ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ
Σημείωμα του συγγραφέα: Για αυτή την μικρή ιστορία άκουσα πρώτα το Thor the dark world- Funeral of the queen theme και μετά το Lament for Gandalf- Lord of the Rings.
«Υψηλότατε;» άκουσε την φωνή ενός φρουρού.
Δεν σήκωσε καν τα μάτια του από το βιβλίο. Αντίθετα εξακολούθησε να διαβάζει.
«Υψηλότατε;» επέμεινε η ενοχλητική φωνή. «Με έστειλε ο βασιλιάς να σας πω ότι τα σκοτεινά ξωτικά εισέβαλλαν στο παλάτι και σκότωσαν την βασίλισσα Φρίγκα. Το βράδυ θα τελεστεί η κηδεία της».
Ο Λόκι δεν σήκωσε τα μάτια του από το βιβλίο. Μόνο έγνεψε καταφατικά κι έστρεψε αλλού το βλέμμα του καθώς ο φρουρός έκανε μεταβολή κι έφυγε αφήνοντάς τον ολομόναχο μέσα στο κελί.
Σηκώθηκε από το πάτωμα σιωπηλός και κουνώντας με δύναμη τα χέρια του, έριξε μεμιάς όλα τα έπιπλα που βρισκόταν εκεί μέσα κάτω. Στη συνέχεια πέταξε το βιβλίο πάνω στον τοίχο και ούρλιαξε σαν πληγωμένο ζώο. Κλώτσησε με μανία ό,τι βρισκόταν μπροστά του μέχρι που το πόδι του μάτωσε.
Το κόκκινο χρώμα που είδε να κυλάει στο λευκό πάτωμα τον επανέφερε για ένα δευτερόλεπτο στην πραγματικότητα. Καυτά δάκρυα κύλησαν πάνω στα παγωμένα του μάγουλα. Άρχισε να τρέμει. Ξαφνικά ένιωθε εξουθενωμένος και κατέρρευσε στο έδαφος κοιτώντας το κενό.
Έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο.
«Πάρε την σκάλα προς τ' αριστερά!» αντήχησε μέσα στα αυτιά του η ίδια του η φωνή.
«Μητέρα!» ούρλιαξε, αλλά κανείς δεν τον άκουσε.
Ή έτσι νόμιζε, γιατί ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του κελιού και μπήκε μέσα ένας άλλος φρουρός με τον δίσκο του φαγητού.
«Φύγε. Φύγε! Φύγε!» φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει.
Ο φρουρός του γύρισε την πλάτη κάνοντας να φύγει και τότε ο Λόκι τον χτύπησε μ' ένα υπνωτικό ξόρκι. Ο φρουρός έπεσε αναίσθητος στο έδαφος κι ο Λόκι τον μεταμόρφωσε σ' ένα ομοίωμά του. Στη συνέχεια έγινε αόρατος και βγήκε από το κελί κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.
Ήταν και πάλι ελεύθερος. Μπορούσε να πάει όπου ήθελε. Να εξαφανιστεί χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας. Μα πρώτα, υπήρχε κάτι που έπρεπε να κάνει. Καθώς ο ήλιος βασίλευε στο Άσγκαρντ, ο Λόκι τρύπωσε κρυφά στον κήπο του. Ήταν ένα μέρος που χανόταν με τις ώρες όταν ήταν παιδί. Έκοψε ένα μωβ υάκινθο και στη συνέχεια χάθηκε.
Όταν νύχτωσε για τα καλά, λίγο πριν να πάρουν την βασίλισσα, ο Λόκι μπήκε στην κρεβατοκάμαρά της. Τότε έγινε πάλι ορατός. Πλησίασε το κρεβάτι όπου βρισκόταν ξαπλωμένη η βασίλισσα Φρίγκα και γονάτισε μπροστά της. Έπειτα έβαλε τον μωβ υάκινθο στα παγωμένα χέρια της.
«Μανούλα», ψιθύρισε. «Συγγνώμη…»
«Δεν το ήθελα! Δεν το ήθελα!» είπε και της φίλησε το μέτωπο.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα από τις σκάλες κι ο Λόκι ξαναέγινε αόρατος.
Η πόρτα άνοιξε με δύναμη και μπήκε μέσα ο Θορ.
«Μητέρα», είπε πλησιάζοντάς την. «Σ' αγαπώ. Δε θα σε ξεχάσω ποτέ!» μουρμούρισε δακρυσμένος και της έπιασε το χέρι αγγίζοντας τον υάκινθο που δεν υπήρχε πριν εκεί.
Και τότε ο Λόκι ξεροκατάπιε γιατί κατάλαβε ότι είχε προδοθεί.
Ο Θορ κοίταξε παραξενεμένος το λουλούδι.
«Συγχώρησέ με», μετέφρασε το κρυμμένο του μήνυμα στη γλώσσα των λουλουδιών και κοίταξε γύρω του χωρίς να βλέπει τίποτα.
«Λόκι αρκετά! Σταμάτα να είσαι αόρατος!» φώναξε.
Κι ο Λόκι εμφανίστηκε μπροστά του.
«Νιώθεις τύψεις; Γιατί;» τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Αυτή η λέξη είναι πολύ μικρή για να περιγράψει αυτό που αισθάνομαι».
«Εγώ έστειλα τα ξωτικά στο δωμάτιο της μητέρας», παραδέχτηκε έπειτα από μια μεγάλη παύση. «Νόμιζα πως θα έβρισκαν εκεί τον πατέρα ή…»
«…ή εμένα σωστά;»
Ο Λόκι τον κοίταξε αγέρωχα.
«Ακριβώς».
Ο Θορ τον πλησίασε σηκώνοντας απειλητικά το μίολνιρ πάνω από το κεφάλι του Λόκι.
«Θα μπορούσα να σε σκοτώσω αυτή τη στιγμή!» είπε σιγανά ο Θορ.
«Σε παρακαλώ», ψέλλισε ο Λόκι. «Άσε με να την αποχαιρετίσω έστω και αόρατος. Μετά κάνε με ό,τι θέλεις».
Ο Θορ τον κοίταξε σκεφτικός.
«Θα είμαι αόρατος σε όλους τους άλλους, εσύ όμως θα μπορείς να με δεις. Δεν θα το σκάσω, στο υπόσχομαι», πρόσθεσε με ειλικρίνεια.
«Αν το επιχειρήσεις, θα διατάξω να σε εκτελέσουν επιτόπου», τον προειδοποίησε ο Θορ ενώ σπίθες θυμού άστραφταν στα μάτια του.
Ο Λόκι έγνεψε καταφατικά. Ήξερε πως ο αδελφός του δε αστειευόταν και σκόπευε να κρατήσει τον λόγο του.
VVV
Ο Λόκι περπατούσε αόρατος πλάι στον Θορ. Τα δύο αδέλφια βγήκαν από το παλάτι και κατέβηκαν δίπλα στην θάλασσα όπου είχε συγκεντρωθεί όλος ο λαός του Άσγκαρντ για να παρακολουθήσει την πομπή.
Ο Όντιν φίλησε για τελευταία φορά την Φρίγκα και στη συνέχεια οι φρουροί έβαλαν την σωρό της σε μια βάρκα κι άφησαν τα κύματα να την παρασύρουν μακριά από τις ακτές.
Όταν ο φρουρός έριξε το βέλος με την φλόγα για ν' ανάψει η νεκρική πυρρά, ο Λόκι πλησίασε τον Θορ που στεκόταν σε μια γωνιά μαζί με την Τζέιν και του έσφιξε το χέρι. Ο Θορ δάκρυσε. Το ίδιο κι ο Λόκι. Κι εκείνη την στιγμή έσφιξε κι εκείνος το χέρι του Λόκι. Κι έμειναν να παρακολουθούν και οι δύο σιωπηλοί το τελευταίο ταξίδι της μητέρας τους.
Οι πολίτες του Άσγκαρντ άρχισαν να αφήνουν φωτεινά φαναράκια προς τον ουρανό καθώς η ψυχή της Φρίγκα ανέβαινε στ' αστέρια.
Όλα είχαν τελειώσει πια. Η μητέρα τους είχε πεθάνει. Τίποτα δε θα ήταν ίδιο ξανά.
Αργότερα την ίδια νύχτα, ο Θορ επέστρεψε τον Λόκι στο κελί του και έβγαλε έξω τον φρουρό που κοιμόταν ακόμη από το ξόρκι του αδελφού του.
Ο Λόκι ξάπλωσε στο κρεβάτι του κι αποκαμωμένος αποκοιμήθηκε.
VVV
Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια του βρισκόταν σ' ένα λιβάδι. Τον ξύπνησε μια γυναικεία γνώριμη φωνή που τραγουδούσε.
«Μητέρα!» φώναξε ο Λόκι κι έτρεξε προς το μέρος απ' όπου ακουγόταν η θεσπέσια μελωδία.
Καθώς έτρεχε μέσα από τους θάμνους ξεπήδησαν χίλια μικρά φωτάκια. Ο Λόκι τα κοίταξε παραξενεμένος καθώς αιωρούνταν γύρω του. Έμοιαζαν με τα φαναράκια της κηδείας που είχε παρακολουθήσει πριν από λίγο.
Ποια κηδεία; Ποιος είχε πεθάνει;
Η μητέρα του ήταν ζωντανή και τον περίμενε στην άκρη του λιβαδιού με ανοιχτή την αγκαλιά της.
«Μητέρα!» ξαναφώναξε κι έτρεξε και την αγκάλιασε.
«Λόκι μου!» του είπε τρυφερά και του χαμογέλασε.
«Τι είναι αυτά;» την ρώτησε δείχνοντάς της τα μικροσκοπικά φωτάκια.
«Πυγολαμπίδες. Δεν είναι όμορφες;»
«Πολύ!» απάντησε και την αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά σαν να μην ήθελε να την αποχωριστεί. «Με συγχώρησες;» την ρώτησε ύστερα από λίγο διστακτικά.
«Φυσικά αγόρι μου. Φυσικά», τον καθησύχασε η Φρίγκα κι ο Λόκι άπλωσε το χέρι του, έκλεισε μια πυγολαμπίδα μέσα στην παλάμη του, έκανε μια ευχή κι έπειτα την άφησε να πετάξει πάλι ελεύθερη.
«Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να τα άλλαζα όλα…»
VVV
Ο Λόκι άνοιξε τα μάτια του. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κελί του, στα μπουντρούμια. Η μητέρα του, το λιβάδι με τις πυγολαμπίδες, όλα ήταν ένα όνειρο. Τίποτα παραπάνω. Μα ξαφνικά μέσα στο σκοτεινό κελί έλαμψε ένα μικρό φως.
«Τι ήταν; Μια πυγολαμπίδα;» αναρωτήθηκε μισοκοιμισμένος ακόμη ο Λόκι. «Δεν είναι δυνατόν!»
«Λόκι;» άκουσε μια φωνή.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να δει καθαρά. Τότε ένιωσε ένα κρύο πανί επάνω στο μέτωπό του κι αμέσως ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το σώμα.
«Κρυώνω!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του.
«Το ξέρω αδελφέ. Έχεις πυρετό», αναγνώρισε την φωνή του Θορ και τότε άνοιξε πάλι τα μάτια του κι αντίκρισε δίπλα του τον μεγάλο του αδελφό που κρατούσε ένα κερί στο ένα του χέρι και με το άλλο βουτούσε ένα πανί μέσα σε μια κούπα με νερό και του δρόσιζε το μέτωπο.
«Θορ», κατάφερε να προφέρει. «Πρέπει να έχω παραισθήσεις!» σκέφτηκε.
«Με φώναξε ένας φρουρός. Έκανες ταραγμένο ύπνο κι ανησύχησε», του εξήγησε ο Θορ. «Έτσι ήρθα να δω τι συμβαίνει και σε βρήκα να ψήνεσαι στον πυρετό».
«Δεν έπρεπε να είχες έρθει», είπε με πικρία ο Λόκι.
«Κοιμήσου. Είσαι εξαντλημένος», τον συμβούλευσε ο αδελφός του κι ο Λόκι ξανάκλεισε τα μάτια του.
Το φως του κεριού του χάιδευε απαλά τα βλέφαρά του.
«Θέλεις να σβήσω το κερί;» τον ρώτησε ο Θορ.
«Όχι! Μην τολμήσεις να μου πάρεις την πυγολαμπίδα μου! Είναι το τελευταίο πράγμα που έχω από εκείνη».
Ο Θορ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. Το δίχως άλλο ο Λόκι είχε παραισθήσεις και δεν ήξερε τι έλεγε. Έτσι τον σκέπασε προσεκτικά με τις κουβέρτες και όλη την νύχτα έμεινε στο πλευρό του.
Ο Λόκι ξανακοιμήθηκε κι ονειρεύτηκε πάλι το λιβάδι με τις πυγολαμπίδες. Το πρωί όταν ξύπνησε, ο πυρετός του είχε πέσει και με έκπληξη βρήκε τον Θορ να κοιμάται σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του, μέσα στο κελί.
«Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω και να τα άλλαζα όλα…», σκέφτηκε ο Λόκι.
Κι όμως ο Θορ είχε ξενυχτίσει δίπλα του. Τον είχε φροντίσει.
Ίσως δεν είχαν χαθεί όλα ακόμα. Και ίσως δεν ήταν αργά για να διορθώσει τα πράγματα.
ΤΕΛΟΣ
31/10/17
