Κεφάλαιο 9

Καταιγίδα

Η σκιά της Λεύκας προχωρούσε αργά μπροστά από τον Θάνατο, ο οποίος κουβαλούσε το σώμα της στα χέρια του. Στάθηκαν στην αποβάθρα της Στυγός και περίμεναν υπομονετικά τη βάρκα του Χάροντα.

"Ένας οβολός.", είπε ο βαρκάρης κι ύστερα πρόσεξε την έκφραση στο πρόσωπο του Θανάτου και την κοπέλα που συνόδευε. "Ποια πέθανε;", ψιθύρισε μα δεν ήθελε να ακούσει την απάντηση. Για να θρηνούσε ακόμη κι ο Θάνατος, η σπουδαιότητα αυτής της γυναίκας θα ήταν τεράστια.

"Η βασίλισσά μας.", απάντησε.

"Ωχ, όχι! Δεν είναι δυνατόν! Όχι… Ο άρχοντας…", είπε ο Χάρων δίχως να καταφέρει να ολοκληρώσει την πρότασή του. Φαντάστηκε τον πόνο του αγαπημένου τους βασιλιά μόλις μάθαινε τα νέα κι αισθάνθηκε βαθειά λύπη.

"Ναι… Ο άρχοντας…", επανέλαβε ο Θάνατος με κατεβασμένο κεφάλι και ο Χάρων άρχισε να κωπηλατεί αργά. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, την ακολούθησαν και οι δύο. Ένοιωσαν την υποχρέωση να συνοδεύσουν αυτή τη σκιά ως τον Άδη. Γιατί να μην έκανε μια εξαίρεση ο Θάνατος; Τι ανόητος που ήταν, να μην ελέγξει τη μοίρα αυτής της Ωκεανίδας! Πόσο απελπισμένα ήθελε να γυρίσει το χρόνο πίσω! Είχε καθήκον να συνεννοείται με την Άτροπο για τις ψυχές που έπρεπε να μεταφέρει. Πώς του ξέφυγε ο θάνατος της βασίλισσας; Ένοιωθε υπεύθυνος για αυτήν την τραγωδία. Τι ειρωνεία! Ο θάνατος προξενούσε πάντα τις μεγαλύτερες τραγωδίες για τους ανθρώπους αλλά ο ίδιος δεν το είχε προσέξει ποτέ, έως ότου συνέβη σε κάποιον για τον οποίο νοιαζόταν. Προχωρούσαν για αρκετή ώρα, ώσπου να φτάσουν έξω από την αίθουσα του θρόνου. Ο Χάρων άφησε να περάσουν πρώτα η Λεύκα και ο Θάνατος κι υποκλίθηκε καθώς περνούσε η σκιά της από μπροστά του. Ήταν μια τελευταία τιμή στην ψυχή της βασίλισσας, ένας αποχαιρετισμός. Το συγκεντρωμένο πλήθος έκανε χώρο για να περάσει ο θεός του θανάτου.

"Στην Κοιλάδα των Ασφόδελων.", ακούστηκε η φωνή του Άδη καθώς ανήγγειλε την απόφασή του. Το βλέμμα του έπεσε στο φτερωτό θεό, ο οποίος άφησε μια γυναίκα μπροστά στο θρόνο και έκανε στην άκρη, για να φανεί η σκιά της. Ο Άδης πάγωσε.

"Άρχοντά μου, συγχωρήστε με, σας παρακαλώ.", είπε ο Θάνατος πέφτοντας στα γόνατα όμως ο Άδης δεν του έριξε ούτε ματιά. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο επάνω της. 'Κάτι θα έπαθε η όρασή μου.', σκέφτηκε. 'Δεν μπορεί να είναι αυτή. Πώς γίνεται να βρίσκεται εδώ, αφού είναι στον Επάνω Κόσμο σώα και αβλαβής; Εγώ θα τη φέρω στο βασίλειό μου σε λίγες μέρες…'. Όμως ήταν εκείνη. Ο Άδης γονάτισε πλάι στο άψυχο σώμα και χάιδεψε τα κρύα μάγουλα με τρεμάμενα χέρια. Ύψωσε τα μάτια, είδε την απαθή σκιά της να τον κοιτάζει κι ένοιωσε τέτοιον πόνο στην καρδιά, που του κόπηκε η ανάσα. Ήταν εκείνη. Δεν μπορούσε πλέον να το αρνηθεί.

"Λεύκα μου… Δεν είναι αλήθεια… Θάνατε, πες μου, σε παρακαλώ… Είναι κάποιος εφιάλτης που έστειλε ο Μορφέας; Πες μου ότι είναι ψευδαίσθηση! Σε παρακαλώ!". Ο Θάνατος ευχήθηκε κι αυτός να ήταν ψέμα. Το να βλέπει τον άρχοντα να τον ικετεύει παρά τις αποδείξεις που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια του, έκανε την ψυχή του να ματώνει.

"Λυπάμαι, άρχοντά μου. Είναι αλήθεια.". Ο Άδης πάγωσε από την απάντηση. Ήταν εκείνη. Δεν μπορούσε πια να προσποιείται.

"Μάλιστα. Κατάλαβα… Η Λεύκα πέθανε.". Το πρόσωπό του έγινε στωικό καθώς επέστρεφε στο θρόνο του. "Τότε, ας ξεκινήσει η κρίση της.". Ο Άδης διάβασε ολόκληρη τη ζωή της απ' τη γέννηση ως το θάνατο. Προσπάθησε να παραμείνει αμέτοχος μα οι γροθιές του σφίχτηκαν βλέποντας τα βασανιστήρια που πέρασε στην παιδική ηλικία. Μέχρι να φτάσει στη στιγμή της γνωριμίας τους, δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια του. Εκτός από τη μητέρα της, αυτός ήταν ο μόνος που της είχε φερθεί με καλοσύνη. Τον είχε αγαπήσει βαθιά κι ήταν τα πάντα για αυτήν. Δίπλα στον Άδη ένοιωθε ευτυχισμένη για πρώτη φορά στη ζωή της. Καθαρή οργή ξεχείλισε απ' την καρδιά του, μόλις είδε τον τρόπο που χάθηκε. "Ηλύσια Πεδία…", είπε με σπασμένη φωνή. Θυμήθηκε τα σχέδιά του να της δείξει το πανέμορφο εκείνο μέρος την ημέρα του γάμου τους. 'Θα δει και τώρα τα Ηλύσια Πεδία.', σκέφτηκε πλησιάζοντας τη σκιά της. "Έλα.", της είπε απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος της… Ώσπου το συνειδητοποίησε. Έσφιξε τη γροθιά του κι άφησε το χέρι του να πέσει στο πλάι. Ήθελε να την αγγίξει για μια τελευταία φορά έστω αλλά ήταν μάταιο. Η Λεύκα ήταν πνεύμα πια. "Έλα να σου δείξω τα Ηλύσια Πεδία.", επανέλαβε ο νεαρός βασιλιάς και την οδήγησε στο ομορφότερο τμήμα του βασιλείου του. "Αυτό ήθελα να σου χαρίσω για το γάμο μας: Μια περιοχή στον Κάτω Κόσμο αφιερωμένη σε εσένα. Όμως τώρα… Αντί να σου ανήκουν τα Ηλύσια Πεδία, τους ανήκεις εσύ.", είπε ο Άδης με ένα πικρό χαμόγελο.

"Μη λυπάσαι. Κάποτε θα μετενσαρκωθώ.", δήλωσε χαρούμενη η Λεύκα. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο Άδης ένοιωσε την καρδιά του να σταματάει. Η μετενσάρκωση σήμαινε ότι θα τον εγκατέλειπε εντελώς. Τουλάχιστον να μπορούσε να την επισκέπτεται! Σε μια στιγμή εγωισμού σκέφτηκε, 'Όχι, μη μ' αφήσεις'. Τότε το σώμα της Λεύκας από την αίθουσα του θρόνου μεταφέρθηκε μέσα σε μια λάμψη στο κέντρο των Ηλυσίων Πεδίων, εκεί όπου στεκόταν ο Άδης με τη σκιά της. Η ψυχή της κοπέλας ενώθηκε με το σώμα και μεταμορφώθηκε σε ένα λυγερό δέντρο. Ο Κάτω Κόσμος είχε ανταποκριθεί στην επιθυμία του και κλείδωσε εκεί την ψυχή της. 'Τι έκανα;', σκέφτηκε ο Άδης μετανοιωμένος. Άγγιξε τον κορμό και την παρακάλεσε να τον συγχωρήσει. Δεν είχε τη δύναμη να πει αντίο, ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Είχαν μόλις ξεκινήσει, είχαν άπειρες μέρες ευτυχίας μπροστά τους, είχαν… Δεν υπήρχε τίποτα πια. Ο θάνατός της είχε βάλει τέλος σε όλα τους τα όνειρα.

"Σ' αγαπώ.", ψιθύρισε καθώς ένα λευκό φύλλο έπεφτε στην παλάμη του. Έμοιαζε σαν αποχαιρετισμός, σαν να τον άφηνε ξαφνικά παίρνοντας μαζί και την αγάπη της. Ο Άδης δεν το άντεξε κι έφυγε τρέχοντας. Τη στιγμή που έκλεισε πίσω του τις πύλες του Παραδείσου, έπεσε στα γόνατα χτυπώντας τη γροθιά του επαναλαμβανόμενα στο έδαφος κι έβγαλε μια κραυγή, που έκανε τον Κάτω Κόσμο να σειστεί μοιραζόμενος το θρήνο του αφέντη του. Λευκά άνθη εξαπλώθηκαν στην Κοιλάδα των Ασφόδελων για την ψυχή της χαμένης βασίλισσας. Το βέλος του Έρωτα μετατράπηκε σε δηλητήριο που άρχισε να του κατατρώει τα σωθικά. Σχεδόν ευχήθηκε να μην την είχε αγαπήσει ποτέ… Σχεδόν… Το Έρεβος και η Νυξ έτρεξαν στο πλευρό του και προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν όμως δεν υπήρχε παρηγοριά. Σιγά-σιγά, ο θρήνος έπαψε. Όπως μετά από μία έκρηξη που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο διάβα της, το πρόσωπό του έγινε στωικό, απαθές, χωρίς ίχνος συναισθήματος και απροσδόκητα συγκροτημένο. Έμοιαζε σαν αυτό το ξέσπασμα να μην είχε συμβεί ποτέ. Η αλλαγή αυτή ανησύχησε τρομερά τους γονείς του μα ο Άδης τούς έκανε στην άκρη με αποφασιστικότητα. Είχε φτάσει η ώρα να αντιμετωπίσει τους υπεύθυνους.