Σ.τ.σ./ Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Ο λόγος που έγραψα αυτή την ιστορία στην Ελληνική δεν είναι άλλος, παρά για να ευχαριστήσω εσάς που μείνατε κοντά μου στην προηγούμενη μεγάλη και δύσκολη προσπάθειά μου. Εσάς που με συντρέξατε όλες εκείνες τις φορές που έψαχνα σαν τον τρελό σε λεξικά και παλιά λογοτεχνικά βιβλία, γραμματικές και συντακτικά κείμενα, νομίζοντας πως δεν τα καταφέρνω. Ας μείνει αυτή εδώ η ιστορία, σαν ένα μεγάλο ευχαριστώ, ειδικά αφιερωμένο σ' εσάς:
815BrokenPencils : μακάρι τα σπασμένα σου μολύβια, να αφήσουν πίσω τους τις πιο υπέροχες ιστορίες.
Stapet : αν δεν ήταν η ευγενική προσπάθειά σου, 'ο άνθρωπος πάνω στο λόφο' θα είχε πολλά περισσότερα λάθη.
Unknown406 : οι δύο πρώτες σου ενθαρρύνσεις με έκαναν να συνεχίσω να γράφω. Αν δεν ήσουν εσύ, ίσως να μην είχε ποτέ τελειώσει 'ο άνθρωπος πάνω στο λόφο'.
Restrained Freedom : είσαι πάντα κοντά μου, ακόμα και σ' αυτή την ιστορία που ήταν γραμμένη σε μια ξένη για σένα γλώσσα. Thank you, my friend, for everything.
Nysvehj : τα υπέροχα σχόλιά σου, τα έχω πάντα κοντά στην καρδιά μου. Εύχομαι τα νέα κουτάβια σου να δώσουν στην καρδιά σου την ίδια χαρά, που δίνεις εσύ σ' εμένα. Je vous remercie beaucoup pour vos commentaires encourageants.
Guest : σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Η συγχώρεση.
Είχαν περάσει δύο ολόκληροι αιώνες απ' τον καιρό που είχε πρωτοέρθει εδώ και παρ' ότι δεν είχε ποτέ τολμήσει να διαβεί αυτή την πόρτα, είχε τριγυρίσει συχνά στον αψιδωτό, σπηλαιώδη διάδρομο. Συνήθως τις νύχτες. Τις μοναχικές εκείνες ώρες που ο Δράκος κοιμόταν κουλουριασμένος πάνω στο παχύ, καθαρό του άχυρο ονειρευόμενος καλά κυνήγια, καθώς και πολλούς μικρούς, κοκκινοφόλιδους απογόνους να τρέχουν στους μακρινούς διαδρόμους του κάστρου ή να πετούν στα τεράστια, θολωτά δωμάτια. Ήταν οι ώρες που συνήθως απέμενε μονάχος. Οι ώρες που η μόνη συντροφιά του ήταν ένα βιβλίο κι ένα ποτήρι δυνατό, κόκκινο κρασί, που έδιωχνε τις κακές αναμνήσεις. Οι ώρες που, αν ήθελε, θα μπορούσε να περάσει με τον αδελφό του, που ποτέ δεν κοιμόταν, ή με κάποιο από τα άλλα ξωτικά που μοιράζονταν μαζί τους τις μέρες και τις νύχτες αυτής της εθελούσιας εξορίας.
Όμως δεν το έκανε. Όχι πως δεν είχε ανάγκη από την συντροφιά και την παρουσία τους. Οι μέρες τους και πολλές φορές και τα βράδια ήταν γεμάτα από μια καλή, εποικοδομητική συνεργασία. Σοβαρές συζητήσεις και σχέδια για το μέλλον, μαθήματα στους λίγους απ' τη νεώτερη γενιά των Δρακοκαβαλάρηδων, καθώς και εξάσκηση – μια εξάσκηση που δεν τελείωνε ποτέ – στις πολεμικές τέχνες και τη μαγεία. Καμιά φορά ακόμα και γέλια και διασκεδάσεις, που πάντα έπαιρνε μέρος σ' αυτά, κρατώντας μια ευγενικά συγκαταβατική απόσταση. Ακόμα κι όταν τα ξωτικά τραγουδούσαν και χόρευαν παίζοντας άρπες και χρυσά φλάουτα. Ακόμα κι όταν κι ο ίδιος ο Δρακοκαβαλάρης Έραγκον, ο αδελφός του, ένωνε τη μελωδική φωνή του μ' αυτή των γοργοπόδαρων αντιπροσώπων του όμορφου γένους, ακόμα και τότε μερικές φορές συμμετείχε. Κι άφηνε τους πιο μπάσους τόνους της φωνής του να καλύψουν τις λεπτότερες αποχρώσεις του μικρότερου αδελφού και την ψιλή χροιά των φωνών των κατοίκων των μακρινών, πράσινων δασών της Αλαγαισίας.
Μα όταν έρχονταν οι νύχτες … εκείνες οι βαθιές, μεγάλες νύχτες του χειμώνα, που λες κι οι μαύροι στρόβιλοι των ουρανών έχουν καταπιεί το φεγγάρι κι ο άνεμος έχει βάλει στοίχημα να θρυμματίσει τους βράχους των βουνών σε σκόνη, έβγαινε να σταθεί πάνω στα ογκώδη τείχη κι εκεί απάνω, σαν μοναχικός βιγλάτορας, άφηνε το βλέμμα του να πλανηθεί είτε στους άγριους, πετρώδεις βράχους που τριγύριζαν απ' τη μια μεριά το φρούριο, είτε στις απέραντες, αμμώδεις, γεμάτες θίνες πεδιάδες, που επεκτείνονταν ως το μεγάλο ποταμό κι ως τη θάλασσα, ακόμα μακρύτερα. Και ήταν και οι άλλες νύχτες, αυτές του καλοκαιριού και του φθινόπωρου, που μύριζε το ρείκι και το θυμάρι μέσα απ' τις χαράδρες κι ένα ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε από ψηλά τη μοναχική φιγούρα που γύρναγε γύρω-γύρω βαδίζοντας γοργά επάνω στις επάλξεις.
Και πάντα κατέληγε εδώ. Έξω απ' αυτή την πόρτα. Τη δίφυλλη, αψιδωτή, κέδρινη πόρτα. Σκαλισμένη με μαγεία τις παραστάσεις Δράκων κι αρχαίων μαχών, χαμένων και κερδισμένων. Ψηλόλιγνα ξωτικά κι ευρύστερνους ανθρώπους. Χονδροκόκαλους νάνους με παχιές, πλεχτές γενειάδες, στριφτοκέρατα Ούργκαλ και μαγικούς λυκόγατους. Κι αυτή την πόρτα δεν είχε καταφέρει να την διαβεί ποτέ του ως τώρα. Παρά γυρνούσε πέρα-δώθε για λίγο μέσα στο σκοτεινό διάδρομο και πάλι αποτραβιόταν απ' την μεγάλη αίθουσα του θησαυρού του κάστρου.
Γιατί εκεί μέσα κλεισμένος βρισκόταν ο θησαυρός των θησαυρών, το μεγάλο μυστικό των Δρακοκαβαλάρηδων, που ελάχιστοι σ' όλο τον κόσμο το γνωρίζαν. Εκεί μέσα, ακουμπισμένα είτε πάνω σε απαλά μαξιλάρια, φτιαγμένα απ' τα προσφερμένα μεταξένια μαλλιά των ξωτικών, είτε σε πέτρινες, λαξευμένες θήκες από φεγγαρόπετρα, βρίσκονταν 'οι καρδιές των Δράκων'. Τα αρχαία Ελντουνάρι, που άλλα ο Δρακοκαβαλάρης Έραγκον είχε βρει μέσα στις κρύπτες του μυστικού βουνού του Βρόενγκαρντ κι άλλα είχε απελευθερώσει απ' τα μαύρα θησαυροφυλάκια του τυραννικού Γκαλμπατόριξ.
Ήξερε καλά το δωμάτιο αυτό. Το είχε δει πολλές φορές μέσα απ' τα μάτια του αδελφού του. Ο Έραγκον περνούσε πολλές από τις ώρες του εδώ, παρέα με τις καρδιές των Δράκων, άλλοτε φροντίζοντάς τες, άλλοτε συζητώντας μαζί τους, τακτοποιώντας τες κατά μέγεθος, σχήμα, ηλικία … Κι εκεί μέσα βρίσκονταν όλα χωρισμένα σε θολωτούς θαλάμους, τα πολύτιμα πετράδια, οι καρδιές των παλιών Δράκων, τακτοποιημένα, φροντισμένα … Και σε δωμάτιο ξέχωρα απ' τ' άλλα, το Ελντουνάρι εκείνο …
Εκείνο, εξ αιτίας του οποίου είχε ως τώρα αρνηθεί την είσοδο σ' αυτό το μέρος. Ένα από τα πιο παλιά … χιλιόχρονο … ολόχρυσο … χιλιοπονεμένο …
Μερικές φορές κοντοστεκόταν απ' έξω απ' τις πόρτες, άπλωνε το χέρι κι άγγιζε με την ασημόχρωμη παλάμη το σκούρο ξύλο, ψιθυρίζοντας λόγους μαγείας. Ακούμπαγε το φλογισμένο μέτωπο πάνω στις σκαλιστές φιγούρες κι απόμενε εκεί για λίγο να θυμάται …
… 'Θα με νικήσεις, αφού πρωτύτερα σχίσεις τις καρδιές μου' είχε κάποτε φωνάξει στον αδελφό του, όταν η λεπίδα του ενός βαφόταν μάταια με το αίμα του άλλου. Και του είχε προδώσει τότε – αυτός, ο διπλά προδότης – το μυστικό της δύναμης του Γκαλμπατόριξ. Μα ο Έραγκον ή δεν ήξερε, ή δεν είχε καταλάβει …
Και την αμέσως επόμενη θύμηση, δεν τόλμαγε να την αφήσει να κυριεύσει το νου του.
… Χρυσές φολίδες να αστράφτουν κάτω απ' τον ολόλαμπρο ήλιο, ν' αντανακλώνται πάνω απ' τα καταγάλανα νερά της λίμνης … Μάτια θεόρατα, σαν φάροι φλογισμένοι του ουρανού να τους κοιτάζουν … και πάνω στις γιγάντιες πλάτες ο λευκοφορεμένος γέροντας … Η οργή … Η κατάρα … Το σπαθί με το κόκκινο ρουμπίνι να κατεβαίνει άθελά του, μα απ' το δικό του χέρι, κι ο ίδιος θεατής της αποτρόπαιης πράξης … Κι ο Θόρν να βογκά για την κομμένη ουρά του – και ήταν ως να του έκοβαν τα δυο δικά του πόδια και το ίδιο του το χέρι να τρυπά και να σχίζει στη μέση τη δική του ύπαρξη … Και μετά, χρυσάφι λαμπερό να χάνεται ουρλιάζοντας κάτωθέν τους … κι άλλο δεν θυμόταν πια …
Απάνω εκεί διέκοπτε τη μνήμη και γύρναγε να φύγει με βήμα βιαστικό, που ηχούσε ως πέρα στο θόλο του διαδρόμου. Κι ανέβαλε πάντα την είσοδο για μια άλλη στιγμή, εκεί μακριά στο μέλλον …
Και ως τα τώρα τις πόρτες αυτές, ποτέ, ποτέ του δεν είχε κάνει το τόλμημα να τις ανοίξει.
(((((ο.Ω.ο)))))
Η νύχτα απόψε ήταν όμορφη. Σαν διπλό κέρατο του βοδιού το νέο φεγγάρι αντιφέγγιζε το φως χιλιάδων άστρων, που λαμπίριζαν πάνω στον ουράνιο θόλο, αντανακλώντας ασημένιες λάμψεις στις γκρίζες, τεράστιες πέτρες του εξωτερικού τείχους. Το φρούριο των Δρακοκαβαλάρηδων ησύχαζε. Οι Δράκοι, ναρκωμένοι μέσα στις φωλιές τους ρουθούνιζαν χορτασμένοι κι οι λίγοι νεαροί τους καβαλάρηδες ξεκούραζαν τα πονεμένα μέλη και το νου τους απ' την σκληρή εξάσκηση στο σπαθί, στο τόξο, στη χρήση της μαγείας. Κι όσοι ακόμα απόμεναν ξυπνητοί κι αυτοί ησύχαζαν μέσα στο κάστρο, μ' ένα βιβλίο στα χέρια, μ' ένα απαλό μουρμούρισμα στα χείλη. Κι εκείνος όρθιος, στητός επάνω στις ψηλές επάλξεις, μέτραγε με το αετίσιο μάτι την απόσταση ως τον ποταμό, ως πέρα εκεί στη βαθιά, γαλάζια θάλασσα, πιο πέρα ακόμα κι απ' τα πέρατα του κόσμου. Και η καρδιά του ήταν απόψε γεμάτη αναμνήσεις.
… Μαύρα, αμυγδαλωτά μάτια, λαμπερά σαν αστέρια – σαν κι αυτά που από ψηλά τον κοιτάζουν – και δέρμα σκούρο σαν το φόντο της νύχτας … φωνή γλυκιά και τρυφερή, μα και βασιλική συνάμα … κι άγγιγμα απαλό, γεμάτο αγάπη …
Η ζωή που είχε ζήσει, η ζωή που είχε πίσω του αφήσει, η ευτυχία που ακόμα δεν είχε πιστέψει ότι την άξιζε κάποτε … Κι εκεί στο βάθος του φρουρίου, στα πίσω θολωτά δωμάτια σκαμμένα μέσα στις σπηλιές, τα δωμάτια τα κλεισμένα με διπλές, κέδρινες πόρτες … Εκεί η χρυσή καρδιά του αρχαίου Δασκάλου, μόνη … πάντα πενθούσα … δεν είχε ακόμα συγχωρέσει.
Ο Δρακοκαβαλάρης κατέβηκε απ' τις πέτρινες επάλξεις και με αποφασιστικό βήμα πέρασε τους λαξευμένους με μαγεία θολωτούς διαδρόμους. Το πίσω μέρος του φρουρίου ενωνόταν με τις φυσικές σπηλιές των βράχων του βουνού, καθιστώντας τα δωμάτια μια φυσική προέκταση μεσ' στην καρδιά της πέτρας. Τα πρώτα χρόνια που ο Έραγκον μαζί με τα ξωτικά το είχαν κατοικήσει, οι άγριοι Δράκοι είχαν κάνει εκεί μέσα τις φωλιές τους. Μα γρήγορα είχαν ανοίξει τα δυνατά φτερά τους κι είχαν πετάξει μακριά, προς τις απάτητες κορφές, ψηλά εκεί που ούτε αετοί τολμούσαν να φωλιάσουν. Κι ο πρώτος Δρακοκαβαλάρης είχε αλλάξει τις δύσχρηστες σπηλιές, λιώνοντας με μαγεία το δάπεδο και τους τοίχους, σχηματίζοντας μεγάλα και μικρά δωμάτια ενωμένα με διαδρόμους, χωρισμένα μεταξύ τους με ξύλινες πόρτες, φερμένες απ' τα μακρινά, μεγάλα δάση του βορά, με τη βοήθεια των Δράκων. Ο ίδιος τότε δεν είχε έρθει ακόμα εδώ, να κατοικήσει με τον αδελφό του.
Βάδιζε γοργά προς το δωμάτιό του, σκεπτόμενος μηχανικά μαθήματα κι υποχρεώσεις της μέρας που θα ερχόταν και ούτε πρόσεχε γύρω του, καθώς προσπέρναγε κλεισμένες πόρτες κι άδειους σκοτεινούς θαλάμους.
'Έμπριθιλ!'
Θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί την παρουσία τους πριν ακόμα τους δει, μα ήδη τους προσπέρναγε χωρίς να τους προσέξει. Τα δύο αγόρια, φίλοι που έκαναν εδώ τη γνωριμία τους κι από τότε είχαν γίνει αχώριστοι, χαιρέτισαν τιμητικά αγγίζοντας τα στήθη με τα χέρια και γέρνοντας λιγάκι το κεφάλι. Όλοι το γνώριζαν πως αυτοί οι δύο παρέα μελετούσαν και κάποιες νύχτες ξέμεναν ως το πρωί συζητώντας. Τον απέραντο κόσμο της γνώσης που ξανοίγετο μπροστά τους, ως φαίνεται δεν τον χωρούσε μόνο η μέρα.
Αντιγύρισε σιωπηλά το χαιρετισμό και συνεχίζοντας με το γοργό του βήμα, σημείωσε στο νου του να μην ξανακάνει ποτέ αυτό το λάθος. Ειρήνη … ασφάλεια … πόσο μαλθακό μπορούν να κάνουν έναν παλιό στρατιώτη. Μα το ήξερε καλά, πως η ειρήνη θέλει άγρυπνους φρουρούς για να κρατήσει. Κι εκείνοι, ο Έραγκον κι ο ίδιος, αυτό είχαν τόσο καιρό υπάρξει. Οι δύο άγρυπνοι φρουροί που προετοιμάζαν κι άλλους. Ώστε να απλώσει τα φτερά της για χιλιάδες χρόνια η χαμογελαστή ειρήνη, καλύπτοντας όλα τα γένη της Αλαγαισίας. Φωλιάζοντας σε όλων τις καρδιές, κάνοντας όλους τους αδέλφια. Και το άκουσμα απ' τα φτερά των Δράκων καθώς κι η παρουσία των καβαλάρηδων, να φέρνει ηρεμία και γαλήνη στις ψυχές όλων, καθώς οι ματιές θα έστρεφαν μ' εμπιστοσύνη προς τα ουράνια.
Ο Έραγκον δεν είχε ποτέ γυρίσει πίσω όλα αυτά τα χρόνια, μα ο ίδιος συχνά-πυκνά ταξίδευε στην πλάτη του μεγάλου κόκκινου συντρόφου του, καλύπτοντας τις λεύγες πάνω από βουνά, ποτάμια και πεδιάδες προς την μακρινή πατρίδα. Ήταν αυτός που είχε σε κάθε περίσταση συνοδεύσει τα νέα αυτά παιδιά, το νέο αίμα μεσ' το τάγμα, επίσης και τους νεαρούς τους Δράκους. Ήταν ακόμα λίγοι, μα στενά δεμένοι μεταξύ τους. Δάσκαλοι και μαθητές, μια οικογένεια, όλοι αδέλφια.
Το γρήγορό του βήμα, τον έφερε πάλι προς τα εκεί. Πώς δεν το είχε τόση ώρα καταλάβει; Οι σκέψεις του απόψε δεν του άφηναν συγκέντρωση καμία κι η πόρτα του θαλάμου του είχε μείνει πολλούς διαδρόμους πίσω. Και πίσω απ' την επόμενη στροφή …
Ο Δρακοκαβαλάρης κοντοστάθηκε χαμογελώντας εκείνο το παλιό, μισό-στραβό του γέλιο. Εκείνο που έκανε τα χείλη του να υψώνονται ελάχιστα μόνο στις άκρες της δεξιάς μεριάς τους. Το αγόρι … το κορίτσι … το φίλημά τους μέσα στα σκοτάδια … κρυμμένο πίσω απ' τις σκιές του κυρτού διαδρόμου.
'Η αγάπη σε κάνει δυνατό,' έστειλε μήνυμα μόνο στ' αγόρι με το νου του. 'Μα πρόσεχε! Είναι κι αδυναμία μεγάλη. Ευάλωτος … για πάντοτε δεμένος …'
Αλλάζοντας διάδρομο να μη τους συναντήσει, του έθεσε την πρόταση, πως θα 'τανε καλύτερα να τη συνόδευε πίσω στο δωμάτιό της κι εκείνος να γυρίσει στο δικό του.
Κι έτσι ήταν που άθελά του βρέθηκε έξω απ' τις διπλές, κέδρινες πόρτες …
Στάθηκε ακίνητος, με τα δύο του χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος, με το κεφάλι ελαφρά γερμένο, κλειστά τα μάτια κι άπλωσε τη διάνοιά του προς τα μέσα. Ένιωσε τις καρδιές να πάλλονται ρυθμικά, αφήνοντας να ξεφεύγει στο χώρο μια απαλή, ανακουφιστική μορφή ενέργειας. Βαθιά μέσα του ήξερε πως τα Ελντουνάρι συζητούσαν μεταξύ τους, αντάλλασσαν απόψεις, σκέψεις, θύμησες παλιές … Έκλεισε απότομα το νου του, μη θέλοντας να γίνει κοινωνός και πάλι αυτής της μνήμης κι έδιωξε τον πόνο που πήγαινε να καταλάβει και πάλι την καρδιά του. Τις τύψεις που τις νύχτες σκλάβωναν το νου του. Την κίνηση την αθέλητη του οπλισμένου του χεριού, που είχε αμέτρητες φορές ζήσει πάλι και πάλι μέσα σε φρικτούς εφιάλτες. Σκλάβος, βουβός μέσα στο ίδιο του το σώμα, με τρόμο να παρατηρεί το έγκλημα που εξαναγκαζόταν ο ίδιος να εκτελέσει. Και μετά ο πόνος ο δικός του και του Θόρν … η απόγνωση … η ντροπή … Μια μαριονέτα στα χέρια του τυράννου. Ναι, είχε οργιστεί, είχε καταραστεί το αρχαίο ζευγάρι, τους είχε κατηγορήσει πως κρύφτηκαν μεσ' στην ασφάλειά τους, χωρίς να έρθουν να τους σώσουν … μα ποτέ το δικό του το χέρι δεν θα είχε χτυπήσει … Ήταν όμως τελικά το δικό του το χέρι.
Καθώς άνοιξε τα μάτια του να φύγει, αίφνης τα είδε όλα μπροστά του. Ακουμπημένα μέσα στις θήκες και τα μαξιλάρια τους να λάμπουν, ν' αστραποβολούν άλλα αγέρωχα, άλλα χαρούμενα κι άλλα γεμάτα σοφία και γνώση που τη διέδιδαν μεταξύ τους. Κι ο ίδιος να στέκει κάτω απ' τις διπλές, τις διάπλατα ανοιγμένες θύρες. Πώς τα κατάφερε αλήθεια, πώς δεν κατάλαβε για πότε πρόφερε τα μαγικά τα λόγια που τις ανοίξαν; Σαν μαγεμένος απόμεινε να βλέπει και ν' ακούει τη θεϊκή τους λάμψη και το γάργαρο βουητό των φωνών τους. Και καθώς ένα-ένα αντιλαμβάνονταν την παρουσία του, ο νους του γέμισε τόσες φωνές, όσες κι ο θησαυρός του κάστρου.
… Λάμψεις … φωνές … αντανακλάσεις στους σκοτεινούς τους τοίχους … καλέσματα … και απορίες …
… Μέρταγκ! … Μέρταγκ … Δρακοκαβαλάρη … γιε του Μόρζαν …έλα … ποιος είναι αυτός; … ο Μέρταγκ … έλα! … ο γιος του Μόρζαν … Μέρταγκ … ο γιος της Σελίνας … έλα σ' εμάς …ο αδελφός του Έραγκον … ο Δρακοκαβαλάρης Μέρταγκ … έλα … Μέρταγκ …
Ταυτόχρονα ηχούσαν όλα μαζί μέσα στο νου του και το σπηλαιώδες δωμάτιο είχε γεμίσει αντανακλάσεις από πολύεδρα πετράδια, σκορπισμένο φως κι ενέργεια και χρώμα … λευκά σαν το άσπιλο το χιόνι, γαλάζια σαν τους ουρανούς, πράσινα όπως τα πυκνά τα δάση, ασημιά σαν τις ακτίδες μιας χλωμής σελήνης και σκούρα μαύρα σαν οψιδιανός και κόκκινα σαν το χυμένο αίμα …
Κι όλα ανακατεύονταν μεταξύ τους σε χρώμα, ενέργεια και ήχο, καλώντας τον κοντά τους. Κι εκείνος, μαγεμένος, άπλωσε το πόδι του και μπήκε …
(((((ο.Ω.ο)))))
Στο βάθος του δωματίου ξεχώρισε ανάμεσα στις λάμψεις κι άλλα ανοίγματα στους τοίχους κι άλλες πόρτες που οδηγούσαν σε ξέχωρους θαλάμους, μέσα στους οποίους ο Έραγκον είχε τοποθετήσει κάποια ξεχωριστά Ελντουνάρι. Σα μαυλισμένος προσπέρασε όλες τις λάμψεις και τις φωνές που τον διεκδικούσαν, κλείνοντας τα μάτια και τ' αυτιά του νου, φτάνοντας στο βάθος …
… Πίσω απ' αυτή τη βαριά βελούδινη κουρτίνα αναπαύονταν … εκείνοι …
Δάγκωσε τα χείλη από ντροπή και πήρε μια βαθιά ανάσα που την κράτησε πεισματικά μέσα του. Εδώ που είχε φτάσει απόψε, δεν υπήρχε δρόμος γι' αυτόν για να γυρίσει πίσω. Όχι τουλάχιστον προτού διεκδικήσει μια συγνώμη.
Την άλλη στιγμή παραμέρισε το παραπέτασμα και μπήκε.
Ήταν εκεί … στη μέση της μικρής κάμαρας. Το φως του παλλόταν απαλά, δημιουργώντας σκιές, συνάμα με αντανακλάσεις στους τριγύρω τοίχους. Ξεκουραζόταν ακουμπημένο στη λαξευτή του θήκη, μονάχο, ξέχωρα από τ' άλλα. Κι εκείνος με δισταγμό πλησίασε και στάθηκε μπροστά του. Η παρουσία του δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή απ' την πολύτιμη καρδιά του Δράκου, όταν του μίλησε.
'Δάσκαλε Γκλέιντερ.'
Ένας μεγάλος θυμός, θλίψη και αμφιθυμία περιέβαλε τη φωνή που βρόντηξε την άλλη στιγμή στο νου του.
'Μέρταγκ! Δρακοκαβαλάρη του Θόρν!'
Η φωνή προκάλεσε τη δόνηση του αέρα μπροστά και γύρω του και ήχησε σαν κατάρα μάλλον παρά σαν επίκληση, που τον διαπερνούσε ολόκληρο. Έπεσε μπροστά στη θήκη, τη σμιλεμένη από φεγγαρόπετρα, στο ένα γόνατο κι έσκυψε το κεφάλι.
'Δάσκαλε …'
Η σιωπή που ακολούθησε κράτησε ώρα, λεπτά ολόκληρα που σαν γιγάντια πουλιά του φάνηκαν κι οι μαύρες τους φτερούγες πετάριζαν πένθιμα γύρω του στην κάμαρα μέσα, ενώ τα γαμψά νύχια τους παίδευαν το μυαλό και την καρδιά του.
'Το ξέρω ότι καιρό τώρα ζεις μέσα στο κάστρο!'
Η βαριά φωνή του Δράκου αποφάσισε τελικά να τον τιμήσει μιλώντας του ξανά, μα οι δονήσεις συνέχισαν να σχίζουν τα πέτρινα τοιχώματα, μαζί και την ψυχή του.
'Δάσκαλε …'
Τα χείλη του κινήθηκαν ψιθυριστά, μα η φωνή του έσβησε και δεν κατάφερε να ξεφύγει ανάμεσα απ' τα δόντια.
'Μέρταγκ! Τι ζητάς από μένα;'
'Δάσκαλε, συγχώρεσε … δεκάδες χρόνια τώρα τυραννιέμαι … κι οι τύψεις έρχονται τις νύχτες και βασανίζουν το μυαλό και την καρδιά μου.'
Η σιωπή απλώθηκε ξανά γύρω του. Απ' την αρχαία χρυσή καρδιά λάμψεις, σαν κεραυνοί ξεπρόβαλαν και σκουρόχρωμοι στρόβιλοι άρχισαν ν' αναδεύονται στις έδρες του πολύτιμου λίθου.
'Σκότωσες το κορμί μου και σκότωσες τον Καβαλάρη μου! Δεν μπορώ να συγχωρέσω!'
Η αυστηρή φωνή αντήχησε στο νου του μέσα, προξενώντας χίλιες δονήσεις στο εσωτερικό του σώματός του.
'Συγχώρεσε, αρχαίε Δάσκαλε, το χέρι που κινήθηκε άθελά του, συγχώρεσε εκείνους που η ίδια η καρδιά τους σφάχτηκε τη μέρα εκείνη.'
'Κάποτε στο είπα πως κατάλαβα. Ήταν ο Γκαλμπατόριξ που οδήγησε το χέρι σου να κινηθεί. Όσο γι' αυτό καταλαβαίνω … μα δεν μπορώ να συγχωρέσω.'
'… συγχώρεσε …'
'Ποτέ! Ακόμα κι αν περάσουν χίλια χρόνια.'
Λάμψεις χαλκόχρωμες ξεχύθηκαν τριγύρω του, θυμός και πόνος προερχόμενος απ' την καρδιά του Δράκου κι εκείνος απόμεινε κάτω ζαρωμένος, με τις τύψεις να τυραννάνε την καρδιά του. Αχ, να γινότανε να γύριζε εκείνος για λίγο πάλι πίσω … να του εξηγήσει … να συγχωρεθεί …
Έμεινε ακόμα μερικές στιγμές εκεί, πεσμένος στο ένα γόνατο, με το κεφάλι σκυφτό και τους ώμους γερτούς. Η καρδιά του σφυροκόπαγε με την ίδια ένταση που παλλόταν μπροστά του το θυμωμένο Ελντουνάρι. Κι όχι, δεν ήτανε μονάχα ο θυμός, αλλά ο πόνος, η πίκρα και το πένθος που γέμιζαν το δωμάτιο και φαρμακώναν την ψυχή του. Κι ήταν έτοιμος σχεδόν να σηκωθεί να φύγει, μετανοιωμένος που έφτασε απόψε ως εδώ και πέρασε ποτέ αυτές τις θύρες, όταν ένιωσε το φως γύρω του ν' αλλάζει … Από έντονα χρυσοκίτρινο, με χάλκινες, σκουρόχρωμες λάμψεις να γίνεται πιο αχνό, λευκότερο … Κι η ένταση να παύει, να καταλαγιάζει … Και μια ενέργεια ανακουφιστική ν' απλώνεται τριγύρω του και σαν μέσα σε μεταξένιο σύννεφο λευκό να τον περιβάλλει.
Και καθώς άνοιξε τα υγραμένα μάτια του κι ύψωσε απορημένος το κεφάλι για τις μαγευτικές τις αλλαγές μέσα στο χώρο, τότε τον είδε να στέκει ολόλαμπρος μπροστά του …
… Ολόλευκες ρόμπες κάλυπταν το κορμί του κι ένα απαλό φως διαχεόταν γύρω απ' το αρχαίο πρόσωπο, αφήνοντας αχνά τα χαρακτηριστικά του … Μα τα γκρίζα μάτια του ξεχώριζαν ανάμεσα στα μακριά, ασημένια του μαλλιά που απλώνονταν στους ώμους … μάτια που τον κοιτούσαν γεμάτα συμπάθεια … κατανόηση … αποδοχή … Και το δεξί του χέρι απλωνόταν φιλικά προς τη μεριά του, καλώντας τον ν' αγκίσει το ασημένιο σύμβολο, που έδειχνε να χύνει από μέσα του ποτάμι τη μαγεία.
Ο Δρακοκαβαλάρης έπεσε συντετριμμένος προς τα πίσω, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε μπροστά του. Το ένα χέρι του γέροντα άγγιζε την καρδιά του Δράκου, έβγαινε θα 'λεγε κανείς μέσα απ' το πολύτιμο πετράδι. Και πόδια δεν φαίνονταν ν' αγγίζουνε τη γη, παρά σαν απ' τα γόνατα να ίπταται το σώμα, ως δυο παλάμες πάνω απ' το έδαφος.
'… Εσύ! …'
Η φωνή πνίγηκε μεσ' στου λαιμού τα βάθη. Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα με δέος κι ο Δρακοκαβαλάρης σύρθηκε ασυναίσθητα πιο πίσω.
'… Είσαι εσύ! … Πώς …; …'
Η μορφή μπροστά του παρέμεινε σιωπηλή – μα ήταν δυνατόν νεκρός πριν δύο αιώνες να μιλούσε; – όμως τα χείλη έστρεψαν αχνά προς τα πάνω, σ' ένα απαλό χαμόγελο, καθώς το βλέμμα καρφωνόταν μέσα στα δικά του μάτια. Ο χώρος γύρω του γέμιζε μαγεία, που έφτανε ως την ψυχή του μέσα, γεμίζοντάς την παρηγοριά και διώχνοντας τη θλίψη. Σηκώθηκε ξανά αναθαρρώντας, στηρίζοντας το σώμα και στα δυο του γόνατα κι έφερε το χέρι πάνω στο στήθος, χαιρετώντας με την αρχαία συνήθεια.
'Έμπριθιλ!'
Το κεφάλι του έγειρε λιγάκι προς τα πλάγια, όμως τα μάτια του στιγμή δεν άφησαν την παρουσία μπροστά του. Δεν ήξερε αν είχε το δικαίωμα ν' αποκαλέσει Δάσκαλο, εκείνον τη ζωή του οποίου ο ίδιος είχε τερματίσει, όμως απ' όλες τις λέξεις που υπήρχαν, αυτή του φάνηκε η κατάλληλη. Ο αέρας γύρω του δονήθηκε, υγρή απαλή αύρα του χάιδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο.
… Μέρταγκ Δρακοκαβαλάρη …
Η φωνή ήχησε μελωδική, μα και παράξενα μακρινή μεσ' στο μυαλό του. Σαν η παρουσία να βρισκόταν κάπου αλλού, σε ξένο χώρο, σε διάσταση άλλη.
'Τι είσαι;' Εξέφρασε την απορία με το νου του, όπως μέσα από το νου του είχε ακούσει τη φωνή να τον καλεί με τ' όνομά του.
… Είμαι η συνείδηση του Όρομις του Δρακοκαβαλάρη … Φτιαγμένος από την ενέργεια και τις αναμνήσεις του Ελντουνάρι του Δράκου Γκλέιντερ … Φερμένος πίσω απ' τη δική σου την επιθυμία …
Με δέος και απορία απέμεινε βουβός να τον κοιτάζει, μια άυλη φιγούρα που τώρα μόνο πρόσεχε πως μπορούσε πίσω της να διακρίνει τα τοιχώματα του δωματίου.
… Πάντα ήθελα να σε συναντήσω … και σε περιστάσεις καλύτερες από εκείνες που είχαμε συναντηθεί πάνω από τους ουρανούς του Γκίλιντ …
Το γκρίζο βλέμμα καρφώθηκε μέσα στα μάτια του, διαπερνώντας το κρανίο, εισχωρώντας στο μυαλό του, παραμερίζοντας τις τύψεις και την αγωνία και γεμίζοντάς τον με ένα αίσθημα δροσιάς … προσφοράς … αγάπης …
… σαν την αγάπη που του είχε δείξει εκείνη … μα και διαφορετική ταυτόχρονα …
… Και πάντα ήθελα να σε διδάξω Μέρταγκ … κάποτε το επιθυμούσαμε κι οι δύο να γίνουμε οι δάσκαλοί σας …
Το γκρίζο βλέμμα στράφηκε προς το λαμπερό Ελντουνάρι, που εδώ και λίγα λεπτά ησύχαζε. Η αίσθηση ότι το ένα χέρι παρέμενε ακόμα βυθισμένο μέσα στην καρδιά του Δράκου, του ήταν εντονότερη τώρα.
'… Έμπριθιλ …'
… Μπορούμε όμως να το κάνουμε και τώρα … Έχουμε πολλά να σας διδάξουμε … Μέρταγκ και Θόρν … έχουμε πολλά να συζητήσουμε … και τον καιρό όλο μπροστά μας …
Το χέρι το σημαδεμένο με το σημάδι του Δράκου κινήθηκε προς τη μεριά του και άστραψε η ασημένια παλάμη, σκορπώντας γύρω της λάμψεις, έλικες σαν από λιωμένο μέταλλο.
…Τι είναι αυτό που αναζητάς, Μέρταγκ; …
'Μια συγχώρεση από σένα, Δάσκαλε …Έστω και άθελά μου, ήμουν εγώ αυτός που πήρε τη ζωή σου.'
Η φιγούρα απέναντί του κίνησε με θλίψη το κεφάλι.
… Είναι πολλοί οι πόνοι αυτού του κόσμου που βρίσκεσαι τώρα … Κι ο μεγαλύτερος απ' όλους, το να μη μπορείς να βοηθήσεις αυτούς που το έχουνε ανάγκη …
Σηκώθηκε ξανά στο ένα γόνατο κι έκανε να πλησιάσει με το δικό του το χέρι του άλλου, που το έτεινε προς τη μεριά του. Μα την τελευταία στιγμή δείλιασε. Μήπως αυτό που ο Δάσκαλος μόλις είχε ξεστομίσει σήμαινε πως δεν θα δικαιούταν ποτέ του αυτή τη συγνώμη; Ήταν ο Δράκος που είχε το δίκιο; Θα ζούσε ως το τέλος μ' αυτές του τις τύψεις για το αρχαίο ζευγάρι; Ο νους του μουδιασμένος δεν τόλμησε να το ρωτήσει. Μέσα του είχε ήδη μετανιώσει που πέρασε αυτή την πόρτα απόψε, που έπεσε στα γόνατα εκλιπαρώντας μια συγνώμη που ποτέ δεν θα ερχόταν. Η περηφάνια του ήδη ψιθύριζε στ' αυτί του, για το μεγάλο λάθος που είχε κάνει. Μα το λευκό, ενεργειακό φάσμα αντίκρυ του ήδη συνέχιζε να του μιλά στο νου του.
… Απ' όλα τα ζευγάρια των Δράκων και των Καβαλάρηδων, απ' την αρχή που ξεκίνησε αυτό το τάγμα, εσείς οι δύο ήσασταν οι μόνοι που βρέθηκαν ποτέ σ' αυτή τη δύσκολη θέση … να γεννηθείτε σκλάβοι … χωρίς την δυνατότητα της επιλογής … χωρίς την καθοδήγηση … μόνοι, στα χέρια ενός τυράννου …
Στο άκουσμα αυτών των λόγων, σήκωσε περήφανα το κεφάλι. Ήταν κάτι που το είχαν συζητήσει πολλές φορές με τον Θόρν, μα οι επιλογές είχαν ήδη γίνει και πια ο χρόνος δεν γυρνούσε πίσω …
'Μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει το θάνατο …'
Η λευκοφορεμένη μορφή ένευσε με συμπάθεια τείνοντας πάλι το χέρι προς τη μεριά του.
… Δεν θα σου ζήταγα ποτέ να κάνεις αυτό που εγώ ο ίδιος δεν θα είχα κάνει …
Μια ζεστασιά απλώθηκε προς τη μεριά του και το χέρι του κινήθηκε ξανά προς την προσφερόμενη, ασημένια παλάμη. Πάνω στη δική του, το σημάδι που είχε αφήσει κάποτε ο νεογέννητος Δράκος άστραψε κι ένα δυνατό κύμα ενέργειας τον περιέλουσε κι αιστάνθηκε σαν να πετούσε. Η παλάμη του κλείδωσε πάνω στου άλλου … Δεν έπιανε κάτι απτό, υπαρκτό, μα ενέργεια σκέτη, που του φανερωνόταν σα δύναμη ...
Δύναμη ζωής … αναζωογονητική φρεσκάδα … ζεστασιά … φιλία … αποδοχή. Κι η αρχαία φωνή, ενωμένη αυτή τη φορά μ' εκείνη του Δράκου ήχησε ακόμα πιο απαλή στο νου του.
… Σήκω! … Μέρταγκ … όλα όσα έχουν μια αρχή, έχουν κάποτε και ένα τέλος, το ίδιο κι εμείς …Μη λυπάσαι για το θάνατό μας …Ο τυραννικός βασιλιάς είναι νεκρός και μαζί του η επιθυμία μας για εκδίκηση … Εσύ … και ο Δράκος σου είσαστε συγχωρεμένοι …
Η δύναμη που έσφιγγε το χέρι του τον τράβηξε ορθό και στάθηκε σταθερά και στα δύο του πόδια. Το σημάδι της Γκεντγουέι Ιγκνάσια πάνω στην παλάμη του ενωνόταν με αυτό της άυλης αυτής ενεργειακής φιγούρας του αρχαίου δασκάλου, περνώντας ανακουφιστικά αισθήματα από εκείνον μέσα στο κουρασμένο κορμί και το μυαλό του. Γνώση και δύναμη χιλιάδων χρόνων ξανοίγονταν μπροστά του, ελπίδα, μέλλον, χιλιάδες προσδοκίες και σιγουριά για ένα καλύτερο αύριο, για έναν καλύτερο κόσμο.
Καθώς το λευκό φως λίγο-λίγο ξεθώριαζε κι η ενεργειακή φιγούρα έσβηνε και χανόταν, το χρυσοκίτρινο φως της καρδιάς του Δράκου απόμεινε να πάλλεται απαλά πάνω στα τοιχώματα του δωματίου. Κι η ίδια η καρδιά ησύχασε μεσ' στην πελεκημένη από φεγγαρόπετρα θήκη της.
Ήταν η ιδέα του, ή του φάνηκε πως ήταν πιο δυνατός τώρα; Ανακουφισμένος, σαν ένα βάρος που τόσα και τόσα χρόνια τον πλάκωνε στο στήθος, να είχε σηκωθεί από πάνω του. Και για πρώτη του φορά βάδισε προς το αύριο με τόση σιγουριά, όση ποτέ δεν είχε νοιώσει ως τώρα, με τόσο θάρρος κι αισιοδοξία κι αποφασιστικότητα.
'Έμπριθιλ …' ψιθύρισαν τα χείλη του και χαμογέλασε πραγματικά κι εγκάρδια. Η καρδιά του ήταν ελαφριά σαν φτερό μικρού πουλιού κι ελεύθερη. Είχε πετύχει τη συγνώμη.
Τέλος.
Σας ευχαριστώ που διαβάσατε αυτή την ιστορία.
