Ο Κολ προσπαθούσε ώρες τώρα να βρει το κατάλληλο ξόρκι για να καταφέρει να κάνει τον εαυτό του πηγή δύναμης για το ξόρκι της Νταβίνα. Έπρεπε να πετύχουν αυτήν την φορά. Δεν είχαν περιθώριο για άλλη αποτυχία. Έπρεπε να μετατρέψουν το παλούκι και γρήγορα. Ο Κλάους ήταν μαινόμενη θύελλα και μετά της μάχη με τον Μάικλ είχε χάσει κάθε έλεγχο. Έπρεπε να τον βάλουν σε ένα φέρετρο και γρήγορα. Να γλιτώσουν από τον έλεγχο και την τρέλα του. Πέταγε σελίδες, έσκιζε χαρτιά αλλά δεν έβρισκε αυτό που ήθελε. Αν έκανε τον εαυτό του πηγή δύναμης και η Νταβίνα απορροφούσε από εκείνον θα κατάφερναν να μετατρέψουν το παλούκι. Οι τελευταίες τους προσπάθειες ήταν μεν πετυχημένες αλλά όχι σε μια τόσο μεγάλη επιφάνεια και πάντα θα άφηνε έναν από τους δυο εξαντλημένο.

Ο Κολ χτύπησε τα χέρια του αγανακτισμένος στην πέτρινη επιφάνεια μπροστά του. Στις μέρες του ως βρικόλακας θα είχε θρυμματίσει αυτό το κακοφτιαγμένο κομμάτι πέτρας αλλά όχι πια. Η δύναμη που είχε σαν βρικόλακας ομολογουμένως του έλειπε. Δεν φοβόταν μην του συμβεί κάτι ή αν ο Κλάους του σπάσει τον λαιμό αν μάθαινε τι σχεδίαζε με την μικρή μάγισσα. Αναστέναξε δυσαρεστημένος και έκρυψε το πρόσωπο του στις παλάμες του. Είχε εξαντληθεί. Μέρες τώρα έψαχνε όλα τα γκριμόρια που μπορούσε να βρει, κάθε σημείωση αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Έπρεπε να βιαστεί. Αργά ή γρήγορα, ο Κλάους θα έβρισκε και την Ρεμπέκα, θα μάθαινε τα πάντα και τότε εκείνος ήταν αυτός που θα έπρεπε να τιμωρηθεί και όχι ο αδερφός του. Ήλπιζα μονάχα η Νταβίνα να είχε βρει κάτι. Αυτή η μικρή μάγισσα είχε καταφέρει να τον κάνει να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Σε έναν κόσμο χωρίς τον δυνάστη αδερφό του. Ήταν ισχυρή και όπως και να το κάνουμε, είχε μια αδυναμία στις μάγισσες. Χρειαζόταν λίγο καθαρό αέρα, να γεμίσει τους πνεύμονες του οξυγόνο, να τον χτυπήσει λίγο ρεύμα. Σηκώθηκε βαριεστημένα και βγήκε από το μαυσωλείο της οικογένειας της Νταβίνα. Περπάτησε λίγο ανάμεσα στα μνήματα και κατάφερε να αισθανθεί καλύτερα. Κανείς δεν ερχόταν εδώ τέτοια ώρα και έτσι υπήρχε απόλυτη ησυχία, πράγμα που απολάμβανε.

«Είδα την μικρή σου μάγισσα. Χαριτωμένη.» Ποιος ήταν εκεί? Ο Κολ γύρισε να κοιτάξει πίσω του αλλά δεν είδε κανέναν.

«Ποιος είναι εκεί?» φώναξε και άκουσε ένα γέλιο ως απάντηση. Ένα γνωστό γέλιο.

«Με ξέχασες τόσο γρήγορα?» ρώτησε πάλι η γνωστή γυναικεία φωνή και μια σιλουέτα ξεπρόβαλλε μέσα από τις σκιές των δέντρων. Ο Κολ την ήξερε αυτή την γυναίκα. Η Μπόνι σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε έντονα.

«Μπόνι?» ρώτησε αβέβαια. «Άκουσα ότι...»

«Πέθανα? Ναι. Αλλά ο Ντέιμον κατάφερε να με φέρει πίσω.» Σταύρωσε τα χέρια πίσω από την πλάτη της και κάθισε σε ένα τα μνήματα. «Δεν σε φανταζόμουν για τύπο των νεκροταφείων.» του είπε ενώ κοίταζε τριγύρω.

«Είναι ήσυχα. Μου αρέσει. Εσύ τι κάνεις εδώ?» Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε για μια στιγμή πριν του χαμογελάσει γλυκά.

«Ήρθα να σου πω ότι θα αποτύχεις. Δεν θα καταφέρεις να φτιάξεις το παλούκι.» Ο Κολ πάγωσε στα λόγια της. Πως ήταν δυνατό να ξέρει τι έκανε εκείνος και η Νταβίνα όλο αυτό το διάστημα? Υποτίθεται ότι παίρνανε όλες τις προφυλάξεις να μην γίνουν αντιληπτοί. «Είχα πολύ χρόνο διαθέσιμο στην άλλη πλευρά.» του είπε απαντώντας στα ερωτήματα που τον βασάνιζαν αλλά δεν έθεσε φωναχτά ποτέ. Έκανε ενστικτωδώς μερικά βήματα φοβισμένος. «Ω, μην ανησυχείς. Δεν θα πω στον Κλάους τι κάνεις.» Τα χαρακτηριστικά του Κολ μαλάκωσαν. «Αρκεί να σταματήσεις.»

«Δεν καταλαβαίνω.» είπε τσαντισμένος. «Και εσένα σε έχει βλάψει. Και τους φίλους σου. Και την οικογένεια σου. Θα ήταν πολύ καλύτερα χωρίς εκείνον στο προσκήνιο.» Η Μπόνι σηκώθηκε και τον πλησίασε.

«Καλύτερα για ποιόν? Για σένα και την φιλενάδα σου? Δεν σε είχα για άντρα που τρέχει πίσω από την ποδιά μιας μάγισσας Κολ.» Η προσβολή της βρήκε πρόσφορο έδαφος αλλά δεν θα έχανε ποτέ την ευκαιρία να την αντικρούσει.

«Έχω μια αδυναμία στις μάγισσες από ότι θυμάσαι.» της απάντησε ειρωνικά, κλείνοντας της το μάτι. Εκείνη γέλασε.

«Αυτός είναι ο Κολ που γνώρισα. Και μεταξύ μας, χάλια αυτό το σώμα. Προτιμώ το κανονικό σου.» Ο Κολ ασυναίσθητα κοίταξε τον εαυτό του. Του έλειπε το παλιό του σώμα ναι, αλλά τώρα είχε μια δύναμη που δεν είχε σαν βρικόλακας.

«Εμένα μου αρέσει. Μπορώ να βοηθάω τώρα.» Η Μπόνι κατάλαβε τι εννοούσε. Μπορούσε να βοηθήσει στο να ρίξει τον αδερφό του από τον θρόνο που καθόταν και να διεκδικήσει έναν καλύτερο κόσμο για τις μάγισσες της Νέας Ορλεάνης. Αλλά δεν έβλεπε την μεγαλύτερη εικόνα. Δεν ήξερε τα πράγματα που ήξερε η Μπόνι για τον Κλάους. Για την κόρη του, την Ντάλια, την Φρέγια και την Κάρολαιν. Δεν θα άφηνε τον Κολ να βλάψει τον Κλάους. Η Κάρολαιν, ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν, δεν θα το άντεχε μετά τα νέα που είχε μάθει για την μητέρα της.

«Σταμάτα την έρευνα για το ξόρκι.» του είπε πιο απότομα τώρα αλλά ο Κολ κούνησε το κεφάλι του πεισματικά.

«Μπόνι, σταμάτα. Δεν θες εσύ ένα καλύτερο κόσμο για το είδος σου? Το είδος μας? Βοήθησε μας.» της πρότεινε αλλά η Μπόνι κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Όχι. Σταμάτα την έρευνα.» Ο Κολ της γύρισε την πλάτη και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.

«Όχι. Μας αξίζει ελευθερία.» Η Μπόνι τον έπιασε από τους ώμους και τον γύρισε προς το μέρος της.

«Τότε λυπάμαι.» είπε πριν αρχίσει να ψέλνει. Ο Κολ προσπάθησε να ξεφύγει από το κράτημα της αλλά δεν μπορούσε. Τι του έκανε? Ένιωθε το σώμα του να γίνεται πιο αδύναμο και να χάνει τον έλεγχο του.

«Σταμάτα.» ούρλιαξε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. Χτυπιόταν και κουνιόταν μανιασμένα αλλά η Μπόνι δεν σταματούσε. Ήταν σαν να μην ένιωθε τα χτυπήματα του. Την παρακαλούσε και την απειλούσε αλλά εκείνη συνέχιζε να τον κρατά πιο δυνατά από πριν και να ψέλνει με τα μάτια κλειστά. Με την άκρη του ματιού του είδε την Νταβίνα να έρχεται προς το μέρος τους ουρλιάζοντας στην Μπόνι να σταματήσει. Αλλά ήταν πολύ μακριά και η Μπόνι έλεγε ήδη την τελευταία στροφή από το ξόρκι της. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε για τελευταία φορά.

«Συγνώμη.» ψέλλισε και το σώμα του χτύπησε το έδαφος...