ΛΗΘΗ

«Μην πιεις νερό και με ξεχάσεις. Μην πιείς νερό της λησμονιάς…»

Ιάκωβος Καμπανέλλης

«Χαίρομαι που γύρισες πίσω. Τώρα συγχώρεσέ με, αλλά πρέπει να καταστρέψω το Γιοτουνχάιμ!» είπε ο Λόκι και σηκώνοντας το σκήπτρο του Όντιν σημάδεψε τον Θορ και τον χτύπησε.

Ο αδελφός του έπεσε έξω από το παράθυρο πριν προλάβει ν' αντιδράσει. Ο Λόκι καβαλίκεψε το μαύρο άλογό του κι άρχισε να καλπάζει προς το φυλάκιο της Μπάιφροστ. Στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος την απουσία του Χάιμνταλ τον οποίο είχε παγώσει προηγουμένως ο ίδιος με το Κιβώτιο, έβαλε το μαγικό σπαθί στην θέση που έπρεπε κι άνοιξε την πύλη της Μπάιφροστ. Η γέφυρα άρχισε να επεκτείνεται με απίστευτη ταχύτητα κι ο Λόκι σχεδόν χαμογέλασε. Επιτέλους θα κατέστρεφε το Γιοτουνχάιμ.

Ο Θορ πέταξε πάνω από τη γέφυρα προς το μέρος του αδελφού του.

«Δεν μπορείς να το σταματήσεις», ψιθύρισε με σταθερή φωνή ο Λόκι. «Η Μπάιφροστ θα μεγαλώνει μέχρι να καταστρέψει εντελώς το Γιοτουνχάιμ».

Στο άκουσμα αυτού του λόγου ο Θορ πλησίασε προς τα εκεί με το μίολνιρ προσπαθώντας να σταματήσει την επέκταση της γέφυρας, όμως ο Λόκι τον σημάδεψε με το σκήπτρο του πατέρα τους και τον σταμάτησε. Ο Θορ έπεσε στο πάτωμα μα γρήγορα ξανασηκώθηκε και κοίταξε στα μάτια τον αδελφό του σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Ο Λόκι είχε αλλάξει. Έμοιαζε σαν ξένος.

«Γιατί το έκανες αυτό;» τον ρώτησε προσπαθώντας να κατανοήσει τους λόγους που τον είχαν κάνει να φτάσει σε αυτό το σημείο.

Ο Λόκι τον κοίταξε με απέχθεια.

«Για ν' αποδείξω στον πατέρα πως είμαι άξιος γιος! Όταν ξυπνήσει θα του έχω σώσει τη ζωή. Θα έχω καταστρέψει αυτή τη ράτσα των τεράτων και θα είμαι ο πραγματικά άξιος διάδοχος του θρόνου!»

«Δε μπορείς να σκοτώσεις μια ολόκληρη φυλή!» του φώναξε ο Θορ μήπως και τον συνεφέρει.

«Γιατί όχι;» είπε ο Λόκι και γέλασε σχεδόν παρανοϊκά. «Και τι είναι αυτή η καινούργια αγάπη για τους Γίγαντες των Πάγων; Εσύ θα τους είχες σκοτώσει όλους με τα ίδια σου τα χέρια», του υπενθύμισε τα δικά του λόγια καθώς τον πλησίαζε.

«Άλλαξα», παραδέχτηκε με ταπεινότητα ο Θορ.

«Κι εγώ το ίδιο!» είπε ο Λόκι και του χάραξε το πρόσωπο με το σκήπτρο. «Τώρα πολέμησέ με!» συνέχισε αποφασιστικά και χτυπώντας τον, τον έριξε κάτω. «Ποτέ δεν ήθελα τον θρόνο!» φώναξε με ειλικρίνεια. Η Φρίγκα του τον είχε δώσει. Δεν τον είχε πάρει εκείνος όπως νόμιζαν οι φίλοι του Θορ. «Ήθελα μόνο να είμαι ισάξιός σου!» πρόφερε με πικρία την αλήθεια.

«Δεν θα παλέψω μαζί σου αδελφέ!» ολόλυξε ο Θορ.

«Δεν είμαι αδελφός σου», παραδέχτηκε ο Λόκι. «Ποτέ δεν ήμουν».

«Μόνο η σκιά σου», πρόσθεσε από μέσα του.

«Λόκι αυτό είναι τρέλα!» του μίλησε με λογική.

«Είναι τρέλα; Είναι; Είναι;» αναρωτήθηκε σχεδόν σαν να μονολογούσε ενώ ένα δάκρυ έκανε το δεξί του μάτι να λάμπει στο λιγοστό φως. «Άραγε αναρωτιέμαι τι έγινε στη γη κι έγινες τόσο μαλθακός. Μην μου πεις ότι ήταν εκείνη η γυναίκα!»

Ο Θορ τον αγριοκοίταξε καθώς ο νους του έτρεξε στην Τζέιν. Αν ο Λόκι τον μισούσε τόσο όσο έδειχνε τι θα τον εμπόδιζε να την βλάψει για να τον εκδικηθεί;

«Ω ώστε αυτή ευθύνεται!» συμπέρανε ο Λόκι ενώ το δάκρυ είχε αρχίσει να κυλάει πάνω στο μάγουλό του. «Ίσως όταν τελειώσουμε εδώ, να την επισκεφτώ κι εγώ!» είπε προσπαθώντας να τον προκαλέσει και τα κατάφερε γιατί ήξερε τον θερμόαιμο χαρακτήρα του Θορ που όρμησε πάνω του σαν μανιασμένη φωτιά και ξεκίνησαν να πολεμούν.

Ο Λόκι έριξε κάτω τον αδελφό του που απέκρουσε τα χτυπήματά του και ξανασηκώθηκε γρήγορα όρθιος. Στη συνέχεια κατάφερε ένα χτύπημα στο πόδι του Λόκι που χάνοντας την ισορροπία του, έπεσε ανάσκελα στο έδαφος. Χωρίς να το βάλει κάτω ωστόσο, σήκωσε το σκήπτρο και απέκρουσε το μίολνιρ. Καθώς τα δύο όπλα ενώθηκαν, μια αστραπή ξεπήδησε από μέσα τους.

Ο Λόκι σηκώθηκε πάλι όρθιος, αφού κλώτσησε τον Θορ που έπεσε κάτω. Ετοιμάστηκε τότε να τον καρφώσει στο στήθος με το σκήπτρο, όταν την τελευταία στιγμή ο Θορ τον απέφυγε ξανά αφού σηκώθηκε στα πόδια του. Το σκήπτρο του Λόκι παρέμεινε καρφωμένο στο έδαφος κι εκείνος απέφυγε σκύβοντας το χτύπημα που του ετοίμαζε ο αδελφός του με το σφυρί του. Έπειτα πιάστηκε από το σκήπτρο που ήταν ακόμη καρφωμένο στο πάτωμα και κάνοντας έναν ελιγμό κλώτσησε τον Θορ που πισωπάτησε κι έδωσε την ευκαιρία στον Λόκι να βγάλει το σκήπτρο από εκεί που ήταν καρφωμένο και να συνεχίσει να τον σημαδεύει με αυτό.

«Τα δυο αδέλφια εξακολούθησαν την μάχη όπως έκαναν κι όταν ήταν παιδιά μόνο που τώρα κανένας δεν είχε στο μυαλό του την διασκέδαση. Αντίθετα και οι δυο 'θελαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου για να πάρουν εκδίκηση. Η εκδίκηση για την αδικία που ζούσε τόσα χρόνια ο Λόκι, του τύφλωσε το μυαλό και για μια στιγμή οραματιζόμενος το μέλλον του σαν βασιλιάς ενώ ο Θορ θα είχε πεθάνει, δεν πρόσεξε ότι ο αδελφός του, του κατάφερε ένα χτύπημα στο κεφάλι κι έπεσε ζαλισμένος κάτω.

Ο Θορ τον σημάδευε τώρα με το μίολνιρ πετώντας καταπάνω του, όταν ο Λόκι γύρισε και τον σημάδεψε κι εκείνος με το σκήπτρο του Όντιν. Η σύγκρουσή τους ήταν τόσο μεγάλη που τους πέταξε έξω από το φυλάκιο στην Μπάιφροστ. Όταν ο Θορ άνοιξε τα μάτια του, ο Λόκι βρισκόταν κρεμασμένος από την γέφυρα.

«Θορ!» φώναξε κι εκείνος τον πλησίασε. «Αδελφέ μου, σε παρακαλώ», τον ικέτεψε και τότε κάτι μέσα στον Θορ λύγισε. Η λέξη που είχε χρησιμοποιήσει ο Λόκι, του έφερε στο μυαλό αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία. Πόσες φορές δεν τον είχε βοηθήσει κι ο Λόκι όταν τον χρειαζόταν; Δεν μπορούσε τώρα λοιπόν να αγνοήσει την παράκλησή του. Ήταν αδέλφια και πάντα θα ήταν. Όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Όσους καυγάδες κι αν έκαναν. Όσες διαφωνίες κι αν είχαν.

Έτσι ο Θορ έκανε να τον βοηθήσει σκύβοντας να του πιάσει το χέρι όταν ο Λόκι εξαφανίστηκε κι εμφανίστηκε σχεδόν αμέσως από πίσω του χτυπώντας τον με το σκήπτρο. Ο Θορ έπεσε κάτω κι ο Λόκι τον περικύκλωσε πολλαπλασιάζοντας την μορφή του. Ο Θορ φώναξε: «Αρκετά!» και τον χτύπησε δυνατά με την αστραπή του. Ο Λόκι έπεσε κάτω βγάζοντας ένα πονεμένο ήχο.

Ο Θορ τον πλησίασε καθώς κειτόταν αβοήθητος στη γέφυρα. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν στα μάτια κι ο Λόκι νόμιζε ότι ο αδελφός του θα έκανε ό,τι είχε σκοπό ν κάνει κι εκείνος: να τον σκοτώσει. Ωστόσο εκείνος τον εξέπληξε όταν έβαλε πάνω του το μίολνιρ. Ο Λόκι προσπαθούσε να σηκωθεί, αλλά δεν μπορούσε, ενώ ο Θορ πήγαινε προς την είσοδο της Μπάιφροστ προσπαθώντας να βρει ένα τρόπο να σταματήσει την καταστροφή του Γιοτουνχάιμ. Ο Λόκι άρχισε να ουρλιάζει καθώς βρισκόταν παγιδευμένος κάτω από το σφυρί του Θορ.

«Για κοίτα τον εαυτό σου! Ο τρομερός Θορ!» τον χλεύασε. «Με όλη σου την δύναμη και σε τι σου χρησιμεύει τώρα ε;» είπε ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω. «Με ακούς αδελφέ; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα!»

Τότε ο Θορ πήρε το μίολνιρ από πάνω του και με σταθερότητα, άρχισε να χτυπάει την Μπάιφροστ. Ο Λόκι ανασηκώθηκε.

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε σαν να χανόταν ο κόσμος γύρω του. «Αν καταστρέψεις αυτή τη γέφυρα δεν θα την ξαναδείς ποτέ!» φώναξε για να τον αποτρέψει μα ο Θορ εξακολουθούσε να χτυπάει με όλη του την δύναμη.

Ο Λόκι σηκώθηκε από το έδαφος κοιτάζοντας τον Θορ με δολοφονικό βλέμμα. Στην καρδιά του ένιωθε μόνο μίσος και τίποτε άλλο. Έτρεξε να τον μαχαιρώσει πισώπλατα καθώς ο Θορ ψιθύριζε: «Συγχώρα με Τζέιν» κι έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στην Μπάιφροστ που έσπασε σε χίλια κομμάτια.

Τα δυο αδέλφια πετάχτηκαν επάνω κι όταν ξανάπεσαν προς τα κάτω, το κενό θα τους κατάπινε, αν ο Λόκι δεν κρατιόταν από το σκήπτρο που το κρατούσε ο Θορ κι αν δεν είχε ξυπνήσει ο πατέρας τους και δεν προλάβαινε να πιάσει τον Θορ από το πόδι. Ο Λόκι κοίταξε τον πατέρα του με θλιμμένο ύφος σαν να ήταν παιδί που είχε κάνει καμιά σκανταλιά. Ο Θορ χαμογέλασε όταν συνειδητοποίησε ότι θα ήταν και οι δυο σε λίγο ασφαλείς.

«Μπορούσα να το κάνω πατέρα!» είπε ο Λόκι. «Μπορούσα να το κάνω! Για σένα! Για όλους μας!» πρόσθεσε και τον κοίταξε με ελπίδα σηκώνοντας ψηλά τα φρύδια του για να δώσει έμφαση στα λεγόμενά του. Ο Όντιν τον κοίταξε με αποδοκιμασία.

«Όχι Λόκι», είπε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.

Στο πρόσωπο του γιού του ζωγραφίστηκε βαθιά απογοήτευση. Είχε αποτύχει. Ο πατέρας του τον απέρριπτε ξανά. Θα τον απέρριπτε για πάντα. Δάκρυα στέγνωναν πάνω στα μάγουλα του Λόκι ενώ από τα μάτια του απειλούσαν να ξεχυθούν κι άλλα. Όμως δε θα έκλαιγε. Δεν θα τους έδινε αυτή την ικανοποίηση. Αντίθετα, θα τους απάλλασσε από την παρουσία του. Μια ζωή εξάλλου ζούσε στην σκιά του Θορ. Κανένας δεν νοιαζόταν πραγματικά για εκείνον. Το χέρι του άρχισε να γλιστράει χωρίς να προλάβει να το καταλάβει από το σκήπτρο.

«Λόκι μη!» είπε ο Θορ. «ΟΧΙ!» φώναξε καθώς ο Λόκι άφησε το σκήπτρο και τον κατάπιε η άβυσσος.

«Όχι», είπε ο Όντιν συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Λόκι είχε πέσει στο κενό…

VVV

Η Τζέιν παρακολουθούσε με το τηλεσκόπιο τ' αστέρια. Ήταν νύχτα κι είχε ανέβει στην στέγη για να χαλαρώσει. Ο πατέρας της της έδειχνε τον έναστρο ουρανό από τότε που θυμόταν τον εαυτό της και ήταν μια παρηγοριά για εκείνη να τον κοιτάζει όταν δεν τον μελετούσε. Μπορούσε να νιώσει σχεδόν την παρουσία του μπαμπά της δίπλα της.

Ξαφνικά είδε μια τεράστια λάμψη. Έμοιαζε με βόρειο σέλας, αλλά ήταν κάτι πολύ δυνατότερο-σχεδόν έτοιμο να εκραγεί. Η Τζέιν ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Τέτοια λάμψη ακριβώς είχε δει και την μέρα που γνώρισε τον Θορ. Ίσως να είχε επιστρέψει. Της το είχε υποσχεθεί άλλωστε ότι θα επέστρεφε για εκείνη κάποια μέρα. Μόνο που η Τζέιν δεν περίμενε να συμβεί τόσο γρήγορα. Όμως το ευχόταν.

«Έρικ!» φώναξε κι έτρεξε μέσα στο τροχόσπιτό της.

«Τι συμβαίνει Τζέιν;» την ρώτησε νυσταγμένα ο μέντοράς της.

«Είδα πάλι την ίδια λάμψη. Σαν κι αυτή που είδαμε την πρώτη φορά που εμφανίστηκε ο Θορ».

«Τζέιν μήπως το φαντάστηκες;» την ρώτησε με δυσπιστία ο Έρικ. «Εννοώ, είναι δυνατόν να επέστρεψε τόσο γρήγορα;»

«Αυτό σκοπεύω να το μάθω εδώ και τώρα!» είπε η Τζέιν με αποφασιστικότητα κι έβαλε τα κλειδιά στη μίζα και ξεκίνησε να οδηγάει προς το σημείο που είχε δει την λάμψη.