Κεφάλαιο 5
Λεύκα
Επιτέλους, μετά από πάρα πολύ καιρό, ο Άδης είχε καταφέρει να κρίνει όλες τις ψυχές που είχαν συγκεντρωθεί στον Κάτω Κόσμο απ' την αρχή του χρόνου. Η αίθουσα του θρόνου ήταν άδεια πια και θα παρέμενε έτσι για αρκετή ώρα.
"Άρχοντά μου, θα μπορούσα να σας προτείνω μια επίσκεψη στον Επάνω Κόσμο για αλλαγή σκηνικού.", είπε ο Θάνατος, ο οποίος ήταν τόσο περήφανος για το νέο μονάρχη, ώστε σκόπευε να καθυστερήσει λίγο ακόμη την άφιξη της επόμενης ψυχής. Ο Άδης χαμογέλασε. Πράγματι, όλη αυτή η δουλειά τον είχε αποξενώσει από τα αδέρφια του. Σε ορισμένες περιστάσεις, όπως γάμους, τους επισκεπτόταν αλλά ο χρόνος του ήταν τόσο περιορισμένος, που έμοιαζε σαν αναγκαστική επίσκεψη ενώ η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική.
"Ναι, νομίζω πως έχεις δίκιο. Θα πάω.", είπε αφού σκέφτηκε πως αυτή ήταν η ευκαιρία να επανορθώσει. Μόλις άφησε το σκοτεινό του βασίλειο, το λαμπρό φως του ήλιου τον τύφλωσε. Στη μακρόχρονη απουσία του είχε ξεχάσει πώς ήταν ο Επάνω Κόσμος. Έπρεπε να είχε προετοιμαστεί καλύτερα πριν ορμήσει στη γη από ενθουσιασμό.
"Γεια σου, Άδη.", τον χαιρέτησε ο Ήλιος. "Είσαι λευκός, όπως οι σκιές του βασιλείου σου. Έχει περάσει πολύς καιρός απ' την τελευταία φορά που έριξα πάνω σου τις ακτίνες μου.". Ο Άδης έγνεψε και προχώρησε προς τη σκιά ενός πλατάνου. Ξάπλωσε στο μαλακό γρασίδι και απόλαυσε την ηρεμία της φύσης. Αποκοιμήθηκε για αρκετή ώρα, ώσπου τον ξύπνησε ο ήχος από ξερά φύλλα. Ανασηκώθηκε κι είδε πως τον παρατηρούσε μια κοπέλα.
"Τι συμβαίνει;", απαίτησε να μάθει.
"Συγγνώμη, δεν ήθελα να ενοχλήσω. Απλώς, μου έκανες εντύπωση. Τα ρούχα σου, τα μαλλιά σου και τα μάτια σου είναι όλα μαύρα.". Ο Άδης δε μίλησε. Ήθελε να δει πού θα κατέληγε αυτή η συζήτηση. "Είσαι παράξενος… Σαν εμένα."
"Γιατί είσαι παράξενη εσύ;"
"Επειδή είμαι κατάλευκη.", απάντησε. "Το δέρμα μου είναι χλωμό και τα μαλλιά μου είναι σχεδόν άσπρα. Ακόμη και τα μάτια μου δεν έχουν το γαλάζιο χρώμα του ουρανού αλλά το γαλάζιο του πάγου. Γι' αυτό, με ονόμασαν Λεύκα."
"'Λεύκα' δεν είναι και τόσο άσχημο όνομα."
"Εσένα πώς σε λένε;"
"Εμένα;", είπε ο Άδης και προσπάθησε να θυμηθεί κάποιο άλλο όνομα που του είχαν δώσει οι θνητοί. Ένα όνομα που δε θα τρόμαζε την καινούρια του φίλη. "Με λένε Πλούτωνα."
"Πλούτος, ε; Πώς βρέθηκες εδώ;"
"Έκανα έναν περίπατο.", απάντησε.
"Εγώ έρχομαι εδώ, επειδή δε με θέλουν στο χωριό μου. Πιστεύουν ότι με έχουν καταραστεί οι θεοί και γι' αυτό κατά τη διάρκεια της μέρας βρίσκομαι στο δάσος, για να είμαι μακρυά τους. Αλήθεια, το δικό σου χωριό πώς είναι;"
"Εγώ δε ζω σε χωριό."
"Καλύτερα.", είπε η Λεύκα και γέλασε. Ο Άδης δεν καταλάβαινε γιατί χαιρόταν τόσο να της μιλά. Το μόνο που ήξερε, ήταν πως του άρεσε η παρέα της. "Έχεις γονείς;"
"Μας εγκατέλειψαν όταν ήμαστε μικρά. Ο μικρότερος αδερφός μεγάλωσε μακρυά, γιατί τον είχε κρύψει η μητέρα μας από τον πατέρα. Ξανασυναντηθήκαμε όλοι μετά από χρόνια όμως εγώ έπρεπε να τους αφήσω λόγω κάποιων υποχρεώσεων. Η αλήθεια είναι πως σήμερα σκόπευα να τους επισκεφθώ αλλά… Με πήρε ο ύπνος και το ξέχασα."
"Λυπάμαι πολύ για τους γονείς σου. Δεν έπρεπε να τους αναφέρω."
"Μα πώς θα μπορούσες να το ξέρεις; Ίσως να ακούγεται θλιβερή αυτή η ιστορία όμως δε γνώρισα τους γονείς μου ούτε έχω κάποιο δεσμό μαζί τους. Τα αδέρφια μου κι εγώ ανατραφήκαμε από δύο παράξενους θείους."
"Φαίνεται πως νοσταλγείς τα αδέρφια σου."
"Ναι. Έχω τρεις αδερφές και δύο αδερφούς. Η μεγαλύτερη ήταν η υπαρχηγός της ομάδας. Οι δυο μας μαζί μεγαλώσαμε τα μικρότερα. Η δεύτερη είναι ένα πολύ περήφανο πλάσμα, που διαρκώς μπλέκει σε καυγάδες. Ο αδερφός μου είναι καλός μα λίγο ανεύθυνος κι ατίθασος. Η μικρή είναι πολύ γλυκειά και αθώα. Τον μικρότερο δεν τον γνωρίζω καλά. Αυτό που έχω καταλάβει όμως για εκείνον, είναι πως του αρέσει να παίρνει αυτό που θέλει, όταν το θέλει, όπως το θέλει."
"Όπως τα μικρά παιδιά.", είπε η Λεύκα γελώντας.
"Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι.". Τη μέρα εκείνη ξέχασε παντελώς να επισκεφθεί τα αδέρφια του. Πολύ γρήγορα έγιναν φίλοι με τη Λεύκα και υποσχέθηκαν να συναντιούνται καθημερινά στο ίδιο σημείο. Συζητούσαν για τη ζωή τους και για τα ενδιαφέροντά τους όμως ο Άδης είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει τη θεϊκή του ταυτότητα. Η Λεύκα τού δίδαξε πώς να κολυμπάει και εκείνος της έδειχνε τις νύμφες που βρίσκονταν στα δάση και τις πηγές. Με αυτόν τον τρόπο είχε καταφέρει να μοιράζεται ένα τμήμα του κόσμου του μαζί της. Οι υπήκοοί του είχαν παρατηρήσει κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά του. Περπατούσε με χαρούμενο κι ανάλαφρο βήμα και στα χείλη του ήταν πάντα ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο. Συχνά είχε ονειροπόλο βλέμμα και γελούσε όταν νόμιζε πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω.
"Μα πού είναι ο Αιδονεύς;", αναρωτήθηκε η Νυξ καθώς περιφερόταν στους διαδρόμους του παλατιού.
"Έχει πάει στον Επάνω Κόσμο, μητέρα.", της είπε ο Θάνατος. "Τον χρειάζεσαι για κάτι;"
"Όχι, καλέ μου. Απλώς, δεν τον έχω δει εδώ και μέρες. Μα είναι ανάγκη να επισκέπτεται τα αδέρφια του τόσο συχνά;"
"Μητέρα… Ο άρχοντας δεν πηγαίνει στα αδέρφια του. Στον Επάνω Κόσμο ανεβαίνει για άλλο λόγο.", είπε ο Θάνατος χαμογελώντας.
"Τι; Εννοείς… Υπάρχει κάποιο αίσθημα;", είπε η Νυξ καταχαρούμενη. "Μία βασίλισσα! Ο Κάτω Κόσμος θα αποκτήσει βασίλισσα!"
"Μητέρα, ηρέμησε.", τη συγκράτησε ο Θάνατος. "Δεν είναι έτοιμος ακόμη να μιλήσει για αυτό το θέμα. Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε να φερόμαστε σαν να μη γνωρίζουμε."
"Α, κατάλαβα. Είναι μυστικό. Εντάξει… Αχ, είναι τόσο γλυκό! Πρέπει να το μάθει ο πατέρας σου!"
"Μητέρα!", της φώναξε μα η Νυξ είχε ήδη τρέξει στον άντρα της. Εκείνη τη μέρα, ο Άδης και η Λεύκα τραγουδούσαν καθισμένοι ανάμεσα σε λουλούδια.
"Είσαι φάλτσος, Πλούτωνα!", του είπε γελώντας.
"Εγώ δεν είπα ποτέ πως τραγουδώ ωραία!". Την ευχάριστη ατμόσφαιρα διέλυσε ένας άγνωστος νεαρός που έκανε την εμφάνισή του.
"Άρχοντα Άδη;", είπε και εκείνος σηκώθηκε αμέσως παίρνοντας επίσημο ύφος.
"Ποιος είσαι;"
"Λέγομαι Ερμής και είμαι ο αγγελιαφόρος των θεών. Έχω για εσάς ένα μήνυμα από τον άρχοντα των ουρανών: Επιθυμεί την παρουσία σας στο συμβούλιο των θεών, το οποίο θα γίνει στον Όλυμπο κατά την επόμενη πανσέληνο. Ελπίζουμε να παρευρεθείτε.", ανέφερε ο νεαρός θεός και πέταξε μακρυά. Μόλις ο Άδης γύρισε να κοιτάξει τη φίλη του, είδε πως είχε πέσει στα γόνατα και δεν τολμούσε να υψώσει το βλέμμα της.
"Με συγχωρείτε, άρχοντα Άδη… Δεν είχα συνειδητοποιήσει σε ποιον μιλούσα… Σας έχω συμπεριφερθεί σαν να ήμαστε ίσοι.", είπε φοβισμένη και ο Άδης απογοητεύτηκε. Τα λόγια της ήταν σαν μαχαίρια που έκοβαν κάθε δεσμό μεταξύ τους. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να την πλησιάσει και να της πει ότι δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει η σχέση τους όμως άλλαξε γνώμη. Δεν έπρεπε να είχαν γίνει φίλοι εξ αρχής. Ήταν από διαφορετικούς κόσμους.
"Μη λυπάσαι, Λεύκα, σε παρακαλώ. Θέλω να ξέρεις πως εγώ χάρηκα πολύ που σε γνώρισα.". 'Χάρηκε', σκέφτηκε με πίκρα η κοπέλα κι άρχισε να κλαίει γοερά. Ήταν άδικο! Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, σκόπευε κιόλας να την εγκαταλείψει. Ο Άδης πίστεψε πως έκλαιγε απ' το φόβο της, όπως έκαναν άλλωστε όλοι οι θνητοί που βρίσκονταν ενώπιόν του. 'Αρκετά! Δε θα την ενοχλήσω άλλο με την ανεπιθύμητη παρουσία μου', σκέφτηκε και άρχισε να απομακρύνεται θλιμμένος.
"Περίμενε!", φώναξε η Λεύκα κλαίγοντας και εκείνος έκοψε το βήμα του. "Τώρα δηλαδή… Δε θα είμαστε πια φίλοι;", τον ρώτησε κι αυτός έκπληκτος γονάτισε μπροστά της.
"Τι θες να πεις;"
"Κανένας δε με θεωρεί φυσιολογικό άνθρωπο. Μόνο εσύ μου μιλάς και δε θέλω το γεγονός ότι είσαι ο Θεός του Κάτω Κόσμου να το αλλάξει αυτό…"
"Δηλαδή, δε σε πειράζει που είμαι θεός; Ειδικά του Κάτω Κόσμου;"
"Όχι, Πλούτωνα. Θέλω να πω… Άδη."
"Αιδονεύς. Έτσι θέλω να με φωνάζεις."
"Αιδονεύς!", χαμογέλασε εκείνη.
"Αχ, Λεύκα μου… Αν συνεχίσεις έτσι, δε νομίζω ότι θα μπορέσουμε να παραμείνουμε φίλοι.", της είπε και την πλησίασε δίνοντας τρυφερά το πρώτο τους φιλί.
