Το παρακάτω κείμενο και τα άλλα δύο που θα ακολουθήσουν δεν είναι κάποια ιστορία, μοιάζουν περισσότερο με τα ψυχολογικά πορτρέτα των μελών μιας διαβόητης ''οικογένειας''. Σκόπευα ν' αρχίσω να πειραματίζομαι, γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο άλλα το συγκεκριμένο κείμενο βγήκε λίγο... σατανικό για τα μέτρα μου, και δεν άντεξα να πάρω την ευθύνη.


Ο Προδότης

Κάποτε του 'χε πει ο δάσκαλος του –ο πρώτος του δάσκαλος- ότι υπάρχει μια γραμμή που χωρίζει το καλό απ' το κακό και πως θα καλείται συνεχώς, όπως όλοι, να ισορροπήσει πάνω της. Κάποιες φορές, η γραμμή θα 'ναι φαρδιά και ευδιάκριτη και θα απλώνεται σαν δρόμος μπροστά του. Άλλοτε πάλι θα ναι λεπτή κι εύθραυστη σαν κλωστή. Μόνο που εκείνος ένιωθε πως δεν υπήρχε πουθενά ξεκάθαρος δρόμος. Πως βάδιζε μόνος ενώ οι άλλοι δεν αισθάνθηκαν ποτέ τη παρουσία της γραμμής. Πως το καλό παραείναι καλό για να είναι αληθινό και το κακό είναι αυτό που βρέθηκε μπροστά του φυσιολογικά. Μεγαλώνοντας κατάλαβε ότι όντως η γραμμή ήταν αόρατη για τους άλλους. Εκείνος απλά την έβλεπε από μακριά επειδή δεν πατούσε πάνω της. Είχε γλιστρήσει αθόρυβα εκεί που βασίλευε το σκότος.

Πάντα ήξερε ότι κάτι σκοτεινό τον τραβούσε μέσα του. Κάτι που αρχικά έκανε κι εκείνον τον ίδιο να τρομάζει και ν' απορεί που δεν κατάφερνε να μετανιώσει για τίποτα απ' όσα έκανε.
Όταν ήταν ακόμα μαθητής αναρωτήθηκε που βρήκε όλη αυτή την αγανάκτηση. Να 'φταιγε ο δάσκαλος του, που αρνούνταν πεισματικά να του αναγνωρίσει πως ήταν άριστος μαθητής; Να 'φταιγαν τα υπόλοιπα ξωτικά, που κατά τη διάρκεια της μαθητείας του, του θύμιζαν συνεχώς πόσο Άνθρωπος ήταν; Που δε δίσταζαν να υπογραμμίσουν την υπεροχή τους; Πήγαζε από 'κει όλη αυτή η απογοήτευση; Μόνο για την υπεροψία και την αλαζονεία ήξερε καλά ποιος έφταιγε… ήταν κάποιος συμμαθητής του, μέτριων δυνατοτήτων, που έτρεχε από πίσω του σαν πιστό σκυλί και το βλέμμα του ήταν γεμάτο παράλογο θαυμασμό και τυφλή υποταγή. Γιατί να μην εκμεταλλεύονταν την υπακοή του; Ποιος του το απαγόρευε;

Όσο κι αν φάνηκε πως το κακό είχε ριζώσει από καιρό μέσα του, δεν ήταν έτσι. Το σκέφτηκε χίλιες φορές πριν γυρίσει τη πλάτη του στους πάντες κι ακολουθήσει το νέο του μέντορα, τον μελλοντικό του αφέντη. Αλλά οι άλλοι ήξεραν μόνο όσα αυτός τους επέτρεπε να μάθουν. Άφησε να εννοηθεί πως ήταν ένας νεαρός μαθητής που παρασύρθηκε σ' αντίθεση με τους άλλους δώδεκα Υπηρέτες. Ανόητοι. Πώς το πίστεψαν; Πώς πίστεψαν ότι όλη αυτή η κακία βγήκε από μέσα του κατά λάθος; Την πρώτη φορά που ο αφέντης του, ο κυρίαρχος του κόσμου, είχε αποπειραθεί να στραφεί εναντίον των Δρακοκαβαλάρηδων, είχε εξοντώσει με τα ίδια του τα χέρια το συνεργό του όμως μ' εκείνον, τον «νεαρό μαθητή», δεν είχε κάνει το ίδιο. Είχε δει στ' αταίριαστα μάτια του αυτό που οι άλλοι παρέβλεπαν επειδή δεν είχαν φτάσει ποτέ στα όρια της τρέλας. Είχε δει πως ο «μαθητής» αν και επιπόλαιος, είχε μελετήσει όλες τις πιθανότητες, απ' όλες τις οπτικές γωνίες. Ήταν η απειλή που κανείς άλλος δεν υπολόγισε. Τελικά αυτός ο «μαθητής» δεν είχε παρασυρθεί, το είχε πάρει απόφαση. Απλά δε γνώριζε ακόμα τα όρια της κακίας του όταν τάχθηκε στο πλευρό του βασιλιά.

Αυτά τα έμαθε αργότερα. Η μέρα που αποφάσισε να γίνει Προδότης δεν ταυτίζονταν με την ημέρα που έγινε Προδότης. Αυτή ήρθε όταν κάτι μέσα του, κάτι πολύτιμο και ισχυρό, έχασε μια για πάντα τη ταυτότητα του. Έγινε απροσδιόριστο. Ανείπωτο. Ανώνυμο.

Κι αυτό ήταν η συνείδηση του δράκου του.

Όσο ο δράκος του είχε όνομα, το φως παραμόνευε, έτοιμο να τον αγκαλιάσει ανά πάσα στιγμή. Θα μπορούσε να είχε λυγίσει απ' τις ενοχές. Να είχε μετανιώσει ή να είχε ζητήσει συγχώρεση, περιμένοντας τη τιμωρία του για τη παράβαση που διέπραξε. Όμως μετά την εξορία του ονόματος, το φως έσβησε γύρω και μέσα του.

Τότε γεννήθηκε ο Προδότης! Αυτό το πανούργο πλάσμα που κατάφερε να εξαφανίσει τον «μαθητή» μέσα σε μια νύχτα και που πολλοί ευχήθηκαν να μην είχαν ξυπνήσει την πύρινη μανία του. Πολύ περήφανος για να αυτοκαταστραφεί, πολύ επικίνδυνος για να μην τον υπολογίσουν οι εχθροί του, σφράγισε την αρχή ενός πολέμου στον οποίο βγήκε νικητής. Ο δράκος του, από ένα πλάσμα ευγενές μετατράπηκε σ' ένα ιπτάμενο τέρας που ξερνάει φωτιά με τα θραύσματα μιας μαύρης ψυχής που έμεινε κρυμμένη πίσω απ' τις σκληρές του φολίδες. Μέσα του, ο Προδότης άκουγε τις άναρθρες κραυγές του συντρόφου του που τον έλεγχαν, τον ζάλιζαν, τον έριχναν στη μάχη ζητώντας εκδίκηση για τη χαμένη του ταυτότητα. Η συνείδηση του δεν ηρέμησε ποτέ από τότε. Η θολή ανάμνηση ενός ονόματος τον στοίχειωνε μέρα νύχτα, υπήρχε ένα μέρος του νου του που δεν είχε ορισμό κι ανέβλυζε θυμό και μίσος, παραδομένο στο χάος… Μονάχα ο νέος του δάσκαλος ήταν εκεί για να τον βοηθήσει τότε. Τον έμαθε να ελέγχει το πόνο μέσα του και να τον σπέρνει γύρω του. Να ακούει πάνω απ' τις φωνές του δράκου του και να ηρεμεί το κτήνος που είχε φωλιάσει μέσα του. Να διοχετεύει το μίσος του στα καθήκοντα του, ως Υπηρέτης, και να αποκτήσει πάλι την παλιά του ανελέητη λογική.

Για αμέτρητα χρόνια δεν του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο εκτός απ' αυτό που έγινε. «Τέρας», «κτήνος», «αδίστακτος», «απάνθρωπος» ήταν μόνο λίγοι απ' τους πιο επιεικείς χαρακτηρισμούς που του καταλόγησαν όσοι βρέθηκαν αρκετά κοντά του ώστε να τον γνωρίσουν και ταυτόχρονα αρκετά μακριά του ώστε να μείνουν ζωντανοί. Απ' τους υπόλοιπους, οι πιο κοντινοί του άνθρωποι πόνεσαν τόσο ώσπου στο τέλος τόλμησαν ν' αποζητήσουν το θάνατο, τη λύτρωση… Όσοι απλά είχαν ακουστά τα κατορθώματα του, τον φοβήθηκαν χωρίς να ξέρουν πόσο τυχεροί ήταν που δε βρέθηκαν στο δρόμο του. Όλοι εκτός από ένα άτομο. Μια γυναίκα που δεν είχε πονέσει ποτέ και γι' αυτό δεν αναγνώρισε τον όλεθρο όταν τον είδε μπροστά της. Έμεινε, δε φοβήθηκε και δε προσπάθησε να κρυφτεί, υπογράφοντας έτσι και τη δική της καταδίκη. Οι εντολές του ήταν οι νόμοι της και τις έφερε εις πέρας χωρίς να τις αμφισβητήσει. Εκτελούσε χωρίς ν' αντιδρά, κι σ' όλη της τη ζωή μόνο μια της παρασπονδία τον ενόχλησε: έφερε στο κόσμο το παιδί του.

Μα ακόμα κι αυτό το παιδί δεν τον απασχόλησε πολύ. Το προστάτευε γιατί ήταν ένα δυνατό εργαλείο για να την ελέγχει. Κατά τ' αλλά, ούτε να το μισήσει δεν είχε χρόνο. Η ύπαρξη του, αν και τον είχε αρχικά ξαφνιάσει, ήταν μια μικρή κι αναγκαία ενόχληση.

Άλλα πράγματα ήταν πιο σημαντικά για 'κείνον. Στράγγιζε το μυαλό του κάθε μέρα για να βρει τρόπους ν' απαλλαγεί απ' τους αμέτρητους εχθρούς του. Κι απ' αυτούς, ένας ξεχώριζε περισσότερο και τον εξαγρίωνε όσο τίποτε άλλο. Κάποιος που δεκαετίες πριν του είχε παρουσιαστεί σαν υπάκουο κουτάβι αλλά στη πραγματικότητα σέρνονταν πίσω του σαν δηλητηριώδη σαύρα. Η επιμονή του τον έκανε να γελά και να θυμώνει ταυτόχρονα. Αυτός ο εχθρός τον καταδίωκε με μανία επειδή ο Προδότης είχε σκοτώσει το δράκο του… Αυτό ήταν που έβγαζε τον Προδότη εκτός εαυτού… Πώς τολμούσε; Πώς τολμούσε εκείνος ο άνθρωπος, που δεν ήταν παρά ένα μηδενικό, να ζητά εκδίκηση επειδή ο δράκος του ήταν νεκρός; Ήταν σαφώς μια σοβαρή απώλεια αλλά δεν συγκρίνονταν ούτε στο ελάχιστο με το δικό του μαρτύριο. Ο δικός του δράκος ήταν ζωντανός νεκρός, ένα σώμα που ζει και αναπνέει δίχως να έχει δικό του εαυτό, δίχως να έχει θέση στη μνήμη κανενός, δίχως λογική ή όρια! Ένα στοιχειό του μυαλού, αυτό ήταν, και με τον καιρό ο Προδότης έμαθε να το εξουσιάζει ακόμα και να το υποτιμά… Πώς τολμά λοιπόν αυτός ο τυχάρπαστος να παραπονιέται για τη σιωπή; Δεν έχει ιδέα πως είναι να κουφαίνουν το μυαλό σου πρώτα ψίθυροι και μετά ουρλιαχτά! Μια φωνή γνωστή που είχε καταντήσει άγνωστη, παραμορφωμένη απ' το πόνο…

Αυτός ο εχθρός δρούσε μόνο υπόγεια και με τον τρόπο του, σαν αρουραίος. Έπρεπε ο Προδότης να τον κάνει να εμφανιστεί, να σκαρφιστεί ένα δόλωμα που θα τον φέρει μπροστά του. Για καιρό πρόσμενε την ημέρα που θα ξανασυναντιόντουσαν μετά από τόσα χρόνια και θα τον αντιμετώπιζε πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς υπεκφυγές.

Δεν ήξερε ότι εκείνη η ημέρα θα ήταν η τελευταία του.