Κεφάλαιο 12

Συμφωνία Με Το Κτήνος

Ο Άδης άνοιξε τα μάτια κι αντίκρυσε τον Ύπνο, που είχε αποκοιμηθεί σε μια πολυθρόνα κοντά στο κρεβάτι του. Ένοιωσε μια απερίγραπτη κούραση καθώς ήρθαν στο νου του τα πρόσφατα γεγονότα, ένα μείγμα θυμού, θλίψης και μετάνοιας. Μετάνοια… Επειδή δεν έκανε πιο νωρίς την πρόταση γάμου, επειδή δεν πήρε αμέσως τη Λεύκα απ' τον Επάνω Κόσμο και κυρίως επειδή δεν την προστάτευσε από τον αδερφό του. Ξάφνου, όλα αυτά τα συναισθήματα βρήκαν μια διέξοδο. Είχε δώσει μια υπόσχεση στον Δία: Θα τον τιμωρούσε. Προχώρησε αργά έξω από το κάστρο και έφτασε ως τις πύλες των Ηλυσίων Πεδίων, όπου κοντοστάθηκε. Ήθελε να την ξαναδεί όμως βρισκόταν σε δίλημμα. Τι νόημα είχε πια; Μόνο πόνο θα του προξενούσε. Έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε δίχως να κοιτάξει πίσω. Έφτασε στα Τάρταρα και κατέβηκε στο βαθύτερο σημείο του Βασιλείου του. Είχε ακούσει για εκείνο το μέρος όμως δεν το είχε δει ποτέ. Ο Τάρταρος είχε φυλακίσει εκεί το γιο που είχε αποκτήσει από τη Γαία. Ήταν ο Τυφωέας, πατέρας του Κέρβερου, της Λερναίας Ύδρας, της Χίμαιρας και άλλων τεράτων που κατοικούσαν στον Κάτω Κόσμο. Από τη μέση και κάτω το σώμα του αποτελούνταν από κουλουριασμένα φίδια κι αν στεκόταν όρθιος, θα έφτανε πιο ψηλά απ' τον Όλυμπο.

"Ποιος είσαι;", ρώτησε με φωνή που συντάραξε τα βράχια γύρω του.

"Είμαι ο Άδης, θεός του Κάτω Κόσμου."

"Θεός του Κάτω Κόσμου… Ο επίλεκτος… Τι σε φέρνει εδώ, άρχοντα Άδη;"

"Θέλω μία χάρη από 'σένα.", είπε και το κτήνος γέλασε. Ο Άδης καθάρισε τη σκόνη που είχε πέσει στα ρούχα του απ' το τράνταγμα της σπηλιάς.

"Τι μπορώ να κάνω εγώ για τον Κάτω Κόσμο; Αυτές οι αλυσίδες με κρατούν δεμένο με τον πατέρα μου. Πολύ φοβάμαι ότι δεν μπορώ να βοηθήσω.". Για του λόγου το αληθές, έσυρε τις αλυσίδες του, οι οποίες έτριξαν με ένα θόρυβο καθόλου ευχάριστο και σήκωσαν περισσότερη σκόνη, επίσης καθόλου ευχάριστο. Ο Άδης ξεσκονίστηκε για άλλη μια φορά, ώσπου αποφάσισε να παραιτηθεί. Θα έκανε μπάνιο μετά.

"Σκοπεύω να σε απελευθερώσω, Τυφωέα. Σε αντάλλαγμα…", ξεκίνησε να λέει μα δίστασε. Μήπως δεν έπρεπε να τον ελευθερώσει; Μήπως το παρατραβούσε; Μήπως ο ίδιος δεν είχε καταδικάσει ψυχές στα Τάρταρα, επειδή έκαναν εγκλήματα με τη δικαιολογία της εκδίκησης; Τίποτα δε θα έφερνε πίσω τη Λεύκα. Όχι, δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να πέσει τόσο χαμηλά. Ο σκοπός ήταν να δώσει ένα μάθημα στον Δία, για να μην επαναληφθεί η τραγωδία της Λεύκας. Αφού, λοιπόν, υπήρχε μια πιο δίκαιη αφορμή, ένοιωσε λίγο καλύτερα. "Σε αντάλλαγμα, θέλω να φυλακίσεις τον Δία."

"Τον Δία; Ποιος είναι αυτός;"

"Αν μου επιτρέπεις, τι γνωρίζεις ή τι θυμάσαι από τον Επάνω Κόσμο;"

"Θυμάμαι τον Ουρανό… Το βασιλιά της οικουμένης.". 'Μάλλον ένα μάθημα ιστορίας επιβάλλεται', σκέφτηκε ο Άδης.

"Εγώ μιλάω για το σημερινό άρχοντα της οικουμένης, το βασιλιά των θεών, που ζει στην κορυφή του Ολύμπου. Ο Δίας είναι ο εγγονός του Ουρανού."

"Θέλεις να τον εξολοθρεύσω;"

"Όχι, απλώς θέλω να τιμωρηθεί για ένα αδίκημα."

"Και με ξυπνάς για κάτι τέτοιο; Τέλος πάντων, αφού θα με ελευθερώσεις, θα το κάνω."

"Σ' ευχαριστώ, Τυφωέα."

"Αν και…", ξεκίνησε να λέει το θηρίο. "Το κλειδί που θα λύσει αυτές τις αλυσίδες είναι πολύ ακριβό. Κοστίζει δύο χαρακτηριστικά σου. Αν το κάνεις, θα χάσεις την αίσθηση δικαίου και τη συμπόνοια από την καρδιά σου. Λοιπόν, τι λες;", δήλωσε ο Τυφωέας. 'Να χαθεί η δικαιοσύνη και η συμπόνοια;', αναρωτήθηκε ο Άδης. Μέσα του ήξερε πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να δεχτεί κι ότι τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά. Όμως η καρδιά του τον πρόδωσε, μόλις τον κατέκλυσαν οι αναμνήσεις που έπνιξαν τη φωνή της λογικής: Το γέλιο της Λεύκας, η Λεύκα κάτω από τον Δία, η Λεύκα να ουρλιάζει από τον πόνο λίγο πριν χαθεί για πάντα. Όλα αυτά οδήγησαν στην απόφασή του. Κανένα τίμημα δεν ήταν αρκετά υψηλό για τη ζωή της Λεύκας, για το μέλλον που θα είχαν μαζί, για τις μύριες δυνατότητες που έσβησε ο Δίας. Το μυαλό του πάλεψε γενναία με την καρδιά όμως η καρδιά το άρπαξε, το έδεσε, το πάτησε, το έθαψε και ύστερα χόρεψε πάνω απ' τον τάφο του.

"Είμαστε σύμφωνοι!", είπε ο Άδης καλώντας ταυτόχρονα τις δυνάμεις του να χωρίσουν τα ζητούμενα χαρακτηριστικά από την ύπαρξή του. Στις παλάμες του αιωρήθηκαν δύο λαμπερές σφαίρες, οι οποίες έπεσαν σαν μετεωρίτες πάνω στις κλειδαριές του Τυφωέα ελευθερώνοντάς τον. Συνέβη όμως και κάτι αναπάντεχο: Οι αλυσίδες έσπασαν και τρύπωσαν στην καρδιά του Άδη γεμίζοντας τα κενά που είχαν αφήσει η δικαιοσύνη και η συμπόνοια. Συγχρόνως, άλλαξε και η εμφάνισή του. Γέρασε απότομα. Τα μαύρα του μαλλιά άσπρισαν. Το όμορφο, νεανικό του πρόσωπο γέμισε ρυτίδες. Τα μαύρα μάτια του έγιναν ακόμα πιο σκοτεινά. Το βλέμμα του πάγωνε τον καθένα με την ψυχρότητα και την αδιαφορία του. Με την απώλεια της αίσθησης δικαίου έχασε και τη σοφία του. Παρόλο που ξεχώριζε το καλό και το κακό, δεν έμοιαζαν τόσο σημαντικά πια. Για την ακρίβεια, δεν έβλεπε καμία διαφορά μεταξύ τους. Επιπλέον, χωρίς τη συμπόνοια του δεν μπορούσε να δείξει έλεος και καλοσύνη. Ένας βασιλιάς δίχως δικαιοσύνη και ευσπλαχνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά τύραννος. Κοίταξε τα κλειδιά που μέχρι πριν λίγο ήταν κομμάτια του εαυτού του να απομακρύνονται μαζί με τον Τυφωέα προς τον Επάνω Κόσμο. Δεν ήξερε πώς να αισθανθεί για αυτή την απώλεια αλλά για ένα πράγμα ήταν σίγουρος: Δεν ήταν δυνατόν να κρίνει τις ψυχές έτσι. Δεν μπορούσε πλέον να συμμετέχει στη μοναδική δραστηριότητα που καθόριζε την ύπαρξή του για αιώνες. 'Δίχως τη δικαιοσύνη ποιος είμαι;', αναρωτήθηκε μα δεν έβρισκε απάντηση και πανικοβλήθηκε. Ύστερα όμως προσπάθησε να ηρεμήσει. Είχε μπροστά του άπλετο χρόνο για να βρει μια λύση. 'Αν όμως συμβεί το αντίθετο; Αν δε βρεθεί ποτέ λύση; Τι θα κάνω τότε;', σκέφτηκε. Έκλεισε τα μάτια κι έδιωξε αυτές τις σκέψεις απ' το μυαλό του. Είχε φτάσει η ώρα να αποδοθεί δικαιοσύνη.

Οι δύο ουσίες του Άδη περιπλανήθηκαν στον Επάνω Κόσμο αναζητώντας άτομα με υψηλά επίπεδα δικαιοσύνης και συμπόνοιας. Η δικαιοσύνη το βρήκε πρώτη. Εισήλθε σε μια νέα Τιτανίδα, που ονομαζόταν Θέμις κι εκείνη την εποχή ήταν έγκυος στο παιδί του Δία. Αμέσως ο Κάτω Κόσμος την αναγνώρισε ως υπήκοο και την κατάπιε. Από την άλλη, η συμπόνοια δεν κατάφερε να βρει κανέναν. Χαμένη και μόνη συνέχισε να περιπλανιέται κάτω από τον αιθέρα μέχρι τη μέρα που θα έβρισκε αυτό που έψαχνε.