Όταν αγαπάς αυτό που πρέπει να σκοτώσεις, πως μπορείς να μην το κάνεις; Πώς να παλέψεις, για ένα ανύπαρκτο μέλλον, ένα μέλλον που ουσιαστικά για σένα δεν υπάρχει; Πώς να τρέξεις μακριά από εκείνο το άτομο που σε κάνει δυνατό, που σε κάνει να ονειρεύεσαι; Πως μπορείς να προστατεύσεις αυτό το άτομο απ'τον ίδιο σου τον εαυτό;
Στη ζωή δεν υπάρχει δικαιοσύνη ή αγάπη, υπάρχει μόνο πόνος, απογοήτευση. Και ίσως, λίγη αγάπη. Αγάπη, αγάπη, αγάπη…Φυσικά και δεν πιστεύω πια στην αγάπη. Με έχει απογοητεύσει τόσες πολλές φορές…
Έχω ερωτευτεί. Είναι επώδυνο, υπερεκτιμημένο, ανώφελο. Σε τρελαίνει, σε κάνει να θες να αλλάξεις τον κόσμο, να αλλάξεις τον ίδιο σου τον εαυτό..
Προσπάθησα να αλλάξω τον εαυτό μου, να απαρνηθώ την ίδια μου τη φύση για εκείνη. Και ποιο το όφελος; Διάλεξε έναν άλλον αντί για μένα.
Κάθε μια μέρα της ανώφελης, καταραμένης ζωής μου νιώθω όλο και πιο μόνος, εξαπατημένος από τη ζωή, άχρηστος. Κάθε νέα μέρα που ξημερώνει με βρίσκει με την σκέψη να θέλω να πεθάνω, να δώσω ένα τέλος στην ύπαρξή μου, στη πονεμένη μου καρδιά. Δεν θέλω να υπάρχω. Δεν πρέπει να υπάρχω, δεν πρέπει! Δεν θέλω να ζω πια αυτόν τον πόνο, κάθε μέρα να την βλέπω μαζί του. Νιώθω ότι είμαι ξαπλωμένος σε ένα ηλιόλουστο λιβάδι, χωρίς το δαχτυλίδι μου, και κάθε λεπτό, κάθε καταραμένο δευτερόλεπτο που περνάει, ο ήλιος να καίει το δέρμα μου κι εγώ κάθε στιγμή να παρακαλάω να πεθάνω, για να τελειώσει το μαρτύριο μια ώρα νωρίτερα…
Τι κι αν είναι ανώφελο; Εσύ συνεχίζεις να προσπαθείς, μέχρι εκείνη να αποδεχτεί ότι μπορεί και να είσαι καλύτερος από τον άλλον. Μπορεί και να μην συμβεί ποτέ. Δεν με νοιάζει. Εγώ προσπάθησα.
Έχω βαρεθεί τους πάντες και τα πάντα. Ακόμα και «η τροφή μου», η διαδικασία του κυνηγιού έχει αρχίσει να μου σπάει τα νεύρα. Βαρέθηκα, βαρέθηκα, βαρέθηκα!
Το να είσαι βρικόλακας είναι πολύ δύσκολη δουλειά τελικά...
Οι βρικόλακες είναι γρήγοροι, χαρισματικοί, όμορφοι… Όλα αυτά είναι ένα τίποτα, δεν έχουν καμία απολύτως σημασία σε σχέση με αυτό που κάνουν οι βρικόλακες για να επιβιώσουν. Σκοτώνουν. Πίνουν αίμα, ανθρώπινο αίμα. Κι αυτός ο άνθρωπος πεθαίνει εκεί, μπροστά στα αχόρταγα μάτια του βρικόλακα, ζητάει όλο και περισσότερο αίμα. Διψάει. Το ζεστό αίμα του θύματος απλώνεται στα παπούτσια του, τα λερώνει με κόκκινο χρώμα. Τα πόδια του τέρατος αφήνουν ματωμένες πατημασιές. Το σώμα του ανθρώπου, στραγγισμένο απ'το αίμα και άψυχο, τα μάτια του γυάλινα, να κοιτάζουν τα αστέρια.
Βρικόλακας, ένα άψυχο τέρας, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, καμιά ηθική. Παρασέρνει γυναίκες με την υπερφυσική του δυνατότητα να σαγηνεύει, με ένα βλέμμα του, για να συνουσιαστούν μαζί του. Μετά απ'αυτό, γίνονται φυσικά γεύμα του.
Ήμουν κι εγώ κάποτε έτσι, όντας νέος βρικόλακας, την πρώτη μου δεκαετία. Σκότωνα επιδεικτικά, για την διασκέδασή μου, για το κέφι μου, χωρίς να διψάω πραγματικά. Ήμουν ένα απ' τα πλάσματα του είδους μου, και μάλιστα από τα ιδιαίτερα σαδιστικά. Κατακρεουργούσα αθώους ανθρώπους, προσπαθώντας να γεμίσω το κενό που μου είχε αφήσει εκείνη, όταν διάλεξε τον αδερφό μου αντί για μένα. Όταν κορόιδευε και τους δυο μας, όταν ήθελε και τους δυο μας…
Δεν μετανιώνω που έγινα βρικόλακας. Τότε δεν θα την είχα γνωρίσει.
Εκείνη, τη ζωή και το θάνατο μου, την κόλαση και τον παράδεισό μου, εκείνη για την οποία θα έκανα τα πάντα … Και αυτή τη φορά, θα την κέρδιζα εγώ…
Ch. 1st
"Welcome to Mystic Falls"
Mystic Falls, 1864
«Κάθριν, μπορούμε να σταματήσουμε το κρυφτούλι; Σε θέλω μόνο για μένα, βαρέθηκα να σε μοιράζομαι πια!»
Οι φωνές του Ντέιμον ακουγόταν παντού. Ήταν τόσο νευριασμένος, που η φλέβα στον λαιμό του άρχισε να πάλλεται. Ένιωθε τόσο αδικημένος, δεν ήθελε να μοιράζεται άλλο την Κάθριν. Ήξερε από καιρό για τον παράλληλο δεσμό της με τον αδερφό του, τον Στέφαν, κι αυτό τον ενοχλούσε πολύ. Έπρεπε να διαλέξει. Δεν γινόταν να έχει και τους δυο!
Η Κάθριν αναρίγησε, καθώς πήρε μια βαθειά ανάσα και προσπάθησε να μην αναπνέει. Η δίψα της άρχισε να την βασανίζει ξανά. Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο, έπρεπε οπωσδήποτε να πιει αίμα. Κι ο Ντέιμον… Ήταν τόσο γευστικός… Δεν ήθελε να του κάνει κακό…
Άνοιξε ένα μικρό, καλά κρυμμένο ντουλάπι, που έκρυβε μέσα το μυστικό της απόθεμα αίματος κι έβγαλε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Έβγαλε τον φελλό και μύρισε το άρωμά του. Ήταν εξαίσιο! Ήπιε μια γερή γουλιά και το έβαλε στην θέση του.
Αφού κάλμαρε την δίψα της, ηρέμησε και στράφηκε προς τον Ντέιμον.
«Καλέ μου Ντέιμον, κάνε λίγη υπομονή ακόμα, λίγο καιρό κάνε υπομονή» προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Το ξέρεις ότι εσένα αγαπώ»
«Θέλω να είμαι μαζί σου για πάντα» είπε ο Ντέιμον, πιάνοντάς την απ'την μέση, και φέρνοντάς την πιο κοντά του. «Κάνε με βρικόλακα»
Η Κάθριν ένιωσε να στροβιλίζεται σε έναν ανεμοστρόβιλο, που ούτε η ίδια δεν είχε φανταστεί. Δεν είχε προβλέψει κάτι τέτοιο. Ο Ντέιμον πάντα μισούσε το γεγονός ότι σκότωνε ανθρώπινες ζωές για να επιβιώσει και δεν ήθελε να τον παίρνει μαζί της στις εξορμήσεις της για κυνήγι.
Όμως τώρα; Ήθελε να γίνει σαν κι αυτή, ένα τέρας.
«Τι είπες;» τον ρώτησε έντρομη.
«Θέλω να με κάνεις βρικόλακα. Τώρα» απαίτησε ο Ντέιμον με μάτια που σπινθηροβολούσαν.
΄Ήξερε πως τα ψέματα που έλεγε τόσο καιρό στους Σαλβατόρε δεν οδηγούσαν πουθενά, αλλά θα εμφάνιζαν κάποια στιγμή τις συνέπειές τους.
Εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να περάσει καλά μαζί τους.
Ο Στέφαν απεχθανόταν τόσο την ιδέα να γίνει βρικόλακας, όσο το να πιει ανθρώπινο αίμα, γι'αυτό η Κάθριν δεν τόλμησε να του ξανακάνει τη πρόταση. Ήθελε τον Στέφαν, μόνο τον Στέφαν. Ο Στέφαν όμως, δεν την ήθελε. Τον είχε ψυχαναγκάσει, τον είχε κάνει να πιστεύει ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Δεν ήταν.
Αν ο Ντέιμον γινόταν βρικόλακας, πως θα μπορούσε να τον ξεφορτωθεί; Θα την κυνηγούσε αιώνια, θα ήθελε να είναι για πάντα μαζί της.
Αλλά αν…
Η έκφρασή της χαλάρωσε. Πλησίασε κοντά του, αγκάλιασε τον λαιμό του και τον κοίταξε στα μάτια.
«Και είσαι έτοιμος τώρα αμέσως;» του είπε γλυκά.
Ένευσε «ναι» με ένα καταφατικό νεύμα του κεφαλιού του.
Τότε εκείνη βύθισε τα δόντια της στη φλέβα του και γεύτηκε επιτέλους τη μεθυστική γεύση του αίματός του…
Mystic Falls, 2010
Μόλις ο Ντέιμον έφτασε στο Μίστικ Φολς, ένιωσε περίεργα, σαν κάτι να πήγαινε στραβά.
Το ένστικτό του είχε δίκιο. Δεν είχε καλό στο νου του. Ο λόγος που επέστρεφε εδώ ήταν καθαρά εγωιστικός. Ούτε αγάπη, ούτε τίποτα.
Μόνο εγωισμός.
Δεν ήθελε να βρίσκεται εδώ, δεν ήθελε. Εδώ, στο Μίστικ Φολς, είχε υποφέρει τόσο πολύ, είχε ζήσει τόσα άσχημα πράγματα, είχε χάσει εκείνη, τη Κάθριν…
Ω, ναι… Η Κάθριν που τον πρόδωσε, η Κάθριν που αγαπούσε τον αδερφό του αντί για εκείνον. Η Κάθριν που τον έκανε αυτό που ήταν, ένα τέρας…
Δεν έπρεπε να βρίσκεται εδώ, δεν έπρεπε…
Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά του μια υπέροχη ξανθιά κοπέλα.
Μύρισε τον αέρα και τότε του ήρθε η μυρωδιά του αίματός της. Ο λαιμός του τον πονούσε. Διψούσε.
Έτρεξε και έφτασε αστραπιαία κοντά της. Η κοπέλα ξαφνιάστηκε. Εκείνος της χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο, του χαμογέλασε κι εκείνη, δειλά.
Την κοίταξε στα μάτια.
«Θα με ακολουθήσεις και δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα γι'αυτό που σου συνέβη» της είπε, ψυχαναγκάζοντάς την.
Εκείνη υπάκουσε και τον ακολούθησε σε ένα μικρό άλσος, όχι μακριά από εκεί που βρισκόταν πριν από λίγο.
Αφού ξεδίψασε, άφησε την κοπέλα να φύγει. Ο λαιμός της είχε δυο μεγάλα ανοίγματα απ'τα δόντια του. Στο λαιμό της, έσταζε αίμα.
Αποφάσισε να πάει να επισκεφτεί τον αδερφό του. Ήξερε ότι ο Στέφαν είχε ήδη φτάσει στην πόλη και έμενε στο παλιό τους σπίτι. Άνοιξε το παράθυρο και μπήκε μέσα.
Ο Στέφαν βρισκόταν μόνος του. Δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του Ντέιμον.
Τα μάτια του Στέφαν, καρφώθηκαν έκπληκτα πάνω στον Ντέιμον. Απορία, αγανάκτηση, ακόμα και θυμός διακρινόταν στο πρόσωπό του.
Ο Ντέιμον χαμογέλασε υπεροπτικά και έσπασε πρώτος τη σιωπή.
«Γεια σου αδερφέ»
