Σ.Σ. Αυτό το κεφάλαιο περιέχει spoilers από την 1η ιστορία της σειράς, με τίτλο: «Ό,τι συνέβη στο Φλάγκσταφ, έμεινε στο Φλάγκσταφ.» - «What happened in Flagstaff, stayed in Flagstaff.» Αν και βοηθάει στην ροή αν την έχεις διαβάσει, ωστόσο δεν είναι απαραίητο και υπάρχει και η ανάλογη σύνδεση με την προηγούμενη ιστορία μέσα σε αυτό το κεφάλαιο.
Σ.Σ. Προσοχή! Το κεφάλαιο περιέχει αναφορά(βραχεία και όχι ιδιαίτερα περιγραφική) σε σωματική βία που προκαλείται σε ανήλικο (15χρονος Ντην) από ενήλικα.
:) Καλή Διασκέδαση! :)
.8.
"Wise Man Said, Just Raise Your Hand And Reach Out For The Spell"
«Σταμάτα!», φώναξε ξανά ο Ντην δυνατά και σηκώθηκε όρθιος με τις γροθιές του ψηλά σε θέση μάχης.
Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, λαχανιασμένος σαν να είχε τρέξει μίλια και το κεφάλι του τον πέθαινε στον πόνο.
Με κόπο άνοιξε τα μάτια του και ανακουφισμένος συνειδητοποίησε πως βρισκόταν πάλι στο γραφείο του Διευθυντή της Σχολής Βασανιστών. Ακόμα δε μπορούσε να το πιστέψει πως θα ερχόταν η μέρα που θα ανακουφιζόταν στο θέαμα του γραφείου του Άλαστερ που κάποτε έτρεμε και απεχθανόταν όσο τίποτε άλλο, όμως τις τελευταίες ώρες και μετά από τα τόσα ταξίδια στις αναμνήσεις του, να που είχε έρθει αυτή η μέρα και τώρα ο Ντην μπορούσε ακόμα και να παραδεχτεί πως εκεί μέσα αισθανόταν μέχρι και ασφάλεια.
«Δ-δεν αντέχω να δω παρακάτω!», απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας επικίνδυνα από την πολυθρόνα που καθόταν και τον δαίμονα, λες και η εγγύτητα σε αυτά τα δύο ήταν αυτή που του προκαλούσε τη δυσφορία. «Σας ικετεύω κύριε Καθηγητά! Φτάνει!», παρακάλεσε ξέπνοα με ραγισμένη φωνή, καταφέρνοντας να φτάσει ως το πελώριο τζάκι και να πιαστεί τελευταία στιγμή από το ράφι του για να μη σωριαστεί. «Όχι άλ-λο…»
Οι ίριδες του Άλαστερ από ομιχλώδες λευκό άλλαξαν αργά στο πρωταρχικό τους γκρι. «Ενδιαφέρον.», σχολίασε ατάραχα. «Αληθινές και ειλικρινείς ικεσίες από το στοματάκι σου και κατάφερες να διακόψεις από μόνος σου την διαδικασία μου.», τεντώθηκε ελαφρά σαν να είχε ξυπνήσει από υπνάκο, ανασηκώνοντας με χάρη τους ώμους του. «Πραγματικά δε μπορώ να επιλέξω ποιό με εκπλήσσει πιο πολύ.»
«Όχι άλλο!», επανέλαβε απελπισμένα ο Ντην και γλιστρώντας από την αδυναμία, σωριάστηκε αποκαμωμένα στο πάτωμα, βογκώντας ξέπνοα. «Έλ-έλεος!» Ο προηγούμενος οξύτατος πονοκέφαλός του είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί, αφήνοντας όμως τα υπόλοιπα τραύματά του να κάνουν αισθητά και πάλι την παρουσία στους. Το κόψιμο στη γάμπα του είχε πυρακτωθεί και τον εμπόδιζε να πατήσει το δεξί του πόδι, τα σπασμένα του πλευρά του έκοβαν την αναπνοή, το κεφάλι του πονούσε από την φτυαριά και τις γροθιές του Τζον στο ζυγωματικό του και η βάναυση τιμωρία του μεταμορφικού ερχόταν να ολοκληρώσει την απίστευτη ταλαιπωρία του. Από το μόνο που είχε γλιτώσει, γιατί το είχε διορθώσει νωρίτερα ο Άλαστερ, ήταν το χτύπημα στο κεφάλι που τον είχε ρίξει σε κώμα.
«Δεν θυμάμαι να έχει καταφέρει ποτέ κανείς να μου συνέρθει με τέτοιο τρόπο από την διαδικασία βύθισης.», ο Άλαστερ απόρησε και σηκώθηκε από το γραφείο του. «Πώς στα κομμάτια το έκανες αυτό; Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε αυτήν την ανάμνηση. Το ξέρω πως είναι από τις χειρότερές σου και κάθε, μα κάθε φορά αντιδράς τόσο έντονα αλλά ποτέ δεν έχεις καταφέρει να σπάσεις την συνεδρία. Φταίω εγώ ή εσύ;», πλησίασε αργά τον Ντην που είχε κουλουριαστεί, αγκαλιάζοντας το σώμα του σε εμβρυακή στάση, πάνω στο παχύ χαλί μπροστά στο τζάκι και συνέχιζε, στενάζοντας σιωπηλά, να πασχίζει να γαληνέψει το μυαλό του από τις οδυνηρές αναμνήσεις και τα έντονα κύματα πόνου, μένοντας ακίνητος, αναπνέοντας ανεπαίσθητα. «Ω, έλα τώρα μην κάνεις έτσι. Δεν είναι η πρώτη σου μέρα εδώ. Έχεις περάσει σαφώς χειρότερα και δεν έχουμε πολύ χρόνο. Δε τελειώσαμε.», ο Άλαστερ ξεφυσώντας, στάθηκε ανακούρκουδα πάνω από τον Ντην και πήγε να τον αγγίξει στο κεφάλι.
«Μη!», ο Ντην τσιτώθηκε μόλις αισθάνθηκε το ευγενικό χάδι του δαίμονα στα μαλλιά του και τραβήχτηκε απότομα. «Όχι!»
«Καταρχάς, μη ξεχνιέσαι αγαπητέ μου, σου το έχω πει πολλές φορές, εδώ μέσα κανείς δεν μου λέει "όχι"!», αγρίεψε στιγμιαία, αλλά το ίδιο γρήγορα άλλαξε και πάλι τόνο. «Να σε βοηθήσω προσπαθώ, ανόητε. Δε μπορώ να σ' έχω να σφαδάζεις και να κυλιέσαι στο χαλί μου. Σε θέλω συγκεντρωμένο. Έχουμε πράγματα να κάνουμε, αποφάσεις να πάρουμε και πολύ λίγο χρόνο.», δοκίμασε πάλι να τον αγγίξει για να του διορθώσει τον "καμβά", όμως ο Ντην του έσπρωξε βίαια το χέρι.
«Όχι! Μη τολμήσεις! Όχι!», επανέλαβε με έμφαση σαν να ήθελε επίτηδες να τον προκαλέσει. «Δε θέλω να με κάνεις να αισθανθώ καλύτερα ανάθεμά σε.», συνέχισε βραχνά. «Κρέμασε με όπως πριν και κάνε επιτέλους σωστά τη δουλειά σου! Χτύπα με! Κλώτσα με! Βγάλε το ξυράφι σου Άλαστερ!», αγκάλιασε το κεφάλι του και τρέμοντας, κουλουριάστηκε πιο σφιχτά, σαν να φοβόταν την συνηθισμένη άμεση αντίδραση του δαίμονα σε αντίποινο για την αυθάδειά του αλλά και σαν να ντρεπόταν ακόμα και να τον αντικρίσει.
Ο Άλαστερ χαμογέλασε ασυναίσθητα, βαθιά ευχαριστημένος στο θέαμα. Πάντοτε απολάμβανε τα συναισθήματα που του προκαλούσε το "σπάσιμο" της ψυχής των ανθρώπων. Σαν ένα περίτεχνο πυργάκι φτιαγμένο από άμμο που λιώνει κάτω από την πατούσα του. Ο απόλυτος εξευτελισμός, η τελική κατάντια, η καθοριστική ήττα. Ανθεκτικές ψυχές, γεμάτες περηφάνια και δύσκολες στο να τσακίζουν ήταν από τις προτιμήσεις του. Ο Ντην ήταν σίγουρα από τα αγαπημένα του έργα, ίσως και το πιο αγαπημένο του.
Το συναίσθημα της απόλυτης απόλαυσης όμως ξέφυγε απροειδοποίητα από μέσα του και αντικαταστάθηκε πολύ γρήγορα με ένα άλλο. Ένα που θυμόταν πως το είχε αισθανθεί για πρώτη φορά σαν δαίμονας, το Νοέμβριο του 1990. Τη χρονιά που είχε μπει και είχε καταλάβει το εντεκάχρονο τότε αγόρι. Τα εφιαλτικά σενάρια και οι αποτρόπαιες πράξεις που είχε προλάβει να κάνει με τη ψυχή του Ντην ήταν πολύτιμο δώρο στα ειδεχθή χέρια του. Όμως πολύ σύντομα η τελείως αθώα και αψεγάδιαστη ψυχή του παιδιού, σταμάτησε να του χορταίνει την ακόρεστη πείνα για διαφθορά. Σταμάτησε να λαχταρά να βλέπει και να προκαλεί την καταστροφή της και ξεκίνησε να την συμπονά και να τη λυπάται για τα δεινά που της προκαλούσε. Ήταν σαν η επαφή και η αλληλεπίδραση με το αγνό φως της ψυχής του Ντην να τον μόλυνε ανεπανόρθωτα. Όμως προτού συνειδητοποιήσει επαρκώς τι του συνέβαινε και για ποιόν λόγο, ο Αζέηζελ πρόλαβε να τον εξορκίσει κακήν κακώς και να τον στείλει σπίτι του.
Το συναίσθημα που είχε "κολλήσει" από την επαφή με την ψυχή του εντεκάχρονου φιμώθηκε και πάλι στα έγκατα της Κόλασης και χάθηκε στην καθημερινή τριβή με τους ατελείωτους κολασμένους.
Ή έτσι νόμιζε ο Άλαστερ.
Όταν η ψυχή του Ντην ήρθε και πάλι στα χέρια του, υπήρχαν στιγμές μέσα στα τριάντα χρόνια αδιάκοπου βασανισμού που έκαναν τον Άλαστερ να πιστεύει πως ήταν άδικο το μαρτύριό του. Πως ο Ντην δόλια ξεγελάσθηκε και βρέθηκε άδικα σε αυτή τη θέση. Πως ίσως δε του άξιζε πραγματικά η Κόλαση.
Βλέποντάς τον να πασχίζει κουλουριασμένος στο πάτωμα, σταμάτησε να ευχαριστιέται, όπως σταμάτησε και νωρίτερα, όταν τον εκδικούταν και τον τιμωρούσε για την πράξη της προδοσίας του.
Αισθανόταν και πάλι ψήγματα από αυτό το απαίσιο συναίσθημα να του τσιμπάνε ενοχλητικά τα σωθικά. Πώς ήταν δυνατόν να αισθανόταν συμπόνια για τον Ντην ενώ τον είχε προδώσει με τέτοιο τρόπο;
Έσμιξε τα φρύδια του και αποφάσισε να τον στείλει επίτηδες στο σημείο της ανάμνησης όπου θα βίωνε τον μεγαλύτερο πόνο και ενοχή. Θα τον έστελνε εκεί και θα τον έβαζε να το ζήσει ξανά και ξανά και ξανά. Δεν τον ενδιέφερε πια ο αρχικός λόγος που ξεκίνησε να βάζει τον Ντην να ταξιδέψει στις αναμνήσεις του. Έπρεπε πρώτα να λύσει το πρόβλημα που του προκαλούσε ο αγαπημένος του μαθητής.
Έκατσε αποφασιστικά οκλαδόν πάνω στο χαλί, μπροστά στο τζάκι, πολύ κοντά στο κουλουριασμένο σώμα και γράπωσε το κεφάλι του ανθρώπου, μπήγοντας τα νύχια του μέσα στα μαλλιά του φτάνοντας ως το κρανίο του.
«Άλαστερ! Άλαστερ μ-μη!», παρακάλεσε σπασμένα, με φόβο και πόνο ο Ντην μόλις αντιλήφθηκε πως ο δαίμονας θα τον έστελνε πίσω στην ανάμνησή του. «Άλαστερ λ-λυπήσου με!»
Η λαβή του δαίμονα έχασε την δύναμή της και η αποφασιστικότητά του κλονίστηκε.
Ο Ντην του έπιασε ικετευτικά το μπατζάκι από το παντελόνι και σφίγγοντάς το στις χούφτες του το τράβηξε και το ακούμπησε στο μέτωπό του. «Κάνε με ό,τι άλλο θες αλλά μη με υποχρεώνεις να το ξαναζήσω αυτό. Δε θέλω να το δω. Δεν τ' αντέχω!»
Ο Άλαστερ δάγκωσε με δύναμη τα χείλια του. Μισούσε τον εαυτό του, μισούσε αυτό που του προκαλούσε ο Ντην. Σε αυτή τη γωνιά της Κόλασης αυτός έκανε κουμάντο. Αυτός έκανε τις ψυχές να υποφέρουν. Όμως τώρα υπέφερε ο ίδιος. Υπέφερε από την οδύνη του Ντην.
Θέλοντας να σταματήσει το μαρτύριό του αλλά και να αποκρύψει τα συναισθήματά του, του έκανε τη χάρη και πέρασε χωρίς συνέχεια το επίμαχο σημείο που δεν ήθελε με τίποτα να ξαναζήσει σε πρώτο πρόσωπο ο Ντην, ξεκινώντας το λίγα δευτερόλεπτα πιο μετά. «Αυτό θα μου το χρωστάς Γουίντσεστερ! Κι εγώ τα χρέη μου πάντοτε τα εισπράττω!», απείλησε προτού ξεκινήσει η ανάμνηση, αλλά ο τρόπος και ο λόγος που τον υποχρέωσαν να το ξεστομίσει τον έκανε να μισήσει ακόμα περισσότερο τον εαυτό του.
«Ναι Άλαστερ, πάντα εισπράττεις!», συμφώνησε μαζί του ξέπνοα ο Ντην. «Θα σ' το ξεπληρώσω κι αυτό! Σ' ευχαριστώ! Σ' ευχαριστώ!», πρόσθεσε γοργά ενώ άρχισε να νιώθει στις κλειδώσεις του, τις κλειδώσεις από τις γροθιές του εικοσιτριάχρονου Ντην που πονούσαν και πάλλονταν και μπορούσε να δει μέσα από τα μάτια του το αποτέλεσμα της προηγούμενης πράξης του.
Ο πατέρας του ανάσκελα στο πάτωμα, πάνω στο σπασμένο πλέον τραπέζι, να βαριανασαίνει άρρυθμα προσπαθώντας να συνέλθει. Αίμα έτρεχε από τα ρουθούνια του και έσταζε γοργά πάνω στο αξύριστο πηγούνι του φτάνοντας ως το στήθος του, μουσκεύοντας το καθαρό πουκάμισό του.
«Ήταν τραυματισμένος, κουρασμένος, απροετοίμαστος και σαστισμένος απ' τα λόγια του Σαμ», είπε ο θεατής Ντην βαριά μετανιωμένος. «κι εγώ…κι εγώ τον χτύπησα! Ήθελε με τον τρόπο του να μας προστατέψει όπως έκανε πάντα κι εγώ του έριξα δυο γροθιές στο πρόσωπο και μια κλωτσιά στο στήθος γι' αντάλλαγμα.»
«Όχι Θεέ μου, τι έκανα! Μπαμπά είσαι καλά;», ο Ντην έκπληκτος προσπάθησε να πλησιάσει τον Τζον όμως ο Σαμ τον άρπαξε από το μπλουζάκι και τον τράβηξε.
«Άφησέ τον! Δε πειράζει! Πάμε να φύγουμε!»
Ο Ντην προσπάθησε να ξεφύγει, μα ο Σαμ τον γύρισε απότομα προς το μέρος του. «Ντην, πάμε! Τώρα που προλαβαίνουμε!»
Ο Τζον δοκίμασε να σηκωθεί όμως καθώς ήταν αρκετά καταβεβλημένος, γλίστρησε πάνω στα σπασμένα κομμάτια ξύλου και σωριάστηκε άσχημα και πάλι στο πάτωμα της κουζίνας, πέφτοντας στο τραυματισμένο του χέρι, βογκώντας σπασμένα μέσα από σφιγμένα δόντια.
«Μπαμπά, στάσου!», ο Ντην ξέφυγε από τον Σαμ και έτρεξε να βοηθήσει τον Τζον. Μόλις όμως τον ακούμπησε για να τον βοηθήσει, εκείνος του γράπωσε τον καρπό και του τον έσφιξε επίπονα. «Μη μ' αγγίζεις!», γρύλισε ξέπνοα πιτσιλώντας τα σταγονίδια αίματος που έβαφαν τα χείλια του, πετώντας το χέρι του από πάνω του με απέχθεια.
«Θέλω μόνο να σε βοηθήσω να σηκωθείς.», ο Ντην δοκίμασε πάλι να τον στηρίξει όμως ο Τζον τον έσπρωξε έξαλλος και από την ορμή του σπρωξίματος έπεσε και πάλι ανάσκελα. «Άφησέ με σου 'πα!», παρέμεινε ανάσκελα παραζαλισμένος, βήχοντας πνιγμένος από το ίδιο του το αίμα, προσπαθώντας να διατηρήσει τις αισθήσεις του.
«Ντην για τελευταία φορά! Στ' αλήθεια θέλεις να μείνεις εδώ με τον μπαμπά; Έλα μαζί μου! Σε παρακαλώ!», ο Σαμ είχε καταφέρει επιτέλους να φορτωθεί τα πράγματά του. Ήδη άγγιζε το πόμολο της πόρτας.
«Σ-Σάμι,», ο Ντην δεν μπορούσε να κάνει καμία λογική σκέψη. «δ-δε μπορώ να τον αφήσω.»
«Κι εγώ δεν θέλω να σ' αφήσω μόνο σου μαζί του! Άφησέ τον και σ' το ορκίζομαι θα προσπαθήσουμε να του εξηγήσουμε άλλη φορά. Πάμε ρε Ντην! Σε ικετεύω!»
«Δε μπορώ.», ψιθύρισε ο Ντην και τα μάτια του άρχισαν να γυαλίζουν. «Σάμι δε μπορώ! Μη φεύγεις τώρα, σε παρακαλώ!»
«Δε μπορώ!», απάντησε άμεσα ο Σαμ, μα δίστασε για λίγο. «Ν-να σε πάρω τηλέφωνο όταν τακτοποιηθώ;», άνοιξε τελικά την πόρτα αποφασιστικά.
Ο Ντην μες την θολούρα του μπόρεσε και αναγνώρισε αμέσως το νόημα της ερώτησης του αδερφού του. Ο Σαμ είχε καταλάβει ότι είχε καταστρέψει, ίσως ανεπανόρθωτα, τη σχέση του με τον πατέρα του και ανησυχούσε για το αν είχε πληγεί το ίδιο ανεπανόρθωτα και η σχέση του με τον αδερφό του. Κούνησε το κεφάλι του θετικά σαν να μην ήθελε να προφέρει την απάντησή του μπροστά στο μπαμπά του και ο Σαμ κατάφερε να χαμογελάσει ανεπαίσθητα για πρώτη φορά εκείνο το πρωί.
«Σάμιουελ!», ο Τζον με κόπο κατάφερε να ανασηκωθεί. «Σαμ! Αν φύγεις τώρα…», ξεροκατάπιε το αίμα που είχε λιμνάσει στο λαιμό του. «Αν εγκαταλείψεις σήμερα την οικογένειά σου…μη τολμήσεις να ξαναγυρίσεις πίσω!»
«Όχι!», ο Ντην φώναξε έκπληκτος.
Ο Σαμ κλείδωσε για λίγο το βλέμμα του με το βλέμμα του μπαμπά του, περιμένοντας, ελπίζοντας περισσότερο, μια ένδειξη πως δεν το εννοούσε. Το πρόσωπο του Τζον όμως ήταν σκληρό και ανένδοτο. «Μάλιστα κύριε.», απάντησε ψυχρά και έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Σαμ περίμενε! Δεν το εννοεί!», ο Ντην πήγε ως την πόρτα μα πάγωσε την επιθυμία του να τρέξει πίσω από τον αδερφό του. «Τι έκανες;», φώναξε εκνευρισμένος στον πατέρα του, που με αργές, ασταθείς κινήσεις κατάφερε επιτέλους να σηκωθεί. «Τι πήγες κι έκανες; Πάμε να τον σταματήσουμε! Μη τον διώχνεις με τέτοιο τρόπο!»
«Πάψε!», έκραξε βραχνά ο Τζον, σκουπίζοντας το αίμα από το πρόσωπό του χρησιμοποιώντας το μανίκι του. «Εσύ! Εσύ φταις για όλα!», ο Ντην γούρλωσε τα μάτια του. «Ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω ότι μου το κράτησες κρυφό. Πώς μπόρεσες μετά απ' όλα όσα σου 'χω πει. Σου 'χα εμπιστοσύνη Ντην! Αν μου το 'λεγες όταν ήρθε η απάντηση απ' το Στάνφορντ, τίποτε απ' αυτά δε θα είχε συμβεί. Και τώρα…τώρα…Φύγε! Φύγε Ντην!», η φωνή του Τζον έσπασε ελάχιστα σαν να πάλευε με την ίδια του την εντολή. «Φύγε κι εσύ! Τράβα μαζί του κι αν δεν μπορέσεις να μου τον φέρεις πίσω μετανιωμένο να μου ζητήσει συγνώμη, να μη…να μη σε ξαναδώ και σένα μπροστά μου. Αφού θέλετε τόσο πολύ να διαλύσετε αυτή την οικογένεια, διαλύστε την! Βέβαια όμως. Δε μ' έχετε πια ανάγκη! Ε, λοιπόν ούτε κι εγώ σας έχω ανάγκη! Τόσα χρόνια εξάλλου με καθυστερείτε!», ξεροκατάπιε λες και δε πίστευε και ο ίδιος τα λόγια που ξεστόμιζε.
Ο Ντην προσπάθησε να μιλήσει, όμως ο Τζον τον διέκοψε. «Εξαφανίσου είπα!», σκάλισε νευρικά τη τσέπη του τζιν του και έβγαλε ένα μπρελόκ με κλειδιά. «Να! Πάρε και το παλιάμαξό σου και χάσου απ' τα μάτια μου!», του τα εκσφενδόνισε με δύναμη πετυχαίνοντας την πράσινη, ξύλινη εξώπορτα λίγα μόνο εκατοστά δεξιά από το κεφάλι του.
Ο Ντην έσκυψε και μάζεψε τα κλειδιά από το πάτωμα και τα έσφιξε στη χούφτα του. «Κύριε…»
«Ακόμα εδώ είσαι διάολε; Μη με φτάνεις στα όριά μου! Τσακίσου από μπροστά μου προτού χάσω τελείως την ψυχραιμία μου!», ούρλιαξε ο Τζον με όλη του τη δύναμη.
«Καλά μου 'κανε! Και λίγα είπε! Ω, Άλαστερ, πόσο δίκιο είχες πριν.», είπε πικρά ο θεατής Ντην ενώ η εικοσιτριάχρονη εκδοχή του διέσχιζε με βαριά βήματα τον πλακόστρωτο δρόμο της μικρής αυλής προς το παρκαρισμένο Impala. «Όντως εσύ και μόνο εσύ μου αξίζεις! Εσύ κι όλα όσα μου 'κανες τόσα χρόνια! Απορώ γιατί παραπονιόμουν. Έπρεπε να σ' ευχαριστώ κάθε μέρα!», η φωνή του έσπασε σαν να ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα. «Σήμερα με βοήθησες να συνειδητοποιήσω πως και τη ψυχή μου να μη πουλούσα, πάλι εδώ θα κατέληγα. Πάλι στα χέρια σου. Γιατί τελικά μόνο η Κόλαση μου αξίζει για τις αμαρτίες μου. Η Κόλαση και τίποτε καλύτερο που τόλμησα να φερθώ έτσι στον πατέρα μου.»
Ο Ντην μπήκε μέσα στο αμάξι και έκατσε στη θέση του οδηγού. Στο βάθος του δρόμου και πριν τη μεγάλη στροφή, μπορούσε να διακρίνει το ογκώδες σακίδιό του Σαμ να κινείται πέρα δώθε σε ταχύ βηματισμό.
Τελικά θα πήγαινε και αυτός στην Καλιφόρνια ασχέτως αν το ήθελε ή όχι. Ο πατέρας του δεν του είχε αφήσει άλλη επιλογή. Κάποιος άλλος μπορεί να είχε εκπλαγεί από τη συμπεριφορά του Τζον, μα για τον Ντην δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο.
Όχι, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας του τον είχε διώξει από κοντά του για να τον γλιτώσει από τα νεύρα του και το ασυγκράτητο ταπεραμέντο του. Οι φορές ήταν ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα, μα όταν ο Τζον αισθανόταν πως ο γιος του τον εκνεύριζε πέρα από κάποιο σημείο και πως θα έχανε τον έλεγχο, τον απομάκρυνε για μερικές μέρες μέχρι να ηρεμίσει και να τον δεχτεί πίσω. Ο Ντην είχε καταλήξει μέχρι και σε αναμορφωτήριο για λίγους μήνες χάρη σε αυτήν την τελείως λανθασμένη πρακτική του πατέρα του. Ήταν μια πρακτική την οποία ο Τζον είχε υιοθετήσει από τον Ιούλιο του 1994, αμέσως μετά από το άσχημο περιστατικό που είχε συμβεί στο Φλάγκσταφ[1]της Αριζόνας. Ήταν κάτι, που κάπως, κρατούσε σε ισορροπία την ειρήνη μεταξύ τους. Όμως αυτή τη φορά ο Ντην αισθανόταν πως αυτή η ειρήνη και η ομόνοια είχε πλέον βγει εκτός κλίμακας.
Έβαλε μπρος και ετοιμάστηκε να πάει να πάρει τον Σαμ. Είχε ήδη αποφασίσει να τον πάει ως το Πάλο Άλτο μα δεν ήξερε πια τι θα έκανε μετά.
Πριν προλάβει όμως να ξεπαρκάρει, ένα πολύχρωμο βανάκι Volkswagen που τον είχε προσπεράσει λίγα δευτερόλεπτα πιο πριν, κάλυψε την απόσταση και σταμάτησε δίπλα στον αδερφό του, μετά από δικό του νόημα.
Ο Ντην είδε τον Σαμ να παραδίδει σε κάποιον άγνωστο συνεπιβάτη τα μπαγκάζια του, να επιβιβάζεται και να χάνεται από το οπτικό του πεδίο πέρα από τη στροφή.
Γύρισε και πάλι το κλειδί στη μίζα σβήνοντας την μηχανή και έμεινε για λίγο σκεπτικός.
«Γιατί δεν πήγες να τον πάρεις; Άνετα τον προλάβαινες.», ο Ντην συνήλθε και πάλι και είδε τον Άλαστερ να κάθεται οκλαδόν από πάνω του και να τον παρατηρεί με τα ομιχλώδη μάτια του.
«Δεν ήθελα.», σηκώθηκε με δυσκολία σε καθιστή θέση, βογκώντας συγκρατημένα μέχρι να συρθεί λίγο μακριά του προς τα πίσω και να ακουμπήσει αποκαμωμένα την πληγιασμένη πλάτη του πάνω στο ζεστό, πέτρινο τζάκι. «Και να υποθέσω πως το χίπικο βανάκι ήταν απεσταλμένο απ' τον Αζέηζελ;»
Ο Άλαστερ ανασήκωσε τους ώμους του δηλώνοντας άγνοια. «Δε θα μου φαινόταν παράξενο αν όντως ήταν.», οι ίριδές του έγιναν πάλι γκρι.
«Τέλος πάντων. Ο Σαμ, όπως είδες κι εσύ, είχε κάνει ήδη τις επιλογές του και ήταν διατεθειμένος να πληρώσει όλες τις συνέπειες αυτών των επιλογών και μάλιστα πολύ ακριβά.», πέρασε το χέρι του μέσα από τη σκισμένη του μπλούζα και έσφιξε προστατευτικά τα σπασμένα του πλευρά. «Δε μπορούσα να του φορτωθώ κι ας έλεγε πως μαζί θα τα καταφέρναμε. Εγώ μπορεί να τον φρόντιζα και να τον προστάτευα όλη μου τη ζωή, όμως ο Σάμι δεν είχε καμία υποχρέωση να κάνει το ίδιο και για μένα. Δεν ήθελα εγώ, να κάνει το ίδιο για μένα.», έγλυψε αργά τα χείλια του πασχίζοντας να πνίξει την επιθυμία του για νερό. «Είχε πλέον την ελευθερία που τόσο λαχταρούσε και δεν είχα σκοπό να τον επιβαρύνω.»
Ο Άλαστερ βολεύτηκε ακουμπώντας στον αγκώνα του, ξαπλώνοντας σε πλαγιαστή θέση στο παχύ χαλί του μπροστά στο τζάκι. «Κι εσύ;», του χαμογέλασε.
«Δε μπορούσα να γυρίσω πίσω στον πατέρα μου, οπότε, κατέβασα μερικά παυσίπονα με δυο κουτάκια Nerve Damage, πήρα μόνο το δίπλωμα οδήγησής, το κινητό μου, χωρίς τον φορτιστή βέβαια και το Κόλτ μου. Τα υπόλοιπα υπάρχοντά μου ήταν σ' ένα σακίδιο μέσα στο σπίτι και φυσικά όλα τα ρούχα μου ήταν στο πλυντήριο. Αποχαιρέτισα το "Μωρό" μου και ξεκίνησα να περπατάω προς το κέντρο της πόλης.»
«Και γιατί δε πήρες το αμάξι σου παρόλο που ο Τζον σου έδωσε τα κλειδιά;»
Ο Ντην αναστέναξε. «Όλα του τα όπλα κι ο εξοπλισμός της δουλειάς του ήταν μέσα στο πορτ μπαγκάζ. Τι να 'κανα; Να τα πετούσα στο πεζοδρόμιο και να 'φευγα; Χώρια που ήταν τραυματισμένος κι ολομόναχος, δε μπορούσα να του στερήσω και τ' αμάξι.»
«Δηλαδή, ήσουν πεζός, βρώμικος, ξεθεωμένος, τραυματισμένος, είχες μόνο τα ρούχα που φορούσες και τελείως απένταρος.», ο Άλαστερ πρόσθεσε κοιτώντας τον μέσα στα μάτια, περιμένοντας ανυπόμονα να ξεχωρίσει το βούλιαγμα της λύπης και της απογοήτευσης στα χαρακτηριστικά του, όμως ο Ντην χαμογέλασε απρόσμενα.
«Δεν ήμουν τελείως απένταρος! Είχα δέκα κάλυκες γεμάτους χρυσό στις τσέπες μου.», έτριψε αποκαμωμένα το καλό του μάτι με την γεμάτη μικροκοψίματα γροθιά του. «Αποφάσισα να τους πουλήσω σε κάποιο χρυσοχοείο ή ενεχυροδανειστήριο στην πόλη για να βγάλω τα πρώτα μου έξοδα. Προσπάθησα να κάνω ωτοστόπ, αλλά επειδή προφανώς με φοβόντουσαν ή με σιχαινόντουσαν έτσι όπως ήμουν μέσα στα μαύρα χάλια, κανείς δεν μ' έπαιρνε και μετά απ' τη πεντηκοστή απόρριψη σταμάτησα κι εγώ να κάνω σινιάλα. Βέβαια,», στράβωσε σκερτσόζικα το χαμόγελό του, «στην πορεία ξεκίνησε ένα δυνατό καλοκαιρινό μπουρίνι που 'κανε τα πράγματα ακόμα πιο άβολα.»
«Δηλαδή ήσουν πεζός, βρώμικος, ξεθεωμένος,…»
«Άλαστερ με δουλεύεις τώρα έτσι;», γέλασε εγκάρδια ο Ντην διασκεδάζοντας πραγματικά με τον δαίμονα που πριν από λίγες ώρες τον τυραννούσε ανελέητα.
«…τραυματισμένος, είχες μόνο τα ρούχα που φορούσες, όχι βέβαια τελείως απένταρος,…», γέλασε κοφτά και ο Άλαστερ κλείνοντάς του το μάτι. Και ο δαίμονας ξαφνιαζόταν από κάτι τέτοιες στιγμές ειδικά όταν συνειδητοποιούσε πως διασκέδαζε πραγματικά με τον Ντην Γουίντσεστερ. Αυτή τη φορά όμως δεν το είχε συνειδητοποιήσει, απλά διασκέδαζε.
«Μουσκεμένος ως το μεδούλι!», πρόσθεσε ο Ντην.
«…και προδομένος από τον ίδιο σου τον αδερφό, εγκαταλελειμμένος από τον ίδιο σου τον πατέρα, χωρίς να ξέρεις πού να πας, χωρίς να έχεις κάποιον να σε παρηγορήσει.»
«Σα κακό σενάριο, φθηνής, δακρύβρεχτης ταινίας δεν ακούγεται;», ρουθούνισε ο Ντην προσπαθώντας να ελαφρύνει και πάλι το κλίμα, όμως ο Άλαστερ πρόλαβε να δει και να απολαύσει την βαθιά λύπη και απογοήτευση να σκοτεινιάζει τα χαρακτηριστικά του προτού τον ξαναστείλει στη συνέχεια της ανάμνησής του.
Η βροχή έπεφτε δυνατή και από τον τρελό καλοκαιρινό αέρα έμοιαζε σαν να τον μαστίγωνε από πολλαπλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα.
Με τα χέρια στις τσέπες, τους ώμους ψηλά και το κεφάλι σκυφτό για να μην μπαίνουν στα μισόκλειστα μάτια του νερό, σκόνες και σωματίδια που μετέφερε ο τρελός αέρας, ο Ντην περπατούσε αργά πάνω στο πεζοδρόμιο.
Ήταν περίπου έντεκα το πρωί όταν μετά από την πολύωρη πορεία του έφτασε στα περίχωρα της πόλης Κάσπερ. Κανένας από τους αφιλόξενους περαστικούς δεν τον είχε βοηθήσει και ο Ντην είχε πολλά χιλιόμετρα που είχε σταματήσει να ζητάει τη βοήθειά τους.
Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόταν το τι θα έκανε και πού θα πήγαινε, μα το μυαλό του απέρριπτε σχεδόν αμέσως τις πολύ εύκολες λύσεις.
Δεν ήθελε να μπλέξει τον Μπόμπι περισσότερο από ότι τον είχαν μπλέξει με το γράμμα του Σαμ από το Στάνφορντ γιατί γνώριζε καλά τον εκρηκτικό χαρακτήρα του και δεν ήθελε να διακινδυνέψει περαιτέρω τις ήδη κυκλοθυμικές σχέσεις που είχε με τον πατέρα του. Ο Κέϊλεμπ ήταν προς το παρόν εκτός επιλογών αφού ήταν να τον συναντήσουν στο Λαρέντο και ο Πάστορας Τζιμ, θα έκανε τα πάντα για να φτιάξει με κάθε τρόπο τις σχέσεις των Γουίντσεστερς. Κάτι που ο Ντην δεν ήξερε αν ήθελε ακόμα.
Είχε καταλήξει σε δύο αρχικές επιλογές. Θα έβγαζε όσα χρήματα μπορούσε από τους κάλυκες χρυσού και έπειτα ή θα έμενε στο Κάσπερ για μερικές μέρες μέχρι να αποφασίσει τι να κάνει ή θα έκλεβε ένα αμάξι και θα τραβούσε προς μία τυχαία κατεύθυνση μέχρι να του τελειώσει η βενζίνη και έπειτα από εκεί θα έβλεπε και θα αποφάσιζε πώς θα συνέχιζε.
«Ήμουν κι εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου ελεύθερος και δεν ήξερα τι να κάνω με τις καινούργιες μου προοπτικές κι από πού ν' αρχίσω.», αναστέναξε ο θεατής Ντην.
Η βροχή συνέχιζε να πέφτει πυκνή. Ο Ντην πήγε να περάσει μια διάβαση και ένα αμάξι φρενάρισε απότομα δίπλα του και του κόρναρε κοφτά ξαφνιάζοντάς τον και βγάζοντάς τον βίαια από τις σκέψεις και το σχεδιασμό των αποφάσεών του.
«Βέβαια η ελευθερία σου δεν κράτησε για πολύ.», συμπλήρωσε ο Άλαστερ.
«Ντην!», προς στιγμήν σάστισε που ο οδηγός ήξερε το όνομά του, μα γρήγορα συνειδητοποίησε πως δεν ήταν άλλος από τον μπαμπά του. «Δε περίμενα με τίποτα να σε βρω τόσο εύκολα και σύντομα!», του χαμογέλασε εγκάρδια λες και δεν είχε συμβεί τίποτα πριν από μερικές ώρες. «Μήπως, λέω μήπως, ξέχασες κάτι;», του έδειξε με κωμικές κινήσεις το εσωτερικό του αμαξιού.
Ο Ντην δεν του έδωσε καμία απολύτως σημασία και συνέχισε να περπατά ευθεία πάνω στο πεζοδρόμιο. Το μαύρο Impala όμως έστριψε και συνέχισε να τον ακολουθεί, ισορροπώντας την ταχύτητά του με τη δική του. Τα λιγοστά αμάξια της κυκλοφορίας τον προσπερνούσαν, με τους ενοχλημένους οδηγούς να κοιτάνε απορημένοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συμβαίνει. «Έλα Ντην!», φώναξε ο Τζον και κορνάρισε πάλι. «Μπες μέσα! Είσαι μούσκεμα!»
Ο Ντην γέλασε ρουθουνίζοντας κοφτά και ειρωνικά, σπρώχνοντας πίσω τα βρεγμένα του μαλλιά. Φυσικά και ήταν μούσκεμα. Είχε αρκετή ώρα που ήταν μούσκεμα. Δε χρειαζόταν πια ούτε καν να κάνει μπάνιο. Το ασταμάτητο, πολύωρο, πυκνό μπουρίνι του είχε ξεπλύνει από το σώμα και τα ρούχα όλο τον ιδρώτα και τη σκόνη από το ορυχείο καλύτερα και από ντους. Ό,τι φορούσε ήταν ήδη πολύ πιο βαρύ από τη ποσότητα νερού που είχε ρουφήξει. Μέχρι και τα άρβυλά του ήταν γεμάτα με νερό και λάσπη μέχρι τους αστραγάλους και ένιωθε τα πέλματά του να παφλάζουν μέσα τους με κάθε του βήμα.
«Άκουσες τι είπα; Έλα και μη με κάνεις να κατέβω!», αν και η πρόταση θα μπορούσε να θεωρηθεί απειλητική, ο τόνος του Τζον είχε ένα ίχνος παράκλησης τραβώντας την προσοχή του Ντην. «Δε θέλω να βραχώ και να βρέξω τους επιδέσμους μου.», σήκωσε τα τυλιγμένα χέρια του για να του τα δείξει.
«Τι θες ρε πατέρα;», αγανάκτησε ο Ντην σταματώντας τελείως και ο Τζον πάτησε κι αυτός απότομο φρένο. Μόνο ένα αμάξι πίσω του, που πρόλαβε να σταματήσει λίγα εκατοστά από τον προφυλακτήρα του Impala, κορνάρισε για να διαμαρτυρηθεί. «Όπως βλέπεις δεν είναι ο Σαμ μαζί μου. Εσύ δεν είπες πως δε θες να με ξαναδείς αν δεν σου φέρω τον Σάμι πίσω και μάλιστα μετανιωμένο;»
«Το 'πα.», συμφώνησε ο Τζον, κάνοντας συνάμα σινιάλο, από το παράθυρό του, στον πίσω οδηγό να τον προσπεράσει, όταν εκείνος πάτησε και πάλι την κόρνα του.
«Όταν κι άμα τον βρω και καταφέρω να τον πείσω θα σ' ενημερώσω. Προς το παρόν τράβα τον δρόμο σου να μη με βλέπεις και φυσικά να μη σε καθυστερώ.», του έκανε νόημα με τα χέρια να προχωρήσει σαν να ήταν τροχονόμος.
«Ναι εντάξει όμως άστα αυτά τα χαζά, παιδιάστικα πείσματα για τώρα και μπες μες στ' αμάξι να ζεσταθείς γιατί πάγωσες.»
Ήταν δύο Σεπτεμβρίου και η θερμοκρασία είχε πέσει ελάχιστα από το απρόσμενο μπουρίνι. Βέβαια η βροχή που έπεφτε με ορμή μπορεί να ήταν παγωμένη και ο Ντην βρεγμένος ως το μεδούλι, μα δεν αισθανόταν κρύο. «Καλοκαίρι είναι ακόμα ρε μπαμπά! Είμαι μια χαρά!»
«Τότε…», ο Τζον κόμπιασε για λίγο. «Τότε γιατί τρέμεις γιε μου;», τον ρώτησε συνεσταλμένα. «Έλα μέσα αγόρι μου.»
Ο Ντην δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έτρεμε σύγκορμος. Μόλις το κατάλαβε και άκουσε τα δόντια του που χτυπούσαν μεταξύ τους, αγκάλιασε το σώμα του σαν να ντράπηκε και ξεκίνησε να περπατά ακόμα πιο γρήγορα. «Φεύγα από 'δώ και παράτα με! Είμαι μια χαρά!», επανέλαβε με πείσμα.
«Δεν κρύωνα.», σχολίασε ο θεατής Ντην σαν να ήθελε για κάποιο λόγο να δικαιολογηθεί.
«Εγώ δε χρειάζομαι διευκρίνιση αγαπητέ μου. Την γνωρίζω πολύ καλά αυτή τη συγκεκριμένη αντίδρασή σου.», είπε ο Άλαστερ, «Από τα νεύρα σου έτρεμες.»
Ο Τζον ισορρόπησε και πάλι την ταχύτητα του αμαξιού για να τον έχει μονίμως στο παράθυρο του συνοδηγού. «Έλα ρε Ντην!», κορνάρισε και πάλι κοφτά και νευρικά. «Μπες μέσα μην αρρωστήσεις! Έλα λίγο να συζητήσουμε. Να κοίτα! Σου 'χω και πρωινό τ' οποίο κρυώνει!», σήκωσε μια χάρτινη σακούλα από γνωστή αλυσίδα εστιατορίων, την οποία ο Ντην τσεκάρισε με την άκρη του ματιού του. «Έλα να στεγνώσεις, να φας, να τα πούμε κι αν δεν τα βρούμε, σ' αφήνω όπου θες και φεύγω. Σ' τ' ορκίζομαι!»
Ο Ντην σταμάτησε ακόμα μια φορά να περπατά. «Δ-διψάω.», είπε διστακτικά, δαγκώνοντας και γλείφοντας τις στάλες βροχής από τα χείλια του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις χάρτινες σακούλες δίπλα στο μπαμπά του.
Ο Τζον ανέβηκε με το αμάξι στο πεζοδρόμιο για να μην κόψει και πάλι την κυκλοφορία και με γρήγορες, νευρικές κινήσεις ψαχούλεψε μέσα στη σακούλα με τα πράγματα που είχε αγοράσει ο Ντην την προηγούμενη βραδιά. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι νερό και το ισοτονικό ποτό που δεν ήθελε καν να δοκιμάσει και του τα πρότεινε από το ανοιχτό παράθυρο.
Ο Ντην πήρε το μπλε ποτό και με χέρια που έτρεμαν ακόμα, το άνοιξε και άρχισε να το καταπίνει με μεγάλες αχόρταγες γουλιές, φτάνοντας αρκετές φορές στα όρια του πνιγμού από τη βιασύνη του.
Η εικόνα του ταλαιπωρημένου Ντην που έσβηνε με αγωνία τη δίψα του λες και δε θα προλάβαινε να ξεδιψάσει ή θα του έπαιρνε κάποιος το μπουκάλι από το χέρι, κλώτσησε άσχημα στα σωθικά του πατέρα του και ο θεατής Ντην μπόρεσε να ξεχωρίσει το μετανοιωμένο, σχεδόν ένοχο, βλέμμα στα μάτια του όταν έβγαλε γοργά το καπάκι από το μπουκαλάκι με το νερό και του το έδωσε ακριβώς την ώρα που εκείνος λαχανιασμένος μόλις είχε τελειώσει όλο το ισοτονικό ποτό.
Όπως το περίμενε ο Τζον, ο γιος του άρπαξε και το νερό και το κατέβασε κι αυτό με την ίδια λαχτάρα και ταχύτητα. «Θες κι άλλο αγόρι μου;», έβγαλε και ένα δεύτερο μπουκαλάκι με νερό και το πρότεινε στον Ντην, ο οποίος εκείνη την ώρα ακουμπούσε αποκαμωμένος και ξέπνοος με κλειστά τα μάτια πάνω στο αμάξι, προσπαθώντας να συνέλθει και να μη ξεράσει το νερό που είχε πιει, ακριβώς επειδή το είχε πιει τόσο γρήγορα.
«'Φχαριστώ.», ψέλλισε ξερά χωρίς να τον κοιτάει, άφησε τα άδεια μπουκάλια να πέσουν στη θέση του συνοδηγού, πήρε το δεύτερο μπουκαλάκι νερό από το χέρι του Τζον και συνέχισε να περπατάει μέσα στη βροχή.
«Δηλαδή δε θα μου κάνεις καν την χάρη να μου μιλήσεις για λίγα λεπτά;», συνέχισε ο Τζον να οδηγάει παράνομα, παράλληλα στο γιο του και ενώ ήταν ο μισός ακόμα πάνω στο πεζοδρόμιο. «Εντάξει, θα το πάμε έτσι τότε. Απλά άκου με λίγο. Αφότου έφυγες…»
«Δεν έφυγα μπαμπά! Ο Σαμ έφυγε!», του φώναξε ο Ντην διακόπτοντάς τον. «Εμένα μ' έδιωξες!»
«Ναι Ντην! Σ' έδιωξα! Και το έκανα γιατί εκνευρίστηκα που 'μαθα πως με δουλεύατε όλοι σας τόσους μήνες και γιατί μου επιτέθηκες!», φώναξε και ο Τζον.
«Σου 'πα να μη μας πλησιάσεις και δεν μ' άκουσες! Σε χτύπησα γιατί δεν μ' άκουσες και πήγες να δείρεις τον Σάμι!»
Ο Τζον φρενάρισε απότομα και άφησε τον Ντην να συνεχίζει να περπατά μέσα στη βροχή.
Εκείνος, πέρασε με γοργό βήμα ακόμα μία διασταύρωση και μην αντέχοντας, γύρισε να δει αν τον ακολουθούσε ακόμα ο μπαμπάς του. Ο Τζον όμως είχε βγάλει τα αλάρμ και είχε μείνει στατικός στο ίδιο σημείο όπου είχε φρενάρει.
Ο βηματισμός του μειώθηκε κατά πολύ και το στομάχι του σφίχτηκε. Πλέον περπατούσε χωρίς να βλέπει πού πάει. Χωρίς να ξέρει πού να πάει. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήθελε ένα πράγμα.
«Ήθελες να συνεχίσει να προσπαθεί να σε πείσει να πας μαζί του, έτσι δεν είναι αγαπητέ μου;», ρώτησε ο δαίμονας.
«Νόμισα πως με τη συμπεριφορά μου τον έκανα να με μισήσει και να τα παρατήσει. Στη συγκεκριμένη μας λογομαχία φοβήθηκα πραγματικά πως αυτή θα 'ταν και η φορά που θα μ' εγκατέλειπε και θα τον έχανα για πάντα.», παραδέχτηκε ο Ντην.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά όμως, ο Τζον βρέθηκε να οδηγάει και πάλι δίπλα στο γιο του. «…Φλάγκσταφ;», άκουσε ο Ντην τον μπαμπά του να ρωτά, όμως έπιασε μόνο την τελευταία του λέξη.
«Τι είπες;», τον ρώτησε έκπληκτος με άγριο βλέμμα.
«Λέω,», φώναξε ο Τζον για να ακουστεί. «θυμάσαι τι έγινε στο Φλάγκσταφ;»
Ο Ντην σταμάτησε απότομα κάνοντας τον Τζον να φρενάρει και πάλι απροειδοποίητα. Το πίσω αμάξι ξεκίνησε να κορνάρει και ο τσατισμένος οδηγός, άρχισε να φωνάζει δυνατά, βρίζοντας και κάνοντας έντονες χειρονομίες, όμως ο Τζον του έκανε ήρεμα νόημα από το παράθυρό του για να τον προσπεράσει.
«Ρε πάρε δρόμο μην έρθω εκεί και σου σπάσω το παρμπρίζ με τη μούρη σου!», ο Ντην έξω φρενών πλησίασε με απειλητικά επιθετική διάθεση τον οδηγό που επέμενε. Του πέταξε μια βαριά βρισιά και του χτύπησε τον ουρανό του αυτοκινήτου ενώ εκείνος έφευγε κακήν κακώς. Με τον ίδιο αέρα επέστρεψε πίσω στο Impala και έσκυψε μέσα στην καμπίνα από το παράθυρο του συνοδηγού, ενώ ο Τζον είχε παρκάρει κανονικά για να μην ενοχλεί την κυκλοφορία. «Τι ακριβώς μου 'πες πριν μας κορνάρει ο άλλος;», τον ρώτησε με δολοφονικό ύφος.
«Στο Φλάγκσταφ λέω,», αναστέναξε ο Τζον. «θυμάσαι τι έγινε;»
Ο Ντην γέλασε κοφτά και ειρωνικά κάνοντας παύση. «Μάλιστα κύριε. Κάθε φορά που ξυρίζομαι.», του έδειξε με το δάχτυλο μια παλιά, μικρή, λεπτή, λευκή ουλή που είχε ακριβώς στο κέντρο και κάτω από κάτω χείλος του. Μια ουλή που είχε δημιουργηθεί από τη γροθιά του Τζον. «Ήθελες απλά έτσι στο άσχετο να μου το υπενθυμίσεις ή μόλις μ' απείλησες; Πες μου πως γι' αυτό ήρθες να με βρεις;», συνέχισε ερειστικά. «Αυτή τη φορά όμως σε προειδοποιώ, να το ξέρεις, δε θα κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια όπως τότε.», του πέταξε με απέχθεια στην αγκαλιά του το μπουκαλάκι με το νερό, που είχε πάρει πριν από τα χέρια του και τον κάρφωσε με το βλέμμα του.
Τα χαρακτηριστικά του Τζον άλλαξαν και σκοτείνιασαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. Έσκυψε αστραπιαία και αφού έδιωξε τον Ντην από το παράθυρο όπου στηρίζονταν, σπρώχνοντάς τον δυνατά από το στήθος προς τα πίσω, άνοιξε νευρικά την πόρτα του συνοδηγού. «Μπες μέσα! Τώρα Ντην!», τον διέταξε αυστηρά.
Ο Ντην δίστασε για λίγο σαστισμένος. Χάιδεψε το στήθος του στο σημείο όπου ο Τζον τον έσπρωξε, έσιαξε αμήχανα τα μουσκεμένα του μαλλιά, σκούπισε τα βρεγμένα του χέρια στο ήδη μουλιασμένο του τζιν, και υπακούγοντας απρόσμενα πειθήνια στην εντολή του πατέρα του, έκατσε επιτέλους στη θέση του συνοδηγού.
Ο Τζον εισέπνευσε βαθιά και εξέπνευσε αργά. Προς στιγμήν φοβήθηκε πως ο γιος του θα το έσκαγε τρέχοντας, αλλά ευτυχώς κατάφερε έστω και με αυτόν τον ανορθόδοξο τρόπο να τον πείσει. «Εντάξει.», παραδέχτηκε καταπιέζοντας με δυσκολία όλα του τα συναισθήματα. «Εντάξει Ντην. Υποθέτω πως το τελευταίο μου άξιζε.», γύρισε το σώμα του για να βολευτεί καλύτερα. «Αλλά δεν εννοούσα αυτό που νομίζεις.»
Ο Ντην κοιτούσε πεισματικά κάτω ακουμπώντας αποκαμωμένα το σώμα του στην πλάτη του καθίσματος, αναπνέοντας γρήγορα, με ένα ελαφρύ τρέμουλο σε κάθε δεύτερη ή τρίτη του εκπνοή σαν να κρύωνε. Το χτυπημένο ζυγωματικό του είχε πρηστεί τόσο ώστε να πιέζει το μάτι του, αφήνοντάς του μόνο μια λεπτή υγρή χαραμάδα ανοιχτή ίσα, ίσα για να βλέπει, κάνοντας το στομάχι του Τζον να σφίγγεται. Χοντρές στάλες βροχής που έσταζαν από τα μαλλιά, το πρόσωπό και τα ρούχα του είχαν ήδη μουλιάσει τη δερμάτινη θέση του συνοδηγού και το λαστιχένιο πατάκι στα πόδια του.
«Ανάθεμα Ντην στάζεις ολόκληρος! Τα 'κανες όλα μούσκεμα!», άνοιξε την θέρμανση του αυτοκινήτου στο τέρμα και έκανε μια κίνηση να βγει από το αμάξι.
«Πού πας;», ρώτησε ο Ντην διστακτικά. Η φωνή του είχε χάσει εντελώς το προηγούμενο απειλητικό, βραχνό χρώμα της. Είχε γίνει σχεδόν σα παιδική.
«Πάω στο πορτ μπαγκάζ να σου φέρω ρούχα απ' τον σάκο σου για ν' αλλάξεις.»
«Όλα μου τα ρούχα είναι στο πλυντήριο πίσω στο σπίτι που μέναμε.», χαμογέλασε στραβά ο Ντην. «Υπάρχει περίπτωση να μου τα στέγνωσες και να τα 'φερες;»
«Όλα; Μα πώς;…Τι στα κομμάτια ρε Ντην;», γκρίνιαξε ο Τζον μη περιμένοντας απάντηση. «Αυτό το εικοσιτετράωρο είναι ατελείωτο!», μουρμούρισε και βγήκε έξω αναστενάζοντας και ξεφυσώντας δυνατά.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά μπήκε και πάλι μέσα στη καμπίνα κρατώντας ένα απλό, λευκό, κοντομάνικο φανελάκι και ένα σκούρο χακί παντελόνι φόρμας που είχε πάρει από το δικό του σάκο στο πορτ μπαγκάζ. «Θα σου 'ναι λίγο μεγάλα, αλλά τουλάχιστον είναι καθαρά και στεγνά.», τα έδωσε στον Ντην και εκείνος αφού άφησε τα λιγοστά αντικείμενα που είχε πάνω του μέσα στο ντουλαπάκι του ταμπλό, ξεκίνησε να ξεντύνεται.
«Αφότου λοιπόν χωριστήκαμε,», συνέχισε την εξιστόρηση του ο Τζον, αποφεύγοντας και πάλι να χρησιμοποιήσει τη φράση "σε έδιωξα". «σωριάστηκα στον καναπέ και κατάφερα να ξεραθώ τρεις ώρες μα μόλις ξύπνησα, δεν είχα πια διάθεση για παραπάνω ξεκούραση. Ήθελα να ξεκουμπιστώ το συντομότερο από 'κείνο το σπίτι. Συνεννοήθηκα με τον Κέϊλεμπ, μάζεψα τα πράγματά μας ή όσα βρήκα απ' ότι φαίνεται,», βοήθησε τον Ντην να τραβήξει από το σώμα του το βρεγμένο μπλουζάκι που είχε κολλήσει πάνω του από την υγρασία. «και βγήκα στο δρόμο για να κάνω ωτοστόπ ή να, ξέρεις, να "δανειστώ" προσωρινά ένα αμάξι.»
Ο Ντην έβγαλε τα άρβυλά του και τα στράγγισε έξω από το παράθυρο σαν να άδειασε δύο ποτήρια γεμάτα λασπωμένο νερό. «Κι εγώ έψαξα.», παραδέχτηκε ενώ τώρα πάλευε να βγάλει τις κάλτσες του και το μουσκεμένο, στενό τζιν του που είχε σφίξει πάνω του σαν δεύτερη επιδερμίδα. «Αλλά δεν είχε πουθενά. Ούτε με ωτοστόπ θα τα κατάφερνες. Οι ντόπιοι δεν είναι και πολύ φιλόξενοι σήμερα. Κανένας τους δεν σταμάτησε μπαμπά, ούτε καν να με ρωτήσουν αν θέλω έστω βοήθεια.», βόγκηξε δυνατά τραβώντας τα μπατζάκια, καταφέρνοντας επιτέλους να απελευθερωθεί. Πέταξε τα βρεγμένα ρούχα στο πατάκι στα πόδια του και ξεκίνησε να ντύνεται με τα ρούχα του μπαμπά του.
«Όταν βγήκα όμως έξω, είδα το Impala παρκαρισμένο εκεί που το 'χα αφήσει και με τα κλειδιά πάνω στη μηχανή, ενώ σ' άκουσα νωρίτερα να το βάζεις μπρος. Ντην,», του έσιαξε το λευκό μπλουζάκι που είχε στραβώσει στον ώμο. Τα στεγνά ρούχα άρχισαν κι αυτά να νοτίζουν από τον βρεγμένο σώμα του. «γιατί δεν πήρες το αμάξι σου και γιατί δεν πήγες με τον Σαμ;»
«Δεν τον πρόλαβα. Λίγο πριν πάω να τον πάρω, έκανε ωτοστόπ κι ένα βανάκι τον πήρε.», ο Ντην έξυσε τα μαλλιά του με τα χέρια του για να τα στεγνώσει, πιτσιλώντας νερό παντού. «Και μετά απ' αυτό αποφάσισα πως δεν μπορούσα να πάρω τ' αμάξι. Γι' αυτό και το 'κοψα με τα πόδια.», σκούπισε τα δάχτυλά του πάνω στην φόρμα.
«Γιατί δε μπορούσες να το πάρεις;»
«Γιατί όλα τα "εργαλεία" της δουλειάς σου είναι στο πορτμπαγκάζ ρε μπαμπά. Τι να το κάνω εγώ ολόκληρο τ' οπλοστάσιό σου;», ανασήκωσε του ώμους του.
«Γιατί ήσουν κουρασμένος, τραυματισμένος και πονούσες. Γιατί ένιωθα άσχημα για τα λόγια που σου πέταξε με τόση ασέβεια ο Σαμ και σε πλήγωσε. Γιατί ένιωθα τύψεις που τόλμησα και σε χτύπησα και πίστευα πως μου άξιζε η ταλαιπωρία για τιμωρία. Γιατί πονούσα που διαλύθηκε η οικογένειά μας έτσι απλά και γρήγορα και θα 'μενες ολομόναχος. Γιατί δε θα μπορούσα πια να σε προστατεύω κι ήθελα να ξέρω πως τουλάχιστον με το "Μωρό" μου θα 'σαι λίγο πιο ασφαλής.», συμπλήρωσε ο θεατής Ντην τα λόγια που ήθελε να πει από τότε αλλά δεν το έκανε ποτέ.
«Μόλις το 'δα, που λες, ξαφνιάστηκα, δε περίμενα ποτέ να φύγεις χωρίς αυτό και θυμήθηκα το Φλάγκσταφ και την ημέρα που σ' το 'δωσα.», χαμογέλασε, όμως στα μάτια του κρυβόταν πικρή μελαγχολία.
Ο Ντην θυμήθηκε κι αυτός την αποφράδα εκείνη ημέρα του Ιουλίου του 1994, όταν ο πατέρας του ανακάλυψε πως ο Σαμ το είχε σκάσει από την επίβλεψή του και είχε εξαφανιστεί για μέρες. Όταν επέστρεψε από το Κυνήγι του άρον – άρον, έχασε την ψυχραιμία του και ξέσπασε όλη του την οργή, την αγωνία, τον φόβο και το αυτομίσος πάνω στον Ντην με τον χειρότερο τρόπο.
«Ακριβά το πλήρωσα τότε το μπλουζάκι που σου κατέστρεψα.», προσπάθησε αμήχανα να αστειευτεί όμως απέτυχε οικτρά. Η γλώσσα σώματος και η έκφρασή του ήταν κάθε άλλο πάρα ανάλαφρη.
«Ήταν συλλεκτικό των Led Zeppelin και δώρο του Μπόμπι.»
«Ήταν.», έκανε μια παύση για να απωθήσει την εικόνα του δεκαπεντάχρονου γιου του πεσμένο στο φθαρμένο πάτωμα του στενού χολ, κουλουριασμένο σε σφιχτή εμβρυακή στάση καθώς προσπαθούσε να προστατευτεί από τον ίδιο και τις γροθιές του, με τις παλάμες ανοιχτές πάνω από το κεφάλι του σε θέση απόλυτης παράδοσης, να του ψελλίζει παρακλητικά "φτάνει", το αγαπημένο του μπλουζάκι ξεχειλωμένο και βαμμένο κόκκινο με το ίδιο του το αίμα, να παλεύει σκληρά μα τελικά μάταια να κρατήσει τις αισθήσεις του. Μια εικόνα που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του και θα τον επισκέπτονταν συχνά πυκνά στους εφιάλτες του, στις απρόσμενες, σκοτεινές, ένοχες σκέψεις του και φυσικά πολύ αργότερα στα απαίσια βασανιστήρια του Άλαστερ. «Αλλά μαζί μ' αυτό», κατάφερε να συνεχίσει με κόπο τον ειρμό του. «θυμήθηκα πως και τότε ο Σάμιουελ το 'σκασε γιατί ήθελε να φύγει πάλι μακριά μας. Εσύ θυμάσαι τι είχαμε αποφασίσει όταν βρήκαμε πού κρύβονταν;»
«Εσύ το σκέφτηκες και τ' αποφάσισες.», ο Ντην δεν παραδέχτηκε τη συμμετοχή του στην τελική απόφαση του πατέρα του. «Είχες πει πως αφού έκανε τόσο κόπο για να σχεδιάσει την απόδρασή του, θα τον άφηνες να ζήσει την εμπειρία του.»
«Ακριβώς! Με τη λογική πως ίσως μετά απ' την καλοκαιρινή του περιπέτεια θα σταματούσε να γκρινιάζει για τα πάντα.», ο Τζον σταμάτησε τους υαλοκαθαριστήρες που έτριζαν πάνω στο καθαρό παρμπρίζ καθώς είχε σταματήσει επιτέλους να βρέχει. «Κι όντως μετά από 'κείνο το καλοκαίρι ο Σάμι είχε αλλάξει συμπεριφορά και νοοτροπία γι' αρκετό καιρό.»
Ο Ντην πήρε τα ρούχα του από το πατάκι και ανοίγοντας το παράθυρο τα έστυψε και τα κρέμασε να στεγνώσουν, μαγκώνοντάς τα με το τζάμι.
«Ο αδερφός σου πάντα έχει την τάση να κάνει τ' αντίθετο απ' ό,τι του λέω. Σκέφτηκα λοιπόν αντί να τον πιέζω να επιστρέψει με το ζόρι, να τον αφήσω κι αυτή τη φορά να ζήσει την εμπειρία του. Ίσως σε κάνα εξάμηνο να το μετανιώσει απ' την πολύ δουλειά και τα διαβάσματα ή να βαρεθεί τη ρουτίνα και τη συναναστροφή με τους καθημερινούς ανθρώπους και να θέλει να επιστρέψει στην κανονική του ζωή.»
Ο Ντην στραβομουτσούνιασε με δυσπιστία. Ο Σάμι λαχταρούσε και ψοφούσε για καθημερινά πράγματα βουτηγμένα στη ρουτίνα.
«Πιστεύω πως θα ηρεμίσει, θα το καλοσκεφτεί και θα πάρει την απόφαση να ξαναγυρίσει κοντά μας, όπως τότε στο Φλάγκσταφ.»
«Δεν είχε γυρίσει από μόνος του μπαμπά.», ο Ντην έτριψε ξανά τα βρεγμένα του μαλλιά. «Δε θυμάσαι; Εσύ είχες πληρώσει τον ιδιοκτήτη και το προσωπικό να τον στριμώξουν επίτηδες για να τρομάξει, μια μέρα πριν πας να τον πάρεις.»
«Καλά λες!», ο Τζον γέλασε ανακαλώντας την ανάμνηση. «Όταν πήγα και τον βρήκα είχαν περάσει ήδη τρεις μέρες αφότου του τελείωσαν τα λεφτά για φαγητό. Μόλις μας είδε έτρεξε απ' την κρυψώνα του κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Ήταν θεονήστικος, ψόφιος στην κούραση και τρομαγμένος γιατί τον κυνηγούσε σ' ολόκληρη την περιοχή όλο το προηγούμενο βράδυ ο ιδιοκτήτης του κάμπινγκ.», γέλασε και πάλι. «Μας ζητούσε συνέχεια συγνώμη και μας ευχαριστούσε κλαίγοντας που τον σώσαμε. Το καημενούλικο.»
Ο Ντην ενώ χαμογελούσε έσφιξε τα χείλια του και δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλού του δυνατά. Ήταν και αυτός μπροστά στη σκηνή όταν ο ξεθεωμένος Σάμι με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσε τον μπαμπά τους να τον πάρει μακριά από εκείνο το μέρος και είχε λυπηθεί πάρα πολύ από την απελπιστική κατάσταση που τον είχαν βρει. «Αυτή τη φορά τι θα κάνεις; Θα πληρώσεις τον πρύτανη του Στάνφορντ να σταματήσει να τον ταΐζει και ν' αρχίσει να τον τρομοκρατεί;»
«Αν χρειαστεί, μπορεί.», αστειεύτηκε ο Τζον μα ο Ντην δεν πείστηκε από την ιλαρή διάθεσή του. Ο μπαμπάς του ήταν ικανός να κάνει μέχρι και αυτό. «Όμως για πες μου τώρα στα σοβαρά.», συνέχισε ο Τζον. «Γιατί δεν πήγες μαζί του στο Πάλο Άλτο;»
«Μ' ήθελες να πάω μαζί του;», ο Ντην έσκυψε το κεφάλι του και χάιδεψε το ζυγωματικό του απαλά. «Έπρεπε να πάω μπαμπά;»
«Όχι αγόρι μου.», απάντησε ο Τζον και του χάιδεψε το σβέρκο τσιμπώντας τον μαλακά. Μια φειδωλή έκφραση στοργής που για τον εικοσιτριάχρονο Ντην ισοδυναμούσε με κανονικό εναγκαλισμό ή ασπασμό, καθώς ο πατέρας του, ενώ τα παιδιά του μεγάλωναν, γινόταν ολοένα και πιο λακωνικός με τον τρόπο εκδήλωσης της τρυφερότητάς του. Μια κίνηση βέβαια που ο Άλαστερ δυστυχώς είχε υιοθετήσει επίτηδες για να τυραννάει περισσότερο τον Ντην. «Δεν ήθελα να πας με τον αδερφό σου μόνο και μόνο για να 'χει κάποιον μαζί του να τον προσέχει, αν εννοείς αυτό.»
«Δε ξέρω γιατί δε πήγα.», αναστέναξε ο Ντην. «Πάντως αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως δε θα 'θελα να μένω με τον Σαμ στο Πάλο Άλτο, την πανεπιστημιούπολη και να ψήνω μπιφτέκια ή να σερβίρω ποτά σε φοιτητές για να βγάζω το ψωμί μου και να πληρώνω το νοίκι μου. Αν τον προλάβαινα θα τον πήγαινα ως εκεί για να μην ταλαιπωρηθεί, θα τον τακτοποιούσα και μετά θα 'φευγα.»
«Και πού θα πήγαινες;»
«Δεν έχω ιδέα.»
«Σε ρωτάω γιατί μετά απ' όσα έγιναν χθες στ' ορυχείο αναρωτιέμαι μήπως συμφωνείς με τον αδερφό σου. Μήπως όντως αυτή η δουλειά που κάνω δεν κάνει και για σένα.»
«Δε ξέρω.», επανέλαβε ο Ντην ανεβάζοντας ελάχιστα τον τόνο του για έμφαση. «Εσύ όμως γιατί έψαξες να με βρεις;», ανέβασε τα ξυπόλητα πέλματά του πάνω στη θέση και στήριξε τα χέρια του πάνω στα γόνατά του.
«Γιατί μ' άφησες τ' αμάξι. Αν δεν το 'χες αφήσει, τώρα θα 'ψαχνα τρόπους για να πάω στον Κέϊλεμπ στο Λαρέντο.»
«Δεν απάντησες στην ερώτησή μου.»
Ο Τζον αναστέναξε. Φαινόταν πως δυσκολεύονταν να εκφράσει τις σκέψεις του. «Ντην, μπορεί κάποιες φορές να σου φέρομαι σα κόπανος, αλλά…»
«Μπαμπά δεν…», προσπάθησε ο Ντην να διακόψει όμως ο Τζον συνέχισε.
«Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε νοιάζομαι για σένα.»
«Το ξέρω!», δοκίμασε και πάλι να τον σταματήσει.
«Το κατάλαβα πως αφού μ' άφησες το αμάξι σου τότε λογικά δεν είχες φύγει με τον Σαμ και πως ήσουν μόνος σου. Άκουσα τον Σαμ που σου 'λεγε να πας μαζί του αλλά άκουσα και σένα να του λες πως δε μπορείς να φύγεις και να μ' αφήσεις.», ο Τζον του ξανατσίμπησε και του χάιδεψε το σβέρκο. «Γι' αυτό σ' έδιωξα αυτή τη φορά γιε μου, όχι μόνο επειδή εκνευρίστηκα. Δεν ήθελα να συνεχίζεις να μένεις μαζί μου γιατί αισθάνεσαι την υποχρέωση να με φροντίζεις μόνο και μόνο επειδή είμαι πατέρας σου.», έκανε μια παύση και αναστέναξε. «Αλλά όταν είδα τ' αμάξι τότε κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος. Ήρθα στην πόλη με την ελπίδα να σε βρω πριν εξαφανιστείς κι ευτυχώς που σε βρήκα τόσο εύκολα.»
Ο Ντην βούλιαξε λίγο στη θέση του και ακούμπησε αποκαμωμένα το κεφάλι του στη πλάτη του καθίσματος.
«Ντην,», ο Τζον περίμενε μέχρι ο γιος του να γυρίσει και να τον κοιτάξει στα μάτια. «ξέχνα για λίγο τον Σαμ, ξέχνα και τον καυγά μας και πες μου με ειλικρίνεια, τι θες να κάνεις αγόρι μου;»
Ο Ντην χαμήλωσε το βλέμμα του και ανασήκωσε νευρικά τους ώμους του. «Δε ξέρω.», ψιθύρισε με δυσκολία.
Ο Τζον ανακάθισε λίγο στη θέση του και ξερόβηξε. «Το Κάσπερ έχει μια μάντρα μεταχειρισμένων αυτοκινήτων λίγα χιλιόμετρα μετά την βόρεια έξοδό του. Θες να πάμε ως εκεί να βρω και να αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αμάξι, να φορτώσω τον εξοπλισμό μου απ' το πορτ μπαγκάζ και να σου δώσω πίσω το δικό σου, χωρίς να 'χεις πια τύψεις ότι μ' αφήνεις χωρίς μεταφορικό μέσο στη μέση του πουθενά και χωρίς τα εργαλεία της δουλειάς μου;»
Ο Ντην βάλθηκε να ξύνει εμμονικά με τον δείκτη του, την παρανυχίδα που προεξείχε από τον δεξί του αντίχειρα. «Ό,τι θες.»
«Όχι, όχι δε με κατάλαβες.», επέμενε ο Τζον. «Εσύ θα μου πεις τι θα κάνουμε.»
«Τι να σου πω ρε μπαμπά;», μόλις κατάφερε να ξηλώσει λίγο παραπάνω την παρανυχίδα του, την τράβηξε απότομα με τα δόντια του ξεσχίζοντάς την και την έφτυσε νευρικά. «Πριν μ' έδιωξες, είπες πως εγώ φταίω για όλα, είπες πως δεν μ' έχεις ανάγκη, είπες πως σε καθυστερώ και πως…»
«Ξέρω πολύ καλά τι είπα πριν. Γι' αυτό σου 'πα ξέχνα τα όλα!»
«Δε καταλαβαίνω τι θες από μένα!», ρούφηξε το αίμα από τον αντίχειρά του. «Δε ξέρω τι πρέπει να κάνω!», αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια του συνεχίζοντας να γλύφει και να δαγκώνει νευρικά την πληγή του. «Δε ξέρω τι θέλω να…Δε μπορώ να σκεφτώ μπαμπά! Είμαι κουρασμένος!»
«Άφησε τα πάντα πίσω σου για λίγο. Άσε ό,τι έγινε κι ό,τι είπαμε. Μη σκέφτεσαι καν τ' ότι χθες μ' έσωσες από βέβαιο θάνατο και πως χωρίς εσένα δε θα 'μουν τώρα εδώ να σου μιλάω.», ο Τζον του χάιδεψε απαλά το ζυγωματικό με τον αντίχειρά του. «Άδειασε το μυαλό σου κι απάντησε, όχι σε μένα, μα στον εαυτό σου αν θέλεις να συνεχίσεις να κάνεις τη ζωή που κάνουμε. Αν θες να συνεχίσεις να κυνηγάς, είτε με μένα, είτε μόνος σου ή και καθόλου.»
«Δε ξέρω σου είπα!», ανασήκωσε αγανακτισμένα τους ώμους του. «Δε θέλω να… Μπαμπά σε παρακαλώ, δε θέλω να το συζητήσουμε αυτή τη στιγμή! Είμαι κουρασμένος που να πάρει!», επανέλαβε απελπισμένα ο Ντην μέχρι που η φωνή του ράγισε τελείως. «Τόσο κουρασμένος…»
Ο Τζον πλησίασε τον γιο του, έβαλε το τυλιγμένο με επιδέσμους χέρι του στο σβέρκο του και ενώ ο Ντην νόμισε πως θα του τον τσιμπήσει όπως συνήθιζε, εκείνος τον τράβηξε μαλακά προς τη μεριά του και τον έσφιξε, παγιδεύοντάς τον στην αγκαλιά του[2]. «Το ξέρω Ντην μου. Το βλέπω αγόρι μου.», τον καθησύχασε και συνέχισε να τον κρατά, χτυπώντας τον μαλακά και ρυθμικά στην πλάτη.
Ο Ντην στην αρχή της απρόσμενης αγκαλιάς του πατέρα του τσιτώθηκε, όμως πολύ σύντομα αφέθηκε πλήρως και του ανταπέδωσε τον εναγκαλισμό, κουρνιάζοντας στον κόρφο του όπως έκανε όταν ήταν παιδί.
«Χθες, κόντεψα να σε χάσω αγόρι μου.», του ψιθύρισε και η φωνή του βυθίστηκε στον πόνο. «Ντην, δε θα τ' άντεχα. Δε θα τ' αντέξω αν συμβεί ποτέ κάτι σε σένα ή στον Σάμι. Ντην μου…δε θα το αντέξω!», έκλεισε σφιχτά τα μάτια του πασχίζοντας να μη ξεσπάσει σε κλάματα και ακούμπησε το μάγουλό του στο μέτωπο του Ντην, σφίγγοντάς τον δυνατά, γραπώνοντας τα δάχτυλά του πάνω στο μπλουζάκι του, λες και θα του γλιστρούσε μέσα από τα χέρια, λες και θα τον έχανε για πάντα εκείνη ακριβώς τη στιγμή. «Όμως γιε μου εγώ δε μπορώ!…Δε μπορώ να σταματήσω! Το ξέρεις πολύ καλά πως δε μπορώ!»
«Το ξέρω μπαμπά!»
«Λοιπόν!», αρκετά δευτερόλεπτα μετά ο Τζον τον άφησε και πήγε πίσω στη θέση του. «Δε χρειάζεται ν' αποφασίσεις τώρα.», του χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Από 'δώ ως το Λαρέντο είναι περίπου 1400 μίλια και καμιά εικοσαριά ώρες. Θες να με πας ως εκεί, να σκεφτείς στη διαδρομή αν, πώς και τι θέλεις να κάνεις και μου λες την απόφασή σου όταν φτάσουμε;»
Ο Ντην έτριψε τα βουρκωμένα μάτια του και πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Μάλιστα κύριε.», απάντησε αποφασιστικά. «Καλή ιδέα.»
«Αν δεν θέλεις να συνεχίσουμε μαζί και θες να κυνηγάς μόνος σου, χωρίζουμε τον εξοπλισμό μου, πάω εγώ με τον Κέϊλεμπ μένεις εσύ με τ' αμάξι σου και παίρνει ο καθένας τον δρόμο του. Αν δε θες καν να συνεχίσεις το Κυνήγι, κανένα πρόβλημα, θα σου δώσω ένα μικρό κομπόδεμα που 'χω για έκτακτη…»
«Μπαμπά δεν…», δοκίμασε ο Ντην να διακόψει τον Τζον για να αρνηθεί.
«Όχι, μη με διακόπτεις!», ο Τζον σήκωσε το μπανταρισμένο χέρι του. «Τόσα χρόνια είσαι στη δούλεψή μου. Δε θα σ' αφήσω να φύγεις χωρίς μια μικρή αποζημίωση.», συνέχισε διασκεδάζοντας με τον όρο που χρησιμοποίησε. «Αν όμως αποφασίσεις να μείνεις μαζί μου και να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε, τότε με μεγάλη μου χαρά θα το δεχτώ και θα σβήσω τελείως ό,τι συνέβη μεταξύ μας σήμερα το πρωί. Όλα όσα έγιναν κι ό,τι ειπώθηκε. Ούτε καν θα το συζητήσουμε ξανά. Περασμένα ξεχασμένα.»
«Σύμφωνοι. Ας πάμε τότε ως το Τέξας και βλέπουμε και κάνουμε.», ο Ντην ψαχούλεψε την χάρτινη σακούλα και έβγαλε το τελευταίο κουτάκι Nerve Damage. Χρειαζόταν οπωσδήποτε μια τεχνητή, ενεργειακή τόνωση για να μπορέσει να συνεχίσει. Λίγο πριν προλάβει να το ανοίξει όμως ο Τζον του το πήρε από το χέρι.
«Δε κατάλαβες καλά.», του έδειξε με τον αντίχειρα τα πίσω καθίσματα. «Πας στο "υπνοδωμάτιό" σου, τρως σα καλό παιδάκι στο "κρεβάτι σου" το παγωμένο πλέον πρωινό που σου αγόρασε ο μπαμπάκας σου και μετά κοιμάσαι υποχρεωτικά το λιγότερο έξι ώρες. Γκέγκε;»
«Και ποιός θα οδηγήσει ως το Λαρέντο;», ο Ντην δοκίμασε να του πάρει το κουτάκι από το μπανταρισμένο του χέρι. «Η όρθια μούμια με τις πληγιασμένες παλάμες που δε μπορεί να κρατήσει καλά καλά το τιμόνι και κοιμήθηκε τρεις ολόκληρες ώρες;»
Ο Τζον τραβήχτηκε και αφού άνοιξε το κουτάκι, ήπιε μια γερή γουλιά. Το χαμόγελό του χάθηκε και μετατράπηκε σε μορφασμό αηδίας. «Πώς το πίνεις αυτό το πράγμα;», ρώτησε και ξαναήπιε. «Έλα, άντε ας μη το καθυστερούμε, τράβα πίσω!», το ακούμπησε ανάμεσα στα πόδια του για να το στηρίξει και γύρισε το κλειδί στη μίζα. «Φάε, ξεκουράσου και θα προλάβεις πολλές ώρες και χιλιόμετρα για να οδηγήσεις.»
Ο Ντην πήδηξε και γλίστρησε με χάρη στο πίσω κάθισμα. Μια μηχανική πλέον κίνηση που φαινόταν πως την είχε κάνει αμέτρητες φορές. Πήρε τη σακούλα και άρχισε να μασουλά τις κρύες, σα σφουγγάρι, μουλιασμένες στο λάδι αυγόφετες και το λαστιχένιο πλέον λουκάνικο που του είχε πάρει ο Τζον, με πραγματική απόλαυση. «Μπαμπά τι θα γίνει όμως με τα ρούχα μου; Εκτός απ' αυτά», έδειξε τα βρεγμένα του ρούχα που πλέον κουνιόντουσαν πέρα δώθε σαν μπαϊράκια πιασμένα από το παράθυρο. «Δεν έχω άλλα.»
«Πραγματικά Ντην δε θέλω να γυρίσω πίσω σ' εκείνο το σπίτι μετά απ' 'όλα όσα έγιναν.», παραδέχτηκε ο Τζον ξεφυσώντας.
«Ε, και πώς θα γίνει;»
«Είχες πάλι κανένα συλλεκτικό μπλουζάκι από συγκρότημα ή κανένα δώρο συναισθηματικής αξίας που θα μου κοστίσει δεύτερο αμάξι;»
«Μπα όχι.», συνέχισε να τρώει.
«Ήρθε λοιπόν απ' ότι φαίνεται η ώρα σου ν' αλλάξεις γκαρνταρόμπα. Θα πάρουμε άλλα ρούχα, καλύτερα, απ' το Λαρέντο. Μη σε νοιάζει.», σταμάτησε σε ένα κόκκινο φανάρι και κοίταξε την αντανάκλαση του Ντην από τον κεντρικό καθρέφτη. «Πάντως αν αποφασίσεις τελικά να συνεχίσεις το Κυνήγι μαζί μου, λέω να σου πάρω κι ένα κοστούμι, έτσι λίγο καλούτσικο, γραβάτα, παπούτσια κι ίσως και μια καμπαρντίνα μιας και φθινοπωριάζει.», χαμογέλασε στραβά, βλέποντας τον γιο του να πασχίζει να καταπιεί τη μπουκιά του για να μιλήσει. Τελικά του έδωσε το κουτάκι με το ενεργειακό ποτό βλέποντας πως ο γιος του είχε "κουμπωθεί" για τα καλά.
«Δε μου κάνεις πλάκα, έτσι;», ήπιε μια γερή γουλιά και του το έδωσε πίσω. «Πες μου πως θα μου βγάλεις επιτέλους ομοσπονδιακή ταυτότητα πράκτορα;», χτύπησε με τη γροθιά του τον ουρανό του αυτοκινήτου. Φαινόταν κατενθουσιασμένος. «Ξέρεις, έχω ήδη σκεφτεί το κατάλληλο ψεύτικο όνομα εδώ και μήνες!»
«Ήμουν σίγουρος.»
«Επιτέλους!», ο Ντην τελείωσε το "πρωινό στο κρεβάτι" και αφού μάζεψε τις λαδωμένες συσκευασίες, τις τσαλάκωσε μέσα στην σακούλα και την έβαλε στη θέση του συνοδηγού. «Μπαμπά ξέρεις τι σκέφτηκα; Λέω να πάρω και καουμπόικες μπότες μιας και θα πάμε στην πηγή τους.», είπε ο Ντην μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Ο Τζον ρουθούνισε γελώντας κοροϊδευτικά. «Για δαίμονες πάμε στο Τέξας αγόρι μου όχι για να βοσκήσουμε γελάδια. Δε νομίζω πως θα ταιριάζει με το στυλ σου.»
«Αυτό θα το δούμε!», γέλασε και ο Ντην και ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα χορτάτος και ικανοποιημένος. Έβαλε το χέρι του για μαξιλάρι και στην επόμενη στάση σε κόκκινο φανάρι, ο Τζον γύρισε και τον σκέπασε με το δερμάτινό του παρόλο που δεν έκανε καθόλου κρύο.
Χαμογελώντας ευχαριστημένος από τη στοργή του πατέρα του, αναστέναξε βαθιά, προσπαθώντας να χαλαρώσει. Ήδη αισθανόταν το γλυκό κύμα του ύπνου να του χαϊδεύει το μυαλό και το κορμί.
Ο Τζον οδηγώντας, ξεκίνησε αφηρημένα και από συνήθεια να σφυρίζει μια αγαπημένη του μελωδία[3] που σφύριζε κάποτε όταν ήθελε να νανουρίσει τα αγόρια του.
«Μπαμπά,», ο Ντην δεν μπόρεσε να κρατηθεί και αποφάσισε να εκφράσει αυτό που ταλάνιζε τις σκέψεις του. «δε πιστεύω πως ο Σαμ θα γυρίσει ποτέ πίσω σε μας.», έσφιξε το δερμάτινο του μπαμπά του σαν να κρύωσε απότομα.
«Ξεκουράσου.», ο Τζον διέκοψε το σφύριγμά του ίσα - ίσα για να προφέρει την λέξη, όμως δευτερόλεπτα μετά σταμάτησε και πάλι. «Ντην;»
Ο Ντην άνοιξε με κόπο τα μάτια του και κοίταξε την αντανάκλαση του Τζον στον κεντρικό καθρέφτη.
«Θέλω να ξέρεις πως σήμερα το πρωί δεν είχα σκοπό να χτυπήσω τον Σάμι μας. Σ' τ' ορκίζομαι. Ήθελα μόνο να του πάρω τα μπαγκάζια και να τον πείσω να μείνει μαζί μας.», το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον δρόμο. «Όμως…», συνέχισε προλαβαίνοντας το "συγνώμη κύριε" που είχε ο Ντην έτοιμο στην άκρη της γλώσσας του. «Όμως γιε μου, πραγματικά δε ξέρω πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα και τι θα γινόταν αν δεν έμπαινες στη μέση και δε μας σταματούσες.», ο Τζον κοίταξε στον καθρέφτη και κλείδωσε για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια του με τα μάτια του Ντην. Το βλέμμα του ήταν ζεστό, γεμάτο ευγνωμοσύνη και παρόλο που ο Ντην δεν ξεχώριζε το στόμα του, ήταν σίγουρος πως του χαμογελούσε.
Γύρισε και πάλι την προσοχή του στον δρόμο και συνέχισε να σφυρίζει μελωδικά νανουρίζοντας τον γιο του.
...ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...
[0] Σ.Σ. Μη ξεχάσετε να αφήσετε review. Για οποιαδήποτε απορία στείλτε μου P.M.
[1] Σ.Σ. Βλέπε την 1η ιστορία της σειράς, με τίτλο: «Ό,τι συνέβη στο Φλάγκσταφ, έμεινε στο Φλάγκσταφ.» - «What happened in Flagstaff, stayed in Flagstaff.»
[2] Σ.Σ. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας γράφτηκε ακριβώς μετά την προβολή του τελικού επεισοδίου (20/11/2020) του Supernatural. Στο αρχικό πλάνο ο Τζον δε θα αγκάλιαζε τον Ντην σε αυτό το σημείο. Θα του τσιμπούσε λακωνικά το σβέρκο. Μετά όμως από αυτά που συνέβησαν στο cannon επεισόδιο, πρόσθεσα επίτηδες την αγκαλιά γιατί ο Ντην άξιζε πολύ, μα πολύ περισσότερες εκφράσεις αγάπης από όλους. Δυστυχώς όμως στη ζωή του εισέπραξε τελικά ελάχιστες πριν πεθάνει τόσο άδικα. Στη δικιά μου γωνιά του πολυσύμπαντος όμως όχι. Όχι στον δικό μου Ντην! Σε αυτόν τον κόσμο, ο Ντην Γουίντσεστερ θα είναι πάντα ασφαλής.
[3] Σ.Σ. Ο Τζον εδώ σφυρίζει τη μελωδία από το τραγούδι "As time goes by" της ταινίας Casablanca, από το μουσικό κουτί που του είχε αγοράσει ο πατέρας του για να μη φοβάται τα βράδια και να μπορεί να κοιμηθεί. Μια μελωδία που ο Σαμ και ο Ντην θυμόντουσαν να σφυρίζει ο μπαμπάς τους κάποιες φορές, όπως αναφέρεται στο επεισόδιο 08.12 "As Time Goes By"
