Όλα ήταν ήσυχα στο Γκόντρικς Χόλοου εκείνο το βράδυ. Ήταν μία συνηθισμένη καλοκαιρινή νύχτα σαν όλες τις άλλες. Δεν υπήρχε ούτε ένας μάγος η μάγισσα έξω στους δρόμους μιας και ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το σπίτι των Πότερ όπως και όλα τα άλλα ήταν και αυτό σκοτεινό, αλλά αντιθέτως με όλα τα άλλα σπίτια δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι του στο κρεβάτι για ύπνο. Αν παρατηρούσες καλά το σπίτι θα έβλεπες ένα μικρό φωτάκι να φεγγοβολά στα πλάγια παράθυρα του σπιτιού.
Ο Τζέιμς Πότερ ήταν ένα αγόρι γύρω στα δεκαπέντε , με την ασθενική όψη του εφήβου που έχει βάλει απότομα ύψος σε σύντομο χρονικό διάστημα, με μαύρα κορακίσια μαλλιά που πετούσαν άστατα σε όλες τις κατευθύνσεις και λαμπερά καστανά μάτια που κρύβονταν πίσω από ένα ζευγάρι χοντρών γυαλιών. Η πρώτη εντύπωση που σου έδινε, ήταν πως ο Τζέιμς ήταν ένα παιδί που δεν έχει καλό σκοπό και σκαρώνει συνεχώς όλο και μία φάρσα. Αν έχεις ακούσει την παροιμία μην κρίνεις ένα βιβλίο από το εξώφυλλο του, τότε θα πρέπει να ξέρεις πως αυτή η παροιμία δεν ισχύει για τον Τζέιμς. Ο Τζέιμς όπου και αν τον έβρισκες πάντα θα μαγείρευε μία σκανταλιά. Ιδιαίτερα όταν ήταν με τον καλύτερο του φίλο, τον Σείριο Μπλακ.
Ο Τζέιμς και ο Σείριος ήταν συμμαθητές στο Χόγκουαρτς, της σχολής για μαγείες και ξόρκια, και αυτοί οι δυο μαζί ήταν το ακτύπητο δίδυμο, οι καπετάν φασαρίες. Υπήρχε βέβαια και ο Ρέμους Λούπιν, το μυαλό της παρέας και ο Πίτερ Πετριγκριού , ο οποίος ήταν παραπάνω η ακολουθία της παρέας. Οι τέσσερις τους μαζί ήταν οι Μαρέντερς.
Ο Τζέιμς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ίσως έφταιγε το ασυνήθιστα ανήσυχο πνεύμα του και η ατέλειωτη ενεργητικότητα του . Ίσως πάλι να ήταν η νευρικότητα του για αύριο. Αύριο θα πήγαινε στην πλατφόρμα εννέα και τρία τέταρτα για πέμπτη φορά και θα επιβιβαζόταν στο Χόγκουαρτς εξπρές για να φοιτήσει στο πέμπτο έτος. Αναστέναξε και άφησε κάτω τον λαμπτήρα, αναρωτιόταν αν και ο Σείριος είχε κι' αυτός αϋπνίες.
Ψαχούλεψε στο κομοδίνο του και βρήκε ένα μικρό καθρέφτη. Τον έπιασε και τον κοίταξε μια φόρα, στη συνέχεια πρόφερε το όνομα 'Σείριος Μπλακ' αργά και καθαρά. Περίμενε για πέντε λεπτά και ενώ ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, ένα ζευγάρι μάτια στο γκρίζο χρώμα του ουρανού πριν την καταιγίδα εμφανίστηκε. Ο Σείριος του χαμογέλασε από το δικό του καθρέφτη. «Αϋπνίες Τζέιμς; Τς τς τς…τα καλά παιδιά κοιμούνται τέτοιες ώρες!» του είπε κοροϊδευτικά και το χαμόγελο του μεγάλωσε. Ο Τζέιμς του χαμογέλασε πίσω. « Ακριβώς!...» του απάντησε και του έκλεισε το μάτι. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ, θα πετούσα για λίγο, αλλά η μητέρα μου, κλείδωσε το Σύννεφο μου στο ντουλάπι μετά από το περιστατικό με την γριά μάγισσα με την αστεία περούκα» .
Ο Σείριος γέλασε, το γέλιο του έμοιαζε με γαύγισμα σκύλου και ήταν μεταδοτικό έτσι γέλασε και ο Τζέιμς. «Είναι αυτή η μάγισσα που μου έγραψες την περασμένη 'βδομάδα… που κατά λάθος όταν πετούσες της άρπαξες την περούκα;» τον ρώτησε όταν σταμάτησε να γελά. Ο Τζέιμς του έγνεψε ναι'. «Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;» τον ρώτησε περίεργος. Ο Σείριος ανασήκωσε τους ώμους του. «Βαριέμαι.» του απάντησε. Ο Τζέιμς σήκωσε το ένα του φρύδι. «Εσύ πάντα βαριέσαι!».
Ο Σείριος χασμουρήθηκε . «Απλώς πήγαινε για ύπνο Τζέιμς!» του είπε πνίγοντας ένα χασμουρητό. Ο Τζέιμς συνοφρυώθηκε. «Σου είπα δεν μπορώ να κοιμηθώ!» του είπε κάπως ψυχρά. Ο Σείριος του χαμογέλασε πονηρά. «Σκέψου την Έβανς και θα κοιμηθείς!» του είπε. Ο Τζέιμς κοκκίνισε αλλά πριν προλάβει να πει οτιδήποτε ο Σείριος του πέταξε ένα Καληνύχτα και διέκοψε τη σύνδεση.
Ο Τζέιμς ακούμπησε τον καθρέφτη στο κομοδίνο του προσεκτικά και ξάπλωσε. Άρχισε να σκέφτεται τη Λίλυ Έβανς , το όμορφο κορίτσι με τα ωραία βαθυκόκκινα μαλλιά που έπεφταν χαριτωμένα στους ώμους της. Τα μαγευτικά αμυγδαλωτά πράσινα μάτια της και το γοητευτικό χαμόγελο της. Ο Τζέιμς χαμογέλασε και πριν καλά , καλά να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος.
«Έβανς…Έβανς…». Ο Τζέιμς παραμιλούσε στον ύπνο του αγνοώντας πως ήταν πρωί και η μητέρα του είχε μπει στο δωμάτιο του για να τον ξυπνήσει μέχρι που η κυρία Πότερ άνοιξε τις κουρτίνες και μπήκε το πρωινό φως στο ακατάστατο δωμάτιο. Ο Τζέιμς κατσούφιασε και σκέπασε το κεφάλι του με τα σεντόνια πεισματωμένος. Η μητέρα του χαμογέλασε και έβγαλε το ραβδί της έξω. «Γοινγκάρντιουμ Λεβιόσα!» . Τα σεντόνια σηκώθηκαν αμέσως σαν σε διαταγή και έμειναν να αιωρούνται πάνω από το κεφάλι του Τζέιμς.
«Κοιμάσαι πιο βαριά κι' από έναν ιππόγριπα σε χειμερία νάρκη!» τον πείραξε η μητέρα του όταν είδε τον γιο της να σηκώνεται σιγά, σιγά από το κρεβάτι του. Ο Τζέιμς γρύλισε σαν απάντηση. «Ποια είναι η Έβανς;» τον ρώτησε η μητέρα του με ένα πονηρό χαμόγελο. Ο Τζέιμς ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Που το άκουσες;» την ρώτησε σηκώνοντας μερικά πεταμένα ρούχα προσποιώντας πως δεν τον ενδιάφερε. Αλλά η μητέρα του δεν ξεγελάστηκε. «Παραμιλούσες στον ύπνο σου» του απάντησε.
«Αλήθεια;» την ρώτησε έκπληκτος. «Είναι…μία παίχτρια κουίντιτς» της είπε το πρώτο ψέμα που του κατέβηκε. Η μητέρα του, του χαμογέλασε. «Μήπως είναι κάποιο κορίτσι από το Χόγκουαρτς… μήπως κάποιο ωραίο κορίτσι;» . Ο Τζέιμς ανοιγόκλεισε τα μάτια του και γύρισε προς τη μητέρα του. «Μαμά!..» είπε με τσιριχτή φωνή, ξερόβηξε κάνοντας τη φωνή του πιο βαθιά. «…Δεν ξέρεις τι λες! Τώρα μπορείς σε παρακαλώ σιγά , σιγά να μου αδειάσεις τη γωνιά για να αλλάξω!» . Η μητέρα του χαμογέλασε και βγήκε από το δωμάτιο. «Κάνε κάτι με τα μαλλιά σου!» του φώναξε καθώς κατέβαινε τις σκάλες.
Ο Τζέιμς χάιδεψε τα μαλλιά του προστατευτικά . Πήρε μία μπλούζα από το πάτωμα και την μύρισε. «Καλή είναι!» είπε και την φόρεσε. Στη συνέχεια κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ανακάτωσε τα μαλλιά του με το δεξί του χέρι κάνοντας τα να φαίνονται ακόμα πιο άστατα. Χαμογέλασε στον εαυτό του και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες.
Δεν πρόλαβε καλά, καλά να μπει στην κουζίνα και η μητέρα του, του έδωσε ένα ποτήρι γάλα. «Πιες το!...» του είπε. Ο Τζέιμς έκανε μια γκριμάτσα στο γάλα και όταν η μητέρα του γύρισε από τη άλλη το έχυσε στη διπλανή γλάστρα. «Που είναι ο μπαμπάς;» την ρώτησε. «Πήγε στο γραφείο χρυσούχων, μου είπε να σου ευχηθώ καλή τύχη για την φετινή χρονιά και πως αν έρθει έστω και ένα γράμμα πως ανατίναξες πάλι καμία τουαλέτα θα κοιμάσαι με γκρίντιλοου για τα επόμενα δύο χρόνια» Ο Τζέιμς χαμογέλασε. «Τότε καλύτερα να μάθω κολύμπι» δήλωσε.
Η μητέρα του γύρισε και τον κοίταξε. «Σε παρακαλώ Τζέιμς, προσπάθησε να είσαι καλό παιδί για μια φορά!» τον κοίταξε απελπισμένη. «Και μα τα γένια του Μέρλιν! Κάνε κάτι με τα μαλλιά σου!».Επιτέθηκε στα μαλλιά του με το χέρι της κάνοντας μία απελπισμένη προσπάθεια για να τα ισιώσει. Χαμένος κόπος. Όλοι οι αρσενικοί Πότερ είχαν κάποια παρόμοια χαρακτηριστικά, κακή όραση και άστατα μαλλιά.
Ο Τζέιμς απλώς χαμογέλασε. Η μητέρα του τον κοίταξε αυστηρά. «Έλα τώρα θα αργήσουμε!» του είπε. Του έδωσε ένα σάντουιτς λέγοντας του να το φυλάξει για το τρένο. Στη συνέχεια βγήκαν έξω . Ο Τζέιμς ανοιγόκλεισε τα μάτια του καθώς το πρωινό φως τον κτύπησε στο μάτια. Κατευθύνθηκαν μαζί προς την κεντρική πλατεία όπου βρήκαν το λεωφορείο των ιπποτών.
Επιβιβάστηκαν πάνω στο λεωφορείο. Η μητέρα του Τζέιμς πλήρωσε τα εισιτήρια στον κατσούφη γέρο εισπράκτορα και κάθισαν στις πίσω θέσεις, όπου ο Τζέιμς βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να ρίξει ένα υπνάκο μέχρι να φτάσουν. Όταν έφτασαν στο σταθμό ο Τζέιμς ξύπνησε από τη δυνατή φωνή του εισπράκτορα που φώναζε. «Σταθμός τρένων, πλατφόρμα εννέα και τρία τέταρτα!».
Ο Τζέιμς και η μητέρα του στάθηκαν μπροστά στις πλατφόρμες εννέα και δέκα. «Είναι εντάξει μαμά!..» είπε ο Τζέιμς. «…τα καταφέρνω από 'δω και πέρα» είπε και της χαμογέλασε. Η μητέρα του άρχισε να δακρύζει από χαρά. Χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό της άρπαξε το γιο της και τον αγκάλιασε σφιχτά. « Τζέιμς..το μικρό μου αγοράκι..πεμπτοετής!». Ο Τζέιμς κοίταξε νευρικά κάποια κορίτσια που τους κοιτούσαν και γελούσαν «Τι χαριτωμένο!» έλεγαν γελώντας. «Μαμά….με πνίγεις!» παραπονέθηκε ο Τζέιμς και έσπρωξε ευγενικά τη μητέρα του. «Ναι…το ξέρω πως είμαι πεμπτοετής!» την επιβεβαίωσε. Η μητέρα του τον αγριοκοίταξε. «ίδιος ο πατέρας σου είσαι! Με το ίδιο ψυχρό χιούμορ!» του είπε και χάιδεψε τα μαλλιά του. «Να προσέχεις…και να είσαι καλό αγόρι!».
Ο Τζέιμς έγνεψε «Άγγελος!» την διαβεβαίωσε. Η μητέρα του, του έριξε ένα ύποπτο βλέμμα αλλά στο τέλος αναστέναξε ηττημένη. «Θα τα πούμε τα Χριστούγεννα... και κάνε κάτι με τα μαλλιά σου!» του είπε καθώς κατευθύνθηκε πίσω στο λεωφορείο των ιπποτών. Ο Τζέιμς ανακάτεψε τα μαλλιά του και έκλεισε το μάτι στα κορίτσια που γελούσαν πριν. Τα κορίτσια χαζογέλασαν και επέστρεψαν στο κουτσομπολιό τους.
Ο Τζέιμς κατευθύνθηκε προς τον τούβλινο τοίχο που χώριζε τις δύο πλατφόρμες. Ακούμπησε την πλάτη του ανέμελα στον τοίχο και αμέσως μεταφέρθηκε σε μια καινούργια πλατφόρμα. Την πλατφόρμα εννέα και τρία τέταρτα.
