πορεία του, κάτω από τ' αστέρια και το γεμάτο φεγγάρι, που περισσότερο τον χαλάρωνε, παρά τον κούραζε.

Με το δροσερό αεράκι του λόφου να του χαϊδεύει το πρόσωπο, ο νεαρός δρυΐδης διένυε τα τελευταία μέτρα του μικρού μονοπατιού που τον οδηγούσε στο πέτρινο σπίτι του, όταν πρόσεξε τον Μπέλθορ να στέκεται όρθιος στην άκρη του πλατώματος. Το λευκό του ρούχο είχε βαφτεί γαλάζιο στο φως της νύχτας και τα μαλλιά του γυάλιζαν απόκοσμα, σωστός καταρράχτης από ασήμι. Η ίδια του η μορφή έμοιαζε να μονοπωλεί το φως του φεγγαριού και των άστρων, μαζεύοντας κάθε χλωμή αχτίδα πάνω του, λες και δανειζόταν την ίδια τους τη λάμψη και ομορφιά. Σαν δεύτερη πανσέληνος ο Μπέλθορ στεκόταν και φώτιζε εκεί, με το βλέμμα σταθερά στραμμένο στο βορρά και το χέρι του ακουμπημένο στο ξύλινο ραβδί του.

Νομίζοντας πως ο προ-παππούς του δεν τον είχε αντιληφθεί και μη θέλοντας να τον ενοχλήσει, ο Ταρ-εν-Όνεκ πλησίασε αθόρυβα και ανέβηκε στο πλάτωμα, κρατώντας σχεδόν την αναπνοή του. Πριν προλάβει να κάνει το πρώτο του βήμα προς τη σπηλιά όμως, η βαθιά φωνή του ασημένιου δράκου ακούστηκε.

«Θυμάσαι πως γεννήθηκε ο πρώτος Ασημένιος, Ταρ-εν-Όνεκ;» είπε στην ευγενή γλώσσα των ασημένιων δράκων κι ένας περίεργος τόνος χρωμάτιζε τη φωνή του.

Ο Ταρ-εν-Όνεκ γύρισε και τον κοίταξε απορημένος.

«Με το πρώτο παιχνίδισμα του φωτός του Φεγγαριού στη σκοτεινή θάλασσα πήρε ζωή και σχήμα ο Μιθκελάιναλ Κέλεμπ, ο Ασημένιος Άρχοντας.» απάντησε.

«Και τα παιδιά του;» συνέχισε ο Μπέλθορ χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του απ' το βορρά.

«Όταν ο Μιθκελάιναλ Κέλεμπ διαπίστωσε πως ήταν μοναδικός στο είδος του, ένιωσε μόνος. Κι ήταν τόση η μοναξιά του που δυο δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του. Μα τα δάκρυα ποτέ δεν έφτασαν το νερό της θάλασσας. Γιατί ο Ελ λυπήθηκε τον Ασημένιο Άρχοντα και έδωσε ζωή στα δάκρυα. Κι έτσι γεννήθηκε η Κελνίρναεθ Λαθ, η Ασημένια Μητέρα και οι ασημένιοι ήταν οι πρώτοι απ' τους δράκους που δημιούργησαν γενιά, θυσιάζοντας όμως έτσι την αθανασία τους.»

«Μετά;»

«Μετά ακολούθησαν οι Χρυσοί και οι υπόλοιποι. Όλοι, εκτός από τον πρώτο, το Μορέλεγκον Γκοθ, το Μαύρο, που δε θέλησε να χάσει την αθανασία του, και από τον Ρέξεν Μορταγκίμπελορ, τον Κοκαλιάρη, γιατί δεν είχε ζωή να θυσιάσει και ο θάνατός του είναι αιώνιος.»

Ο Μπέλθορ κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι και τράβηξε το βλέμμα του απ' το βορρά για να αντικρίσει κατάματα τον δισέγγονό του, που στεκόταν πίσω του, με την απορία για το νόημα της περίεργης αυτής εξέτασης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Πολύ καλά» είπε και πλησίασε προς το μέρος του, για να σταθεί μόλις ένα βήμα μπροστά του. Φάνηκε να διστάζει για λίγο κι ύστερα με αργές κινήσεις τράβηξε από το λαιμό του ένα φυλαχτό και το φόρεσε στον Ταρ-εν-Όνεκ. Ήταν ένα βαρύ φυλαχτό, φτιαγμένο από άσμεθ, ένα φυσικό είδος ασημιού, που όμως ήταν πιο γερό κι από ατσάλι. Η λεπτή, αλλά δυνατή, αλυσίδα του μενταγιόν, οδηγούσε σ' έναν εξαιρετικά λεπτομερώς σμιλευμένο δράκο. Ο δράκος αγκάλιαζε με τα φτερά και την τυλιγμένη του ουρά μια απλή, στρογγυλή πλακέτα από καθαρό ασήμι, που αντανακλούσε οτιδήποτε βρισκόταν απέναντί της, σαν καθρέφτης. Το φυλαχτό έμοιαζε να βγάζει το ίδιο μια γαλάζια λάμψη, κάτω από το φως της πανσελήνου. Ο νεαρός δρυΐδης το κοίταξε, καταλαβαίνοντας σιγά σιγά τι σήμαινε ο τόνος της φωνής του προ-παππού του.

«Το Φυλαχτό της Μεταμόρφωσης» είπε ο Μπέλθορ. «Θα σε βοηθήσει πολύ στις μεταμορφώσεις σου και όχι μόνο, αν μάθεις να το ακούς και να το χρησιμοποιήσεις σωστά. Φύλαγε το καλά και αυτό θα φυλάει εσένα. Σου δίνω και αυτό» συνέχισε, τραβώντας από τη ζώνη του ένα μακρύ σπαθί. Ο Ταρ-εν-Όνεκ το πήρε και το τράβηξε λίγο από τη θήκη του. Μια γαλάζια λάμψη έβγαινε από την κρύα λάμα του, ίδια με αυτή των άστρων. «Το λένε Γκίλντιλ, Κόψη του Άστρου. Δώσ' το στον Εαράαλ. Μπορεί να προτιμά το τόξο, αλλά ένα ξίφος είναι πάντα απαραίτητο και το Γκίλντιλ είναι πιστός σύντροφος.»

«Θα φύγεις» είπε ο δρυΐδης απότομα. Κατά κάποιο τρόπο ήλπιζε η ώρα αυτή να αργήσει να έρθει. Ο Μπέλθορ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και κοίταξε λυπημένος τον γιο της εγγονής του. Ήξερε πως, χωρίς να το θέλει (και χωρίς να είναι αλήθεια), ο Ταρ-εν-Όνεκ θα ένιωθε εγκαταλελειμμένος. Οι γονείς του ήταν νεκροί, ο θείος του ήταν προσκολλημένος στο δρυϊδικό του έργο και ο Μπέλθορ ήταν αναγκασμένος να γυρίσει στη Λίριμελ, τη Λαμπυρίζουσα Νήσο, όπου ζούσαν οι ασημένιοι δράκοι μαζί με τους χρυσούς. Αν περνούσε από το χέρι του, ο Μπέλθορ θα έμενε για λίγο καιρό ακόμα. Όμως το κάλεσμα που ένιωθε από τη Νήσο ήταν ανησυχητικά έντονο και δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Κι επιπλέον μια απειλή σκοτείνιαζε τη σκέψη του από το βορρά, μια απειλή που ο Μπέλθορ δεν μπορούσε να εξηγήσει και βιαζόταν να ερευνήσει, πριν επιστρέψει στην πατρίδα του.

«Ναι, φοβάμαι πως πρέπει» ήταν η απάντηση του δράκου. «Δε σ' αφήνω μόνο όμως» βιάστηκε να συνεχίσει, γνέφοντας προς τη σπηλιά. «Τον λένε Κέλεθιλ. Έχει περάσει αρκετά. Είναι εξόριστος και του έχει απαγορευτεί να πετάει. Θέλει κάποιον να τον στηρίξει. Πρόσεχέ τον… σαν αδερφό. Το αξίζει. Όταν γιατρευτεί το φτερό του, καλά θα κάνεις να τον πάρεις και στα ξωτικά του δάσους. Θα βοηθήσουν.» Ο Ταρ-εν-Όνεκ έγνεψε σιωπηλά και ο Μπέλθορ του έσφιξε ενθαρρυντικά τον ώμο. Έπειτα, αφού φίλησε τον δισέγγονό του στο μέτωπο και τον αποχαιρέτησε, γύρισε και έφυγε. Ο Ταρ-εν-Όνεκ έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει καθώς κατέβαινε το λόφο κι ύστερα αναστέναξε και μπή-κε στη σπηλιά. Πίσω του, μια μεγάλη σκιά υψώθηκε πάνω απ' το δάσος, απλώνοντας δύο φτερά, αρκετά μεγάλα για να αγκαλιάσουν πάνω από το μισό λόφο, και ξεκίνησε φτερουγίζοντας παράδοξα αθόρυβα για το βορρά.

Ο Μπέλθορ πετούσε αργά, με το γεμάτο φεγγάρι να φωτίζει τα ασημένια λέπια του ερπετοειδούς σώματός του. Είχε ήδη διασχίσει από ψηλά σχεδόν ολόκληρη την επαρχία του Λεράκ, όταν ένιωσε κάτι να τον πλησιάζει γρήγορα από τα δεξιά του.

«Λοιπόν, αποφάσισες έρθεις;» είπε με παιχνιδιάρικο τόνο.

«Χα! Ξέρεις πολύ καλά ότι χωρίς εμένα δεν κάνεις για τίποτα, αδελφέ μου!» ακούστηκε μια βαθιά φωνή και μια ασημένια δράκαινα, λίγο μεγαλύτερη σε μέγεθος από τον Μπέλθορ, φάνηκε από την ανατολή και, με μια μανούβρα όλο μεγαλοπρέπεια, πήρε θέση δίπλα στον Μπέλθορ. «Ένιωσα το κάλεσμά σου» συνέχισε η νεοφερμένη. «Τι τρέχει;»

«Δεν είμαι σίγουρος, αλλά κάτι με ενόχλησε από το βορρά. Στο Νησί;» απάντησε ο Μπέλθορ.

«Το ένιωσαν κι εκεί. Ο Μαλτέλ μας θέλει όλους πίσω, δε νομίζω όμως να ξέρει και αυτός τι συμβαίνει.»

«Πάμε να μάθουμε για λογαριασμό του λοιπόν» είπε ο Μπέλθορ και τα μάτια του έλαμψαν από ανυπομονησία.

«Νομίζεις ότι είναι φρόνιμο; Η Δύναμη;» έφερε αντιρρήσεις η σύντροφός του.

«Δεν κινδυνεύει» ήταν η απάντηση. Ο Μπέλθορ όμως δεν είπε περισσότερα και η αδελφή του δεν επέμεινε, αν και κατά βάθος ανησυχούσε για την αλήθεια των ισχυρισμών του Μπέλθορ.

Πετώντας με δύναμη προς το βορρά, οι δύο δράκοι έριχναν τη σκιά τους στην μεγάλη πεδιάδα του Λεράκ, κρύβοντας για λίγο την πανσέληνο από τα μάτια κάποιου ξενυχτισμένου χωρικού. Ο χωρικός κοίταξε ψηλά παραξενεμένος κι ύστερα πέταξε το μπουκάλι με το κρασί που κρατούσε, βρίζοντας και παίρνοντας όρκο (όχι για πρώτη φορά, είναι η αλήθεια) να κόψει την καταραμένη του συνήθεια να πίνει, γιατί γι αυτόν, όπως και για τους περισσότερους ανθρώπους, οι δράκοι ανήκαν στα παραμύθια.

Κανένας από τους δύο δράκους δεν ήταν γραφτό να γυρίσει στη Λαμπυρίζουσα Νήσο.