Κεφάλαιο 7

Γνωρίζοντας Τα Πεθερικά

Οι δύο σκοτεινοί θεοί έφτασαν στο δάσος, όπου συνήθιζαν να συναντιούνται η Λεύκα και ο Άδης.

"Αχ, Αιδονέα, είμαι τόσο ενθουσιασμένη που θα αποκτήσω νύφη!"

"Δεν ξέρω πού ακριβώς μένει. Πάντα τη συναντώ στο δάσος."

"Ερωτικό ραντεβού στο δάσος… Αιδονέα, είσαι τόσο ρομαντικός! Ο Έρως θα είναι περήφανος για 'σένα! Λοιπόν, πώς είναι η κοπέλα; Είναι όμορφη; Ω, ξέχασα να ρωτήσω… Το έχετε κάνει;"

"Ποιο;"

"Ξέρεις… Αυτό…"

"Εννοείς συνουσία;"

"Μα πώς λες τέτοιες κουβέντες χωρίς να ντρέπεσαι; Αυτό σημαίνει ναι;". Οι ερωτήσεις έρχονταν η μία μετά την άλλη.

"Όχι, μητέρα. Όπως έχεις πει η ίδια, αυτό το κάνουν μόνο τα παντρεμένα ζευγάρια. Εμείς έχουμε φτάσει μέχρι το φιλί.", απάντησε ντροπαλά. Άρχισε να αισθάνεται άβολα δείχνοντας τη ρομαντική του πλευρά μπροστά στη μητέρα του κι η συμπεριφορά της δε βοηθούσε καθόλου.

"Τι ωραία που είναι τα νειάτα! Αιδονέα, θέλω να μου χαρίσεις γρήγορα εγγονάκια!"

"Καλά, εγώ δεν είμαι δισέγγονός σου;"

"Μη λες ανοησίες. Μπορεί να είσαι εγγονός της Γαίας μα είσαι γιος μου."

"Αφού η Γαία είναι αδερφή σου…"

"Πού είπαμε ότι μένει η Λεύκα;", ρώτησε αλλάζοντας γρήγορα θέμα. Εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας μεθυσμένος άντρας από μπροστά τους. Χτύπησε με δύναμη την πόρτα ενός κοντινού σπιτιού και του άνοιξε μια γυναίκα με μελανιασμένο πρόσωπο. Ο Άδης φόρεσε την Αόρατη Περικεφαλαία και πλησίασε. Είχε δει πολλές παρόμοιες σκηνές στις αναμνήσεις ψυχών όμως πρώτη φορά ξετυλιγόταν μία ακριβώς μπροστά του.

"Πού είναι; Πού έκρυψες αυτό το τέρας;"

"Δεν ξέρω πού είναι! Γιατί δεν την αφήνεις ήσυχη;"

"Βγες έξω, Λεύκα.", είπε με γλυκειά φωνή που όμως προκαλούσε τρόμο καθώς τύλιγε τα χέρια του γύρω απ' το λαιμό της γυναίκας για να τη στραγγαλίσει. Ο Άδης σοκαρίστηκε μόλις συνειδητοποίησε ότι η Λεύκα ζούσε σε εκείνο το μέρος. "Βγες έξω αλλιώς θα την πληρώσει η μάνα σου!"

"Μη, πατέρα!", φώναξε η κοπέλα.

"Έλα εδώ.", της είπε αρπάζοντας το χέρι της. "Φτάνει πια! Τώρα θα τελειώσει η δυστυχία μου!". Τράβηξε ένα μαχαίρι κι η γυναίκα αμέσως στάθηκε σαν ασπίδα για να προστατεύσει το παιδί της.

"Άδη, βοήθησέ με!", προσευχήθηκε η Λεύκα κι αυτός όρμησε μέσα, αφόπλισε τον άνδρα και τον έριξε κάτω. Μόλις διέφυγαν τον κίνδυνο, έβγαλε την περικεφαλαία του.

"Είσαι καλά;", ρώτησε τη Λεύκα κρατώντας τη σφιχτά στην αγκαλιά του.

"Ποιος είσαι εσύ, κάθαρμα;", ούρλιαξε ο πατέρας της πριν καταρρεύσει νεκρός στο πάτωμα.

"Κανείς δεν μπορεί να βρίσει τον άρχοντά μου και να συνεχίσει να ζει.", είπε θυμωμένος ο Θάνατος αλλά μόνο ο Άδης άκουσε τη φωνή του.

"Λεύκα μου!", είπε η γυναίκα δακρυσμένη. "Ανησύχησα τόσο πολύ. Σ' ευχαριστώ, νεαρέ. Μας έσωσες τη ζωή."

"Μητέρα, αυτός ο άνδρας είναι ο αγαπημένος μου. Γνωριζόμαστε εδώ και μήνες μα δεν κατάφερα ποτέ να σου μιλήσω.". Η μητέρα της ήξερε ότι είχε μπει κάποιος στη ζωή της κόρης της.

"Πώς λέγεσαι, νεαρέ;", τον ρώτησε ψυχρά, καθώς δεν εμπιστευόταν τους άνδρες.

"Αιδονέα; Μπορώ να μπω;", ακούστηκε μια φωνή.

"Ποια είναι αυτή;"

"Αυτή είναι η… Η μητέρα μου. Θα μπορούσε να περάσει;"

"Βεβαίως!", απάντησε η Λεύκα. Μόλις μπήκε στο σπίτι η Νυξ, η κοπέλα κατάλαβε ότι βρισκόταν ενώπιον ενός αρχαίου πλάσματος του σύμπαντος κι έπεσε στα γόνατα.

"Ομορφιά μου, εσύ είσαι αυτή που έκλεψε την καρδιά του Αιδονέα μου;", είπε απλώνοντας το χέρι στον ώμο της νεαρής.

"Αντιθέτως, αρχόντισσα, αυτός έκλεψε πρώτος τη δική μου."

"Μισό λεπτό…", ακούστηκε η φωνή της μητέρας της. "Ποιοι είναι οι επισκέπτες μας, Λεύκα; Γιατί προσκυνάς αυτή τη γυναίκα; Μήπως είναι ευγενείς;"

"Μητέρα… Να σου συστήσω τον άντρα της ζωής μου. Ο άρχοντας Άδης Αιδονεύς, θεός του Κάτω Κόσμου και η μητέρα του, αρχόντισσα Νυξ. Από εδώ η μητέρα μου, Νεφέλη."

"Άδ-…". Μόνο αυτό κατόρθωσε να ψελλίσει η Νεφέλη πριν λιποθυμήσει. Η αντίδραση ήταν αναμενόμενη κι απολύτως λογική. Ενώ η Νυξ κι η Λεύκα προσπαθούσαν να συνεφέρουν την καημένη γυναίκα, ο Άδης αποφάσισε να κρίνει εκείνη τη στιγμή τον πατέρα της. Λίγο αργότερα, ο Θάνατος ενθουσιασμένος (εντάξει, όσο είναι δυνατόν) τον έσερνε στα Τάρταρα. Ο Άδης πήγε στο πλευρό της Λεύκας, η οποία χαμογέλασε ντροπαλά.

"Αιδονέα, η κοπέλα είναι αξιολάτρευτη! Πες στον Θάνατο να καλέσει και τον πατέρα σου."

"Μα θα τη γνωρίσει σύντομα."

"Το ξέρω όμως ανυπομονώ να δει κι εκείνος τη μέλλουσα νύφη μας."

"Πώς; Νύφη σας;", είπε η Λεύκα έκπληκτη κι ο Άδης κοίταξε τη μητέρα του με αποδοκιμασία.

"Λεύκα, έρχεσαι μαζί μου, σε παρακαλώ;", ζήτησε και βγήκαν μαζί έξω στο δάσος, όπου είχαν πρωτοσυναντηθεί. "Λεύκα μου, σ' αγαπώ.", δήλωσε ο Άδης και σκέφτηκε πόσες φορές της είχε πει αυτά τα λόγια. Θα της το έλεγε καθημερινά, μόλις θα έπαιρνε τη θέση της στο πλευρό του. "Θα ήθελες να γίνεις γυναίκα μου και βασίλισσα του Κάτω Κόσμου;", ξεστόμισε και κράτησε την ανάσα του όσο περίμενε την απάντησή της. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένοιωθε άγχος. Θα έλεγε 'ναι' ή θα τον απέρριπτε; Κι αν τον απέρριπτε, πώς θα συνέχιζε να ζει; Εκείνες τις στιγμές, η αγωνία του είχε στ' αλήθεια κορυφωθεί.

"Ναι! Ναι!", αναφώνησε η Λεύκα ενθουσιασμένη πριν σφραγίσει την απάντησή της με ένα φιλί.