Κεφάλαιο XL
[ Νοέμβριος, 749 Σ.Ε. ]
"Δεν είσαι αρκετά ζεστά ντυμένη."
Η Βανέσσα διέκρινε αμέσως τον παιχνιδιάρικο τόνο στην φωνή του αγαπημένου της, "Μου φαίνεται πως έχω ξανακούσει αυτά τα λόγια από εσένα, Λούτσε." Ένα πανέμορφο, πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της καθώς στράφηκε σε εκείνον που περπατούσε πλάι της.
Οι νεόνυμφοι επέστρεφαν στο σπίτι έπειτα από την τέλεση του γάμου και την ευχάριστη συγκέντρωση που ακολούθησε στην ίδια αίθουσα. Είχαν συνομιλήσει με τον καθένα από τους καλεσμένους οι οποίοι συμμερίστηκαν την χαρά των πρωταγωνιστών εκείνου του φθινοπωρινού απογεύματος.
Στο άκουσμα της αυθόρμητης απάντησης, μια σπίθα συγκίνησης έλαμψε στο γκριζογάλανο βλέμμα του άνδρα, "Την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε, σωστά;" Είπε απαλά εκείνος.
Η Βανέσσα έσφιγξε λίγο παραπάνω το μεγαλύτερο χέρι που κρατούσε το δικό της. Στα μάτια της υπήρχε η γλυκύτητα της ονειροπόλησης, "Ναι. Θυμάμαι ότι ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και κάπως ψυχρός, όπως και τώρα. Η διαφορά είναι πως εκείνη η συνάντηση δεν είχε συμβεί στα τέλη του Νοεμβρίου."
"Έτσι ακριβώς. Ήταν μια ημέρα του Φεβρουαρίου, χειμερινή... Τα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό από νωρίς το ξημέρωμα μέχρι αργά το βράδυ." Παρατήρησε ο Λούτσε, νιώθοντας αγαλλίαση χάρη σε εκείνη την ανάμνηση. Δίχως να σταματήσει τα βήματα του, αφαίρεσε το επίσημο σακάκι που φορούσε, σκεπάζοντας με αυτό τους ώμους και την πλάτη της συζύγου του. Μια παρόμοια κίνηση από την πλευρά του, είχε συμβεί μετά την πρώτη τους προπόνηση όταν εκείνος δάνεισε το δικό του τζάκετ στην Βανέσσα, λίγο πριν η σύμμαχος ξεκινήσει την επιστροφή στο διαμέρισμα της, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η νύφη αισθάνθηκε αμέσως προστατευμένη απέναντι στο κρύο. Ασυναίσθητα, άγγιξε τον γιακά με τα δάχτυλα και των δύο χεριών της, "Μήπως θυμάσαι τι έκανες εκείνο το απόγευμα, όταν γύρισες στο σπίτι; Εννοώ αφότου κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο στρατάρχης."
"Δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από την Κρόου. Ήθελε να μάθει αν σου φέρθηκα σωστά ως...έκτακτος προπονητής στην στρέβλωση." Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του, ενώ είχε περασμένο το δεξί του μπράτσο γύρω από την μέση της Βανέσσα, "Κατά κάποιο τρόπο αισθανόταν υπεύθυνη, διότι ανέλαβε να μεσολαβήσει στην συνάντηση που θα είχαμε εσύ κι εγώ. Όταν μου γνωστοποίησε το αίτημα σου, ζήτησε το εξής: να σε προσέξω, όπως θα πρόσεχα έναν συναγωνιστή από την Galahd. Αργότερα κατάλαβα γιατί το είπε· έπρεπε να βεβαιωθεί πως δεν θα άφηνα μια ενδεχόμενη προκατάληψη -όπως αυτή που υιοθετεί ο Λίμπερτους- να επηρεάσει την συμπεριφορά μου προς εσένα."
"Η Κρόου είναι αντάξια της εμπιστοσύνης μου και την θεωρώ εξαιρετική φίλη και συμπολεμίστρια. Όσα είπες, το αποδεικνύουν."
"Πάντως, σου είχε προτείνει αρχικά τον Νυξ, όσον αφορά το θέμα της προπόνησης." Σχολίασε ο Λούτσε χωρίς ευθιξία στην φωνή του.
"Πράγματι τον ανέφερε. Όμως εκείνη την χρονική περίοδο, είχα μάθει ότι ο Νυξ ανάρρωνε από έναν τραυματισμό. Κι όπως είπα στην Κρόου, δεν θα ζητούσα από εκείνον να με αναλάβει την στιγμή που έπρεπε να δώσει προτεραιότητα στον εαυτό του." Ενώ συνέχισαν να περπατούν στους δρόμους του κέντρου δίχως βιασύνη, η Βανέσσα κοίταξε το πρόσωπο του αγαπημένου της, "Ξέρουμε και οι δύο πως ό,τι και να γινόταν, είτε εμφανιζόσουν εσύ, είτε ο συντοπίτης σου, τίποτα δεν θα είχε αλλάξει μεταξύ μας. Ήταν γραφτό να είμαστε μαζί."
Αφότου διέσχισαν μια διάβαση και στάθηκαν σ' ένα πεζοδρόμιο πάνω από το οποίο έλαμπαν μεγάλες και ολοφώτιστες διαφημιστικές πινακίδες, οι δύο νεόνυμφοι αγκαλιάστηκαν σφιχτά.
"Θα πρέπει να κρυώνεις χωρίς το σακάκι σου... Καλύτερα να το φορέσεις." Ψιθύρισε η κοπέλα από την Lucinia μεταξύ των μικρών φιλιών που μοιράστηκε με τον σύντροφο της. "Έτσι όπως σε κρατώ στην αγκαλιά μου, αντιλαμβάνομαι ότι αναριγείς."
"Δεν αντιλήφθηκα καν ότι έτρεμα." Της απάντησε εκείνος, ενώ τα χείλη του απείχαν ελάχιστα από τα δικά της. Η Βανέσσα φάνηκε κάπως έκπληκτη από την απόκριση του· ήταν έτοιμη να εκφράσει την ένσταση της, όμως ο Λούτσε χάιδεψε τα χείλη της με ένα ακόμη φιλί. Υπήρχε μια αίσθηση καθησυχασμού σε εκείνο το άγγιγμα.
"Τα καταφέρνεις λοιπόν επειδή κατέχεις το στοιχείο του πάγου στην μαγεία σου;"
"Επειδή έχω την αγάπη σου."
Το χέρι της Βανέσσα ακούμπησε ανάλαφρα το πρόσωπο του· δεν υπήρχαν λέξεις που θα μπορούσαν να αποδώσουν τον τρόπο που εκείνη είχε νιώσει. Θα έπρεπε όμως να προφυλαχθούν από τους ανέμους οι οποίοι έγιναν ψυχρότεροι μετά την δύση του ήλιου.
Υπήρχε αρκετή κίνηση στα μικρά μαγαζιά και τους πάγκους της προσφυγικής συνοικίας. Το διαμέρισμα της μαχήτριας βρισκόταν σε μια πιο ήσυχη περιοχή και το ζευγάρι ανηφόρισε έναν δρόμο προτού φτάσουν στην είσοδο. Η θερμοκρασία στο εσωτερικό του σπιτιού ήταν αρκετά χαμηλή. Ευτυχώς μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την θέρμανση, έστω κι αν τα παλαιωμένα θερμαντικά σώματα δεν προσέφεραν πάντοτε την ιδανική θερμοκρασία για πολλές συνεχόμενες ώρες. Σχεδόν όλοι οι Glaives ήταν αρκετά σκληραγωγημένοι ώστε να αντέχουν σε τέτοιου είδους ελλείψεις.
Οι λάμπες στον απορροφητήρα της κουζίνας τέθηκαν σε λειτουργία προκειμένου να υπάρχει ένα ευχάριστο φως στον χώρο. Νωρίτερα την ίδια μέρα, η Βανέσσα είχε φτιάξει μια γευστικότατη σούπα ώστε την ώρα που θα επέστρεφαν, θα υπήρχε φαγητό στο σπίτι. Άφησε το γεύμα τους να ζεσταθεί επάνω στο μάτι της κουζίνας και αφού εκείνη βεβαιώθηκε πως ήταν έτοιμο, ακούμπησε τα αχνιστά πιάτα σ' έναν δίσκο και κάθισε με τον σύντροφο της στην κυκλική τραπεζαρία του σαλονιού.
Τα επιτραπέζια φωτιστικά καθώς και ένα επιδαπέδιο που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα ενός πολύ μικρού μπαλκονιού, φώτιζαν όμορφα και ξεκούραστα το κεντρικό δωμάτιο. Κατά την διάρκεια του δείπνου, οι δύο αγαπημένοι συνομίλησαν για το θέμα της συγκατοίκησης και κυρίως, σε ποιό από τα διαμερίσματα θα επέλεγαν να μείνουν τελικά. Εδώ και αρκετό καιρό, φαινόταν πως και οι δύο έκλιναν προς το σπίτι της Βανέσσα. Το μέγεθος της κρεβατοκάμαρας και του μπάνιου ήταν μεγαλύτερο σε σύγκριση με τους αντίστοιχους χώρους του διαμερίσματος του Λούτσε. Το σαλόνι και η κουζίνα των δύο κατοικιών, δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους. Όσο για το μέγεθος των αποθηκευτικών χώρων, θα αρκούσε για δύο ένοικους, αφού έτσι κι αλλιώς το ζευγάρι δεν κατείχε υπερβολικά πολλά υπάρχοντα.
Ο Λούτσε είχε παρατηρήσει ότι πιθανώς θα χρειάζονταν μερικά ακόμη ράφια ή μια βιβλιοθήκη σε περίπτωση που εκείνος μετέφερε όλα τα βιβλία που είχε συλλέξει κατά την παραμονή του στην Insomnia. Επιπλέον, η τοποθεσία όπου έμενε η κοπέλα ήταν πολύ πιο ήσυχη κατά την διάρκεια της νύχτας—μια σημαντική λεπτομέρεια για οποιονδήποτε Glaive και δυστυχώς, δεν είχαν όλοι την πολυτέλεια να επιλέξουν κατοικίες στα πιο ήσυχα μέρη της ταπεινής συνοικίας.
"Εφόσον μείνουμε στο δικό σου σπίτι, γνωρίζεις αν οι ιδιοκτήτες θα είναι σύμφωνοι με μια τέτοια απόφαση;" Ρώτησε ο Λούτσε.
"Όταν αρραβωνιαστήκαμε, οι ίδιοι με ρώτησαν αν σκεφτόμουν να συγκατοικήσω μαζί σου. Συμφωνούν, υπό τον όρο να συνεχίσω να πληρώνω το νοίκι με συνέπεια καθώς και να σεβόμαστε τις ώρες κοινής ησυχίας. Τους είπα ότι δεν πρόκειται να υπάρξει πρόβλημα με τίποτα από τα δύο. Ευτυχώς, είναι αρκετά συνεννοήσιμοι." Για αρκετούς μήνες, η Βανέσσα ήλπιζε ότι θα συζούσαν στο διαμέρισμα που εκείνη είχε επιλέξει, "Εφόσον δεν υπάρξει κάποια αλλαγή στα σχέδια μας σχετικά με το σπίτι, θέλω οπωσδήποτε να φέρεις εκείνο το χειροποίητο ριχτάρι από την Galahd... Είμαι σίγουρη ότι θα ταιριάξει σε κάποιο από τα δωμάτια." Του είπε με νόημα, κρατώντας το άδειο κουτάλι πάνω από το πιάτο της με την σούπα.
Το πλεκτό ριχτάρι με τον συνδυασμό απαλών, ουδέτερων αποχρώσεων και έντονων θερμών χρωμάτων, ήταν συνδεδεμένο με τους πρώτους μήνες παραμονής του κατόχου στην Insomnia. Ο Λούτσε το είχε εντοπίσει τυχαία στην προσφυγική αγορά και το αγόρασε σε τιμή χαμηλότερη από την αληθινή αξία του αντικειμένου. Δεν περίμενε ότι θα έβρισκε χειροποίητες κατασκευές από την βορειοδυτική Cleigne σε μια τόσο μακρινή πόλη.
"Φυσικά και θα το έχουμε εδώ. Ξέρω πόσο πολύ σου αρέσουν τα χρώματα του. Αν είσαι έτοιμη να μείνουμε στην ίδια κατοικία, μπορώ να ξεκινήσω την μετακόμιση. Έχω ήδη καταστρώσει ένα οργανωμένο πλάνο."
"Πιστεύω ότι θα είναι μια θετική αλλαγή για εμάς. Εξάλλου ήδη τα έχουμε καταφέρει πολύ καλά ως συγκάτοικοι."
"Ισχύει αυτό που λες." Συγκατένευσε ο σύντροφος της Βανέσσα.
Μετά το γεύμα και το βραδινό τους μπάνιο, η κοπέλα από την Lucinia τοποθέτησε το πολυτιμότερο φόρεμα της σε μια υφασμάτινη κρεμάστρα. Το περιδέραιο της μητέρας της βρισκόταν ήδη μέσα σε κατάλληλη θήκη κοσμημάτων, εξοπλισμένη με κλειδαριά και εσωτερική, βελούδινη επένδυση. Άναψε δύο αχρησιμοποίητα κεριά και τα τοποθέτησε σε ασφαλές σημείο της κρεβατοκάμαρας. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο με τα καλύτερα σεντόνια που διέθετε η ένοικος, ενώ οι μακριές κουρτίνες μέτριου πάχους κάλυπταν εντελώς τα παράθυρα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα θαλπωρής.
Με τα μαλλιά της λυμένα και ντυμένη μόνο με ένα ζευγάρι από λιλά, δαντελένια εσώρουχα, η Βανέσσα κοίταξε για αρκετά λεπτά το φόρεμα που ήταν τοποθετημένο σε εσωτερικό κρεμαστάρι, εφαπτόμενο με την πόρτα της ιματιοθήκης. Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη σκέψη που περνούσε εκείνη την στιγμή από το μυαλό της. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, βίωνε την βαθειά ικανοποίηση πως αυτό το ταξίδι από την ετοιμασία του γάμου μέχρι την μεγάλη μέρα, είχε εξελιχθεί με έναν υπέροχο τρόπο, παρά την πικρία για το γράμμα των γονιών της, ή το γεγονός ότι εκείνοι δεν θα κατάφερναν να έρθουν, λόγω των αυξημένων μέτρων ασφάλειας στην Insomnia.
Υπό το φως των κεριών, παρατήρησε την πανέμορφη βέρα που κοσμούσε τον παράμεσο του δεξιού της χεριού. Όταν η ματιά της επανήλθε στο ένδυμα που εκείνη είχε φορέσει νωρίτερα, η Βανέσσα ένιωσε δύο γνώριμα χέρια να την αγκαλιάζουν γύρω από την μέση και αισθάνθηκε το ημίγυμνο δέρμα του Λούτσε, τόσο κοντά με το δικό της.
"Ντύθηκες εξαιρετικά για την ημέρα του γάμου μας. Αυτό το φόρεμα θα μπορούσες να το επιλέξεις πάλι σε κάποια ξεχωριστή περίσταση, όπως η Πρωτοχρονιά." Της πρότεινε.
"Σωστά." Η ιδέα έφερε ένα χαμόγελο στα χείλη της, "Αρκεί βέβαια να μην είμαστε σε βάρδια εκείνη την νύχτα. Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο ηγεμόνας θα ζητήσει από τους περισσότερους από εμάς να βρισκόμαστε σε κάποιο πόστο, ήδη από την παραμονή μέχρι και την επόμενη μέρα." Η επισήμανση της, σίγουρα δεν στερούνταν λογικής.
Το άγγιγμα που μοιράζονταν μέσω εκείνης της αγκαλιάς, παρότρυνε την κοπέλα να γείρει λίγο παραπάνω προς εκείνον. Είχαν ήδη νιώσει την μαγεία της ερωτικής συνεύρεσης μεταξύ τους, όμως αυτή θα ήταν η πρώτη φορά που θα έκαναν έρωτα ως παντρεμένο ζευγάρι. Ο Λούτσε σήκωσε με ευκολία την Βανέσσα στα χέρια του, θέλοντας να την μεταφέρει στο διπλό κρεβάτι και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τους ώμους του.
"Είσαι πολύ όμορφος." Του ψιθύρισε εκείνη κοντά στο αυτί και ο σύντροφος της έμεινε για λίγο ακίνητος, ακούγοντας την, μαγνητισμένος από την φωνή της, "Έδειχνες υπέροχος με το κοστούμι που διάλεξες. Επίσης, μου αρέσει να βλέπω το σώμα σου γυμνό." Του είπε σαγηνευτικά.
"Πώς να μην χαίρομαι όταν περνώ με επιτυχία τέτοιου είδους τεστ από εσένα;" Αποκρίθηκε με έναν αστειευόμενο τόνο στην φωνή του.
Εκείνο το βράδυ, η Βανέσσα ένιωσε παντοδύναμη· υπήρχε κάτι άθραυστο στην ζωή της που ούτε η Αυτοκρατορία, ούτε οι Άστρινοι, ούτε ο χρόνος θα μπορούσαν ποτέ να της το πάρουν. Ήταν ο έρωτας που αισθανόταν για τον άνθρωπο της, όπως και ο δεσμός που τους ένωνε. Τελικά ο Λούτσε είχε δίκιο· οτιδήποτε τους κρατούσε μαζί, συνέθετε την υπέρβαση της ίδιας της ζωής και των πτυχών του φόβου.
Το δέρμα τους αντανακλούσε το θερμό φως των διακοσμητικών κεριών. Η σεξουαλική επιθυμία παρέσυρε μακριά τα ελάχιστα ρούχα που κάλυπταν ακόμη τους δύο εραστές, αφήνοντας τους απολαυστικά εκτεθειμένους.
Τα βλέμματα τους συναντιούνταν με θάρρος. Κάθε τόσο, είτε ξεχωριστά, είτε και οι δύο ταυτόχρονα, βυθίζονταν στο σκοτάδι πίσω από τα κλειστά τους βλέφαρα, παραδινόμενοι στην εντονότητα ενός κυριαρχικού αγγίγματος, ή την καυτή αίσθηση των φιλιών στα ερεθισμένα και πιο ευαίσθητα σημεία του κορμιού τους.
Τα δάχτυλα της Βανέσσα γλιστρούσαν αργά κατά μήκος της γυμνής πλάτης του Λούτσε και άλλοτε γραπώνονταν δυνατά από το δέρμα του, όποτε η νεαρή γυναίκα τον ένιωθε βαθιά μέσα της. Τα σώματα τους λικνίζονταν μαζί. Οι ανάσες του καθενός δεν άργησαν να βρουν έναν παρόμοιο ρυθμό· οι αναστεναγμοί ευχαρίστησης συνιστούσαν μια απολύτως προσωπική μορφή επικοινωνίας. Καθώς ενώνονταν τα κορμιά τους, η μεσολάβηση των λέξεων δεν ήταν πλέον απαραίτητη.
Προσπαθούσαν να παρατείνουν το χρονικό διάστημα μέχρι την στιγμή της κορύφωσης, αντιστεκόμενοι στην ακαταμάχητη, ελκτική της δύναμη. Η επιμονή τους ανταμείφθηκε μ' ένα ισχυρότατο κύμα ευφορίας που περικύκλωσε άγρια κάθε σπιθαμή του σώματος του καθενός. Η ανάσα τους βάθυνε πριν αρχίσει να επανακτά τον συνήθη ρυθμό της. Το απαλό φως των κεριών συντρόφευσε την ηρεμία και την ευαλωτότητα που ακολουθούσαν μετά την ένταση της κορύφωσης.
Πλησίασαν λίγο πιο κοντά σαν να ήθελαν να μοιραστούν κάποιο μυστικό. Η Βανέσσα ακούμπησε ανάλαφρα τα χείλη της στον λαιμό του αγαπημένου της. Εκείνος παραμέρισε με ένα χάδι τις καστανόξανθες τούφες που είχαν μπερδευτεί στο μέτωπο της κοπέλας· το χέρι του σύρθηκε αργά απάνω στην απαλή πλάτη της, προτού μείνει ακίνητο κοντά στους ώμους.
"Νιώθω σαν να κρατώ την ίδια την σελήνη στην αγκαλιά μου... Όλο το φως και την ωραιότητα της." Ψιθύρισε ο Λούτσε στην νύφη του.
Άφησαν τα δάχτυλα τους να μπλεχτούν πάνω στο μαξιλάρι. Κανείς από τους νεόνυμφους δεν ήταν πρόθυμος να αποκοιμηθεί, παρά την γλυκιά κόπωση που είχε διαδεχτεί τα αγκαλιάσματα τους. Τα χείλη τους ενώθηκαν με ένα αργό, τρυφερό φιλί. Άρκεσε η σιωπηλή στιγμή που παραμέρισαν ελαφρώς τα πρόσωπα τους, ώστε να τους βρει ένα όνειρο φωτεινό και γαλήνιο, όπως το φέγγος των κεριών μέσα στην θαλπερή κάμαρα.
