Και πάλι αφιερωμένο στη μούσα μου, την 815-Broken-Pencils. Της αφιερώνω αυτή την ιστορία μαζί με το παρακάτω τραγούδι, που έχει κι αυτό τη σημασία του για τους ήρωές μας.

www(τελεία)youtube(τελεία)com/watch?v=op56RORWoOE


Πρόλογος

Το δροσερό της χέρι άγγισε απαλά το φλογισμένο μέτωπο του φυλακισμένου. Σύρθηκε στιγμιαία πάνω απ' τα λερωμένα του μαλλιά με το πηγμένο αίμα, για να σταθεί μετά τρυφερά στο πληγωμένο μάγουλο. Η φωνή της πλάι στ' αυτί του ακούστηκε σαν ψιθύρισμα, που απορροφήθηκε γοργά απ' τους πέτρινους, γυμνούς και σκοτεινούς τοίχους του κελιού αφήνοντας πίσω του μια λυπημένη ανάσα.

…Άρχοντά μου, τι σου έκαναν;…

Κι ένα μοναχικό, αλμυρό δάκρυ στάλαξε απ' τα μάτια της πάνω στα μισάνοιχτα, φρυγμένα του χείλη.

Ο νέος στέναξε μέσα στον κωματώδη λήθαργο που είχε προσφέρει φιλεύσπλαχνα ο πόνος, χαμένος ακόμα σε σκοτεινή άβυσσο ευλογημένης αναισθησίας. Ο λόγος της δεν του έγινε κατανοητός, ούτε ακόμα και τ' άγγιγμά της, ή η σταγόνα το δάκρυ της που κύλησε στα διψασμένα χείλη.

Απότομη η φωνή του φρουρού ακούστηκε έξω απ' την κλειδωμένη πόρτα του κελιού, η γαντοφορεμένη του γροθιά με δύναμη έκρουσε τη χοντρή, ξύλινη πόρτα.

'Κορίτσι! Τέλειωνε πια εκεί μέσα! Μια ώρα κάνεις.'

Σήκωσε το κεφάλι της περήφανα, αγριεύοντας κι αυτή μερικούς τόνους τη φωνή της. Τούτος εδώ ο νεαρούλης – γιος της μαγείρισσας, που ούτε δυο μήνες δε μέτραγαν από τη μέρα που έφαγε το τελευταίο μπάτσισμα απ' τη μάνα του – καθόλου δεν την τρόμαζε. Απ' την ώρα που είχε αναλάβει αυτός το πόστο του στη φρουρά της φυλακής, συνέχεια το κομμάτι του θα έκανε στους μεγαλύτερους, ειδικά μπροστά της.

'Θα είχα τελειώσει ήδη, Νόλαν βλάκα, αν μου είχες φέξει με τον πυρσό να βλέπω!'

Το αγόρι είχε θυμώσει γιατί, ενώ απόψε ήταν το ρεπό του, τον είχαν ξεσηκώσει άρον-άρον και στείλει εδώ κάτω, να φυλάει… Έχωσε τώρα τη μούρη του ανάμεσα απ' τα κάγκελα του μικρού, σιδερόφρακτου παράθυρου, του κομμένου πάνω στην ξύλινη πόρτα του κελιού. Στο μισοσκόταδο την ξεχώρισε καθισμένη ανακούρκουδα πλάι στο φυλακισμένο, με τον κουβά του σφουγγαρίσματος παραδίπλα και της έβγαλε επιδεικτικά τη γλώσσα.

'Διαταγές του φρούραρχου! Όχι τροφή, ούτε νερό, καθόλου φως!' Της φώναξε με ύφος, λες και μιλούσαν με τα χείλη του δέκα μαζί φρούραρχοι.

Στη φασαρία που γινόταν ο φυλακισμένος στέναξε ξανά και δοκίμασε μια μικρή, ασύνειδη προσπάθεια, μήπως και γυρίσει στο ένα πλευρό του. Η κοπέλα προσεκτικά τον βοήθησε χώνοντας το χέρι κάτω απ' τη μασχάλη του, νιώθοντας το πουκάμισό του υγρό, παρατηρώντας μετά στο μισοσκόταδο σκούρες κηλίδες στην παλάμη της. Η φωνή του Νόλαν ακούστηκε και πάλι απ' έξω σαν κρωγμός.

'Τι κάνεις εκεί πέρα; Δεν πιστεύω να του έδωσες να πιει νερό;'

'Ναι! βρομόνερα του έδωσα, από την πατσαβούρα' κορόιδεψε εκείνη.

Ο νεαρός φρουρός ξεκλείδωσε πανικόβλητος την πόρτα και το χλωμό φως του πυρσού, του στερεωμένου στον τοίχο του διαδρόμου, χύθηκε μέσα στο μικρό κελί. Ένα φωτεινό παραλληλόγραμμο σχηματίστηκε στη μέση του πέτρινου δαπέδου φωτίζοντας τα πόδια του φυλακισμένου, αφήνοντας το πανωκόρμι και το πρόσωπό του στις σκιές. Το αγόρι έκανε με δισταγμό μισό βήμα προς τα μέσα.

'Πουφ! Βρωμάει εδώ… πώς το αντέχεις; Τέλειωνε να κλειδώσω και να φεύγουμε' της είπε με το φόβο ευδιάκριτο στη φωνή του.

Πριν προλάβει εκείνη ν' αποκριθεί, η σκιά ενός δεύτερου φρουρού κάλυψε το λίγο φως που τόσο απρόσμενα είχε εισχωρήσει από την είσοδο. Ο μεταλλικός του θώρακας σκόρπισε στιγμιαία στο σκοτεινό τοίχο μια μπρούτζινη αντανάκλαση απ' το φως του πυρσού. Το πόστο του ήταν στη γωνία του διαδρόμου, αλλά όλα αυτά τα παράξενα σούρτα-φέρτα σήμερα στο κελί είχαν κεντρίσει την περιέργειά του… και όχι μόνο…

'Διασκεδάζετε εσείς οι δύο;' Ρώτησε περιπαικτικά, το ύφος του ν' αγγίζει το χυδαίο. 'Μέρος που βρήκατε…' Κατόπιν γέλασε τραχιά. 'Σα θέλετε, να έρθει κι η αφεντιά μου στην παρέα…'

'Εξαφανίσου, ανόητε, αν δε θέλεις να σου φέρω στο κεφάλι τον κουβά!' φώναξε το κορίτσι με οργή. 'Όχι ότι θα 'χε κάποια διαφορά. Άδειος κουβάς είναι ούτως ή άλλως το κεφάλι σου.'

'Πώς μιλάς έτσι;' Αρπάχτηκε ο άντρας χουφτιάζοντας απειλητικά τη λαβή του σπαθιού του. 'Και να σκεφτεί κανείς, ότι γεννήθηκες να είσαι μια…κυρία.'

Ο άδειος κουβάς θα είχε ήδη εξακοντιστεί κατά την πόρτα του κελιού που έστεκε ο άντρας, αν ο κρατούμενος δεν φύλαγε ν' αφήσει ένα βογκητό πόνου την ώρα εκείνη, πιάνοντας με τα δύο χέρια το κεφάλι, που κόντευε να σπάσει από τον ήχο των φωνών τους.

'Άρχοντά μου…' Για άλλη μια φορά δεν την κατάλαβε.

'Ένα πράγμα δεν μπορώ να χωνέψω' γκρίνιασε ο μεγαλύτερος φρουρός επιθετικά προς το κορίτσι στραβώνοντας τη μούρη του για την προσφώνησή της στον κατάδικο. 'Γιατί ξοδεύεις νερό και χρόνο για το σφουγγάρισμα του κελιού, για… δαύτον;'

'Δεν πρόκειται για ''δαύτον'', Ζάλμαρ!' Η νέα αυτή βαριά φωνή αντήχησε στους τοίχους του θολωτού διαδρόμου. Οι δύο στρατιώτες τραβήχτηκαν στις άκρες της πόρτας του κελιού και στάθηκαν προσοχή μπροστά στο διοικητή τους. Ο άντρας έπιασε τον μικρότερο, το αγόρι που ήταν και γιος του, απ' τον ώμο σπρώχνοντάς τον έξω απ' το κελί. 'Δεν πρόκειται γι' αυτόν, όπως είπα. Πρόκειται για το βασιλιά, που σκοπό έχει να κατέβει πάλι ως εδώ τη νύχτα, ν' ανακρίνει ο ίδιος τον αιχμάλωτο. Θα τόλμαγες εσύ ν' αφήσεις το βασιλιά σου μέσα σ' αυτή τη βρώμα, τα ξερατά, το αίμα κι όλα τ' άλλα;' Με μια κίνηση απότομη του σιδερόφρακτου χεριού του έδειξε στο δεύτερο φύλακα το πόστο του. 'Πίσω στη θέση σου, φρουρέ! Και όχι πολλά-πολλά με το κορίτσι, αλλιώς θα 'χεις να κάνεις μαζί μου' τον απείλησε.

Ο σκοπός πισωγύρισε στο πόστο του, στάθηκε μονάχα μια στιγμή ρίχνοντας βλέμμα παράξενα κακό προς το κελί του φυλακισμένου.

'Γιατί να θέλει, διοικητή, ο βασιλιάς ο ίδιος ν' ανακρίνει αυτόν εδώ τον Βάρντεν;' έφτυσε την τελευταία λέξη με περιφρόνηση. 'Ας άφηνε εμάς, τους πιστούς φρουρούς του, για μία νύχτα…' Το βλέμμα του άντρα σκοτείνιασε περισσότερο. 'Ξέρεις πως έχουμε, κάποιοι από μας να λαβαίνουμε αίμα από δαύτον… από τη νύχτα που μας ξέφυγε…'

Ο διοικητής της φρουράς ένευσε με κατανόηση. Ταυτόχρονα σημείωσε στο νου του να φροντίσει ώστε να μην αναθέσει ξανά τη φύλαξη αυτού ειδικά του κελιού σε ορισμένους απ' τους άντρες της φρουράς του. Ήταν όλοι τους ότι απόμεινε από εκείνη τη φρουρά… τη φρουρά εκείνης της νύχτας… Τιμωρημένοι ακόμα, να φυλάνε τα μπουντρούμια… Ναι, πολλοί είχαν να λαβαίνουν αίμα από τους φυγάδες, ο διοικητής το γνώριζε. Κι ο ένας απ' τους δυο τους ήταν ήδη νεκρός από τότε, αλλά ο άλλος… Το μέχρι τώρα αυστηρό ύφος του άντρα άλλαξε απότομα.

'Καταλαβαίνω, Ζάλμαρ,' έσφιξε τώρα φιλικά τον ώμο του φρουρού κινώντας το κεφάλι 'καταλαβαίνω, γιε μου. Ο αδελφός σου, που χάθηκε τη νύχτα εκείνη, ήταν καλό παιδί, καλός στρατιώτης. Φρόντισε κι εσύ ν' ακολουθήσεις το παράδειγμά του. Φρόντισε να είσαι πιστός στον όρκο σου και τη θέληση του βασιλιά σου.' Οδήγησε και πάλι το φρουρό στο πόστο του, στη γωνία που διασταυρώνονταν ο κεντρικός διάδρομος της φυλακής μ' αυτόν εδώ ετούτου του μοναχικού κελιού. Μ' ένα φιλικό χτύπημα στον μπράτσο του τον άφησε γυρνώντας πίσω.

Το κορίτσι είχε σηκωθεί ορθή τώρα δα, βαστώντας και με τα δύο χέρια τον άδειο κουβά της με τη βρώμικη πατσαβούρα μέσα του. Ο διοικητής ψιθύρισε σιγανά μια διαταγή στο γιο του, ένευσε στο κορίτσι ν' ακολουθήσει και κρατώντας την προστατευτικά απ' τους ώμους, την οδήγησε προς την έξοδο αυτής της κόλασης του κάτω κόσμου.

'Εύχομαι να μην σε ξαναστείλει ποτέ εδώ κάτω, κυρά μου' έλεγε τώρα ο άντρας με ύφος ευγενικό. 'Όσο και να εμπιστεύομαι την παρουσία του Νόλαν, αυτός δεν είναι παρά ένα αγόρι ακόμα. Δεν θα άντεχα να σου συμβεί κάτι…' Το χέρι του της έσφιξε δυνατότερα τον ώμο προκαλώντας πόνο, καθώς εκείνος δεν καταλάβαινε να μετριάσει τη δύναμή του.

'Τίποτε δεν θα μου συμβεί, διοικητά' είπε με προσποιητή σιγουριά το κορίτσι. Μέσα στο στήθος η καρδιά της πετάριζε σα μικρό πουλί από θυμό ανάμεικτο με φόβο. Πόσα χειρότερα υπάρχουνε απ' το θάνατο, αλήθεια… 'Τι παραπάνω θα μπορούσε να μου συμβεί, απ' όσα μου έχουν ήδη τύχει;' Την πικρία απ' τη φωνή της σκέπασε ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που έκρυψε με πείσμα την αναστάτωσή της. 'Και σταμάτα πια να με φωνάζεις ''κυρά σου''. Δεν είμαι παρά μια υπηρέτρια.'

'Η Άλβια θα με σκότωνε, κυρά μου, αν κάτι σου συνέβαινε.'

Ο διοικητής πάντα επέβλεπε ο ίδιος τους χώρους της φυλακής, οσάκις ο βασιλιάς είχε διατάξει να κατέβει εκεί κάτω για κάποια αγγαρεία η συγκεκριμένη κοπέλα. Πάντα συντρόφευε τα βήματά της, με το βαρύ δικό του βήμα, αγριοκοιτάζοντας το ίδιο τους φρουρούς του, όπως και τ' αποκτηνωμένα μάτια κάποιων φυλακισμένων, που γυάλιζαν παραμονεύοντας ανάμεσα απ' τα κάγκελα. Στα δυνατά σφυρίγματα και τα πνιχτά υπονοούμενα διέταζε όμοια τιμωρίες σκληρές, ώστε κανένας πια να μην τολμά να πειράξει την κυρά του. Κι αν λάβαινε αυτή διαταγή, να μπει όπως σήμερα σε ένα κελί, απ' έξω του στεκότανε ο ίδιος, όπως απόψε όρισε να κάνει ο γιος του. Γιατί σήμερα η τύχει τα είχε φέρει, για την υπηρεσία του να είναι αλλού αγγαρεμένος. Παρ' όλα αυτά, την είχε συνοδεύσει ως εδώ και τώρα πάλι πίσω στις κουζίνες. Εκεί θα την παρέδιδε στα έμπιστα χέρια της μαγείρισσας, που ήταν σύζυγός του.


Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση.