Κεφάλαιο 14
Σφαγή
"Δεν τήρησες τη συμφωνία μας.", είπε ο Άδης ανακαλύπτοντας τον Τυφωέα σε μια σπηλιά.
"Συγγνώμη, άρχοντα Άδη. Εγώ φταίω."
"Εντάξει, μη σκας τώρα. Έχω ένα σχέδιο. Θα επιτεθείς ξανά στον Δία αύριο το βράδυ. Αυτή τη φορά όμως θα σε βοηθήσω εγώ."
"Πώς; Θα επιτεθείς συγχρόνως; Θα πολεμήσεις στο πλευρό μου;". Ο Άδης χαμογέλασε με κακία.
"Θα επιτεθείς στον Δία. Δε χρειάζεται να ξέρεις τίποτα περισσότερο. Εγώ θα φροντίσω να είναι εγγυημένη η νίκη σου. Και θα νικήσεις, Τυφωέα. Κατάλαβες; Γιατί αλλιώς…". Η απειλή ήταν ξεκάθαρη.
"Ακούω και υπακούω, άρχοντα.".
Έρεβος και Νυξ έντυσαν τον ουρανό με τα χρώματά τους για άλλη μια βραδιά. Ο Δίας περίμενε τον Τυφωέα πανέτοιμος για μάχη έχοντας στο πλευρό του πανίσχυρα όπλα και τα παιδιά του. Όμως οι Μοίρες είχαν άλλα σχέδια. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, κατά τη διάρκεια της μάχης, οι θεοί του Ολύμπου αποδυναμώθηκαν. Άρχισαν ένας-ένας να υποχωρούν και ο μόνος που παρέμεινε τελικά στο πεδίο της μάχης ήταν ο Δίας. Στον κόσμο των θνητών, ο Άδης είχε ανοίξει την πύλη του Κάτω Κόσμου. Εισέβαλε με την κάπα να ανεμίζει πίσω του, με τη μαύρη πανοπλία του, με την Αόρατη Περικεφαλαία να κρύβει το πρόσωπό του και ήταν η ενσάρκωση της καταστροφής. Ήταν ο Μαύρος Ιππότης, πιο τρομερός από ποτέ. Ύψωσε το χέρι του και με το χτύπημα των δαχτύλων του, οι Κήρες, οι θεότητες του βίαιου θανάτου, μπήκαν από τη σκοτεινή πύλη. Γελούσαν καθώς ετοίμαζαν τα νύχια τους για να αρπάξουν τις ψυχές των άτυχων θνητών που θα έβρισκαν στο δρόμο τους. Κανένας δε γλύτωσε. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι υπέκυψαν στη σκοτεινή μάστιγα του θανάτου. Κανένας δεν ξέφυγε από την οργή του Άδη. Εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα θερίζοντας όλους όσους λάτρευαν τον Δία, όλους αυτούς που έλεγαν με σεβασμό το όνομά του. Ο Άδης προχωρούσε στον κόσμο των ανθρώπων με τη θεϊκή του μορφή σε όλο της το μεγαλείο μα αόρατος σε όλους, εκτός από εκείνους που ήθελε ο ίδιος να τον δουν. Γρήγορα όμως κουράστηκε να δίνει εντολές στους υπηκόους του. Οι πιστοί του Δία δεν πέθαιναν όσο γρήγορα επιθυμούσε. Γι' αυτό, έβγαλε τις λεπίδες του κι άρχισε να επιτίθεται αυτοπροσώπως. Βουτηγμένος στο αίμα των θνητών, καθώς τον περικύκλωναν κραυγές αγωνίας κι απελπισίας και το μανιακό γέλιο των θεριστών, ο Άδης ήταν η κόλαση προσωποποιημένη. Σε αυτήν την κατάσταση τον βρήκε η Δήμητρα.
"Αδερφέ μου! Τι σημαίνουν όλα αυτά;"
"Γεια σου, Δήμητρα!", τη χαιρέτησε ο Άδης κι ο χαρούμενος τόνος της φωνής του, τόσο αντίθετος με τη σκηνή γύρω τους, έκανε την κοπέλα να ανατριχιάσει.
"Σε παρακαλώ, σταμάτα το! Οι άνθρωποι πεθαίνουν!"
"Για αυτούς τους ανθρώπους μιλάς;", είπε ο Άδης αρπάζοντας απ' το λαιμό μια γυναίκα που περνούσε εκείνη τη στιγμή τρέχοντας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, την έσφιξε τόσο δυνατά που την αποκεφάλισε. "Τι σημασία έχει ο θάνατος τούτων των ανθρώπων;", είπε καθώς το κεφάλι κυλούσε μέχρι τα πόδια της Δήμητρας. "Έτσι κι αλλιώς, στο βασίλειό μου θα καταλήξουν. Εγώ απλώς επιταχύνω τη διαδικασία."
"Μα η λατρεία…", είπε η θεά γονατίζοντας. Κράτησε στα χέρια της το κεφάλι της γυναίκας και ξέσπασε σε κλάματα.
"Μην κάνεις έτσι, αδερφούλα.", της είπε πλησιάζοντας και με το αιματοβαμμένο του χέρι χάιδεψε το αθώο πρόσωπό της. "Θα πεθάνουν όσοι θνητοί χρειαστεί, ώσπου να νοιώσω ικανοποιημένος. Δεν έχει και μεγάλη διαφορά αυτό από τους πολέμους που τόσο αρέσουν σε εσάς τους Ολύμπιους."
"Μπορεί να πεθάνει και κάποιος θεός, Άδη! Η δύναμή μας μάς εγκαταλείπει σιγά-σιγά. Δε νομίζω πως μπορώ να αντέξω άλλο!"
"Κρίμα! Λυπάμαι αλλά είσαι αυτό που αποκαλούν 'παράπλευρη απώλεια'."
"Τι σ' έχει πιάσει, αδερφέ μου; Εσύ δεν ήσουν έτσι.", του είπε μα εκείνος δεν την κοίταξε.
"Α… Μάλλον αναφέρεσαι στον παλιό Άδη."
"Στον παλιό Άδη;"
"Δεν είμαι πια αυτός. Βλέπεις, όταν πέθανε εκείνη η γυναίκα, χάθηκε κι ο Άδης μαζί της. Δεν είναι πολύ ποιητικό; Εγώ είμαι η εξελιγμένη μορφή του."
"Αυτή είναι η τιμωρία του Δία, έτσι δεν είναι; Σκοπεύεις να τον σκοτώσεις;"
"Εύκολα θα μπορούσα να τον σκοτώσω και πίστεψέ με, πολύ θα το ήθελα. Όμως ο παλιός Άδης δε συμφωνεί. Είναι αδύναμος χαρακτήρας αλλά εγώ τον ευγνωμονώ, σ' αυτόν χρωστάω την ύπαρξή μου. Το λιγότερο, λοιπόν, που οφείλω να κάνω, είναι να τιμήσω την επιθυμία του. Όπως είπες κι εσύ, ήθελε να τιμωρήσει τον Δία, όχι να τον σκοτώσει."
"Έχεις δίκιο, αδερφέ μου. Όμως όχι έτσι, σε ικετεύω. Σταμάτα το αυτό, σε παρακαλώ.", είπε κλαίγοντας γαντζωμένη στο χιτώνα του.
"Ηρέμησε τώρα, αδερφή. Σύντομα θα τελειώσουν όλα, θα δεις. Δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί σου και για το δικό σου καλό, ας το αφήσουμε έτσι. Πάρε, λοιπόν, το δρόμο σου και μην μπαίνεις στο δικό μου, γιατί αλλιώς θα θυμώσω πολύ μαζί σου και σε διαβεβαιώ πως δεν το θες αυτό.", είπε ο Άδης και τη φίλησε στο μέτωπο πριν εξαφανιστεί. Η Δήμητρα έμεινε εκεί κοιτώντας σαν χαμένη. Τι ήταν αυτά που της είπε ο άλλοτε ευγενικός και γλυκός αδερφός της; Την απείλησε; Ο Άδης, που είχε σύρει στα Τάρταρα έναν Τιτάνα, επειδή τόλμησε να πειράξει εκείνη και την Ήρα; Ο τόσο προστατευτικός αδερφός της είχε αλλάξει. Είχε μεταμορφωθεί σε αυτό το ψυχρό, άκαρδο και ανελέητο τέρας. Η δίψα του για εκδίκηση τον έπνιξε και τελικά τον σκότωσε. Ήξερε πως ο Δίας έφταιγε για όλα. Πάντα ο Δίας! Όμως δε γινόταν να μην κατηγορεί και τον Άδη. Αυτή η τραγωδία που συνέβαινε γύρω της ήταν δικό του έργο. Στάθηκε στα πόδια της κι αποφάσισε να ακολουθήσει την οικογένειά της στην Αίγυπτο, κουβαλώντας μες στην καρδιά της τη ραγισμένη εικόνα του κάποτε αγαπημένου αδερφού της.
Ο Δίας ήταν φυλακισμένος σε μια σκοτεινή σπηλιά δεμένος με αλυσίδες. Ούτε ο ίδιος ήξερε πόσο καιρό βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση, ώσπου άκουσε βήματα.
"Ποιος είναι εκεί;", ρώτησε.
"Ο αδερφός σου.", απάντησε ο Άδης κρατώντας μια γαλάζια φλόγα στην παλάμη του.
"Εσύ τα έκανες όλα αυτά.", είπε ο Δίας ψυχρά.
"Έλα τώρα. Έτσι φέρεσαι σε 'μένα, που ήρθα μες στα σκοτάδια να σε βρω;"
"Ήρθες για να μου ζητήσεις συγγνώμη, Άδη; Εντάξει, λοιπόν. Ελευθέρωσέ με και δώσε πίσω τους κεραυνούς μου. Έπειτα θα σε συγχωρήσω."
"Μμ… Δεν ξέρω. Ίσως θα προτιμούσα να καταστρέψω τους κεραυνούς σου και να σε αφήσω εδώ αβοήθητο."
"Δε θα το κάνεις.", είπε ο Δίας τρομοκρατημένος.
"Έτσι νομίζεις;"
"Μην τολμήσεις, Άδη!", φώναξε.
"Εσύ τη σκότωσες. Είναι το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για εκείνον. Βέβαια, εάν δεν υπήρχες εσύ, δε θα υπήρχα ούτε εγώ."
"Τι είναι αυτά που λες;"
"Δεν είμαι πια ο Άδης που ήξερες, Δία. Όχι ότι με ήξερες και ποτέ!"
"Είσαι παρανοϊκός! Έφερες την καταστροφή για μια ασήμαντη πόρνη;", φώναξε ο Δίας κι ο Άδης άρχισε να γελάει.
"Αχ, Δία…", είπε δυναμώνοντας τη φλόγα και πλησιάζοντας αργά-αργά τους κεραυνούς στη φωτιά.
"Περίμενε, Άδη! Σταμάτα! Συγγνώμη! Σου ζητάω συγγνώμη. Δεν ήθελα να πεθάνει. Όταν το έκανα αυτό, δεν είχα ιδέα για τη σχέση σας. Δε σκεφτόμουν…"
"Ναι… Το πρόβλημα με 'σένα, αδερφέ μου, είναι ότι ποτέ δε σκέφτεσαι τίποτα. Ποτέ δε σκέφτεσαι ότι πληγώνεις την Ήρα, ότι κάποιος μπορεί να αγαπούσε τη Λεύκα. Ακόμα κι όταν τα αδέρφια σου σε προειδοποίησαν, εσύ δεν έδειξες ίχνος μεταμέλειας. Αν είχες ζητήσει να σε συγχωρήσω, δε θα είχαν συμβεί όλα αυτά."
"Το ήθελα! Μα δεν μπορούσα να σκύψω το κεφάλι μπροστά σε όλους. Τι να έκανα;"
"Να ζητούσες συγγνώμη."
"Τώρα είναι αργά;", τον ρώτησε ο Δίας. "Δε θα τη δεχτείς; Έστω τώρα;". Για λίγη ώρα, ο Άδης δεν έδωσε απάντηση. Ύστερα πλησίασε τον αδερφό του και τον έπιασε απ' τον ώμο.
"Εντάξει. Αφού ζήτησες συγγνώμη, θα σε συγχωρήσω. Υπό έναν όρο όμως…". Η συμφωνία σφραγίστηκε μέσα στη σπηλιά κι έμεινε για πάντα μυστική με όρκο στον ποταμό της Στυγός. Ο Δίας απελευθερώθηκε, ο Τυφωέας αιχμαλωτίστηκε ξανά και ο Άδης επέστρεψε στο βασίλειό του. Από το αμέσως επόμενο διάστημα παρατηρήθηκε μια αξιοπερίεργη αλλαγή στη σχέση μεταξύ τους. Ενώ παλιότερα φέρονταν με ψυχρότητα, τώρα υποδέχονταν εγκάρδια ο ένας τον άλλον. Εν τω μεταξύ, οι θεοί και οι θεές που είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο γύρισαν στον Όλυμπο αηδιασμένοι με το σκοτεινό βασιλιά. Ποιος θεός θα απειλούσε την ύπαρξη όλων εξαιτίας μιας γυναίκας; Αξιοθρήνητο! Γι' αυτό, προτίμησαν να πιστέψουν πως όλα αυτά τα γεγονότα ήταν μια αποτυχημένη απόπειρα του Άδη να πάρει την εξουσία από τα χέρια του Δία. Επιτέλους είχε επιστρέψει στον κόσμο η εποχή της ειρήνης και κανένας δεν αναφέρθηκε ξανά στο περιστατικό εκείνο.
