Μια νύχτα σαν σε όνειρο, ήρθε στο μυαλό μου το τέλος μιας ιστορίας. Οι ήρωες και οι λέξεις άρχισαν να γυρίζουν σαν δαίμονες μέσα μου και άρχισα να γράφω. Αυτή είναι η συνέχεια της αγαπημένης μου ηρωίδας Κάντυ, έτσι όπως εγώ την φαντάστηκα, έτσι όπως εγώ θα την ήθελα τελικά, μέσα από τα ενήλικα πλέον μάτια μου.

Η ιστορία μου είναι επηρεασμένη από το μανγκα, το άνιμε και την τελευταία νουβέλα. Είναι το πρώτο κείμενο που άρχισα να γράφω, μετά από πολλά χρόνια και το πρώτο μου φαν φικ. Δεν μου ανήκει, ούτε η Καντυ, ούτε κάνεις άλλος αρχικός ήρωας. Μου ανήκουν μόνο οι δικές μου σκέψεις- λέξεις και ορισμένοι χαρακτήρες, που τους δημιούργησα εγώ για την ανάγκη του φικ. Το rating θα είναι T κυρίως λόγω της γλώσσας σε ορισμένα κεφάλαια, αλλά και κάποιων ερωτικών σκηνών. Στα ανάλογα κεφάλαια θα μπει η ανάλογη σήμανση.


ΟΟΟ


Ο λόφος της Πόνυ θα είναι πάντα εκεί...

Το ξόρκι

Είχε αργήσει. Είχε αργήσει πάρα πολύ.

Σκέφτηκε η Λούση καθώς άνοιγε με βιασύνη τις βαριές βελούδινες κουρτίνες, μέσα στο παλιό αρχοντικό. Πετούσε σα μελισσούλα από το ένα δωμάτιο στο άλλο τραβώντας τις κουρτίνες και ανοίγοντας τα μεγάλα παραθυρόφυλλα. Το τελευταίο που της χρειαζόταν τώρα, ήταν να βάλει τις φωνές η οικονόμος της έπαυλης. Τα πόδια της είχαν βγάλει φτερά και τα δεκαεννιά της χρόνια την έσπρωχναν να εργάζεται με ζήλο και επιμονή. Πριν οχτώ μήνες είχε ξεκινήσει να δουλεύει σε αυτό το τεράστιο, σχεδόν πάντα άδειο σπίτι.

Όταν είδε την αγγελία στον δρόμο προς το πανεπιστήμιο, δε δίστασε ούτε στιγμή, ήταν η ιδανική δουλειά για να συμπληρώσει τα δίδακτρα των σπουδών της. Ήταν πάντα πρόθυμη και εργατική, το μεγάλο της ελάττωμα όμως την καθυστερούσε τις περισσότερες φορές να είναι συνεπής. Ήταν ονειροπόλα. Όλο και κάτι θα βρισκόταν που θα τραβούσε την προσοχή της, ένας περαστικός στο δρόμο, ή τα σύννεφα που έκοβαν βόλτες στον ουρανό, με αποτέλεσμα να ξεχνιέται.

Και να που σήμερα ξεχάστηκε πάλι."Τι παράξενο!", σκέφτηκε, "Κάθε μέρα περνάω από αυτόν εδώ τον κήπο με τα τριαντάφυλλα και όμως σήμερα ειδικά πόσο διαφορετικός έμοιαζε". Ίσως επειδή είναι Μάιος και όλα τα λουλούδια του κήπου είναι ολάνθιστα. Η ευωδία τους σε ζάλιζε αν καθόσουν παραπάνω από πέντε λεπτά, όμως σήμερα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από αυτόν. Και παλαιότερα είχε θαυμάσει όλα αυτά τα πανέμορφα τριαντάφυλλα, αλλά σήμερα, εκείνα τα λευκά της είχαν κάνει κάποιο ξόρκι. Την καλούσαν από μακριά...σαν υπνωτισμένη πήγε κοντά τους και την ταξίδεψαν...Μαγεία, τα τριαντάφυλλα της μίλησαν, ψιθύρισαν αναμνήσεις και ιστορίες που δεν ήξερε, αλλά που μπορούσε να καταλάβει βαθιά μέσα στην καρδιά της...Λούση...άκουσε το όνομα της ?...Λούση...

-'' Λούση!''

Σαν να ξύπνησε απότομα, η Λούση, πετάχτηκε καθώς είδε την οικονόμο του αρχοντικού να στέκεται πίσω της με τα χέρια στην μέση, ελαφρώς εκνευρισμένη.

- '' Λούση κορίτσι μου γιατί άργησες πάλι?'' Δεν πρόλαβε να απαντήσει, όταν η οικονόμος συνέχισε βιαστικά και εμφανώς ενοχλημένη.

-'' Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα?!Σήμερα έρχεται η κυρία και έπρεπε να είναι όλα στην εντέλεια. Αύριο θα καταφθάσουν και οι υπόλοιποι της οικογενείας, λογικά έπρεπε να έχεις τελειώσει με τα δωμάτια και να είσαι στην κουζίνα να βοηθάς την μαγείρισσα, η οποία γκρινιάζει από το πρωί''. Με αυτό έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο.

"Δεν είναι κακιά" σκέφτηκε η Λούση, "απλά πολύ τυπική" - και παλιάς σχολής, μονολόγησε και της ξέφυγε ένα γελάκι.


Εδώ είναι το σπίτι μου

"Αχ! Οι νέοι σήμερα..." συλλογίστηκε η Ντόροθυ επιθεωρώντας με προσοχή όλα τα δωμάτια ένα προς ένα. Από όλο το αρχοντικό δύο μόνο δωμάτια δεν τα άνοιγαν σχεδόν ποτέ. Φυσικά αυτή τη φορά, θα γινόταν τα πάντα διαφορετικά. Αναγκαστικά θα τα άνοιγαν ως το τέλος του μήνα για να αφαιρέσουν τα έπιπλα και ότι προσωπικό αντικείμενο είχε μείνει τόσα χρόνια κρυμμένο. Η έπαυλη είχε αλλάξει χέρια.

Την στεναχωρούσε που θα άφηνε και η ίδια το αρχοντικό, στο κάτω κάτω ήταν το σπίτι της. Κοριτσάκι με ζωηρές καστανές πλεξίδες ήταν ακόμη, όταν την έστειλαν στο Λέικγουντ ως καμαριέρα και τόσα χρόνια πέρασαν από τότε...Δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι της... δεν ήθελε να το αφήσει ακόμη και τότε που η κυρία την παρακάλεσε να την συντροφεύσει στην Αγγλία. Όχι σαν καμαριέρα, ούτε καν σαν οικονόμος, αλλά σαν φίλη και παρέα.- Εδώ είναι το σπίτι μου - είχε πει δειλά και εκείνη της χαμογέλασε όπως πάντα, την αγκάλιασε με δάκρυα στα μάτια και της είπε –''Το Λέικγουντ θα είναι για πάντα το σπίτι σου!''-

Και έτσι έγινε.


Γηραιά Κυρία

Το μεγάλο πολυτελές αυτοκίνητο κατέφθασε στον αυλόκηπο της έπαυλης των Άρντλει λίγο μετά της δώδεκα το μεσημέρι. Ο νεαρός σοφέρ το οδήγησε κοντά στην είσοδο της οικίας και χωρίς να χάσει χρόνο άνοιξε την πόρτα των επιβατών. Πρόσφερε ευγενικά το χέρι του στην γηραιά κυρία να βγει από το αμάξι και εκείνη το δέχτηκε, χαμογελώντας μεν αλλά κάπως απρόθυμα."Τι παράξενη γυναίκα!", σκέφτηκε, "Δείχνει να μην θέλει την βοήθεια μου, παρόλα αυτά μου χαμογελάει με αυτά τα ερευνητικά πράσινα μάτια...που μιλάνε από μόνα τους!" και με αυτή την σκέψη την συνόδεψε μέχρι την κεντρική σκάλα του αρχοντικού.

- '' Κυρία Κάντυ!'' είπε με συγκίνηση η Ντόροθυ, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, όσο της επέτρεπαν τα χρόνια της.

- '' Ντόροθυ!'' κελάηδησε η Κάντυ και άνοιξε τα χέρια της να αγκαλιάσει την παλιά της φίλη.

- '' Για πόσα χρόνια ακόμη σκοπεύεις να με φωνάζεις "Κυρία Κάντυ" Ντόροθυ?'' έκανε σαν θυμωμένη.

- '' Για όσα χρόνια ακόμα υπάρχουν άτομα από το προσωπικό που είναι παρόντα...'' ψιθύρισε παιχνιδιάρικα, κοιτάζοντας λοξά τον νεαρό σοφέρ.

Με αυτό την πήρε αγκαζέ και ανεβήκαν τα σκαλοπάτια χαχανίζοντας σαν μαθητριούλες.


Το θερινό σαλόνι

Η Κάντυ με το που πάτησε το πόδι της στο εσωτερικό της έπαυλης, την συνεπήραν οι αναμνήσεις..."Κουτή Κάντυ! Ακόμη δεν ήρθες και άρχισες να ονειρεύεσαι!" και με δυσκολία συγκράτησε ένα δάκρυ.

- '' Καλή μου Ντόροθυ! Πόσο πολύ μου έλειψες!''

"Γιατί δεν ήρθες μαζί μου στην Αγγλία ?...πέρασα ένα διάστημα που ήμουν τόσο μόνη...πέρασα όμως και πολύ καιρό να πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο... τι χρωστούσες και συ να σε ταλαιπωρώ από τον ένα τόπο στον άλλο?...γριά γυναίκα και συνεχίζω βόλτες να κάνω στις ηπείρους!" και έβγαλε την γλώσσα στον εαυτό της.

- '' Και μένα μου έλειψες! Είσαι καλά Κάντυ?''

- '' Ναι! Πολύ καλά θα 'λεγα !Και συ όμως δείχνεις μια χαρά! Δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το σπίτι...? ε..? Αλήθεια, τι όμορφα που το στολίσατε! '' είπε η Κάντυ θαυμάζοντας τον υπέροχο στολισμό όλης της σάλας.

- '' Α! Για τον στολισμό υπεύθυνη είναι η κυρία Άννυ! Τον επιμελήθηκε προσωπικά!''.

- '' Η Άννυ είναι εδώ?!'' ρώτησε με λαχτάρα η Κάντυ.

- '' Ήταν εδώ μέχρι χτες το απόγευμα, όπου και επέστρεψε στο Σικάγο. Θα έρθει αύριο μαζί με τον κύριο Άρτσι''.

"Γλυκεία μου, καλή μου φίλη Άννυ", συλλογίστηκε η Κάντυ, " Πάντα θέλεις να με φροντίζεις". Και έτσι ήταν. Όλα αυτά τα χρόνια η Άννυ έκανε ότι μπορούσε για να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της, μετά το ταξίδι της Κάντυ στην Νέα Υόρκη, δεν θα την άφηνε ποτέ ξανά μόνη, θα την βοηθούσε να γιατρέψει τις πληγές της, και όσο θα περνούσε από το χέρι της πάντα θα ήταν εκεί για να της προσφέρει ότι μπορεί.

- '' Το τσάι θα κρυώσει Κάντυ! Είπα να σου το σερβίρουν στο θερινό σαλόνι''.

" Το θερινό σαλόνι! " πέταξε η καρδίά της Κάντυ.

- '' Αχ! Τι καλά!''

Πόσο πολύ το αγαπούσε αυτό το δωμάτιο! Ήταν το μοναδικό σε όλη την έπαυλη, που το είχε διακοσμήσει προσωπικά η μητέρα του Άντονυ, Ρόζμαρι."Καλέ μου Άντονυ..."Οι ταπετσαρίες σε παστέλ σομόν και γαλάζιες αποχρώσεις που τύλιγαν το σαλόνι από άκρη σ' άκρη, σε βύθιζαν σε μια ονειρική θάλασσα από σύννεφα, τα λευκά έπιπλα κομψά και όμως τόσο απλά ,έδιναν μια ξεχωριστή οικειότητα και θέρμη στο χώρο. Γεμάτα με ολάνθιστα λουλούδια, κοσμούσαν τα θαυμάσια πορσελάνινα βάζα γύρω το σαλόνι και αιθέριες λευκές κουρτίνες χόρευαν παιχνιδιάρικα μπροστά από τα πελώρια ανοιχτά παραθυρόφυλλα, καλωσορίζοντας το ζεστό φως του ήλιου..."Πόσα καλοκαιρινά απογεύματα περάσαμε παρέα σε αυτό το δωμάτιο...και πόσα ακόμη θα είχαμε περάσει αν...". Σαν σε όνειρο η Κάντυ δέχτηκε το φλιτζάνι τσάι που της πρόσφερε η Ντόροθυ.

- '' Κάντυ...?''

- '' Μμμ...''

- '' Θέλεις μήπως και άλλη ζάχαρη στο τσάι σου?''

- '' Ε...ε? Όχι Ντόροθυ μου, είναι όπως το πίνω πάντα πολύ καλό, σ' ευχαριστώ!'' είπε η Κάντυ ενώ γυρνούσε στο σήμερα. '' Αν και δεν θα 'λεγα όχι στο να φάω κάτι... πεινάω σαν λύκος!''

- '' Κυρία Κάντυ!'' έκανε η Ντόροθυ σοκαρισμένη.

- '' Ε τι, εγώ φταίω που το φαγητό στα αεροπλάνα δεν τρώγεται?!Μπλιάχ!'' και σούφρωσε την μύτη της!

- '' Είπα της μαγείρισσας να σου ετοιμάσει την αγαπημένη σου λεμονόπιτα Κάντυ'' .Είπε δήθεν θιγμένη.

- '' Μμμμμμ! Μούρλια! Η πίτα της θείας Ελρόυ!'' και με αυτό ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.


Κορίτσια που κοκκινίζουν

Η Κάντυ με την Ντόροθυ απολάμβαναν το τσάι τους κουβεντιάζοντας για ώρα, όταν μπήκε δισταχτικά στο σαλόνι η Λούση.

- '' Εσύ πρέπει να είσαι η Λούση έτσι?!'' είπε όλο εγκαρδιότητα η Κάντυ, κοιτώντας το νεαρό κορίτσι που από την ντροπή του είχε γίνει κατακόκκινο! "Πόπο υπάρχουν ακόμη κορίτσια που κοκκινίζουν?!" αναρωτήθηκε ζαβολιάρικα η Κάντυ, καθώς θυμήθηκε την τελευταία κοπέλα που της είχε συστήσει ο εγγονός της, μια όμορφη ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα, που όμως δεν παρουσίαζε να έχει και πολλές ηθικές αναστολές! "Κάντυ! Ντροπή σου! Γίνεσαι κακιά!" μάλωσε τον εαυτό της, "Τα κορίτσια είναι αλλιώς πλέον..." και αναστέναξε σιγά.

- '' Χμμ... ναι κυρία!'' απάντησε γλυκά η Λούση λιγότερο αποκαρδιωμένη, αντικρίζοντας αυτά τα ευγενικά πράσινα μάτια.

- '' Έγινε κάτι παιδί μου?'' πετάχτηκε ταραγμένη η οικονόμος.

- '' Όχι! όχι! Τίποτα κακό κυρία Ντόροθυ! Να... απλά ήρθα να σας ενημερώσω ότι τηλεφώνησε ο εγγονός της κυρίας Κάντυ...''

- '' Είναι τώρα στο τηλέφωνο?''

- '' Όχι ήταν βιαστικός! Είπε όμως ότι θα περάσει να σας πάρει το απόγευμα!''

Είπε με μια ανάσα η κοπέλα και κάνοντας μια μικρή αδέξια υπόκλιση έφυγε από το δωμάτιο.

- '' Χαριτωμένο κορίτσι...'' μουρμούρισε η Κάντυ.

- '' Αφηρημένο κορίτσι!'' γκρίνιαξε η Ντόροθυ.

" Γιατί μήπως εγώ δεν ήμουν...είμαι..."


Ατίθασες μπούκλες

Αργότερα και αφού πήρε ένα σύντομο ελαφρύ γεύμα και έκανε ένα μικρό περίπατο στον κήπο με τα τριαντάφυλλα, η Κάντυ πήγε να ξεκουραστεί στην κρεβατοκάμαρα της. Μετά τον θάνατο της θείας Ελρόυ, η Κάντυ είχε επιλέξει να κοιμάται σε άλλο δωμάτιο, όποτε επισκεπτόταν το Λέικγουντ. Δεν ήθελε την παλιά της κρεβατοκάμαρα που είχε τόσες, όχι όμως πάντα καλές αναμνήσεις." Τόσα σπίτια...τόσα δωμάτια...πφφφ..." έκανε αποδοκιμαστικά, ενώ έλυνε τον όμορφο κότσο της μπροστά στον καθρέφτη. Υπήρχαν στιγμές που λαχταρούσε τις μικρές κουκέτες του ορφανοτροφείου...

- '' Ναι, φυσικά... όταν ο Τζων δεν έβρεχε το κρεβάτι του!'' μονολόγησε νοσταλγικά και άφησε τα μαλλιά της να χυθούν ατίθασα στο πρόσωπο και τους ώμους της.

Όσα χρόνια και αν είχαν περάσει τα μαλλιά της Κάντυ ήταν μια θάλασσα από παιχνιδιάρικες μπούκλες. Το χρώμα τους βέβαια δεν ήταν χρυσό πλέον, αλλά το ασήμι της σελήνης...η απόχρωση της πανσέληνου στο μεσουράνισμα της. Είχε αρνηθεί εκατοντάδες φορές να τα βάψει! " Άκουσε εκεί να τα βάψει!"

- '' Κάντυ! Ξέρεις σε ποιά δεκαετία ζούμε?! '' Της είχε πει η φίλη της Κάρεν, σε μια από τις τελευταίες τους συναντήσεις στο Λος Άντζελες, την ώρα που γευμάτιζαν.

- '' Φυσικά και ξέρω!'' απάντησε με πείσμα η Κάντυ.

- '' Τότε θα 'πρεπε να γνωρίζεις καλή μου, ότι δεν γίνεται να αφήνεις τα μαλλιά σου σε αυτή την εξωφρενική κατάσταση!'' τόνισε με στόμφο η ίδια και απαράλλακτη Κάρεν.

Κάρεν Κλέις. Πάντα η Κάντυ θα είχε την απορία πως τελικά έγιναν φίλες αυτές οι δύο εντελώς διαφορετικές γυναίκες. Ναι, η Κάντυ δεν ταίριαζε με την Κάρεν, την σνομπ ηθοποιό των όσκαρ, ούτε με την σταρ του Χόλυγουντ, ταίριαζε όμως με την Κάρεν που λάτρευε τις γνήσιες καλιφορνέζικες πορτοκαλάδες και τους μεγάλους περιπάτους στην ακρογιαλιά.

- '' Κάντυ ακούς?!''

- '' Πφφ...''

- '' Λοιπόν θα φροντίσω για την δεξίωση των Κένεντυ, τον επόμενο μήνα, να επισκεφθούμε παρέα το κομμωτήριο!'' επέμεινε η Κάρεν ,'' Καιρός να κάνουμε κάτι γι' αυτόν τον ασημί θάμνο! Δεν συμφωνείς, Κάντυ?! Κάντυ...''


" Λατρεύω αυτές τις μπούκλες!"

" Θα τις λατρεύεις και όταν γεράσω?..."

" Τότε ακόμη πιο πολύ... ειδικά όταν θα γίνουν ένας ασημένιος θάμνος!"


- '' Και ο ίδιος ο πρόεδρος να μου το ζητήσει, εγώ δεν τα βάφω!'' είπε η Κάντυ στο είδωλο της στον καθρέφτη και πήγε να ξαπλώσει.