Νέα Σκότλαντ Γιαρντ...
"Λοιπόν, τι έχουμε;", ρωτάει ο Λεστράντ
"Υπάρχει το κραγιόν το οποίο είναι το ίδιο με αυτο της Τζένιφερ Γουίλσον ή αλλιώς της Ροζ Κυρίας και...", σταματάει ο Σέρλοκ ξαφνικά, ταλαντευόμενος
"Σέρλοκ, είσαι καλά;", ρωτάει ο Τζον
"Ναι, φυσικά, είμαι μια χαρά.", απαντάει ο Σέρλοκ
"Άσε με να δω", λέει ο Τζον, μην πιστεύοντας τον καλύτερό του φίλο ούτε δευτερόλεπτο. Βάζει το χέρι του στο μέτωπο του Σέρλοκ "Έλα, πάμε σπίτι."
"Τζον, είμαι μια - "
" - χαρά; Ναι, καλά. Πηγαίνουμε σπίτι αυτή τη στιγμή. Ιατρικές διαταγές.", λέει ο Τζον, σε μια προσπάθεια να κάνει τον Σέρλοκ να μην αντισταθεί...
... και αποτυγχάνοντας παταγωδώς. "Έχουμε υπόθεση!", λέει ο Σέρλοκ, ενοχλημένος
"Είχαμε υπόθεση, εσύ έχεις πυρετό, ο οποίος πρέπει να επηρεάζει και το μυαλό σου, εφόσον ταλαντεύεσαι. Σπίτι, τώρα. Δεν ακούω λέξη κι αυτό είναι το τέλος της συζήτησης.", λέει ο Τζον, σπρώχνοντας τον Σέρλοκ προς την πόρτα."
"Μα - "
"Δεν έχει μα, τελείωσε. Ούτως ή άλλως, έχεις λύσει πολλές υποθέσεις από το σπίτι.", συνεχίζει ο Τζον. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, όλοι στην Σκότλαντ Γιάρντ έβλεπαν τον διαπληκτισμό μεταξύ γιατρού και συμβουλευτικού ντετέκτιβ με ενδιαφέρον και ευθυμία - ακόμα κι ο Λεστράντ.
"Δεν βλέπω καμιά διαφορά γι'αυτήν την υπόθεση!"
"Είσαι άρρωστος, αυτή είναι η διαφορά!", ψιλοφωνάζει ο Τζον, φουρκισμένος
Ο Σέρλοκ του ρίχνει ένα βλέμμα που δείχνει ότι δεν πιστεύει στ' αυτιά του
"Σταμάτα να κάνεις σαν παιδί, Σέρλοκ."
"Δεν είμαι παιδιάστικος, Τζον."
"Όχι μόνο κάνεις σαν παιδί, μου θυμίζεις κιόλας παιδί.", λέει ο Τζον. Αρχίζει να ξανασπρώχνει τον Σέρλοκ προς την πόρτα. "Γκρέγκ, αν μας χρειαστείς κάτι πάρα πολύ σημαντικό, πάρε μας τηλέφωνο, αλλιώς ξέχνα το, κατάλαβες;", είπε ο Τζον στον Λεστράντ
"Μάλιστα, κύριε.", ο Λεστράντ ψευδοχαιρετά
"Ωραία, φύγαμε."
Οδός Μπέικερ 221b...
Ο Τζον βγάζει το παλτό του και κατευθύνεται για του Σέρλοκ αλλά πριν μπορεί να κάνει το οτιδήποτε, ο Σέρλοκ αρχίζει να περπατάει, ταλαντευόμενος.
"Ναυτία πάλι;", ρωτάει ο Σέρλοκ, καθώς βλέπει το ερωτούμενο άτομο να κρατάει το κεφάλι του
"Mμννν...", αρνείται ο Σέρλοκ
"Καλά...", λέει ο Τζον, ηττημένος. Βάζει τα χέρια του στους ώμους του Σέρλοκ, ώστε να τον σταθεροποιησει μετά βγάζει το παλτό του συγκατοίκου του και τον καθίζει στον καναπέ.
"Εντάξει. Ξάπλωσε, πάω να σου φτιάξω λίγο τσάι. Και μην τολμήσεις να πεις ότι είσαι καλά, γιατι θα πω στον Λεστράντ να μην σε παίρνει σε υποθέσεις για έναν ολόκληρο μήνα.", λέει ο Τζον, γνωρίζοντας ότι η απειλή δεν θα πήγαινε απαρατήρητη
"Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.", λέει ο Σέρλοκ, ενοχλημένος
"Ναι, μπορώ και θα το κάνω, έτσι και συνεχίσεις να κρεμάς μούτρα."
"Δεν κρεμάω μούτρα, Τζον, ποτέ δεν το έκανα."
"Ναι, καλά...", λέει ο Τζον μ'έναν τόνο σαρκασμού
Ο Σέρλοκ, ξέροντας πότε χάνει μια μάχη, τελικά ξαπλώνει, αλλά σηκώνεται φουρκισμένος, κατευθυνόμενος στο δωμάτιο του
"Πού πας;", τον ρωτάει ο Τζον, βγάζοντας το κεφάλι του από την κουζίνα.
"Να πάρω μια κουβέρτα.", απαντάει ο Σέρλοκ
"Πήγαινε ξαναξάπλωσε, θα στην φέρω εγώ."
"Μα..."
"Α, α, α...", λέει ο Τζον, πιο πιεστικά
"Πολύ καλά.", παραδίνεται ο Σέρλοκ. Πάει και ξαπλώνει.
Μετά από ένα λεπτό περίπου, ο Τζον επιστρέφει με μια κουβέρτα.
"Σέρλοκ, ελπίζω να 'ναι αρκετά ζεστή...", σταματάει μπροστά στο θέαμα. Ο Σέρλοκ ήταν στην αγκαλιά του Μορφέα. Παρ'όλο που δεν το περίμενε αυτό, δεν μπορούσε να συγκρατήσει το χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μετά από αυτό, περπατάει προς τον καναπε και σκεπάζει τον Σέρλοκ, ελέγχοντας την θερμοκρασία του.
Έπεσε λιγάκι, καλό αυτό, σκέφτεται. Πηγαίνει προς την κουζίνα. Αντί να βάλει μία κούπα τσάι για τον καλύτερο του φίλο, βάζει μία για τον εαυτό του. Πάει στο σαλόνι, κάθεται στην πολυθρόνα και πίνει λίγο καθώς βλέπει τον Σέρλοκ να κοιμάται ειρηνικά.
Ίσως γίνονται θαύματα τελικά...
