ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1:ΑΓΓΕΛΟΣ (BPOV)
Η μέρα κυλούσε με τον ίδιο βαρετό ρυθμό όπως πάντα. Διάβαζα ξανά τα βιβλία που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη την τελευταία φορά. Ήμουν η μόνη που ενδιαφερόμουν για βιβλία οπότε η κ. Κόουπ, η διευθύντρια, δε μας επέτρεπε επισκέψεις συχνά. Η Τζέσικα με τη Λόρεν ενδιαφέρονταν μόνο για τις κούκλες τους, στην Άντζελα άρεσαν αλλά ήταν πολύ μικρή για να μπορεί να διαβάζει μόνη της και τα αγόρια ασχολούνταν μόνο με το ποδόσφαιρο. Καθόμουν στο συνηθισμένο μου παγκάκι στην πίσω αυλή όταν η Ρενέ η μαγείρισσα μας φώναξε να συγκεντρωθούμε στη τραπεζαρία γιατί η κ. διευθύντρια ήθελε να μας μιλήσει. Μπήκα τελευταία και το δωμάτιο ήταν σχεδόν γεμάτο αν και για ίδρυμα ήμασταν σχετικά μικρό, μόλις 60 παιδιά. Όταν οι φωνές μέσα στο δωμάτιο ησύχασαν μετά από εντολή της Ρενέ η κ. Κόουπ μπήκε μέσα στο δωμάτιο μαζί μ' ένα αγόρι περίπου στην ηλικία μου, με χάλκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Ήταν τόσο όμορφος που νόμιζα ότι έβλεπα ένα άγγελο! Όμως ο άγγελος ήταν θλιμμένος και αυτό δεν ήταν σωστό ,οι άγγελοι δεν πρέπει να' ναι θλιμμένοι! Ενώ ήμουν χαμένη στις σκέψεις μου η κ. Κόουπ άρχισε να μιλάει «Παιδιά από σήμερα το ίδρυμα μας θα φιλοξενεί ένα ακόμη παιδί. Αυτός εδώ είναι ο Έντουαρντ Μέισεν και περιμένω να τον καλωσορίσετε και να του φερθείτε με τον καλύτερο τρόπο. Τώρα διαλυθείτε με ήσυχα και επιστρέψτε στις προηγούμενες ασχολίες σας. Ρενέ αν έχεις την καλοσύνη δείξε στο μικρό που θα μένει.» Όσο η διευθύντρια μιλούσε δεν πήρα τα μάτια μου από πάνω του. Έντουαρντ… τόσο απλό και τόσο συνηθισμένο αλλά και τόσο ξεχωριστό, τόσο… όμορφο! Εκείνος αν και τα υπόλοιπα παιδιά(συμπεριλαμβανομένου και εμένα) τον κοιτούσαν με προφανή περιέργεια κοίταζε έξω απ' το παράθυρο δείχνοντας τελείως βαριεστημένος λες και τίποτα απ' αυτά που γίνονταν δε τον έννοιαζαν. Περίεργο αν ξαφνικά σε μετέφεραν σ' ένα τελείως ξένο μέρος, με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις δε θα έπρεπε να σε νοιάζει έστω και λίγο; Είχαμε και παλιά καινούργιους και όλοι έδειχναν νευρικοί, φοβισμένοι, ντροπαλοί ακόμη και επιθετικοί αλλά ποτέ αδιάφοροι. Τι στο καλό γινόταν μ' αυτό το παιδί; Η στεναχώρια ήταν λογική αλλά όχι η αδιαφορία. Η περιέργεια με κατέκλυσε, έπρεπε να μάθω! Τόσο χαμένη ήμουν που δεν κατάλαβα ότι είχα φτάσει στην αυλή και είχα καθίσει και πάλι στο παγκάκι. Καθώς κοίταζα γύρω μου μπερδεμένη συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνη μου. Στην άλλη άκρη καθόταν ο Έντουαρντ και με κοιτούσε με την λύπη να φαίνεται στα μάτια του και με μια μπερδεμένη έκφραση, δε τον κατηγορώ προφανώς έμοιαζα σα τρελή έτσι όπως κοίταζα γύρω-γύρω σα χαμένη. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και σαν υπνωτισμένη είπα «Γεια. Είμαι η Ιζαμπέλα αλλά μπορείς να με φωνάζεις Μπέλα. Όλοι με φωνάζουν Μπέλα.» Μέχρι να τελειώσω είχα γίνει κόκκινη σα το παντζάρι. Η φωνή μου έτρεμε και έσπασε λίγο στο τέλος-και ναι τώρα είναι σίγουρος πως είμαι τρελή! Περίμενα να πει κάτι αλλά δεν μίλησε. Τα λεπτά περνούσαν μέσα στη σιωπή και αντί να σηκωθώ και να φύγω ντροπιασμένη όπως θα έκανα σε κάποια άλλη περίπτωση έκανα κάτι διαφορετικό. «Γεια σου Μπέλα χαίρομαι που σε γνωρίζω. Έχεις πολύ ωραίο όνομα!» απάντησα για εκείνον. Τότε γύρισε και με κοίταξε με μια ξαφνιασμένη έκφραση αλλά στα μάτια του έβλεπα ότι το έβρισκε αστείο έτσι αποφάσισα να συνεχίσω γιατί δεν ήθελα να' ναι στεναχωρημένος. «Σ' ευχαριστώ είσαι τόσο ευγενικός! Και εσένα, πως σε λένε;» είχα αρχίσει να πιστεύω πως γινόμουν ενοχλητική όταν προς μεγάλη μου χαρά τον είδα να χαμογελάει και να σηκώνει το χέρι του για χειραψία «Έντουαρντ» απάντησε με μια βελούδινη φωνή «Αν και το ξέρεις ήδη. Χάρηκα»είπε και κάπου μέσα στη ζαλάδα μου σήκωσα το χέρι μου και έπιασα το δικό του-ήταν τόσο ζεστό! Η ματιές μας διασταυρώθηκαν και τα μάτια μου έμεινα κολλημένα στα δικά του όπως και το χέρι μου στο δικό του. Έντουαρντ…
(EPOV)
Είχαν περάσει μέρες από εκείνη τη νύχτα αλλά οι αναμνήσεις δεν έλεγαν να ξεθωριάσουν. Το έβλεπα ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου, τον «πατέρα» μου να χτυπάει τη μαμά μου και εγώ να μη μπορώ να κάνω τίποτα. Την ακούω ακόμη και τώρα να μου φωνάζει να τρέξω να κρυφτώ να φύγω μακριά. Πραγματικά μισώ τον εαυτό μου που ήμουν τόσο αδύναμος ,που δεν μπόρεσα να τη βοηθήσω, που δε μπόρεσα να τη σώσω. Η μητέρα μου ήταν η μόνη μου οικογένεια, το στήριγμα μου και χωρίς αυτή νιώθω χαμένος. Τίποτα δε μετράει πια, είμαι μόνος μου στον κόσμο και πρέπει να μάθω να επιβιώνω σ' αυτόν. «Αυτός εδώ είναι ο Έντουαρντ Μέισεν και περιμένω να τον καλωσορίσετε και να του φερθείτε με τον καλύτερο τρόπο. Τώρα διαλυθείτε με ήσυχα και επιστρέψτε στις προηγούμενες ασχολίες σας. Ρενέ αν έχεις την καλοσύνη δείξε στο μικρό που θα μένει.» μετά βίας πρόσεχα τη έλεγε η διευθύντρια, ένιωθα τα μάτια των υπόλοιπων παιδιών πάνω μου αλλά δεν με ένοιαζε αρκετά. Μια κυρία με ξανθά κοντά μαλλιά με χαμογελαστό πρόσωπο-υπέθεσα ότι πρέπει να ήταν η Ρενέ-μου έγνεψε προς την πόρτα. Απορούσα πως ακόμη υπήρχαν άνθρωποι που μπορούσαν να χαμογελάνε, εγώ ένιωθα ότι είχα χάσει αυτή την ικανότητα. Η Ρενέ με οδήγησε σε ένα αδιάφορο δωμάτιο μα πολλά κρεβάτια. «Αυτό θα είναι το δωμάτιο σου γλυκέ μου και μην ανησυχείς είναι όλοι τους υπέροχα παιδιά πιστεύω ότι θα τα πάτε πολύ καλά. Μήπως υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσα να κάνω για σένα;» Καθώς κοιτούσα το δωμάτιο μ' έπιασε κλειστοφοβία, έπρεπε να βγω έξω. «Θα ήθελα να βγω έξω για να πάρω λίγο αέρα μήπως υπάρχει κάποια αυλή ή προαύλιο;»ρώτησα. «Μα φυσικά, στο πίσω μέρος. Έλα θα σε πάω». Καθώς προχωρούσαμε απόρησα πως η Ρενέ δε μπερδευόταν μέσα σε αυτούς του διαδρόμους, σ' εμένα όλοι μου φαίνονταν ίδιοι. Ξαφνικά βρεθήκαμε σε μια μικρή αυλή στην οποία υπήρχαν παγκάκια και κάποια παιχνίδια όπως κούνιες και τραμπάλες. Αφού ευχαρίστησα τη Ρενέ κατευθύνθηκα στο πιο απομακρυσμένο παγκάκι της αυλής. Με την άκρη του ματιού μου είδα μερικά παιδιά να με κοιτάνε καχύποπτα να ψιθυρίζουν συνωμοτικά μεταξύ τους αλλά δεν με ενόχλησε όπως θα έκανε παλιά. Καθόμουν στο παγκάκι και χάζευα τους υπόλοιπους όταν ένιωσα μια παρουσία δίπλα μου. Ήταν ένα κορίτσι στην ηλικία μου με μακριά κυματιστά μαλλιά που κοιτούσε γύρω της με μια μπερδεμένη έκφραση που υπό άλλες συνθήκες θα έβρισκα αστεία. Τα μάτια μας συναντήθηκαν και μου έκανε εντύπωση το χρώμα το ματιών της, ήταν ένα πολύ ζεστό καφέ που με ηρεμούσε. «Γεια. Είμαι η Ιζαμπέλα αλλά μπορείς να με φωνάζεις Μπέλα. Όλοι με φωνάζουν Μπέλα.»είπε. Μπέλα…τι παράξενο όνομα. Παράξενο αλλά όμορφο, και κατάλληλο. Αν και δεν ήξερα ιταλικά ήξερα ότι μπέλα σημαίνει όμορφη και το κορίτσι αυτό ήταν πανέμορφο σαν άγγελος. Δε της απάντησα, όσο φιλική και αν φαινόταν δεν είχα διάθεση να μιλήσω σε κανέναν. «Γεια σου Μπέλα χαίρομαι που σε γνωρίζω. Έχεις πολύ ωραίο όνομα!» είπε μετά από λίγα λεπτά. Στην αρχή δε κατάλαβα τι έκανε μόνο μετά από λίγος συνειδητοποίησα ότι σε μια κανονική συζήτηση αυτή θα ήταν η απάντηση μου. Πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε είπε πάλι«Σ' ευχαριστώ είσαι τόσο ευγενικός! Και εσένα, πως σε λένε;». Χωρίς να το σκεφτώ καν χαμογέλασα. Μετά από τόσο καιρό ένιωσα τόσο καλά που μπορούσα ακόμη να το κάνω αυτό. Για την ευχαριστήσω γι' αυτό σήκωσα το χέρι μου για χειραψία-ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω-και της απάντησα «Έντουαρντ, αν και το ξέρεις ήδη. Χάρηκα»τότε μου έριξε ένα χαμόγελο που με τύφλωσε και σήκωσε το χέρι της για να αγγίξει το δικό μου. Το χέρι της ήταν τόσο μικρό και εύθραυστο μέσα στο δικό μου αλλά και τόσο ζεστό. Τα μάτια μου κλείδωσαν στα δικά της και χάθηκα εκεί. Ένιωθα τόσο καλά, τόσο οικεία, σα να είχα φτάσει σπίτι.
