Αυτή είναι η ιστορία του τελευταίου λεπτού της ζωής του Σέβερους Σνέιπ. Μου ήρθε στο νου, την έγραψα, είναι πρόχειρη δουλειά αλλά με εκφράζει. Τον τελευταίο καιρό αχολούμε πολύ με τη ζωή του Σέβερους Σνέιπ, και κατάλβα ότι απο τα ενιά του χρόνια, από όταν δηλαδή αρχίζει ένα άτομο να θυμάτε τη ζωή του αυτός ήταν αφιερομένος σε εκείνη. Ναι η ζωή του Σέβερους Σνέιπ ήταν η Λίλη. Απολαύστε...
«Λυπάμε» ακούστηκε η φωνή του Βόλντεμορτ λίγο πριν πάρει από πάνω του τη Ναγκίνη. Ο Σέβερους ήξερε ότι ο Βόλντεμορτ ποτέ δε λυπήθικε για κανέναν θάνατο που προκάλεσε πόσο μάλιστα αν κέρδιζε από αυτόν την υποταγή του δαβδιού απο κουφιοξυλιά. Πέθαινε. Δεν πρόλαβε να βρεί τον Χάρι. Δεν πρόλαβε να του πεί τι έπρεπε να κάνει. Απέτυχε. Δεν προστάτεψε το γιο της. Δεν ήταν εκεί. Το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπαν τα μάτια του όσα δευτερόλεπτα του έμειναν θα ήταν οι ξεσκισμένοι τοίχοι της καλύβας που ουρλιάζει. Τι ειρωνία. Θα πέθαινε στο μέρος που διασκεδάζανε ο Τζέιμς και οι φίλοι του.
Τότε απ'το πουθενά εμφανίστηκε ο Χάρι. Μία σκέψη πέρασε απο το μυαλό του. Να εκπληρώσει την υποσχεσή του. Πήρε το χέρι του απο τις πληγές του και, γραπώνοντας το μανδύα του Χάρι, τον τράβηξε κοντά του.
«Πάρ'το... πάρ'το... » μπόρεσε να προφέρει. Ευτυχώς το αγόρι μπόρεσε να καταλάβει και μάζεψε τις αναμνήσεις του.
Τώρα πέθαινε και είχε την ευκαιρία να δεί ό,τι πιο όμορφο είχε δει ποτέ στη ζωή του, ξανά. Είχε την ευκαιρία να ξαναδεί τη Λίλη του. «Κοίταξέ... με... » πρόφερε. Ναι. Ήταν τα μάτια της, η ματιά της. Ήταν η ομορφιά της ζωής του. Ήταν η ζωή του. Τελικά είχαν δίκιο οι μαγκλς, όταν πεθαίνεις βλέπεις όλη τη ζωή σου μπροστά στα μάτια σου.
Το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν ένα φωτεινών πράσινων ματιών. Η ζωή του αφιερώθηκε στην Λίλη και μετά στην προστασία του γιού της και του το ανταπέδωσαν με το καλύτερο δώρο με κάτι που νόμιζε οτι δε θα είχε την ευκαιρία να ξανατενίσει. Τα όμορφα μάτια της ζωής του. Του όμορφου λουλουδιού του, της Λίλης του.
