Σ/Σ: Η ιστορία αυτή ήρθε σαν έμπνευση μετά που διάβασα το όμορφο βιβλίου του Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε 'ο δάσκαλος της ξιφασκίας'.
Όπως πάντα την αφιερώνω στην μούσα μου, 815 BrokenPencils. Χωρίς την παρότρυνσή της και τα έξυπνα σχόλια που ανταλλάσσουμε, δεν θα είχα ποτέ ξεκινήσει να γράφω.
Ο πρόλογος της ιστορίας αυτής ξετυλίγεται χρονικά λίγες μέρες μετά το θάνατο του Μόρζαν και της Σελίνα, ο χώρος είναι το καλοφυλαγμένο κάστρο του δρακοκαβαλάρη.
Πρόλογος
"Στα όπλα! Στα όπλα! Έφιππη φρουρά πλησιάζει το κάστρο!"
Η δυνατή φωνή του σκοπού από την ψηλή βίγλα αντήχησε ξαφνικά σκεπάζοντας όλους τους άλλους θορύβους της αυλής, δίνοντας το συναγερμό στους στρατιώτες του απομονωμένου κάστρου. Όσοι βρίσκονταν σε υπηρεσία την ώρα εκείνη σκοτώθηκαν ν' ανέβουν πάνω στα τείχη, ενώ οι υπόλοιποι εξοπλίζονταν βιαστικοί στο οπλοστάσιο, βοηθώντας ο ένας τον άλλο να φορέσει τους βαρείς ατσάλινους θώρακες, αρπάζοντας απ' τις προθήκες κράνη, σπαθιά, κοντάρια, τόξα και φαρέτρες γεμάτες σιδεροκέφαλα βέλη.
Παρά τη βιασύνη τους όλοι γνώριζαν, ότι κίνδυνος άμεσος γι' αυτούς, ή να παρθεί το κάστρο, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει. Η σιδερένια καταρακτή ήταν πάντοτε κατεβασμένη και οι γερές πύλες μόνιμα αμπαρωμένες, φυλαγμένες με μαγείες, για να ανοίξουν μονάχα τις σπάνιες εκείνες φορές, που η συνοδεία του δρακο-αφέντη ή η κυρά έρχονταν κι έφευγαν από το κάστρο. Ο αφέντης όμως έλειπε εδώ και καιρό και κανένα νέο του δεν είχε μαθευτεί κατά τους τελευταίους μήνες. Όσο για την κυρά… δεν είχαν περάσει παρά δυο βδομάδες που άρρωστη επέστρεψε στο κάστρο, μετά από πολύμηνη κι αυτή απουσία, για να αφήσει την τελευταία της πνοή τρεις μέρες πριν. Η γυναίκα είχε κηδευτεί μέσα απ' τα τείχη – μιας και κανένας δεν μπορούσε να διαβεί έξω απ' αυτά χωρίς την παρουσία του αφέντη – με όλες τις τιμές που άρμοζε.
Υπήρχε στον κήπο μια γωνιά – δικό της δημιούργημα – που τόσο αγάπαγε να περνά εκεί τις ώρες της, κατά τις λίγες εκείνες φορές που επισκεπτότανε το μέρος. Κρυμμένη πίσω απ' το περίπτερο και τα παρτέρια με τα τριαντάφυλλα, ανάμεσα στους θάμνους της μυρτιάς και την κελαρυστή βρυσούλα, που χυνότανε στη στέρνα. Εκεί έκριναν οι άνθρωποι του κάστρου ότι έπρεπε να σκαφτεί ο τάφος της, για να ξοδεύει εκεί τις αιώνιες ώρες της, όπως και έκανε όταν ζούσε. Εκεί θα παρέμενε το σώμα της, εκτός κι αν ο αφέντης όριζε αλλιώς. Γιατί τώρα πια, το μικρό παιδί της, οι υπηρέτες και οι φρουρά περίμεναν, ως όφειλαν, την επιστροφή του άρχοντα κι αφέντη τους για νέες οδηγίες.
Η φωνή του βιγλάτορα και τα τρεχάματα της φρουράς είχαν αναστατώσει τους κατοίκους του κάστρου. Μάγειροι και υπηρέτες, παρακόρες και νταντάδες, σιδεράδες, παραγιοί κι όλοι οι παρατρεχάμενοι τριγύριζαν στους διαδρόμους και την πίσω αυλή φωνασκώντας αναστατωμένοι. Ο προσωπικός φρουρός του μικρού παιδιού, ο Τόρνακ, βιάστηκε να διασχίσει την εξωτερική, πλακόστρωτη αυλή του κάστρου ανεβαίνοντας με βήμα γοργό τις σκάλες του πύργου της φρουράς. Από το μέρος αυτό πάνω στα τείχη θα είχε μια άπλετη εικόνα του γύρω χώρου, καθώς και των αντρών που έφιπποι πλησίαζαν. Δυο ακόμα στρατιώτες ακολούθησαν ξοπίσω του.
"Δεν είναι μεγάλη ομάδα" είπε ο ένας απ' αυτούς μισοκλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τις φιγούρες κόντρα στο δυνατό φως του μεσημεριάτικου ήλιου. "Μια δωδεκάδα άντρες μόνο, θα έλεγα." Ο άντρας ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Όσο να πεις, δώδεκα άντρες τους έκαναν καλά προτού ακόμα προλάβουν να πλησιάσουν. Οι υπερασπιστές του κάστρου ήταν περισσότεροι.
"Ένας ακόμα αξιωματικός και… δυο πολίτες" συμπλήρωσε ο δεύτερος. "Το σύνολο δεκαπέντε. Ο αφέντης όμως δεν είναι ανάμεσά τους." Όλοι ήξεραν, ότι όταν ο άρχοντάς τους γύριζε στο κάστρο συνήθως έφτανε πετώντας πάνω στον κόκκινο, τρομερό δράκο του. Οι φρουροί θα προτιμούσαν ν' αντιμετωπίσουν διακόσους άντρες οπλισμένους, παρά την οργή αυτού του κτήνους.
"Φορούν τους θώρακες της βασιλικής φρουράς, νομίζω" είπε ο Τόρνακ προσπαθώντας να ξεχωρίσει το σήμα πάνω στο φλάμπουρο που βαστούσε ο φλαμπουριάρης και που ο δυνατός άνεμος αναδίπλωνε τις γλώσσες του επάνω στο κοντάρι. Ναι, θα μπορούσε να ορκιστεί, ότι ξεχώρισε για μια στιγμή τη συστρεμμένη, κόκκινη φλόγα τριγυρισμένη με το χρυσό σιρίτι, το σύμβολο του βασιλιά.
"Όπως και να 'χει, δεν θα το κατορθώσουν να μπουν στο κάστρο" δήλωσε με σιγουριά ο πρώτος στρατιώτης. "Τα μάγια που φυλούν τα τείχη…"
"Στις θέσεις σας όλοι!" γκάριξε απότομα ο αξιωματικός της φρουράς, βλέποντας τους άντρες να καθυστερούν να επανδρώσουν τα τείχη. Άλλοι έτρεχαν δώθε-εκείθε στην αυλή κι άλλοι βρίσκονταν ακόμα μέσα στο οπλοστάσιο. "Εσείς οι δυο, γρήγορα, ενισχύστε το διάδρομο πάνω απ' τις πύλες" φώναξε στους δύο στρατιώτες. "Όσο για σένα, πίσω στα δώματα. Να φρουρείς τον μικρό σου αφέντη" αποπήρε τον Τόρνακ.
"Έπρεπε να μάθω ποιοι είναι" δικαιολογήθηκε ο νεαρός ξιφομάχος. "Σαν δεν πρόκειται για εχθρούς, παρά για άντρες του βασιλιά μας, το αφεντόπουλο δεν έχει φόβο." Παρ' όλα αυτά βιάστηκε να εγκαταλείψει τον πύργο της φρουράς, να κατέβει πίσω στην αυλή και από κει πάλι μέσα στο κυρίως σπίτι. Ο αξιωματικός ήταν ένας άξεστος αγριάνθρωπος. Τώρα που έλειπε ο αφέντης κι η κυρά είχε χαθεί, ο Τόρνακ δεν ήθελε να του μπει στο μάτι. Εξ άλλου, το αφεντόπουλο, ήδη αναστατωμένο από το θάνατο της μητέρας του, θα είχε τρομάξει. Ο Τόρνακ ήθελε να το βρει, να το καθησυχάσει.
Στο μεταξύ, ο αξιωματικός της φρουράς του κάστρου ανέβηκε πάνω απ' τη σφραγισμένη πύλη, στον πύργο της καταρακτής. Οι έφιπποι είχαν πλησιάσει. Μπροστά τους οδηγούσε ένας πάνοπλος βαθμοφόρος και πίσω ο δεύτερός του. Πάνω στη σημαία, που αυτός ο δεύτερος κρατούσε, ξεχώριζε τώρα καθαρά το σύμβολο του Γκαλμπατόριξ. Ο αξιωματικός ρουθούνισε εκνευρισμένος. Ο άρχοντάς του, ο Μόρζαν, έλειπε εδώ και μήνες. Τι να ήθελαν εδώ οι φρουροί του βασιλιά; Να έφερναν ίσως νέα του, ή καινούριες διαταγές; Ο αξιωματικός βγήκε απ' το κουβούκλι της καταρακτής και στάθηκε πάνω στα τείχη, χωρίς όμως να δώσει διαταγή, να πάψει ο συναγερμός επίθεσης. Οι φρουροί του Γκαλμπατόριξ θα πρέπει να βιάζονταν τρελά να φτάσουν. Είχαν καλύψει τόση απόσταση, απ' το παραλίμνιο μονοπάτι ως τα ριζά του κάστρου, σε λίγο χρόνο, καθώς βίαζαν τα άλογα να καλπάζουν φρενιασμένα. Τα πέταλά τους σήκωναν σύννεφο το χώμα και τα ρουθούνια τους έσταζαν αφρούς. Οι δυο πολίτες που έρχονταν ανάμεσά τους, από τα ρούχα που φορούσαν, φαίνονταν μάγοι.
"Τις ει;" Βροντοφώναξε αγριεμένος ο αξιωματικός πάνω απ' τις πύλες στους άντρες που σταμάτησαν τ' άλογα μπροστά στις σφαλισμένες καστρόπορτες.
Απάντηση δεν έλαβε καμία. Αντί γι' αυτό οι δύο μάγοι αφίππευσαν, ήρθαν μπροστά απ' όλους κι άρχισαν να ψέλνουν λόγους άγνωστους, μαγικούς, ξορκίζοντας τις προστατευτικές γητειές του αφέντη. Ο αρχηγός τους και οι άντρες του είχαν σταθεί παράμερα αναμένοντας. Τα πρόσωπά τους δεν ξεχώριζαν μέσα απ' τις κατεβασμένες προσωπίδες· η λάμψη απ' τους ατσάλινους θώρακες που φορούσαν τύφλωνε κάτω από το μεσημεριάτικο φως.
Χρειάστηκαν ώρες πολλές στους δύο μάγους να λύσουνε τα μάγια του Μόρζαν. Όταν τελείωσαν και στάθηκαν στην άκρη σχεδόν ξέπνοοι, ο αρχηγός τους πάνω στ' άλογο βάδισε μπροστά και με βροντερή φωνή, στ' όνομα του βασιλιά τους, απαίτησε απ' τους άντρες της φρουράς να σηκώσουν την καταρακτή και ν' ανοίξουνε τις πύλες. Ο αφέντης τους ο Μόρζαν ήταν, λέει, νεκρός κι ο βασιλιάς όριζε όλοι τους να μπουν κάτω απ' τις δικές του διαταγές και να επιστέψουν στην πρωτεύουσα. Ο ίδιος βρισκόταν εδώ για να αναλάβει την ασφάλεια του μικρού τους αφέντη και να τον συνοδέψει ως την Ουρου'μπαίην.
Ο αξιωματικός της φρουράς των υπερασπιστών του κάστρου, αναγκάστηκε να υποταχτεί στη διαταγή.
.*.*.*.
"Ντύσε τον ζεστά, νταντά. Οι νύχτες είναι ακόμα κρύες." Παρά τις νέες εντολές και την καινούρια διαμορφωμένη κατάσταση, ο Τόρνακ εξακολουθούσε να φροντίζει τον μικρό του άρχοντα. Τίποτα και κανένας δεν θα τον έκανε ν' απαρνηθεί αυτό το αγόρι, ούτε ν' απομακρυνθεί απ' το πλευρό του, κάτι που από την πρώτη στιγμή έδωσε στον αξιωματικό του Γκαλμπατόριξ να το καταλάβει. Ο άντρας σιωπηλά το αποδέχτηκε. Τούτος εδώ ο ξιφομάχος ήταν γνωστός από μικρός μέσα στην αυλή του βασιλιά. Παρά τη νεαρή του ηλικία, δύσκολα θα βρισκόταν κάποιος που να τον ξεπερνά στη δεξιότητα του ξίφους. Ο αξιωματικός βιαζόταν να εκτελέσει τις εντολές του και δεν ήθελε μπλεξίματα.
Ο ίδιος ο Τόρνακ ήταν αυτός που πέρασε τα νέα στο παιδί, ότι ο άρχοντας πατέρας του ήταν κι αυτός νεκρός. Το αγόρι δέχτηκε το νέο σιωπηλό. Εδώ και τρεις μέρες, που είχε κηδευτεί η μητέρα του, είχε κλάψει στραγγίζοντας το μικρό του σώμα απ' όσα δάκρυα θα μπορούσε να χύσει. Η γνώση ότι ο Μόρζαν και το φοβερό του κτήνος δεν υπήρχε πια περίπτωση να επιστρέψουν, να τον πληγώσουν ή να τον τρομοκρατήσουν, μάλλον τον καθησύχαζε παρά τον έθλιβε.
"Δεν θέλω να φύγω, Τόρνακ" διαμαρτυρήθηκε το παιδί, ενώ η νταντά το τραβολόγαγε για να το ντύσει την ώρα που αυτό αρνιόταν. "Γιατί δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ στο κάστρο; Κι ας είμαστε μονάχοι…"
Ο Τόρνακ αγριοκοίταξε συνοφρυωμένος τη γυναίκα. Πάντα της ήταν άγαρμπη με το αγόρι, τώρα η γνώση ότι η κυρά και ο αφέντης πέθαναν και τιμωρία δεν θα υφίστατο καμία, την είχε αποθρασύνει.
"Δεν γίνεται αυτό που ζητάς, αρχοντόπουλο, λυπάμαι" απάντησε ο νέος μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη. "Ο βασιλιάς προστάζει να πας στην Ουρου'μπαίην κι εμείς να σε οδηγήσουμε εκεί. Όταν ο βασιλιάς προστάζει, όλοι υπακούουν."
Το αγόρι έδειξε δυσαρεστημένο. Τα λυπηρά γεγονότα, που είχε ζήσει τις τελευταίες βδομάδες με την αρρώστια και το θάνατο της μητέρας του, το είχαν αδυνατίσει. Το πηγούνι του φαινόταν πιο τριγωνικό απ' ότι συνήθως. Τα μήλα του προσώπου του εξείχαν και τα βλέφαρα από κάτω σημαδεύονταν από σκούρους κύκλους. Τα νεύρα του ήτανε σπασμένα, φώναζε κι έκλαιγε με το παραμικρό.
"Και το μνημείο της μητέρας; Μου υποσχέθηκες ότι θα χτίζαμε πάνω απ' τον τάφο της μνημείο." Το ατσάλινο βλέμμα του καρφώθηκε στο πρόσωπο του σπαθοφόρου, ένας απελπισμένος θυμός άρχιζε ήδη να ανασαλεύει μέσα του.
Ο Τόρνακ έσφιξε τα χείλη.
"Λυπάμαι, αφεντόπουλο, αλλά τώρα πια αυτό δεν γίνεται, δεν μπορούμε. Οι άντρες βιάζονται να φύγουν, να γυρίσουν στην πρωτεύουσα. Αυτή τη διαταγή έχουν. Το ότι ο βασιλιάς έστειλε τους προσωπικούς του φρουρούς να σε φέρουν σ' αυτόν, αποτελεί τιμή μεγάλη. Δεν πρέπει να τον κάνεις να περιμένει."
Το αγόρι χτύπησε με οργή το πόδι του στο πάτωμα. Ο ερχομός των στρατιωτών κι αυτό το απότομο ξεσήκωμα τον είχε αναστατώσει. Τον πίκραινε που ο Τόρνακ δεν θα μπορούσε να κρατήσει το λόγο του, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να κάνει για να μεταστρέψει την κατάσταση κι αυτό τον απέλπιζε. Τώρα ο θυμός του γύριζε εναντίων της νταντάς, που τον πονούσε καθώς πίεσε απότομα το αδύνατο χεράκι του μέσα στο μανίκι, ώστε την κλώτσησε και μετά της δάγκωσε το χέρι. Η γυναίκα φώναξε θυμωμένη και καταράστηκε. Το αγόρι την κλώτσησε πάλι.
Ο Τόρνακ έπιασε απαλά τη γυναίκα από το μπράτσο οδηγώντας την έξω απ' το δωμάτιο. Ας πήγαινε αυτή να επιβλέψει τις γρήγορες ετοιμασίες του ταξιδιού τους και θα φρόντιζε αυτός να ντύσει τον μικρό τους αφέντη.
"Δεν κάνεις σωστά, αρχοντόπουλο" τον μάλωσε μαλακά την ώρα που τον βοηθούσε να περάσει το χέρι του μέσα στο χοντρό μανίκι. "Όσοι είναι εδώ για να σε υπηρετούνε μπορεί να είναι κατώτεροι από σένα. Η ευγένεια του άρχοντα όμως κρίνεται όχι απ' τον τρόπο που φέρεται σ' ανώτερούς του – εκεί που αναγκαστικά υποτάσσεται – αλλά στους κατωτέρους. Μάθε να είσαι υπομονετικός μαζί τους."
"Νυστάζω" παραπονέθηκε το παιδί, που είχε αφεθεί τώρα χωρίς αντιρρήσεις στη φροντίδα του σπαθοφόρου, τα μάτια του βουρκωμένα και τα δάκρυα έτοιμα να χυθούν στα μάγουλά του.
"Θα ξεκουραστείς μέσα στην άμαξα."
Οι άντρες του Γκαλμπατόριξ βιάζονταν να κινήσουν πριν το σούρουπο, ώστε να καταφέρουν να καλύψουν κάποια απόσταση ταξιδεύοντας όλη τη νύχτα και την επομένη μέρα. Το αγόρι με μία απ' τις νταντάδες και τις αποσκευές του, θα ταξίδευαν αναγκαστικά μέσα στην άμαξα, που χρησιμοποιούσε παλιά η Σελίνα. Οι υπηρέτες – αφού πρώτα ασφάλιζαν το κάστρο – θ' ακολουθούσαν τη φρουρά, πάνω σε κάρα. Όλη αυτή η πομπή αναγκαστικά θα καθυστερούσε τους στρατιώτες του Γκαλμπατόριξ, που είχαν σχέδιο να μην καταλύσουνε πιο πριν, παρά μονάχα σαν θα έφταναν έξω απ' τη Ντρας-Λεόνα.
.*.*.*.
Ολόκληρη η ερχόμενη μέρα στάθηκε κουραστική για όλους. Μονάχα το αγόρι κι η γυναίκα που το συνόδευε μπόρεσαν να ξεκλέψουν λίγο ύπνο μεσ' στην άμαξα. Ο Τόρνακ άφηνε το άλογό του να τροχάζει πάντα πλάι τους και απ' τη γερακίσια του ματιά δεν ξέφευγε τίποτε και κανένας. Ο τρόπος που κινούνταν οι φρουροί του Γκαλμπατόριξ τριγύρω απ' τον μικρό του αφέντη καθόλου δεν του άρεσε. Από την πρώτη ώρα έκαναν πέρα όλους τους στρατιώτες τους ορκισμένους στον Μόρζαν κι αυτόν τον ίδιο τον πήγαιναν από κοντά, σα να 'ταν περισσότερο αιχμάλωτος, παρά ο συνοδός του άρχοντά του. Τις δύο φορές που σταματήσανε παράμερα του δρόμου, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του παιδιού, διακριτικά είχαν προσπαθήσει να τον απομακρύνουν, αλλά ο Τόρνακ στάθηκε ανένδοτος. Το ύφος του έδειχνε καθαρά, ότι ήτανε πανέτοιμος να πιαστεί μαζί τους σε καυγά, αφήνοντας αντί για λόγια, να μιλήσει το σπαθί του. Ο αξιωματικός έγνεψε στους άντρες του να τον αφήσουν ήσυχο, νεύμα που δεν διέφυγε της προσοχής του.
Από την ώρα εκείνη και μετά, είχε τα μάτια του τέσσερα, προσέχοντας ακόμα τι γινόταν και πίσω από την πλάτη του. Κάτι δεν πήγαινε καλά, το ένστικτό του τον είχε προειδοποιήσει γι' αυτό από την πρώτη στιγμή. Και ο Τόρνακ δεν είχε αποκτήσει τη φήμη του σαν ξιφομάχος επειδή δεν εμπιστευόταν αυτό το ένστικτο. Πολύ γρήγορα είχε αντιληφθεί, ότι το παιδί του Μόρζαν έδειχνε να είναι μάλλον ένας μικρός αιχμάλωτος των φρουρών του Γκαλμπατόριξ, παρά ένας άρχοντας που συνοδεύουν.
Κατά το σούρουπο της ερχόμενης μέρας η ομάδα είχε προσπεράσει έξω από τα τείχη της Ντρας-Λεόνα και καταλύσει σ' ένα πανδοχείο του δημόσιου δρόμου. Στο αγόρι και στη νταντά του είχε δοθεί το μεγάλο δωμάτιο του πάνω ορόφου, ενώ ο Τόρνακ κανόνισε να κοιμηθεί στον προθάλαμο κοντά στην πόρτα τους. Οι υποψίες του σπαθοφόρου ενισχύθηκαν περισσότερο, όταν ο αξιωματικός των φρουρών αρνήθηκε στο αγόρι να κατεβεί, να γευματίσει στην κοινή αίθουσα του πανδοχείου, προφασιζόμενος λόγους ασφαλείας. Παρέμεινε λοιπόν αυτό γκρινιάζοντας μέσα στο δωμάτιο μαζί με τη νταντά του.
"Θέλω να δω τους στρατιώτες, γιατί δεν με αφήνουν;" Το αγόρι ήταν ολοφάνερα εξουθενωμένο και πεινασμένο κι η ζωηράδα που έδειχναν τα μάτια του, ήτανε περισσότερο εκνευρισμός, που οφειλόταν στην ανησυχία του παρά στην επιθυμία του, να συγχρωτιστεί με τους στρατιώτες. Ο Τόρνακ είχε γελάσει παρηγορώντας τον.
"Στην Ουρου'μπαίην πηγαίνεις, αφεντόπουλο. Εκεί θα δεις περισσότερους στρατιώτες απ' όσους μπορεί να φανταστεί η χάρη σου. Έχε υπομονή."
"Πεινάω!"
"Θα σου φέρω ο ίδιος φαγητό από τις κουζίνες, για σένα και για τη νταντά σου."
"Θα δειπνήσεις κι εσύ μαζί μας, Τόρνακ;" Ένα μεγάλο χαμόγελο παρηγόρησε το αγόρι για την αυστηρή του επιτήρηση και την άρνηση του αξιωματικού στην επιθυμία του να κατεβεί στη μεγάλη αίθουσα του ισογείου.
"Αν η ευγένειά σου το επιτρέψει, θα είναι μεγάλη μου τιμή" απάντησε ο νέος.
Το αγόρι έσπευσε να ετοιμαστεί για το μικρό τους δείπνο, ενώ ο Τόρνακ βιάστηκε να κατεβεί προς τις κουζίνες. Σκόπευε να επιβλέψει ο ίδιος την ετοιμασία του δίσκου με το φαγητό του κυρίου του. Η συμπεριφορά των φρουρών του Γκαλμπατόριξ του είχε φανεί ύποπτη από την προηγούμενη μέρα. Καταλάβαινε ότι ήταν υπερβολή η καχυποψία του, μήπως κάποιο χέρι δολοφονικό προσέθετε κρυφά λιγάκι δηλητήριο στο φαγητό του αρχοντόπουλου, αλλά κανείς ποτέ δεν έχασε επειδή πρόσεξε. Αυτό ο Τόρνακ το είχε μάθει καλά όσο χρόνο υπηρετούσε στην Ουρου'μπαίην και κάτω απ' τις διαταγές του Μόρζαν.
Στεκόταν τώρα πλάι στον πάγκο των μαγείρων, που φασαρεύονταν για να προλάβουν να υπηρετήσουν τόσους άντρες, αλλά ο Τόρνακ τους έκανε σαφές, ότι ο δίσκος του άρχοντά του προηγείται. Ο πανδοχέας ο ίδιος γέμισε τρεις γαβάθες με το βραστό και εφοδίασε το δίσκο με φέτες ψωμιού, πετσέτες και κουτάλια. Ο Τόρνακ σήκωσε το βαρύ δίσκο, βγήκε στον πίσω διάδρομο και πάνω που ήταν έτοιμος να κινήσει για την σκάλα, ν' ανέβει στο δωμάτιο του αφεντόπουλου, το αυτί του έπιασε μισόλογα απ' τη βαριά φωνή του αξιωματικού της φρουράς του κάστρου, που κατέβαινε παρέα με κάποιον· τα βαριά τους βήματα έκαναν τα ξύλινα σκαλιά να τρίζουν.
"… και λες, πως θα είναι αιχμάλωτος;"
Ο Τόρνακ κοντοστάθηκε ν' ακούσει περισσότερα. Έξω από την κουζίνα του πανδοχείου βρισκόταν ένα παραπόρτι, που οδήγαγε προφανώς σε κάποια αποθήκη. Πίσω απ' αυτή την πόρτα κρύφτηκε λοιπόν και κράτησε ως και την ανάσα.
"Αιχμάλωτος… πολύ βαριά κουβέντα" ακούστηκε τώρα ν' απαντά η φωνή του αρχηγού των βασιλικών φρουρών. "Κάτι σαν προστατευόμενος, αν θες…" οι δύο άντρες είχαν κατέβει τώρα τα σκαλιά και κοντοστάθηκαν μπροστά στο παραπόρτι. "Ο μεγαλειότατος έχει λόγους να πιστεύει, ότι αφού ο Μόρζαν είχε τόσους πολλούς εχθρούς που τα κατάφεραν να τον σκοτώσουν, το παιδί κινδυνεύει διπλά και τρίδιπλα. Καλύτερα θα είναι γι' αυτό να μένει πάντα υπό επιτήρηση."
"Το ίδιο κάνει" οι δύο άντρες προσπέρναγαν τώρα κατευθυνόμενοι προς την κοινή αίθουσα του πανδοχείου. "Σα δεν μπορέσει ποτέ του να κινηθεί ελεύθερα… αιχμάλωτος δεν θα είναι;"
Η άλλη φωνή γέλασε με κακεντρέχεια.
"Σαν είναι χρυσή η φυλακή…Υπό τη φροντίδα και επίβλεψη του βασιλιά μας θα είναι πάντως, που έχει σκοπό να…" μια πόρτα άνοιξε κι έκλεισε τρίζοντας και οι φωνές χάθηκαν μέσα στην οχλαγωγία της κοινής αίθουσας.
Ο Τόρνακ δεν μπόρεσε να ακούσει περισσότερα, αλλά όσα είχε καταφέρει ν' ακούσει δεν του άρεσαν. Η ζωή που ετοίμαζε ο βασιλιάς για τον μικρό του άρχοντα, δεν θα ήταν άλλη από αυτή ενός ομήρου. Σωστά λοιπόν τον είχε προειδοποιήσει το ένστικτό του – αυτό το ένστικτο ενός πολεμιστή, που αμύνεται επίθεση κι από τον πιο απίθανο εχθρό – ότι η όλη κατάσταση φαινόταν άσχημη. Η καρδιά του νεαρού σπαθοφόρου σφίχτηκε από λύπη. Αυτό το αγόρι, δεν φτάνει που το καταδίκασαν να ζει κλεισμένο για όλη του τη ζωή μέσα σ' ένα απομονωμένο κάστρο, δεν φτάνει που το πλήγωσαν θανάσιμα, δεν φτάνει που ορφάνεψε μέσα σε λίγες μέρες από μάνα και πατέρα, τώρα θα το φυλάκιζαν και πάλι. Ίσως βέβαια ο βασιλιάς το φρόντιζε, το μόρφωνε κατάλληλα με την θέση και την τάξη του… Είχε όμως σχέδια γι' αυτόν, που δυστυχώς ο Τόρνακ δεν είχε κατορθώσει ν' ακούσει. Για 'χρυσή φυλακή' είχε κοροϊδέψει ο αξιωματικός της φρουράς του. Κάτι θα είχε ακούσει ο άντρας για τα σχέδια του βασιλιά, όσο βρισκότανε στην Ουρου'μπαίην.
Ο Τόρνακ πήρε μερικές βαθιές ανάσες. "Πάμε να φύγουμε, Τόρνακ, από δω. Πάρε με μαζί σου και πάμε να φύγουμε στον έξω κόσμο." Αυτό του είχε ζητήσει το παιδί κάποτε και τα παραπονεμένα εκείνα λόγια πέρασαν τώρα απ' το νου του, σχίζοντας την καρδιά του σαν μαχαίρι. Ο νεαρός σωματοφύλακας δάγκωσε μ' απελπισία τα χείλη του. Ο μικρός του άρχοντας άξιζε καλύτερη τύχη απ' αυτή που του επιφύλασσαν. Βγήκε απ' την αποθήκη κουβαλώντας το δίσκο με τα φαγητά που κρύωναν κι αντί να ανέβει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον πάνω όροφο, ξαναγύρισε στην κουζίνα του πανδοχείου.
"Πρόσθεσε στο δίσκο του άρχοντά μου μία κανάτα με κρασί και κούπες" διέταξε τον παραγιό.
Το αγόρι τον κοίταξε παραξενεμένο. Λίγοι ήσαν αυτοί που είχαν δει το μικρό παιδί, την ώρα που οι φρουροί το ανέβαζαν στο πάνω δωμάτιο κι ο παραγιός ήταν ένας απ' αυτούς. Τώρα αναρωτήθηκε, αν ο μικρός άρχοντας θα έπινε τόσο κρασί, αλλά εκεινού δεν του έπεφτε λόγος να σχολιάσει. Έτσι έκανε όπως του ζητήθηκε και γύρισε γοργά στις άλλες αγγαρείες του. Ο Τόρνακ έφερε το δίσκο στο δωμάτιο.
.*.*.*.
Η μέση της νύχτας είχε φτάσει και περάσει. Ο Τόρνακ ανακάθισε προσεκτικά στα στρωσίδια του προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Όλες τις προηγούμενες ώρες δεν είχε στιγμή αποκοιμηθεί, παρά με τις αισθήσεις τεταμένες αφουγκραζόταν τους θορύβους του πανδοχείου. Οι άντρες είχαν φάει από νωρίς στην κύρια αίθουσα του ισογείου και ο αξιωματικός τους είχε απαγορέψει ρητά να πιουν έστω και μια γουλιά απ' το κρασί. Σαν είχαν όλοι τελειώσει και οι φωνές και τα γέλια πάψει, άλλοι είχαν τραβήξει στις γύρω άκρες τα τραπέζια και είχαν στρώσει καταμεσής να κοιμηθούν, ενώ άλλοι ανέλαβαν να φυλάξουν τις σκοπιές. Τον Τόρνακ αυτό δεν τον παραξένεψε, μιας κι ήταν κάτι φυσικό, που το περίμενε. Του φάνηκε όμως μεγάλος ο αριθμός όσων ορίσθηκαν φρουροί. Ένας τους μάλιστα ανέλαβε πόστο στη βάση της σκάλας, να φυλά το πάνω δωμάτιο όπου θα κοιμόνταν το παιδί και η νταντά του – οι άλλοι υπηρέτες θα είχαν σίγουρα βολευτεί είτε στο προαύλιο, είτε στους στάβλους.
"Σύρε κι εσύ να κοιμηθείς" προέτρεψε τον φρουρό αυτόν ο Τόρνακ. "Φυλάγω εγώ το αφεντόπουλο." Εκείνος όμως δεν είχε απαντήσει το παραμικρό, μη δίνοντάς του σημασία, πράγμα που έκανε τον Τόρνακ να σκεφτεί, μήπως δεν φύλαγε το αρχοντόπουλο από κάποιον ανύπαρκτο κίνδυνο, παρά βρισκόταν εκεί, για να ελέγχει αυτόν τον ίδιο.
Τώρα ο Τόρνακ σηκώθηκε προσεκτικά και κινήθηκε αργά, μην τυχόν και προκαλέσει το ξύλινο πάτωμα να τρίξει. Σκοτάδι είχε απλωθεί απ' την ώρα που σβηστήκαν τα λυχνάρια και θα ήταν δύσκολο για το φρουρό ν' αντιληφθεί την κίνηση. Αν καταλάβαινε, ο Τόρνακ είχε έτοιμη τη δικαιολογία, ότι ελέγχει αν ο αφέντης του ησυχάζει. Μέσ' στο βαθύ όμως σκοτάδι, ο σπαθοφόρος ξέκρινε βαριά αντρική ανάσα κοιμισμένου. Ως φαίνεται, ο σκοπός χωρίς να καταλάβει, χαλαρωμένος απ' το φαΐ και κουρασμένος απ' το πολύωρο ταξίδι, είχε ξεκλέψει λίγο ύπνο.
Ο Τόρνακ άνοιξε αργά την πόρτα του δωματίου, που η νταντά με το παιδί κοιμόνταν.
Την προηγούμενη βραδιά κατά το δείπνο, είχαν δειπνήσει οι τρεις μαζί, με τη νταντά και το αγόρι. Ο Τόρνακ φρόντισε να διηγείται ιστορίες απ' την πρωτεύουσα, ώστε να συνεπάρει τη φαντασία του παιδιού και να ξεκλέψει την προσοχή της γυναίκας, την οποία συχνά-πυκνά κέρναγε κρασί. Εκείνη ενθουσιασμένη άδειαζε την μία κούπα μετά την άλλη, ενώ δεν πρόσεχε ότι ο Τόρνακ καμωνόταν πως έπινε, ενώ στην πραγματικότητα έβρεχε μόνο τα χείλη. Λίγο-λίγο τα θέματα της κουβέντας του γίνονταν πιο πικάντικα, περιλαμβάνοντας γεγονότα απ' τις ταβέρνες της Ουρου'μπαίην, κεκαλυμμένα γεγονότα που το παιδί δεν καταλάβαινε, αλλά που κέντριζαν την θυμηδία της γυναίκας. Το κρασί είχε βοηθήσει να ξελυθεί αυτή σε χαριεντισμούς και γέλωτα ακατάσχετο κι ο Τόρνακ όλο έλεγε και κέρναγε κι αυτή έπινε κι έπινε… Ώσπου ζαλίστηκε· και ένας ύπνος βαρύς ήρθε και την επήρε, εκεί όπου καθόταν πάνω στο ντιβάνι της.
Ο Τόρνακ είχε κάνει νόημα στον Μέρταγκ να μη μιλά και την ξυπνήσει. Είχε σκεπάσει τη γυναίκα αφήνοντάς την να κοιμηθεί, κατόπιν είχε βολέψει το παιδί στο κρεβατάκι του. Κι αυτό κουρασμένο όπως ήταν, έκλεισε τα ματάκια του αμέσως. Ο Τόρνακ είχε βγει απ' το δωμάτιο κι είχε ξαπλώσει κι αυτός στα ετοιμασμένα του στρωσίδια πάνω στο κεφαλόσκαλο. Όμως δεν είχε κοιμηθεί ούτε στιγμή.
Τώρα έμπαινε και πάλι μέσα στο δωμάτιο κι έκλεινε πίσω του προσεκτικά την πόρτα. Το κερί, που είχε αφήσει αναμμένο αποβραδίς επάνω στο τραπέζι, ήταν τώρα σβηστό αφού είχε λιώσει. Μα απ' το τραβηγμένο, φτηνό παραπέτασμα του παραθύρου έμπαινε λιγουλάκι φως του φεγγαριού, φωτίζοντας το χλωμό προσωπάκι του μικρού κοιμισμένου. Η νταντά ροχάλιζε στο ντιβάνι του καλού καιρού κι ούτε κατάλαβε πως κάποιος είχε μπει στην κάμαρα. Ο Τόρνακ κάθισε προσεκτικά στην άκρη του κρεβατιού όπου κοιμόταν το παιδί κι ελαφρά τον σκούντησε στον ώμο.
"Αφεντόπουλο" ψιθύρισε όσο πιο σιγανά μπορούσε και χάιδεψε τα μαλλιά του.
Τα μάτια του παιδιού άνοιξαν διάπλατα και το ίδιο τινάχτηκε ξαφνιασμένο. Παρά την κούρασή του, θα είχε τον ύπνο ελαφρύ ως φαίνεται. Ο πόνος για το χαμό της μάνας του και το ξεσήκωμα απ' όσα γνώριζε ως τώρα, τον είχαν αναστατώσει.
"Τόρνακ!"
"Σσσς, μην ξυπνήσει η νταντά" μουρμούρισε κοντά στ' αυτί του ο σπαθοφόρος. Είχε τυλίξει το σπαθί του από βραδύς με το πουκάμισό του, ώστε, αν ακουμπήσει πουθενά, να μην ακουστεί ο παραμικρότερος μεταλλικός θόρυβος· και τώρα το τοποθέτησε προσεκτικά πάνω στα πόδια του. "Αφεντόπουλο, νομίζω ότι θα πρέπει να φύγουμε κρυφά μέσα στη νύχτα."
Το παιδί τον κοίταξε παραξενεμένο. Μια μέρα πριν του έλεγε πως όφειλε να υποταχτεί στις διαταγές του βασιλιά και τώρα … τι εννοούσε άραγε μ' αυτά τα λόγια;
"Πού με πηγαίνουν Τόρνακ; Δεν θα είναι στο βασιλιά, στην Ουρου'μπαίην;"
Ο Τόρνακ έγνεψε βουβά πως, ναι.
"Στο βασιλιά, αλλά νομίζω πως εκεί θα είναι για σένα μια νέα αιχμαλωσία." Το παιδί απόμεινε σιωπηλό να τον κοιτάζει. Ίσως να μην κατάλαβε τι σήμαιναν αυτά τα λόγια. Ο Τόρνακ τον παρακίνησε ν' αποκριθεί. Αν ο μικρός του άρχοντας προτιμούσε να πάει στην Ουρου'μπαίην, αυτός ήταν έτοιμος να τον ακολουθήσει ως και την άκρη του κόσμου. "Θυμάσαι, αρχοντόπουλο, κάποτε μου είχες ζητήσει να ταξιδέψουμε μαζί; Να δούμε άλλα μέρη κι ολόκληρο τον κόσμο; Αν εξακολουθείς να θέλεις κάτι τέτοιο, αυτή η νύχτα είναι η μοναδική κι η τελευταία μας ευκαιρία. Μόλις μας οδηγήσουν στην πρωτεύουσα… τότε θα είναι αργά."
Το παιδί τινάχτηκε καθιστό με έξαψη. Τα μάτια του έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι. Το χέρι του κινήθηκε γοργά προς τον σπαθοφόρο κι άρπαξε την άκρη απ' το μανίκι του σακακιού του.
"Πάμε να φύγουνε, Τόρνακ! Πάμε να γυρίσουμε, εσύ κι εγώ, τον κόσμο!" Η φωνή του ακούστηκε γεμάτη ενθουσιασμό, δυνατότερη απ' όσο έπρεπε. Η κοιμισμένη γυναίκα βόγκησε και στριφογύρισε μέσα στον ύπνο της. Ο Τόρνακ έκλεισε απότομα με το χέρι το στόμα του παιδιού δείχνοντάς του ταυτόχρονα προς το κρεβάτι που η νταντά κοιμόταν. Το κρασί που είχε καταναλώσει την προηγούμενη ήταν πολύ και δεν πίστευε ότι θα ξυπνούσε αυτή έτσι εύκολα. Μπορεί όμως ν' άκουγαν κάτι οι φρουροί.
"Αυτό σημαίνει, ότι θα πρέπει ν' αφήσεις πίσω όλα όσα κατέχεις· πράγματα, πλούτο, εξουσίες. Θα φύγουμε μαζί μονάχα με τα ρούχα που φοράμε." Τράβηξε απαλά το χέρι από το στόμα του παιδιού. Ήταν ολοφάνερο, ότι ο μικρός δεν θα ήταν σε θέση ν' αποφασίσει με τη λογική, παρά με το θυμικό του, ο Τόρνακ όμως δεν θα έκανε το παραμικρό χωρίς τη δική του συγκατάθεση.
"Πάρε με μαζί σου, να φύγουμε" ψιθύρισε το παιδί, με μια άγρια χαρά να χρωματίζει το προσωπάκι του.
Ο Τόρνακ τον βοήθησε αθόρυβα να ντυθεί, κατόπιν άνοιξε το παράθυρο κι έγειρε να κοιτάξει έξω. Θα πρέπει να ήταν πολύ ύπουλος αυτός ο αξιωματικός του Γκαλμπατόριξ, ή πολύ υποψιασμένος, γιατί στην αυλή του πανδοχείου, κάτω ακριβώς από το παραθύρι, περιπολούσαν δύο φρουροί του. Ο Τόρνακ εξέτασε με μια γρήγορη ματιά τον γύρω χώρο, το επικλινές της στέγης, τον ξύλινο φράχτη που χώριζε το πανδοχείο απ' τα χωράφια. Το πάνω δωμάτιο έβλεπε στο πίσω μέρος του οικήματος, χωρίς να έχει καμία επαφή με την είσοδο, τους στάβλους και τον δημόσιο δρόμο. Στο βάθος, κάτω απ' το φράχτη, ξέκρινε ένα μικρό λαχανόκηπο.
Ο Τόρνακ γονάτισε μπροστά στο παιδί κρατώντας το από τους δύο του ώμους.
"Θα ανεβείς στους ώμους μου αρχοντόπουλο, όπως όταν γινόμουν το άλογό σου μέσ' στο κάστρο. Γαντζώσου πάνω μου με χέρια και με πόδια κι ότι κι αν γίνει, κλείσε τα μάτια και τ' αυτιά σου και μην φωνάξεις."
Το αγόρι έγνεψε σιωπηλά την συγκατάθεσή του. Ο Τόρνακ τον βοήθησε ν' ανεβεί στους ώμους του και να στερεωθεί. Κατόπιν έβγαλε το στιλέτο από τη ζώνη του και δάγκωσε τη λεπίδα με τα δόντια. Το δε σπαθί του, το στερέωσε όπως ήταν τυλιγμένο στο αριστερό πλευρό του. Σ' αυτό που λογάριαζε να κάνει, το σπαθί θα ήταν άχρηστο εμπόδιο. Ίσως ακόμα, αν ακουγόταν η μεταλλική κλαγγή απ' τη λεπίδα, συγκέντρωνε πλήθος φρουρών από τα άλλα πόστα. Το στιλέτο ήταν αρκετό… στα γρήγορα… στα σκοτεινά…
Καβάλησε κατόπιν το πρεβάζι του παραθύρου και βγήκε πάνω στο στενό γείσωμα της στέγης. Βάδισε προσεκτικά κι αργά προς το πλατύτερο και χαμηλότερο μέρος. Είχε προηγουμένως παρατηρήσει ότι οι δύο φρουροί δεν στέκονταν ο ένας κοντά στον άλλο, παρά βάδιζαν διαρκώς, για να κατανικήσουν τη νύστα και το κρύο. Ο αριστερός φρουρός κατευθυνόταν λίγα βήματα προς το μέρος του λαχανόκηπου, ο δεξιός εξαφανιζόταν πίσω από τη γωνία του σπιτιού και πάλι πίσω.
Ο Τόρνακ βάδισε πάνω στη στέγη, προς την μεριά του λαχανόκηπου. Στην άκρη της αριστερής γωνιάς του πανδοχείου η σκεπή χαμήλωνε περισσότερο, για να επιτρέπει στο νερό της βροχής να φεύγει προς το έδαφος. Μ' ένα υπολογισμένο πήδημα ο Τόρνακ έπεσε στα μαλακά στα τέσσερα. Η μικρή περικοκλάδα που φύτρωνε εκεί έπνιξε τον πολύ τον θόρυβο, μόνο ένα θρόισμα ακούστηκε. Ο ένας φρουρός είχε στρίψει ήδη τη γωνία προς τους στάβλους, ο άλλος άκουσε το θόρυβο κι έστρεψε βιαστικά απ' τη μεριά του λαχανόκηπου, να δει τι έτρεξε. Ο Τόρνακ δεν τον περίμενε να σημάνει συναγερμό. Με μια απότομη κίνηση τινάχτηκε ολόρθος, το στιλέτο βρέθηκε ξαφνικά στο χέρι του και καρφώθηκε βαθιά στο λαιμό του άντρα. Ο αυτοκρατορικός φρουρός βόγκηξε και ήχος από πνιγμένη ανάσα ακούστηκε. Το παιδί στην πλάτη του Τόρνακ έκρυψε το μικρό του πρόσωπο επάνω στον ώμο του σπαθοφόρου. Η ανάσα του ακούστηκε να βγαίνει συρίζοντας απ' τα πνευμόνια του. Τα χέρια του γραπώθηκαν απάνω του σφιχτότερα από πριν, ενώ τα πόδια χώθηκαν στα πλευρά του. Ο Τόρνακ ένιωσε την κόψη του σπαθιού να χαράζει λίγο το κορμί του, αλλά δεν πτοήθηκε. Το αγόρι – παρά τη μικρή αυτή ανασφάλεια που επέδειξε – είχε μείνει ψύχραιμο. Δεν είχε φωνάξει, ούτε χαλαρώσει το κράτημά του.
Ο Τόρνακ τράβηξε το σώμα του φρουρού που τιναζόταν και γοργά κατέληξε πίσω απ' την περικοκλάδα. Κατόπιν καθησύχασε το παιδί μ' ελαφρά χτυπηματάκια πάνω στο πόδι του. Υπήρχε ακόμα ο άλλος φρουρός. Βάδισε κολλητά καταμήκος του τοίχου με βήμα τόσο ανάλαφρο όσο μπορούσε. Ήδη οι βαριές μπότες του φρουρού ηχούσαν προειδοποιώντας ότι επέστρεφε απ' το πλακόστρωτο της μπροστινής αυλής. Στιγμές ακόμα και θα πρόβαλε κι ο ίδιος απ' τη γωνιά του πανδοχείου. Ο Τόρνακ ετοιμάστηκε. Μόλις ο φρουρός έστριψε τη γωνία, τον γράπωσε απότομα από πίσω, απ' το μετάλλινο κολάρο του θώρακά του κι έσυρε την κόψη του μαχαιριού πάνω στο μαλακό λαιμό του. Τράβηξε το άψυχο σώμα κοντά στον τοίχο, να μην το δουν απ' την αυλή και με γοργά βήματα κατευθύνθηκε προς τη μεριά του λαχανόκηπου και τον πίσω φράχτη του πανδοχείου. Είχε κερδίσει μερικά λεπτά, μέχρι να υποψιαστούν οι υπόλοιποι φρουροί, γιατί η περιπολία του φρουρού που κειτόταν νεκρός είχε σταματήσει.
Δεν θα ρισκάριζε να κάνει το γύρω προς τους στάβλους, να κλέψει ένα άλογο. Οι στάβλοι σίγουρα θα φυλάγονταν, κάποιος θα τον έβλεπε και θα 'δινε το συναγερμό στους άντρες. Σκαρφάλωσε στο φράχτη με το παιδί γαντζωμένο πάντα στην πλάτη του και χάθηκαν κι οι δυο μεσ' στις σκιές της νύχτας σαν δυο φαντάσματα.
Όσο κι αν έψαξαν γι' αυτούς όλα τα μέρη τριγύρω από τη Ντρας-Λεόνα οι στρατιώτες κατά τις ερχόμενες μέρες, δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν το παραμικρό τους ίχνος.
Σας ευχαριστώ για την ανάγνωση.
