Λανθάνων: λατρεμένη λέξη. Σχεδόν όλοι οι αγαπημένοι μου φανταστικοί χαρακτήρες είναι λανθάνοντες ήρωες.

Η παρακάτω ιστορία είναι η συνέχεια του fanfiction «Το εγχειρίδιο του κακού υπηρέτη». Σκόπευα να επιστρέψω με κάτι σύντομο, όμως η ιδέα παραήταν δελεαστική για να χωρέσει σε μερικά oneshots. Ας βγει όπως τη θέλω :) Τα επόμενα κεφάλαια θα καθυστερήσουν αρκετά. Ακόμα κι αυτό θα το αναρτούσα μετά την εξεταστική, αλλά πάνε βδομάδες από τότε που το έγραψα και δεν άντεξα. Αν το διαβάζει κανείς, τον θερμοπαρακαλώ να κάνει υπομονή.


Πρόλογος: Εφιάλτης απ' το μέλλον

Κάθονταν στο θρόνο της, ολομόναχη στη μισοσκότεινη Αίθουσα, μέχρι που η πόρτα άνοιξε με θόρυβο και μια σκιερή φιγούρα πέρασε γρήγορα μέσα κατευθυνόμενη προς το μέρος της. Όταν έφτασε μπροστά στο θρόνο, υποκλίθηκε και έμεινε σκυμμένος ώσπου ακούστηκε η φωνή της.«Το Κόρτε τελείωσε, Ενδυμίωνα» είπε με ψυχρό ύφος.

Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του απολογητικά. «Με συγχωρείτε που άργησα, Κυρία. Παρακαλώ, δώστε μου ακόμα μια ευκαιρία… δεν ήρθα πάλι με άδεια χέρια» Απ' τις πτυχώσεις του μανδύα του έβγαλε μια τυλιγμένη περγαμηνή, δεμένη με μαύρη κορδέλα, και την έτεινε προς το μέρος της. «Δεχτείτε αυτό το ταπεινό δώρο»

Η Ναζουάντα πήρε τη βαριά περγαμηνή στα χέρια της και έλυσε αργά την κορδέλα αφήνοντας την να πέσει στο πάτωμα. Άρχισε να την ξετυλίγει και… ήταν ένας χάρτης, ένας χάρτης απ' αστέρια. Ο Ανιχνευτής της. Φωτεινές κουκκίδες στόλιζαν ολόκληρη την Αλαγαισία αλλά… το πορφυρό αστέρι δεν βρίσκονταν πια κοντά στην πρωτεύουσα, όπως πάντα.

Ήταν στα όρη Μπιόρ.

«Μα εσύ…» γύρισε και κοίταξε αβέβαιη τον σύμβουλο, όμως όχι, δεν ήταν αυτός. Ήταν μια φαινομενικά γυναικεία μορφή, μια ηλικιωμένη που είχε καλυμμένο το πρόσωπο της με μαύρο βελούδο. Και κρατούσε έναν σουγιά.

Ο Ανιχνευτής έπεσε απ' τα χέρια της βασίλισσας πάνω σ' ένα παχύ στρώμα γυαλιού. Δεν ήταν πια κοντά στο θρόνο, αλλά στη Γυάλινη Αίθουσα του συμβουλίου κι η Λαίδη Λουκρητία έβγαζε το κάλυμμα της, φανερώνοντας ένα πρόσωπο λιωμένο απ' την πυρά της κολάσεως…

Ναζουάντα;

Τα πόδια της ήταν τόσο βαριά που την καθήλωναν στη θέση της. Το κρύο την αγκάλιαζε ενώ τα μάγουλα της έκαιγαν και για μια στιγμή νόμισε πως θα κλάψει. Όσο εκείνη στέκονταν ανήμπορη, ο προδότης πλησίαζε, έτοιμος να της δώσει το τελειωτικό χτύπημα…

«Ναζουάντα;»

Ξύπνησε.

«Ναζουάντα;» ξανάπε η αγαπημένη της φωνή, που δεν άντεχε να την ακούει ταραγμένη. «Είσαι καλά;»

Συνήλθε κάπως όταν άνοιξε τα μάτια της, παρόλο που δεν έβλεπε και πολλά. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και μόνο λίγες λωρίδες φεγγαρόφωτος ξεγλιστρούσαν ανάμεσα απ' τις κουρτίνες της. Μια απ' αυτές έπεφτε πάνω στο πρόσωπο του ξάγρυπνου φύλακα της, κάνοντας τον να μοιάζει με θείο όν, πνεύμα της νύχτας, ακόλουθο της σελήνης. «Πέρασε… Ότι κι αν ήταν, πέρασε.» της ψιθύρισε. Μιλούσε καθησυχαστικά, λες και μπορούσε να δει όντως τα όνειρα και τους εφιάλτες να περνούν και να μπαινοβγαίνουν στο δωμάτιο όσο εκείνος πρόσεχε τη βασίλισσα. Τα τελευταία βράδια συνήθιζε να κάθεται στο προσκέφαλο της, έτσι ώστε όποτε η Ναζουάντα ξυπνούσε, να έβλεπε πως τον έχει κοντά της και πως δεν πετά με το Δράκο του σε κάποια μακρινή βουνοπλαγιά του Νότου…

«Μέρταγκ» είπε κοιτάζοντας τον τρομαγμένη, «… το είδα πάλι. Το ίδιο όνειρο.»

«Το ξέρω. Σε άκουγα.» απάντησε εκείνος κατσουφιάζοντας. «Το παρελθόν δεν μπορεί να δεχτεί ότι πέρασε, έτσι δεν είναι;»

Έγειρε στο πλάι για να τον κοιτάζει. Μέσα στα μάτια του ένιωθε προστατευμένη απ' το παρελθόν, όμως όσο κι αν την ενοχλούσαν τα φαντάσματα του, δεν μπορούσε να φανταστεί τα τέρατα που θα της έφερνε το μέλλον. «Μη φύγεις απόψε» είπε σιγανά, αλλά δεν ήξερε ούτε η ίδια αν το έλεγε στον Μέρταγκ ή στο παρόν.


«Ότι έχει αρχή, οφείλει να έχει και ένα τέλος.»