Αρχικά, κανένας από τους χαρακτήρες του manga/anime Naruto δεν μου ανήκει.

Πλοκή. Ένας σύμμαχος του Κόνοχα εμφανίζεται ξαφνικά ζητώντας βοήθεια σε μια αποστολή, η οποία επιφανειακά, παρουσιάζεται απλή. Υπάρχουν όμως πολλά μυστικά και συνομωσίες και η αλήθεια είναι πιο σύνθετη και περίπλοκη απ'ότι φαίνεται. Η ιστορία διαδραματίζεται χρονικά κατά την διάρκεια των δυόμιση χρόνων που ο Naruto εκπαιδεύεται από τον Jiraiya μακριά από το Konoha.

Δεν έχω ασχοληθεί με τα shippuden, οπότε μπορεί κάποια πληροφορία που αποκαλύπτεται σε αυτά να αναιρεί κάτι που έχω γράψει στο διήγημα. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη.

Μου αρέσει πάρα πολύ ο χαρακτήρας του Shikamaru και αυτό γίνεται αισθητό μέσα στο διήγημα. Επίσης, διάλεξα (αυθαίρετα) να ονομάσω την Tenten, Mai, θεωρώντας πως το Tenten είναι ένα απλό παρατσούκλι. Tα σημεία που αναφέρονται στην ιστορία του κόσμου του Naruto είναι φανταστικά.

Ευχαριστώ για τον χρόνο σας και παρακαλώ αφήστε κριτικές.


Ο ουρανός απόκτησε ένα βαθύ μπλε χρώμα, αιώνιο σημάδι αυγής. Σταδιακά το κυανό άρχισε να γίνεται πιο φωτεινό, πιο ανοιχτό, και μετά από λίγη ώρα, καθώς το λυκόφως συνέχιζε να απωθεί το σκοτάδι, ο ήλιος, ένας πύρινος δίσκος, έκανε την εμφάνιση του στην ανατολή.

Ο λόφος που υψωνόταν πιο πάνω από τους υπόλοιπους οι οποίοι τον περιτριγύριζαν μέσα στην κοιλάδα προσέφερε μια πανοραμική θέα του περιτειχισμένου χωριού στα βόρεια και του δάσους πίσω από αυτό. Χωρίς σημάδι ανθρώπινης παρέμβασης, δέντρα και θάμνοι στόλιζαν την κορυφή του. Οι πρώτες αστραφτερές ακτίνες έπεσαν πάνω στον λόφο, γεμίζοντας τον με σκιές και εκείνη την στιγμή μία φιγούρα περπάτησε και στάθηκε στην κορυφή. Για μερικούς χτύπους της καρδιάς κοίταξε έντονα το Κονοχαγκακούρε, τρία χιλιόμετρα μακριά και ύστερα, με σταθερό βήμα, άρχισε να κατευθύνεται προς αυτό. Το πέρασμά του μέσα από την ύπαιθρο δεν προκαλούσε κανέναν απολύτως ήχο, σαν να ήταν ένα στοιχειό αυτό που πατούσε την γη και όχι ένας άνθρωπος.

Πλησίαζε και πλησίαζε, σταθερά, χωρίς να προκαλέσει καμιά αντίδραση από τον πληθυσμό του χωριού. Σίγουρα οι φρουροί στους πέτρινους υψηλούς πύργους τον είχαν δει, αλλά παρέμεναν ακίνητοι να τον παρακολουθούν. Ήταν τουλάχιστον περίεργη η αδιαφορία αυτή. Ο άνθρωπος έφτασε στην πύλη, την πέρασε και εισήλθε στο χωριό Κόνοχα.

Μπόρεσε έτσι ο πυλωρός να τον παρατηρήσει καλύτερα. Το κιμονό του είχε τα χρώματα του μαύρου και της πορφύρας και φαινόταν αρκετά σκονισμένο. Το πρόσωπο καλυπτόταν πλήρως από μία κόκκινη μάσκα. Αναπαριστούσε έναν άνθρωπο που ούρλιαζε. Ο δημιουργός της είχε καταφέρει να αποτυπώσει πάνω στο κόκκινο ξύλο φόβο και απόγνωση, τα αίτια του σιωπηλού ουρλιαχτού, μόνο με ευθείες και καμπύλες. Δεν υπήρχε καμιά κορδέλα στο κεφάλι που να δείχνει την καταγωγή του σινόμπι. Και ήταν σινόμπι. Το κατάνα μέσα στην μαύρη σαν άβυσσο θήκη ήταν σαφής ένδειξη του επαγγέλματος του.

Σίγουρα ήταν ένα παράξενο θέαμα ακόμα και για τα δεδομένα του Κονοχαγκακούρε, σκέφτηκε ο πυλωρός, καθώς κοιτούσε την πλάτη του πολεμιστή που προχωρούσε στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Και γιατί οι ANBU είχαν δώσει την εντολή να μην τον σταματήσει κανείς;


Η Τσουνάντε ήταν σκεφτική. Χτυπούσε τα δάχτυλα της ρυθμικά στο γραφείο, προσπαθώντας να φτάσει στην σωστή απόφαση. Δεν τα κατάφερνε. Επέστρεψε το βλέμμα της στους δύο άντρες που στέκονταν όρθιοι μπροστά από το γραφείο της.

''Πως μπορούμε να αρνηθούμε;'' Ρώτησε, τονίζοντας μία μία τις λέξεις.

''Δεν είναι στις επιλογές μας η άρνηση, Τσουνάντε – σάμα.'' ήρθε η απάντηση από τον Σικάκου, για να κερδίσει ένα επιθετικό βλέμμα από την σάανιν. ''Θα ήταν λάθος να μην του προσφέρουμε βοήθεια. Είναι χρόνια σύμμαχοί μας.'' συμπλήρωσε ο άντρας.

''Δεν ξέρω τίποτα για αυτούς τους Σοκούμο και ξαφνικά μαθαίνω ότι έχουμε συμμαχία μαζί τους. Πότε συμφωνήθηκε αυτό το πράγμα, ανάθεμα;''

Ο Σικάκου ανασήκωσε τους ώμους για να κερδίσει άλλο ένα παγερό βλέμμα από την Χοκάγκε και τον λόγο πήρε ο δεύτερος άντρας. Ήταν σοβαρά τραυματισμένος, με επιδέσμους να καλύπτουν τα χέρια του και ένα τμήμα του κεφαλιού του κι όμως δεν φαινόταν οι πληγές να τον επηρεάζουν ούτε στις κινήσεις του αλλά ούτε και στον λόγο.

''Οι Σοκούμο είναι μια οικογένεια σινόμπι που ελέγχουν ένα κάστρο στις νοτιοδυτικές οροσειρές της χώρας μας. Έχουν αρκετούς ακόλουθους και πάντοτε αποτελούσαν μία υπολογίσιμη δύναμη. Για αυτό και τους είχαν πλησιάσει οι δύο πρώτοι Χοκάγκε. Την συμμαχία που ακολούθησε την τίμησε και ο τρίτος και ο τέταρτος.''

Ο Ντάνζο, αρχηγός των ANBU, τελείωσε την απάντηση του και έμεινε να κοιτάζει την ανώτερό του. Υπήρχε μία αμοιβαία αντιπάθεια ανάμεσα στους δύο και το καθοδηγητικό ύφος που είχε μόλις χρησιμοποιήσει ήταν απλά περισσότερο λάδι στην φωτιά.

''Και γιατί όλα αυτά τα μαθαίνω τώρα;'' ξαναρώτησε η Τσουνάντε, με το ίδιο ψυχρό ύφος. Ο Ντάνζο άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά τον πρόλαβε ο Σικάκου.

''Τσουνάντε - σάμα. Οι Σοκούμο δεν είναι μια δύναμη που κρίνει γεγονότα. Τα τζούτσου που χρησιμοποιούν είναι συγγενικά με τα της οικογένειάς μου. Έχουν την ίδια φύση. Έτσι, η συμμαχία αυτή μαζί τους έγινε με την σκέψη ότι θα αποτελούσαν ένα κρυφό χαρτί, έναν παράγοντα που θα εμφανιστεί αιφνιδίως. Και μέχρι τώρα, τα έχουν καταφέρει. Οι Σοκούμο ήταν αυτοί που μας ειδοποίησαν εγκαίρως για την επίθεση του Nine - tails και οι Σοκούμο ήταν αυτοί που κυνήγησαν τον Οροτσιμάρου έξω από την χώρα όταν αποστάτησε.''

''Και που βρίσκονταν οι Σοκούμο όταν οι δυνάμεις του ήχου και της άμμου επιτέθηκαν;''

''Ήρθαν, Χοκάγκε – σάμα. Μια ομάδα από σαράντα σινόμπι τους έφτασε στο Κόνοχα για να βοηθήσει στην άμυνα. Αλλά δυστυχώς κατέφτασαν πολύ αργά. Μετά τον θάνατο του Σαρουτόμπι – σάμα.''

Το κρυφό μήνυμα που υπήρχε πίσω από την ανάλυση του στρατιωτικού διοικητή του χωριού ήταν ότι έπρεπε να βοηθήσουν στην αποστολή του τον νεαρό που είχε εμφανιστεί το πρωί.

Είναι ίδιοι, ο γιος και ο πατέρας, σκέφτηκε η Τσουνάντε. Και ο Σικάκου και ο Σικαμαρού είναι λαμπρά μυαλά που κρύβουν την ευφυΐα τους κάτω από μια συνεχή στάση αδιαφορίας προς το κάθε τι. Ίσως βέβαια να πρόκειται και για υπερβολική αυτοπεποίθηση.

Η ξανθιά Χοκάγκε ανασυγκρότησε τις σκέψεις της και επικεντρώθηκε εκ νέου στα πράγματα που πρέπει να γίνουν και στις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν.

''Λοιπόν, αφού δεν φαίνεται να έχουμε ελευθερία επιλογής, θέλω να μου πείτε τι αντιμετωπίζουμε. Τι ξέρουμε για αυτόν τον Τσουμέι και για την σφαίρα του Κχο Σανγκ;''

''Φοβάμαι πως δεν ξέρουμε πολλά, Χοκάγκε.'' μόρφασε ο Ντάνζο ''Ξέρουμε ότι οι Σοκούμο είχαν στην κατοχή τους το αρχαίο αντικείμενο αλλά δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για την λειτουργία ή χρήση του. Όσο για αυτόν τον Τσουμέι που την έκλεψε, γνωρίζουμε μόνο ότι μας είπε ο νεαρός, ο Έιζο. Είναι επιπέδου τζούνιν και με βάση αυτά που έχει κάνει μέχρι τώρα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι αρκετά ισχυρός.''

Η Τσουνάντε άρχισε να ξαναχτυπάει τα δάχτυλα της στην επιφάνεια του γραφείου. Μπορούσε να ακούσει απ' έξω τους ήχους του χωριού που ξύπναγε. Σαφώς η μέρα δεν είχε αρχίσει καλά.

''Η σφαίρα του Κχο Σανγκ. Είναι επικίνδυνη;''

''Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι η σφαίρα. Κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ο σκοπός της. Ο Κχο Σανγκ ήταν ένας μάγος που έζησε πριν από αρκετές εκατοντάδες χρόνια και αυτό το αντικείμενο είναι ένα από τα δημιουργήματά του.''

''Και τότε γιατί να κλαπεί;'' αντιγύρισε νευριασμένα η Τσουνάντε και αίφνης πάγωσε. Κατάλαβε. Υπήρχε μόνο ένας λόγος και κρίνοντας από τα αμήχανα βλέμματα των δύο σινόμπι μπροστά της, είχαν βρει την απάντηση στην ερώτηση της πολύ πιο πριν από αυτήν.

''Όπως βλέπεις Χοκάγκε,'' είπε ο Ντάνζο με μία δόση ειρωνείας στην φωνή του ''είναι επιτακτική ανάγκη να παράσχουμε βοήθεια. Δεν ξέρουμε τι ξέρει ο Τσουμέι.''

Ένας θόρυβος ακούστηκε καθώς μία γροθιά έπεσε πάνω στο γραφείο. Αλλά όχι από φόβο η θυμό. Αποφασιστικότητα υπήρχε στα μάτια της σάανιν Χοκάγκε.

''Εντάξει τότε. Θα στείλω τέσσερα άτομα. Τσούουνιν είναι αρκετοί για μία αποστολή επιπέδου Β.'' Έκανε μία παύση σκεφτόμενη, την οποία χρησιμοποίησε ο Ντάνζο για να πάρει τον λόγο.

''Χοκάγκε – σάμα, πέντε μόνο ίσως να μην είναι αρκετοί.''

''Δεν θα είναι οποιοιδήποτε τσούουνιν.'' απάντησε η Τσουνάντε, εκνευρισμένη που την είχαν διακόψει. ''Ο Νέτζι και ο Κίμπα θα είναι ο πυρήνας της ομάδας. Ο καθένας τους μπορεί να αναλάβει πολλαπλούς ρόλους. Θα βάλω την Τεντεν ως τρίτη γωνία του τριγώνου. Είναι το κατάλληλο άτομο για τον φόνο που έχω κατά νου. Έχεις εξετάσει την περίπτωση της;''

''Μάλιστα Χοκάγκε – σάμα'' βιάστηκε να απαντήσει ο Ντάνζο. ''H κοπέλα ανήκει σε εμένα πλέον.''

Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της γυναίκας. ''Σωστή απάντηση, λάθος λόγια. Δεν σου ανήκει τίποτα, Ντάνζο. Tα προνόμια που έχεις ως αρχηγός της ANBU, τα οφείλεις σε μένα και όχι στις ικανότητες σου.'' Η φωνή της ήταν ήρεμη, έκρυβε όμως μια ένταση. Μια ένταση που περίμενε ένα λάθος για να απελευθερωθεί. Ο άντρας την ένιωσε και υποτάχτηκε.

''Καταλαβαίνω. Όσο για την κοπέλα, πιστεύω ότι θα τα καταφέρει. Είναι χαρακτήρας που δεν λυγίζει εύκολα.''

''Τέλεια. Το μόνο που απομένει είναι να βρούμε τον αρχηγό της ομάδος.'' Η ματιά της κατευθύνθηκε στον Σικάκου και έμεινε εκεί. Ο τζούνιν μέσα σε δευτερόλεπτα κατάλαβε και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του, το οποίο απλώθηκε, εύθυμο, σε όλο το δωμάτιο.

''Δεν σκοπεύεις να αφήσεις τον Έιζο να ηγηθεί;'' ρώτησε ο Danzou πλήρως έκπληκτος.

''Φυσικά και όχι. Είχε την ευκαιρία του και την έχασε. Αφού ζήτησε την βοήθεια μου, θα συμμορφωθεί στους κανόνες μου. Αφού με φέρατε προ τετελεσμένου γεγονότος, τουλάχιστον θα γίνει όπως το θέλω εγώ…Λοιπόν Σικάκου;'' Όλη αυτήν την ώρα δεν είχε σταματήσει να τον κοιτάει.

''Ναι Τσουνάντε – σάμα.'' αποκρίθηκε όταν κατόρθωσε να σταματήσει το γέλιο του. ''Θα τα καταφέρει. Εξάλλου, έχει ξανασυνεργαστεί με τον…πυρήνα της ομάδας σου.''

''Σικαμαρού;;; Εννοείτε τον Σικαμαρού;…Χοκάγκε, είναι λάθος.'' διαμαρτυρήθηκε ο Ντάνζο, κάνοντας ένα βήμα εμπρός. ''Την προηγούμενη φορά που ανέλαβε παρόμοια αποστολή, απέτυχε.''

''Δεν ξέρεις τι ακριβώς έγινε στο δάσος, Ντάνζο. Μπορεί να μην έφεραν τον Σάσκε πίσω, αλλά κέρδισαν σε όλα τα σημεία και γύρισαν πίσω ζωντανοί. Για να μην αναφέρω τι στέρησαν από τον Οροτσιμάρου.''

''Μήπως πρέπει να αναφέρω τι κέρδισε ο Οροτσιμάρου;''

''Σε αυτήν την περίπτωση, θα πρέπει να μιλήσουμε πρώτα για το πως τα τσιράκια του μπήκαν στο χωριό χωρίς η ANBU να καταλάβει τίποτα.'' αντιγύρισε ο Σικάκου νευριασμένος.

''ΑΡΚΕΤΑ…δεν είστε εδώ για να φιλονικήσετε.'' Αμέσως οι δύο άντρες σιώπησαν και μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ο μαυρομάλλης τζούνιν ξαναπήρε τον λόγο. ''Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, Χοκάγκε, σου λέω να μην έχεις αμφιβολίες. Μιλάω ως στρατιωτικός διοικητής όταν λέω ότι ο γιός μου θα φέρει την ομάδα πίσω μαζί με το πτώμα του Τσουμέι.'' Ο Ντάνζο ανοιγόκλεισε το στόμα του ακόμα πιο αιφνιδιασμένος. ''Ακόμα και έτσι να είναι, δεν θα ήταν συνετό να βάλουμε στην ομάδα και έναν νίντζα με ιατρικές γνώσεις;'' τραύλισε. Ο Ντάνζο είχε καταντήσει ένα άτομο χωρίς άποψη στον διάλογο των τριών. Περίσσευε.

''Δεν υπάρχει ανάγκη. Οι τέσσερις διαθέτουν επαρκή δύναμη και μυαλό για να αγνοήσουν αυτήν την έλλειψη.

''Και υπάρχει και ο Έιζο. Ας μην ξεχνάμε ότι γνωρίζει τον εχθρό.'' σχολίασε ο Σικάκου.

Η Τσουνάντε έγνεψε καταφατικά. ''Το θέμα έκλεισε. Συγκεντρώστε τους πέντε και φροντίστε να αναχωρήσουν μέσα στις επόμενες δύο ώρες.''

''Ποιές θα είναι οι προτεραιότητες τους;'' ρώτησε ο Σικάκου και έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες.

''Πρωταρχικός στόχος είναι η ανάκτηση της σφαίρας. Η τύχη του Τσουμέι μου είναι αδιάφορη. Από σένα Ντάνζο θέλω υποστήριξη. Βάλε μερικούς ANBU να ψάξουν για την πορεία του κλέφτη. Ελεύθεροι.''

''Μάλιστα, Χοκάγκε – σάμα.'' φώναξαν ταυτόχρονα οι δύο άντρες και, γυρίζοντας, κατευθύνθηκαν προς την πόρτα, με τον Ντάνζο πρώτο. Έτσι, δεν μπορούσαν η σάανιν και ο τζούνιν να δουν το αινιγματικό χαμόγελο του ANBU.


''Ζητώ την κατανόησή σου, Έιζο – σαν.'' Η φωνή της θύμιζε σταγόνες ανοιξιάτικης βροχής πάνω στην θάλασσα. Υπέροχη. Σίγουρα το πρόσωπο κάτω από την μάσκα θα ήταν εξίσου όμορφο.

''Δεν χρειάζεται να απολογείσαι, Ουζούκι – σάμα. Καταλαβαίνω απόλυτα την σκέψη της Χοκάγκε. Υπάρχει σοφία στην επιλογή της. Και εξάλλου έχουμε πολλά κοινά με τους Νάρα.''

Η γυναίκα με τα μωβ μαλλιά έγνευσε. ''Τα λόγια σου με χαροποιούν.'' η φωνή της είχε μια χροιά ικανοποίησης αλλά κανείς δεν μπορούσε να ξέρει ποια ήταν πραγματικά η έκφραση του προσώπου πίσω από την μάσκα ANBU. Ούτε βέβαια και του προσώπου πίσω από την μάσκα που αναπαριστούσε έναν λυπημένο άνδρα.

''Αυτό που θέλω είναι να επιστρέψω την σφαίρα πίσω στους ανθρώπους μου. Δεν με νοιάζει το πως θα γίνει, ούτε το ότι δεν θα ηγούμαι.''

''Θα τα καταφέρεις. Ήδη προσπαθούμε να προσφέρουμε κάθε δυνατή βοήθεια.''

Ο Έιζο υποκλίθηκε. ''Και σας ευχαριστώ για αυτό.''

Υπήρξε τότε μία αμήχανη σιωπή που διακόπηκε απότομα από βήματα που πλησίαζαν. Η Γιουγκάο Ουζούκι κοίταξε πάνω από τον ώμο του Έιζο και του μίλησε σχεδόν ψιθυριστά. ''Έιζο – σαν, επέτρεψε μου να σου γνωρίσω τους συντρόφους σου.''


Ακόμα μια φορά. Ακόμα μια φορά με βάζουν αρχηγό αποστολής. Μου ρίχνουν την ευθύνη και περιμένουν να πετύχω. Μεντοκσέι.

Και ο πατέρας μου ακόμα δεν με καταλαβαίνει. Μα πραγματικά πιστεύει ότι με αυτά τα λόγια που είπε και με αυτήν την σύγκριση θα μου κινούσε το ενδιαφέρον; Το κυνήγι για τον Σάσκε ήταν μία αποτυχία. Μια παταγώδης ήττα. Και τώρα…με ξαναστέλνουν να κυνηγήσω ένα άτομο. Είναι ηλίθιοι. Είναι ανόητος. Τι πιστεύουν; Ότι έχω αποκτήσει εμπειρία; Ότι θα ενδιαφερθώ επειδή αυτοί οι Σοκούμο χρησιμοποιούν κάγκε; Ή ότι επειδή είμαστε η ίδια ομάδα, θα έχουμε μεγαλύτερη τύχη;

''Σικαμαρού, χαίρομαι που θα ξανασυνεργαστούμε!''

O νεαρός Νάρα βγήκε απότομα από τις σκέψεις του και σηκώνοντας το βλέμμα του είδε έναν πολεμιστή να ιππεύει έναν μεγάλο λευκό σκύλο. Ο ήλιος έπεφτε στα μάτια του και αναγνώρισε από την φωνή τον Κίμπα.

''Μεντοκσέι'' ψιθύρισε ο Σικαμαρού και συνέχισε να προχωράει προς το σημείο συνάντησης. Άκουσε τον Κίμπα και τον Ακαμαρού να τον ακολουθούν και τότε μόνο πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του ότι ο Κίμπα πριν λίγες στιγμές, με τον ήλιο ευρισκόμενο από πίσω του, έμοιαζε με έναν από τους Μίνγκρος, τους βάρβαρους που πριν τόσους αιώνες είχαν ξεχυθεί από τις βόρειες στέπες με μοναδικό σκοπό την λεηλασία και την καταστροφή.


Η δύναμη και η χάρη βάδιζαν δίπλα δίπλα στους δρόμους του Κονοχαγκακούρε. Ένας απρόσεκτος παρατηρητής, και υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στο πρωινό πλήθος, έβλεπαν απλώς έναν έφηβο και μία κοπέλα, αλλά υπήρχαν σίγουρα ενδείξεις που το έμπειρο μάτι μπορούσε να διακρίνει.

Υπήρχε ένας έλεγχος στις κινήσεις τους, ο οποίος σε συνδυασμό με την στάση του σώματος φανέρωνε μία αλαζονεία, υπερβολική ίσως για την νεαρή ηλικία τους, αλλά σε κάθε περίπτωση παρούσα.

Η κοπέλα, της οποίας το παρατσούκλι ήταν Τεντεν, βρισκόταν χαμένη στις σκέψεις της. Πάντα, πριν από κάθε αποστολή ή μάχη, έφερνε στο μυαλό της ξανά και ξανά τις κινήσεις και τις τεχνικές που ήξερε. Αλλά όχι τώρα. Η αποστολή ήταν σοβαρή, επικίνδυνη, επιπέδου Β, όμως αυτήν την στιγμή ήταν αντιμέτωπη με μια πληθώρα συναισθημάτων. Και δεν ήξερε αν πρέπει να τα πολεμήσει.

Πριν είκοσι μόλις λεπτά, ένας ANBU τους είχε βρει ενώ εκπαιδεύονταν και τους είχε πει να πάνε αμέσως στην πύλη του χωριού για μια καινούρια αποστολή. Ο ANBU την είχε κοιτάξει έντονα ενώ μιλούσε και η Μάι είχε διακρίνει το κρυφό μήνυμα πίσω από τα λόγια του. Μην αποτύχεις. Ήταν η πρώτη της αποστολή ως ANBU και είχε τεράστιο άγχος. Είχε γίνει δεκτή στην οργάνωση πριν από έναν μήνα και ακόμα δεν το είχε πει σε κανέναν. Οι γονείς της διαφωνούσαν κάθετα στην προοπτική μιας τέτοιας καριέρας και φοβόταν την αντίδραση τους. Αν βέβαια τους το έλεγε. Ο Νέτζι ήταν το μοναδικό άτομο στο οποίο είχε εμπιστευθεί το μυστικό της. Και της είχε απαντήσει με μία μόνο λέξη. ''Επιτέλους.'' Αυτό έδειχνε πολλά. Ο Νέτζι ήταν μη θνητός, μια δύναμη ανώτερη. Το αποδείκνυε κάθε μέρα στην εκπαίδευση που έκαναν οι δυο τους. Κάθε μέρα η δύναμή του αυξανόταν. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν είχε κατορθώσει ούτε μία φορά να τον ξεγελάσει ή να του καταφέρει ένα χτύπημα. Και αν και αυτό δεν της είχε δημιουργήσει ηττοπάθεια, μια νέα επιθυμία είχε γεννηθεί. Η επιθυμία για φόνο. Κάθε φορά που τα όπλα της ρίχνονταν εναντίον του φίλου της και αποκρούονταν, ήθελε να σκοτώσει, να χύσει αίμα. Ήξερε ότι δεν ήταν δολοφόνος. Το κοριτσάκι άλλωστε που πριν έναν χρόνο έπαιζε κρυφτό με τον αδελφό της δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει φονιάς. Αλλά ήθελε να νικήσει κάποιον. Να σταματήσει να ασχολείται με ασήμαντα πράγματα και να -

''Ενδιαφέροντα άτομα έχουν μαζευτεί, δεν συμφωνείς;'' ρώτησε ο Νέτζι μπροστά της, διακόπτοντας τον ειρμό της σκέψης της. Σήκωσε το κεφάλι της και αντιλήφτηκε ότι είχαν σχεδόν φτάσει στην πύλη, στην οποία βρίσκονταν συγκεντρωμένοι η Ουζούκι, αξιωματικός των ANBU, ο Σικαμαρού, ο Κίμπα με τον Ακαμαρού και άλλος ένας νίντζα που φόραγε μία περίεργη μάσκα.

Βλέποντας τον Κίμπα ένιωσε το ίδιο περίεργο συναίσθημα που είχε νιώσει και πριν, όταν στον χώρο εκπαίδευσης τους είχε αναφερθεί ότι θα συμμετέχει και ο νεαρός Ινουζούκα στην ομάδα.


Το δάσος ήταν αρχαίο, απομεινάρι ξεχασμένων καιρών, πιο ένδοξων. Αν και είχε συρρικνωθεί, παρέμενε τόπος δύναμης. Σε αυτό το δάσος είχε απομονωθεί ο πρώτος Χοκάγκε και μήνες μετά είχε εξέλθει για να ιδρύσει το Κονοχαγκακούρε, κέντρο μέχρι τώρα του γνωστού κόσμου. Αυτό το δάσος είχαν διασχίσει οι συνασπισμένοι στρατοί του ήχου και του ανέμου για να επιτεθούν στο Κόνοχα και να ηττηθούν. Και αυτό το δάσος διέσχιζε στο παρόν μία ομάδα πέντε ατόμων με στόχο κάτι που φαινόταν άγνωστο και παράλληλα οικείο.

Προχωρούσαν σε σχηματισμό Υ, με τον Νέτζι και τον Κίμπα μπροστά, για να εντοπίζουν πιθανούς κινδύνους, την Μάι στην μέση, ως κέντρο ισορροπίας και τους δύο χρήστες του κάγκε μαζί στην ουρά. Χρησιμοποιούσαν τα μεγάλα κλαδιά των δέντρων για την κίνηση τους. Έτσι υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά ο Σικαμαρού παρέμενε νευρικός. Πριν από μισή ώρα η Γιουγκάο Ουζούκι τους είχε πει να βιαστούν αλλά είχε δώσει πολύ λίγες και γενικές πληροφορίες. Είχε αποτραβηχτεί με τον Έιζο στο πίσω μέρος της παράταξης, για να καταφέρει να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Ο νεαρός δίπλα του ήταν από μόνος του ένα μικρό αίνιγμα. Η μάσκα και ο τρόπος με τον οποίο κράταγε το κατάνα, κάθετα στο έδαφος με την λαβή προς τα πάνω, φανέρωναν μία ψυχρότητα αλλά ήταν φιλικός και απαντούσε πρόθυμα, χωρίς δισταγμό στις ερωτήσεις του.

''Όπως είπα και στην Χοκάγκε, η σφαίρα του Κχo Σανγκ αποτελεί και για εμάς ένα μυστήριο. Βρίσκεται στην φύλαξή μας από τότε που ο Σοκούμο Ντέικο ίδρυσε την φατρία μας, δεκαετίες πριν. Μέχρι τώρα καμιά σφραγίδα και καμιά τελετή δεν έχει καταφέρει να αποκαλύψει τον πραγματικό σκοπό της σφαίρας. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι το σύμβολο του δράκου, αν ενεργοποιηθεί, κάνει την σφαίρα να…παραμορφώνει το τσάκρα γύρω της.''

Ο Σικαμαρού έσμιξε τα φρύδια του. ''Τι εννοείς;''

''Το τσάκρα που υπάρχει γύρω της αλλάζει υφή, γίνεται...μαύρο. Αυτά είναι τα λόγια των σουτζέντζα. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω. Όπως και να 'χει, το παραποιημένο τσάκρα δεν διαφέρει από το κανονικό, καθώς το έχουμε χρησιμοποιήσει χωρίς καμιά διαπλοκή.''

Ένας αναστεναγμός βγήκε από τον Σικαμαρού. Δεν του άρεσαν τα μη ξεκάθαρα προβλήματα. Χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να επιλυθούν.

''Μου ανέφερες ότι αυτός ο Τσουμέι είναι τζούνιν της φατρίας σας. Τι να περιμένουμε από αυτόν;''

''Είναι δυνατός. Έχει σκοτώσει τέσσερα άτομα, τους συντρόφους μου. Έχει συμμετάσχει-''

''Όχι.'' τον διέκοψε ο νεαρός Νάρα. ''Θέλω να μάθω για τον χαρακτήρα του. Οι ικανότητες του δεν με ενδιαφέρουν ακόμα.''

Ο Έιζο σώπασε και μετά από λίγο κούνησε το κεφάλι του. ''Είναι Γιογκέιν, παρακλάδι της κύριας οικογένειας. Όμως θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο. Ασχολείται κυρίως με επικλήσεις και είναι υπερβολικά αλαζονικός. Δεν έχει οικογένεια και, όσο θυμάμαι, τον περισσότερο χρόνο του τον πέρναγε κλεισμένος στο εργαστήριο του.''

Μία κάποια εικόνα του εχθρού άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του Σικαμαρού. Αλαζονεία. Η οποία πάνω απ' όλα ισοδυναμεί με απροσεξία. Αναστέναξε ξανά. Προσωπικά δεν τον ενδιέφερε ούτε η σφαίρα, ούτε ο Γιογκέιν Τσουμέι, ούτε καν οι Σοκούμο. Αυτό που ήθελε τώρα ήταν να βρίσκεται στο Κόνοχα και να κοιτάζει τα σύννεφα, ξαπλωμένος στο αγαπημένο του σημείο. Ακόμα και ο Τσόζι να ήταν δίπλα του και να μασούλαγε, δεν θα τον πείραζε. Πολύ.

Καθώς πηδούσαν γρήγορα από κλαδί σε κλαδί, η Μάι έκοψε ταχύτητα και βρέθηκε δίπλα στον Σικαμαρού.

''Ο Νέτζι έχει βρει και άλλες ενδείξεις. Σπασμένα κλαδάκια, ίχνη πάνω σε βρύα. Λέει ότι σχηματίζεται μία ευθεία γραμμή που δείχνει την Τόσα και το θεωρεί ύποπτο.''

Φυσικά και είναι ύποπτο. Η Γιουγκάο Ουζούκι τους είχε πει ότι ανιχνευτές ANBU είχαν βρει παρόμοια ίχνη που οδηγούσαν προς το χωριό Τόσα, έναν μικρό οικισμό στην βόρεια άκρη του δάσους. Αλλά τα ίχνη αυτά ήταν πλέον τόσα πολλά και τόσο συχνά που δεν ήταν απλώς ύποπτο. Ο Τσουμέι θα είχε τον χρόνο να μετατρέψει όλο το χωριό σε παγίδα για αυτούς που θα τολμούσαν να τον ακολουθήσουν. Θα πρέπει να σκέφτηκε κι αυτός την συμμαχία μεταξύ του Κόνοχα και των Σοκούμο.

Για να αφήνει πίσω του τόσες ενδείξεις, ξέρει ότι οι διώκτες του δεν μπορούν παρά να τα ακολουθήσουν και να αντιμετωπίσουν την οποιαδήποτε παγίδα ετοιμάζει για αυτούς. Όχι μόνο αλαζόνας λοιπόν, αλλά και προκλητικός. Μεντοκσέι. Αυτό που δεν ξέρει όμως είναι ότι εμένα δεν με νοιάζει ούτε αυτός, ούτε το τι σκοπεύει να κάνει με την σφαίρα. Αυτό που με νοιάζει είναι να γυρίσω στο Κόνοχα χωρίς να λείπει ούτε ένας από την ομάδα μου.

Εντάξει λοιπόν Τσουμέι. Ας παίξουμε.


Εδώ και ώρα, ο ήλιος είχε ξεκινήσει την κάθοδο του στον ουρανό. Σύντομα θα αποχαιρετούσε τον κόσμο και το έρεβος θα κάλυπτε τα πάντα. Στην ειρηνική Τόσα τα περισσότερα μαγαζιά ετοιμάζονταν να κλείσουν για το βράδυ, εκτός από αυτά που είναι μονίμως ανοιχτά. Σε ένα εξ αυτών, στο τοπικό πανδοχείο, που προσέφερε τσάι ή σάκε, ανάλογα με την ώρα, διάλεξαν τα δύο παιδιά να μπουν. Ίσως να τα τράβηξε η όμορφη παραδοσιακή εμφάνιση του κτιρίου, ίσως η ζεστασιά που επικρατούσε στο εσωτερικό. Αλλά ίσως πάλι να ήταν και κάτι άλλο.

Ο Μότσο Ακάτζι τα συμπάθησε αμέσως. Φαίνονταν αρκετά ταλαιπωρημένα και είχαν πιαστεί χέρι χέρι.

Προσφέρθηκε να τους βάλει λίγο ρύζι να φάνε αλλά αυτά αρνήθηκαν ευγενικά. Εξήγησαν ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να βρουν τον θείο τους. Είχαν ραντεβού μαζί του, εδώ στην Τόσα.

Από την περιγραφή, ο Ακάτζι κατάλαβε αμέσως ποιός ήταν ο θείος των δύο εφήβων. Ο έμπορος που είχε έρθει χθες δεν είχε κρύψει το γεγονός ότι ήταν πλούσιος. Αυτός και οι πράξεις του ήταν πρώτο θέμα σε όλα τα κουτσομπολιά. Ο μεσήλικας έμπορος είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο στην ''Χρυσή Χελώνα'' και είχε προπληρώσει μία εβδομάδα δίνοντας ένα μικρό μαύρο οπάλιο. Με τον ίδιο τρόπο είχε πληρώσει για να αγοράσει δύο μαύρα άλογα, τα καλύτερα που διέθετε ο σταβλίτης. Όσο για την επίσκεψη του στον οίκο στοιχημάτων που δούλευε και ως πορνείο, ο έμπορος είχε χάσει σε ένα τυχερό παιχνίδι άλλους δύο τέτοιους λίθους. Nαι, ο Ακάτζι ήξερε καλά τον θείο των παιδιών, αλλά δεν ανέφερε όλα αυτά που ήξερε. Τα παιδιά φαίνονταν πολύ αθώα για να τους μιλήσει για τζόγο και γκέισες. Τους έδωσε οδηγίες για το πως να πάνε στην ''Χρυσή Χελώνα'' και τα αποχαιρέτησε αφού για άλλη μια φορά αρνήθηκαν να τους προσφέρει λίγο φαγητό. Λίγα λεπτά μετά σκέφτηκε την παράδοξη εμφάνιση που παρουσίαζαν τα δύο παιδιά. Ενώ ο θείος τους διέθετε άφθονο χρήμα, τα ανίψια του φαίνονταν στο όριο της φτώχειας. Το αγόρι φορούσε ένα πάλλευκο κιμονό, φθηνό και χωρίς σχέδια. Όσο για την κοπέλα, φόραγε μια μαύρη φανέλα και από πάνω μία λευκή μπλούζα, αμάνικα και τα δύο. Πρέπει να δοθεί ένα μάθημα ταπεινότητας και ανθρωπιάς στον έμπορο.

Ο Ακάτζι, αρκετά ευδιάθετος που βοήθησε τα δύο μικρά και λίγο θυμωμένος με τον άκαρδο θείο, ξαναγύρισε στις δουλειές του.

Το αγόρι και το κορίτσι, με ακόμα πιασμένα τα χέρια, βρήκαν εύκολα το πανδοχείο. Πάνω από την είσοδο υπήρχε μία κίτρινη χελώνα, σκαλισμένη από ξύλο. Αντί να μπουν μέσα στάθηκαν σε κάποια απόσταση από το κτίριο και προσέχοντας να μην τους δει κανείς, ο Νέτζι κοίταξε προς τα παράθυρα του πανδοχείου και τα μάτια του μεταμορφώθηκαν. Κόρη και ίριδα άσπρισαν και οι φλέβες γύρω από τα μάτια διογκώθηκαν. Μετά από λίγο έγνεψε.

''Ο Τσουμέι. Τρίτο παράθυρο από δεξιά. Διαβάζει έναν πάπυρο.''

''Άρα τελειώσαμε εδώ…αδερφούλη. Ας γυρίσουμε πίσω.'' Αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο η Μάι.

Συντονισμένα, άρχισαν να περπατάνε. Βγήκαν από τους δρόμους του χωριού, το άφησαν πίσω τους και προχώρησαν μέσα στα πρώτα δέντρα του δάσους. Σταμάτησαν για μια στιγμή για να ξαναφορέσουν στο κεφάλι την κορδέλα με το σήμα του φύλλου και συνέχισαν. Βρήκαν τους συντρόφους τους στο ξέφωτο, ακριβώς όπως τους είχαν αφήσει. Ο Κίμπα ήταν δίπλα στον Ακαμαρού και ο Σικαμαρού με τον Έιζο, όρθιοι, μιλούσαν.

Έκπληξη προκαλούσε το γεγονός ότι ο Έιζο δεν φορούσε την μάσκα του. Κατά το πέρασμά τους από το δάσος, είχε εξηγήσει ότι είναι παράδοση όλοι οι ενήλικοι Σοκούμο να κρύβουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους όταν βρίσκονται ανάμεσα σε αγνώστους. Καθώς η ματιά τους έμεινε λίγο στον Έιζο, o Νέτζι και η Μάι είδαν ότι ήταν ένας όμορφος νεαρός με μακριά μαύρα μαλλιά, στο ίδιο μήκος με του Κίμπα, νεανικό πρόσωπο και μη έντονα χαρακτηριστικά. Ήταν ένας άνθρωπος που, αν το επιθυμούσε, μπορούσε να χαθεί εύκολα στο πλήθος.

Καθώς έφτασαν στο κέντρο του ξέφωτου, οι υπόλοιποι τους πλησίασαν, ανυπόμονοι για νέα και με έτοιμες ερωτήσεις στο μυαλό τους. Τα λόγια όμως του Νέτζι τους πρόλαβαν όλους.

''Τον βρήκαμε. Η περιγραφή του Έιζο ήταν τέλεια. Είναι στο τοπικό πανδοχείο και κάθεται ήρεμος. Έχει ετοιμάσει ήδη την παγίδα του, όποια και αν είναι αυτή.''

Η Μάι συνέχισε, μεταφέροντας τους τα λόγια του χοντρού ταβερνιάρη. Ο Τσουμέι δεν προσπαθούσε να κρύψει την παρουσία του και ξόδευε πολλά λεφτά. Ήταν πλήρως ατάραχος.

''Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί παραμένει στην Τόσα'' είπε βαριεστημένα ο Κίμπα και ο Ακαμαρού γρύλισε για να δείξει την συμφωνία του. ''Εγώ θα προσπαθούσα να αυξήσω την απόσταση που με χωρίζει από τους διώκτες μου.''

''Είναι ένας άνθρωπος αλαζονικός και είμαστε ένα αγκάθι στο πλευρό του. Σκοπεύει να τελειώνει με την απειλή μας εδώ, τώρα, με το πλεονέκτημα του ότι είναι προετοιμασμένος.'' απάντησε ο Έιζο, γυρνώντας να κοιτάξει τον νεαρό Κίμπα.

''Ακριβώς.'' συμπλήρωσε ο Νάρα. ''Ξοδεύει τόσα λεφτά για να κραυγάσει ότι είναι εδώ και μας περιμένει. Αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί είναι ο τελικός του προορισμός.''

''Άμεση προτεραιότητα έχει να αντιμετωπίσουμε την παγίδα του.'' δήλωσε ο Έιζο και μαζί με τον Σικαμαρού χαμογέλασαν.

''Και να πάρουμε την σφαίρα.'' Ακούστηκε ένα γρύλισμα από τον Κίμπα που ενώθηκε αρμονικά με του γιγαντιαίου σκύλου του.

Η αντίδραση του Σικαμαρού ήταν ένα μειδίαμα. ''Όχι απαραίτητα'' είπε, βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες. ''Έχουμε φτάσει σε μία απόφαση με τον Έιζο. Ακούστε ποιο είναι το σχέδιο.''

Γνωρίζονται μόνο μερικές ώρες και ήδη συμπεριφέρονται σαν παλιοί φίλοι. Λειτουργούν στο ίδιο μήκος κύματος, ήταν η σκέψη του Νέτζι καθώς άκουγε το τι ακριβώς θα κάνουν.


Στην σκοτεινότερη στιγμή της νύχτας, τρεις σκιές περπατούσαν στον δρόμο. Σταμάτησαν, κοίταξαν για την μικρότερη των στιγμών την χελώνα πάνω από τα κεφάλια τους και μία από τις φιγούρες εξαφανίστηκε, σαν να μην υπήρχε ποτέ. Λίγο αργότερα, η πόρτα που βρισκόταν μπροστά τους άνοιξε και λόγια ψιθυρίστηκαν μέσα στην νύχτα. Οι φιγούρες, τρεις πάλι στον αριθμό, μπήκαν στο πανδοχείο και υπό το αμυδρό φως της σελήνης βρήκαν τον δρόμο τους προς τις σκάλες, τις ανέβηκαν και, το ίδιο αθόρυβα, έφτασαν έξω από μία πόρτα. Εδώ, ένα κερί ήταν αναμμένο, φωτίζοντας με ένα τρεμουλιαστό φως τον διάδρομο. Ένας λυπημένος άντρας κοίταξε τον Νέτζι, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. Και μπροστά στους έκπληκτους Νέτζι και Σικαμαρού, μία ιεροτελεστία άρχισε. Ο Έιζο γονάτισε στο ένα πόδι, με μία ρευστή κίνηση έφερε το σπαθί στο ίδιο ύψος με τα μάτια σε οριζόντια θέση, τράβηξε το κατάνα από την θήκη και την άφησε κάτω. Με το αριστερό χέρι που είχε μείνει ελεύθερο, έπιασε την μάσκα του, την στριφογύρισε κατά εκατόν ογδόντα μοίρες και κοίταξε αργά πάνω. Ο Σικαμαρού πλεόν δεν είχε μπροστά του ένα λυπημένο προσωπείο αλλά ένα τερατώδες πρόσωπο, με βλοσυρά μάτια και αίμα να στάζει από το ανοιχτό, γεμάτο κυνόδοντες, στόμα. Έμοιαζε με πραγματικό τέρας. Ίσως ήταν η φαντασία του αλλά του φάνηκε ότι το αδύναμο φως δεν μπορούσε να φτάσει ως την μάσκα. Ήταν σαν να την είχε καλύψει σκοτάδι, αυτήν και τον κάτοχό της. Κατάπιε νευρικά και έστριψε το κεφάλι του προς την πόρτα. Ο Έιζο, κρατώντας ακόμα το κατάνα, σχημάτισε ταχύτατα με το ένα χέρι δύο σύμβολα και φάνηκε να λιώνει. Έγινε ένα με τις σκιές που υπήρχαν στον χώρο, ακριβώς όπως και πριν. Ο Νέτζι θα το περιέγραφε αργότερα ως μετατροπή σε μια μαύρη παχύρευστη ουσία, που χύθηκε στο πάτωμα και εξαφανίστηκε. Προς το παρόν όμως, απλά περίμενε.

Χρησιμοποιώντας αυτό το αρχαίο τζούτσου, περνώντας από σκιά σε σκιά, ο Σοκούμο κατάφερε να διεισδύσει στο δωμάτιο του Τσουμέι και βγήκε από τις σκιές. Αποκτώντας και πάλι υλική υπόσταση, ίσιωσε το κορμί του, με την πλάτη του να απέχει ελάχιστα χιλιοστά από την κλειδωμένη πόρτα.

Πήρε βαθιές ανάσες και πριν προλάβει να εντυπώσει στο μυαλό του την εικόνα του δωματίου, μία φωνή έσπασε την σιωπή.

''Ο μικρός Έιζο…τόσο πεισματάρης.'' Φωνή ένρινη, γδάρσιμο νυχιού πάνω σε πάπυρο . Η ματιά του Έιζο έπεσε πάνω στο κρεβάτι. Μία σκοτεινή φιγούρα καθόταν οκλαδόν πάνω στο ξύλο. Γιογκέιν Τσουμέι.

''Μιλάς για πείσμα, προδότη; Νομίζεις ότι θα καταφέρεις κάτι;''

''Πολλά. Πέραν από την στοιχειώδη αντίληψη ηλίθιων ανθρώπων όπως εσύ.''

''Διάλεξες έναν δρόμο που στο τέλος του περιμένει ο θάνατος.'' Κουνώντας το κεφάλι του, ο Έιζο έκανε ένα βήμα μπροστά.

''Και τι ξέρεις εσύ για δρόμους; Για αποφάσεις και επιλογές; Το μόνο που προσπαθείτε να κάνετε είναι να επιβιώσετε στο σήμερα.''

''Κάτι που εσύ, αυτήν την νύχτα, δεν θα καταφέρεις να πετύχεις.'' Άλλο ένα βήμα μπροστά.

''Λόγια χωρίς ισχύ, χωρίς νόημα. Είστε ασήμαντα μυρμήγκια και δεν αντιλαμβάνεστε ότι δίπλα σας βαδίζουν μεγάλα κτήνη. Άνθρωποι οι οποίοι θριαμβεύουν, οι οποίοι γράφουν ιστορία, που μπορούν -''

Το τέρας όρμησε μπροστά, με το δεξί χέρι τεντωμένο πίσω. Το κατάνα έκανε μία κυκλική κίνηση. Κατεβαίνοντας, έξυσε το πάτωμα και σηκώθηκε για να καρφωθεί στο πηγούνι του Τσουμέι. Το χτύπημα είχε αρκετή ορμή ώστε η λεπίδα να συντρίψει δόντια και να κατακόψει την μύτη. Σταγόνες αίματος πετάχτηκαν και έπεσαν στο κιμονό του Έιζο ως λάσπη. Η λάσπη που έμοιαζε πριν λίγο με τον Τσουμέι κατάρρευσε πάνω στο κρεβάτι και μία φωνή έκανε τον Έιζο να γυρίσει προς μία μικρή ντουλάπα στα αριστερά του. Ο άντρας που στεκόταν δίπλα της, φωτισμένος αχνά από ένα μισοσβησμένο κερί, ήταν αναμφίβολα ο προδότης Γιογκέιν. Το φως της σελήνης που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο έδινε μία παράξενη ανταύγεια στα γκρίζα μαλλιά του και στον πορφυροπράσινο μανδύα του.

''Σε θυμάμαι από μικρό. Το ίδιο βιαστικός όπως τότε. Το ίδιο απρόσεχτος.''

''Σε βρήκα.'' Αντιγύρισε ο Έιζο σπαθίζοντας τον αέρα για να τινάξει μακριά την λάσπη που είχε μείνει πάνω στο κατάνα του.

''Σε άφησα να με βρεις. Παρ'το χαμπάρι μικρέ. Δεν το έχεις μέσα σου. Ούτε οι σύντροφοί σου το είχαν. Αυτό -''

''Ας σταματήσουμε τα παιχνίδια.'' Με ένα γρύλισμα, ο Έιζο προχώρησε γρήγορα μπροστά και το κατάνα, με μία οριζόντια κίνηση που δεν ήταν δυνατόν να παρατηρηθεί από το ανθρώπινο μάτι, διαπέρασε τον λαιμό του Τσουμέι. Το κεφάλι πετάχτηκε πέρα και έσκασε στο ξύλινο δάπεδο με έναν υγρό ήχο, σκορπίζοντας σταγόνες λάσπης παντού.

''Συμφωνώ. Έχω βαρεθεί και γω.'' O Τσουμέι αυτήν την φορά βρισκόταν καθισμένος στο περβάζι του παραθύρου. Έριξε δύο μικρά αντικείμενα μέσα στο δωμάτιο. Προσγειώθηκαν εκατοστά μακριά από τον Σοκούμο και την στιγμή που σταμάτησαν τον στροβιλισμό τους και έμειναν ακίνητα, τα μάτια του τέρατος γούρλωσαν. Αμέσως ο Έιζο πήδησε πίσω, μακριά από τα μαύρα οπάλια.

''Σας αφήνω κάτι για να ασχοληθείτε.'' Αστειεύτηκε ο Τσουμέι και πήδηξε έξω, προς τον δρόμο κάτω. Και αμέσως μετά, το χάος ξέσπασε. Τα δύο οπάλια έσκασαν με έναν μικρό κρότο και καπνός άρχισε να βγαίνει. Σχεδόν ταυτόχρονα, η πόρτα ανατινάχτηκε. Δεν ήταν αρκετά ανθεκτική για να αντέξει την βίαιη εκροή τσάκρα από τον Νέτζι. Ο Έιζο, χορευτής, πατώντας στις μύτες των ποδιών του, παραμέρισε για να αποφύγει τα ξύλινα κομμάτια που εκτοξεύονταν παντού στον χώρο. Ο Νέτζι και ο Σικαμαρού εισέβαλλαν στο δωμάτιο και καθώς, για έναν ανεξήγητο λόγο, το σκοτάδι πύκνωνε, τα συντρίμμια της πόρτας που είχαν κατεύθυνση προς το παράθυρο, συνάντησαν κάποιο εμπόδιο. Ο καπνός από τα διαμάντια διαλύθηκε, ενώ το σκοτάδι όχι, για να φανερώσει δύο σιλουέτες, σίγουρα όχι ανθρώπινες, ανάμεσα στους σινόμπι και το παράθυρο.

''Άζζεον νο όνι'' ψιθύρισε ο Έιζο και τα λόγια του έκρυβαν απόγνωση.


Λίγο πριν ο Τσουμέι προσγειωθεί στον δρόμο, σχημάτισε το διπλό σύμβολο που απαιτείτο για να ελευθερωθούν οι υπηρέτες του. Και σκέφτηκε ότι οι εκπλήξεις δεν έχουν τελειώσει ακόμα. Έκανε ένα βήμα και το κεφάλι του έστριψε απότομα δεξιά. Μία κοπελίτσα βρισκόταν στο βάθος του δρόμου. Είχε γονατίσει και άπλωνε μπροστά της έναν πάπυρο. Τον διασκέδαζε και τον προσέβαλλε ταυτόχρονα το γεγονός ότι στέλνουν μωρά εναντίον του, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του, το κορίτσι άρχισε να εκτοξεύει κουνάι εναντίον του. Ήταν πάρα πολλά και του φαινόταν σαν να δημιουργούνται από το τίποτα. Δεν είχε πρόβλημα να αποφύγει τα πρώτα εφτά και να αποκρούσει άλλα τέσσερα, τα επόμενα τρία όμως τον αιφνιδίασαν. Αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει μία ασπίδα από τσάκρα για να αποφύγει κάποιον θανάσιμο τραυματισμό.

Δημιούργησε μία γαλάζια λόγχη από καθαρό τσάκρα και την έριξε εναντίον της κοπέλας. Το δόρυ έσκισε τον αέρα με τρομακτική ταχύτητα, παράγοντας έναν σφυριχτό ήχο. Η Μάι, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, λίγο πριν η λόγχη διαπεράσει το στομάχι της, έκανε ένα άλμα πίσω και χρησιμοποιώντας τα χέρια της εκτινάχθηκε πίσω και δεξιά. Η λόγχη πέρασε δίπλα της και την έσκισε επιφανειακά στον μηρό.

Ακούγοντας θόρυβο από πίσω του, ο Τσουμέι γύρισε το κεφάλι του και είδε έναν άντρα καβάλα σε έναν μεγάλο σκύλο να εφορμά εναντίον του. Τρία ακόμα κουνάι εξουδετερώθηκαν πάνω στην ασπίδα του, την οποία και είχε διατηρήσει. Δεν τους έδωσε καθόλου σημασία αφού κοιτούσε έντονα τον ιππέα. Είχε τα χείλη του τραβηγμένα προς τα πίσω καθώς ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Ο Τσουμέι, ενάντια σε τέτοια ορμή δεν μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα και σίγουρα ακόμα και μία δεύτερη ασπίδα θα συνθλιβόταν από την κρούση. Αναγνώρισε ότι αυτό που ορμούσε καταπάνω του ήταν βάρβαρο στην φύση και δεν σταματούσε εύκολα. Αναστέναξε και αποκρούοντας άλλο ένα κουνάι που είχε στόχο το μάτι του, σχημάτισε με τα χέρια τέσσερις σφραγίδες και εξαφανίστηκε, με αέρα και σκοτάδι να τρέχουν να καλύψουν το κενό που άφησε. Η δουλειά του εδώ είχε ολοκληρωθεί.

Ο Κίμπα πέρασε σαν αστραπή από το σημείο που στιγμές πριν στεκόταν ο εχθρός του και τα σαγόνια του Ακαμαρού έκλεισαν άγρια πάνω σε κενό που λίγο πριν ήταν ένα κεφάλι. Σταδιακά μείωσαν ταχύτητα και έφτασαν μπροστά από την κοπέλα.

''Μάι, είσαι καλά;'' Την ρώτησε με το που είδε την μικρή πληγή στο πόδι. Η ανάσα του ήταν γρήγορη. Η ταχεία έφοδος τον είχε συνεπάρει.

''Φυσικά.'' του απάντησε και οι ματιές τους συναντήθηκαν για μερικούς χτύπους της καρδιάς. ''Εσείς τα καταφέρατε;'' Τον ρώτησε με την σειρά της, ρίχνοντας το βλέμμα της στον Ακαμαρού, ο οποίος γάβγισε χαρούμενα. Ο Κίμπα με ένα γελάκι, τον χτύπησε απαλά στον ώμο. ''Φυσικά'' δήλωσε και το χέρι του τράβηξε πίσω τα μαλλιά που έπεφταν μπροστά στα μάτια του. Τότε ήταν που άκουσαν τις πρώτες κραυγές.


Ήξερε τι υπάρχει μπροστά του. Πριν είχε αναγνωρίσει ότι πλάσματα ήταν με μαγικό τρόπο φυλακισμένα μέσα στα οπάλια. Είχε ακούσει ιστορίες και φήμες για σφαγές πρωτοφανούς βιαιότητας, για υπεράνθρωπη δύναμη και πλήρη ανοσία σε κάτον και σουίτον. Ο Ειζο τώρα αντιμετώπιζε δύο από τους πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών και δεν ένιωθε πολύ καλά.

Με γόνατα λυγισμένα, ουρά ακίνητη, τεντωμένη και δεκάδες μάτια καρφωμένα στους σινόμπι μπροστά τους, οι δύο άζζεον επεξεργάζονταν.

Ένας από τους δαίμονες άρχισε να κινείται μπροστά σιωπηλά, αθόρυβα, όμοιος με λιοντάρι που σύντομα θα γευτεί αίμα. Χωρίς να χάσει πολύτιμο χρόνο, ο Σικαμαρού επιμήκυνε την σκιά του προς τον δαίμονα που περπατούσε. Το φεγγάρι ήταν σήμερα ένας πολύτιμος σύμμαχος. Δημιουργούσε πολλές σκιές. Η σκιά του Νάρα ενώθηκε με την σκιά του προελαύνοντος άζζεον και αυτός κοκάλωσε. Ο Έιζο έφερε το σπαθί του μπροστά σε αμυντική στάση και εκείνη την στιγμή, ο δεύτερος δαίμων, τραβηγμένος από αυτήν την κίνηση χίμηξε καταπάνω στον του. Ήταν κάτι που το περίμενε ο Σικαμαρού και ευχόταν να γίνει, τώρα ή αργότερα. Ακόμα και έτσι, η ταχύτητα του άζζεον τον εξέπληξε. Αντέδρασε ενστικτωδώς, βουτώντας δεξιά και πίσω από τον Έιζο και επιστράτευσε κάθε ίχνος δύναμης που διέθετε για να τραβήξει στην ίδια κίνηση το τέρας που είχε αιχμαλωτίσει. Τα αποτελέσματα ήταν ολέθρια. Ο αιχμάλωτος άζζεον, χωρίς να ξέρει το γιατί, παρεμβλήθη ανάμεσα στον σύντροφό του και τον σινόμπι με το τερατώδες πρόσωπο και δέχτηκε όλη την ισχύ της επίθεσης του άλλου άζζεον. Μετατράπηκαν σε ένα κουβάρι από μέλη και αγκάθια και καθώς κοφτερά νύχια έσκιζαν φίλια σάρκα, ο Έιζο περπάτησε προς τους δαίμονες.

Πριν ο άζζεον αντιληφθεί πλήρως και γυρίσει προς τον κίνδυνο που πλησίαζε, ο νεαρός εκτέλεσε ένα περίτεχνο κάτα. Με τις δύο πρώτες επιθέσεις κατατρύπησε πληθώρα ματιών και με την τρίτη έμπηξε το σπαθί του μέσα στο μαύρο κεφάλι του δαίμονα, τρυπώντας πέρα για πέρα τον εγκέφαλο. Η αγωνιώδης κραυγή του άζζεον έσβησε με έναν γουργουλιστό ήχο αφού το τεράστιο στόμα του είχε γεμίσει αίμα.

Μέχρι τότε ο δεύτερος δαίμονας είχε συνέλθει εντελώς και λύγισε τα γόνατα του για να επιτεθεί. Αλλά ο Νέτζι τον πρόλαβε. Η ροή τσάκρα μέσα στο σώμα των δαιμόνων ήταν σίγουρα διαφορετική και πιο σύνθετη από αυτήν των ανθρώπων, αυτό όμως ήταν μία ασήμαντη ενόχληση για έναν κάτοχο του Μπαϊακακούγκαν. O Χιούγκα, πηδώντας πάνω από τον Έιζο, κατέπεσε στον άζζεον και τα χτυπήματά του ήταν τόσο γρήγορα που για μια στιγμή ο δαίμων πίστεψε ότι ο πολεμιστής που τον νίκησε είναι και αυτός ένας ανώτερος δαίμων. Με το κορμί του κατεστραμμένο, με το τσάκρα του αχρηστεμένο, ο άζζεον κοίταζε στα μάτια τον άνδρα με το πρόσωπο του τέρατος, ο οποίος του πήρε την ζωή με ένα βάναυσο χτύπημα του λερωμένου με αίμα κατάνα.

Ο Νέτζι γύρισε και κοίταξε τους συντρόφους του. Είχε πληγές στο σώμα του, μικρά ασήμαντα τραύματα που οφείλονταν στα αγκάθια του δαίμονα. ''Τι είδους πλάσματα ήταν αυτά;'' ρώτησε. Πριν προλάβει ο Έιζο να ανοίξει το στόμα του για να απαντήσει, κραυγές άρχισαν να ακούγονται από παντού.


Νύχτα χάους στην Τόσα. Νύχτα θανάτου. Το πανδοχείο ''Χρυσή Χελώνα'' καταστράφηκε ολοσχερώς. Ένας τρίτος άζζεον όνι, στην φοβερή του μανία, σκότωσε αρκετούς θαμώνες και έσπασε τοίχους και πόρτες, προκαλώντας τελικά κατά το χάραμα την κατάρρευση του οικοδομήματος. Στο μικρό πορνείο, η ξαφνική εμφάνιση δύο ακόμα άζζεον καταμεσής των τοπικών αρχόντων που απολάμβαναν τις υπηρεσίες μικρών κοριτσιών προκάλεσε απερίγραπτο πανικό. Τουλάχιστον δώδεκα φρουροί και πάνω από είκοσι πελάτες και υπάλληλοι σφαγιάστηκαν πριν καταφέρουν τελικά τα όπλα να σκοτώσουν τα τερατουργήματα, σε μία δίωρη καταδίωξη από σπίτι σε σπίτι, από πτώμα σε πτώμα. Στον μεγάλο στάβλο, στο κέντρο του χωριού, όλα τα άλογα ήταν διαμελισμένα και το ματωμένο πτώμα χωρίς πόδια, σε απόσταση λίγων εκατοστών από την πόρτα, πρέπει κάποτε να ήταν ο σταβλίτης. Oι ασιγκαρού της Τόσα αναγκάστηκαν να σπάσουν την κλειδωμένη πόρτα για να εισέλθουν στον στάβλο. Βρήκαν τον δαίμονα να τους περιμένει στο πατάρι.

Η Τόσα είχε πεθάνει εκείνο το βράδυ, η πλειοψηφία των κατοίκων όμως είχε σωθεί, χάριν στην γενναιότητα και τις πολεμικές ικανότητες πέντε παιδιών, τα οποία κατάφεραν να σκοτώσουν τους περισσότερους από τους δαίμονες. Ήταν πολύ βιαστικοί στην συνέχεια και έφυγαν λίγες ώρες πριν την αυγή, παρά τις ικεσίες των χωρικών που πίστευαν ότι τα τέρατα θα ξαναεμφανιστούν για να ολοκληρώσουν το μακελειό. Χωρίς τους πέντε ήρωες κανείς δεν θα έμενε ζωντανός.

Το χάραμα ήρθε, ενώ οι δαίμονες όχι και ο ήλιος που εμφανίστηκε στον συννεφιασμένο ουρανό είδε ερείπια και έρημα σπίτια εκεί που την προηγούμενη μέρα βρισκόταν ένα χωριό. Και ανάμεσα στα χαλάσματα, σκιές κινούνταν.