Κεφάλαιο 8
Ανάβει Το Φυτίλι
Η Νεφέλη ξύπνησε και είδε στο προσκεφάλι της τη θεά της νύχτας. 'Δεν είναι δυνατόν! Μάλλον χτύπησα πιο δυνατά από άλλες φορές', συλλογίστηκε.
"Γιατί με κοιτάζεις έτσι;", ρώτησε η Νυξ κι εκείνη έπεσε στο πάτωμα προσκυνώντας την.
"Ω μεγάλη θεά, για ποιο λόγο εμφανίστηκες σε μια κοινή θνητή, όπως εγώ;"
"Σήκω, σε παρακαλώ. Δε χρειάζονται εκδηλώσεις λατρείας. Εγώ ήρθα εδώ για να γνωρίσω την κόρη σου."
"Τη Λεύκα;"
"Αν γίνεται, θα θέλαμε να την πάρουμε μαζί μας."
"Επειδή είναι νύμφη;", ρώτησε βουρκωμένη.
"Τι; Είναι νύμφη; Μη μου λες ψέματα, άνθρωπε!"
"Αλήθεια λέω, μεγάλη θεά. Η Λεύκα είναι κόρη του Ωκεανού."
"Αυτό είναι υπέροχο νέο! Πρέπει να ενημερώσω τον Αιδονέα αμέσως!". Η Νυξ τούς βρήκε να φιλιούνται κάτω από ένα δέντρο και μόλις ξερόβηξε, εκείνοι απομακρύνθηκαν σαν έφηβοι που τους διέκοψαν οι γονείς τους. "Αιδονέα, με συγχωρείς που σας ενοχλώ. Η Νεφέλη μόλις με ενημέρωσε ότι η Λεύκα είναι Ωκεανίδα. Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι πρέπον να ζητήσεις το χέρι της και από τον Ωκεανό.". Αφού ο Άδης πήρε τη σύμφωνη γνώμη της Νεφέλης και του Ωκεανού για το γάμο, ετοιμάστηκε να ανοίξει τις πύλες του Κάτω Κόσμου.
"Μια στιγμή, Αιδονέα. Μπορώ να σου ζητήσω μία χάρη;", του είπε η Λεύκα.
"Ό,τι θες.", απάντησε αυτός αμέσως.
"Θέλω να μείνω εδώ για ακόμα δύο εβδομάδες."
"Γιατί;"
"Ο πατέρας μου… Ακόμη κι αν δεν ήταν ο αληθινός μου πατέρας, ακόμα κι αν μας έκανε κακό, θα ήθελα να θρηνήσω για το θάνατό του και να παρηγορήσω τη μητέρα μου. Σε παρακαλώ, κατάλαβέ με. Αγαπώ τους γονείς μου παρά τα λάθη τους.", του εξήγησε.
"Η καρδιά σου, αγάπη μου, είναι τόσο μεγάλη όσο ο ουρανός και η θάλασσα μαζί.", είπε ο Άδης και τη φίλησε στο μέτωπο. "Σε καταλαβαίνω. Θα αναλάβω εγώ τις ετοιμασίες του γάμου ώσπου να έρθεις στο βασίλειό μας. Δύο βδομάδες ακόμη…", είπε και της έδωσε ένα γλυκό φιλί πριν χωρίσουν οι δρόμοι τους.
Τα νέα του γάμου είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη θάλασσα. Οι πάντες μιλούσαν για το γεγονός ότι ο άρχοντας του Κάτω Κόσμου επρόκειτο να παντρευτεί με μια Ωκεανίδα.
"Τι είπες; Παντρεύεται ο αδερφός μου;", αναφώνησε ο Ποσειδών.
"Μάλιστα, άρχοντά μου. Οι νύμφες όλη μέρα για αυτό μιλάνε.", είπε ο Δελφίνος, το δεξί χέρι του άρχοντα των θαλασσών.
"Πότε γίνεται ο γάμος;", ρώτησε ο Ποσειδών ταρακουνώντας τον απ' τους ώμους.
"Σε δέκα μέρες περίπου, άρχοντά μου.", απάντησε εκείνος παραζαλισμένος. Ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είχε μόλις ανέβει στον Επάνω Κόσμο και ήταν κιόλας έτοιμος να παντρευτεί; Αυτό ήταν άδικο! Τα αδέρφια του είχαν βρει γυναίκες κι εκείνος τι έκανε; Καθόταν στη θάλασσα σαν το κούτσουρο! Ήταν ανάγκη να αποκτήσει κι αυτός μια βασίλισσα… Αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του.
"Πρέπει να πάω στον Όλυμπο και να τους ενημερώσω!". Όταν έφτασε ο Ποσειδών στο παλάτι, η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη καθώς είχαν μαλώσει πάλι ο Δίας και η Ήρα. Η βασίλισσα κλειδώθηκε στο δωμάτιό της κι έκλαιγε για τον άντρα που αγαπούσε όμως εκείνος της φερόταν με τόση αδιαφορία. Ο Δίας κατέφυγε στη γη, θέλοντας να δώσει χρόνο στην Ήρα να ηρεμήσει. Παρ' όλα αυτά, είχε εκνευριστεί πολύ. 'Πού είναι το κακό ένας θεός να παρασύρεται καμιά φορά από την ομορφιά του γυναικείου φύλου; Αυτή είναι η φύση του άνδρα. Επιτέλους, η Ήρα πρέπει να αλλάξει τρόπο σκέψης και να πάψει να πληγώνεται! Εγώ αποκλείεται να αλλάξω χαρακτήρα για να την ευχαριστήσω!', σκεφτόταν περπατώντας άσκοπα σε μια πεδιάδα.
Ο ουρανός ήταν γκρίζος και η Λεύκα στεκόταν μες στη μέση του δάσους, όταν παρατήρησε την αλλαγή στον καιρό. Είχε μαζέψει μερικά λουλούδια για τον τάφο του πατέρα της και περνώντας από ένα ξέφωτο είδε έναν όμορφο, ξανθό άντρα να την παρατηρεί με βλέμμα θυμωμένο, λυπημένο και κουρασμένο ταυτόχρονα, όπως ενός στρατιώτη που έχασε στον πόλεμο. Κάτι όριζε το σώμα της καθώς τον πλησίαζε παρά τη θέλησή της. Χωρίς να το καταλάβει, είχε βρεθεί μπροστά του κι εκείνος άρχισε να τη γδύνει. Η Λεύκα προσπάθησε να ουρλιάξει και να τον σπρώξει μα το σώμα της δεν ανταποκρινόταν. 'Τι μου συμβαίνει;', αναρωτιόταν σαστισμένη έχοντας παγιδευτεί από κάποιο παράξενο ξόρκι. Ήθελε να φωνάξει βοήθεια, να καλέσει τον Άδη όμως δεν έβγαινε φωνή. 'Τι μου συμβαίνει;', σκεφτόταν κλαίγοντας, αφού ο ξανθός δαίμονας την είχε χρησιμοποιήσει τόσο χυδαία. 'Τι μου συμβαίνει;', αναρωτήθηκε όταν τύλιξε τα χέρια γύρω απ' το γυμνό σώμα της και ούρλιαξε…
Η Ήρα ούρλιαξε κι αυτή. Αμέσως μόλις ικέτευσε τον Δία να αλλάξει συμπεριφορά, εκείνος έτρεξε να κάνει άλλο ένα μπάσταρδο! Τα είχε δει όλα! Μα τι της έλειπε; Μήπως δεν ήταν αρκετά θηλυκή για τις ορέξεις του; Γιατί συνέχιζε να την πληγώνει με αυτόν τον τρόπο; Γιατί οι Μοίρες ήταν τόσο απάνθρωπες μαζί της; Γιατί δεν της έδωσαν έναν πιστό σύζυγο; Την τιμωρούσαν για κάτι; Μήπως δεν την αγαπούσε καθόλου ο Δίας; Ο αρχικός πόνος μετατράπηκε σε θυμό, μίσος και πίκρα, που τη δηλητηρίασαν σαν κατάρα. 'Μέχρι η καρδιά μου να γίνει τόσο σκληρή που να μη νοιάζεται πια για αυτόν, θα παίρνω εκδίκηση', αποφάσισε την ώρα που έστελνε ένα δηλητηριώδες φίδι στη γυμνή γυναίκα στο δάσος.
Η διάθεση στον Κάτω Κόσμο ήταν εορταστική. Ο Άδης είχε φροντίσει να είναι τα πάντα στην εντέλεια. Ο θρόνος και τα κοσμήματα της Λεύκας είχαν κατασκευαστεί από τον Ήφαιστο και τα Ηλύσια Πεδία είχαν ανακαινιστεί για τη βασίλισσα. Ο Άδης φανταζόταν τη μέρα που θα την έφερνε στο βασίλειό του και αμέσως θα της έδειχνε την ομορφιά των Ηλυσίων Πεδίων ενώ εκείνη θα του χάριζε το γλυκό της χαμόγελο. Ο Κάτω Κόσμος θα ήταν πιο φωτεινός από ποτέ και η Λεύκα θα ήταν το φως του. Ο Άδης δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελό του καθώς η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από απερίγραπτη ευτυχία και ανυπομονησία. Άλλες τρεις μέρες απέμεναν…
Ο Θάνατος κοίταξε με τρόμο την κοπέλα που είχε πεθάνει από το τσίμπημα του φιδιού. Ήταν αδιανόητο! Η μέλλουσα βασίλισσα θα έμπαινε νεκρή στο βασίλειό της. Άνοιξε θλιμμένος την πύλη για τον Κάτω Κόσμο και πήρε μαζί το σώμα και την ψυχή της.
