Κεφάλαιο 16

Ο Λόγος Ύπαρξής

Η τρέλα της εκδίκησης είχε πια περάσει. Η ευφορία και η ένταση έσβησαν κι η λογική σιγά-σιγά επανήλθε για να στοιχειώσει τον Άδη. Ένοιωθε ότι βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. 'Ποιος είμαι; Πού πάω; Ποιος είναι ο λόγος της ύπαρξής μου;', αναρωτιόταν όμως δεν έβρισκε απάντηση. Ένοιωσε τρόμο κατανοώντας πόσο τεράστιο λάθος είχε κάνει. Έχασε βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, έχασε τον εαυτό του. Είχε απομείνει μισός σαν ένα σπασμένο γυαλί που δεν ξανακολλούσε.

"Τι κάνεις εδώ, καλέ μου;", τον ρώτησε η Νυξ.

"Σκέφτομαι…", απάντησε με τα μάτια καρφωμένα στο λουλούδι που κρατούσε.

"Τι σκέφτεσαι;". Ο Άδης την κοίταξε σαν παιδάκι.

"Τι θα κάνω τώρα; Τι θέση έχω πια στον Κάτω Κόσμο; Δε με χρειάζεται κανείς πλέον. Το βασίλειο ήταν αυτόνομο όταν ήρθα και θα συνεχίσει να είναι είτε βρίσκομαι εδώ είτε όχι. Σκεφτόμουν… Μήπως θα έπρεπε να εξαφανιστώ…". Η Νυξ τού άστραψε ένα χαστούκι, που αντήχησε σε όλη την κοιλάδα.

"Χθόνιε Άδη Αιδονέα Πολυδέκτη! Μήπως τώρα συνήλθες;". Ο Άδης έπιασε το μάγουλό του με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη. "Ξέχασες ποιο είναι το όνομα του Κάτω Κόσμου; Δε θυμάσαι πως αποκαλείται 'Άδης'; Νομίζω ότι δεν έχεις κατανοήσει τη σημασία αυτού του γεγονότος, οπότε άσε με να σου εξηγήσω: Εγώ δεν είμαι απλώς η θεά της νύχτας, είμαι η ίδια η Νύχτα. Ο Τάρταρος δεν είναι ο θεός του Ταρτάρου, είναι ο Τάρταρος αυτοπροσώπως. Το Έρεβος είναι το Σκότος. Εσύ, αγόρι μου, δεν είσαι ο Θεός του Κάτω Κόσμου. Είσαι ο ίδιος ο Κάτω Κόσμος. Είσαι το μεγαλύτερο από τα τρία βασίλεια, το αόρατο τμήμα του σύμπαντος. Μόλις έφτασες εδώ, έμοιαζε σαν να σε προσδοκούσε αυτό το μέρος. Τη μέρα που ορκιστήκαμε πίστη σε 'σένα δηλώσαμε πως είσαι η προσωποποίηση του Κάτω Κόσμου. Λέγοντας ότι δεν είσαι απαραίτητος, είναι σαν να λες ότι αυτό το βασίλειο δεν είναι απαραίτητο και αυτό είναι αδύνατον, καταλαβαίνεις; Εσύ είσαι διαφορετικός από τους αδερφούς σου. Εκείνοι απλώς δανείζονται τη δύναμη του Πόντου και του Αιθέρα, των αυθεντικών δυνάμεων του Επάνω Κόσμου. Δεν είναι αναντικατάστατοι. Ο Ουρανός αντικαταστάθηκε από τον Κρόνο κι εκείνος από τον Δία. Αλλά εσύ, γλυκό μου αγόρι, είσαι αναντικατάστατος. Κανείς δεν υπήρχε πριν από 'σένα και κανείς δε θα υπάρξει μετά. Άρα, στάσου στο ύψος σου και μη σκέφτεσαι ανοησίες! Είσαι ο Άδης Αιδονεύς Πολυδέκτης, άρχοντας του Κάτω Κόσμου. Μπορεί να λείπουν η δικαιοσύνη κι η συμπόνοια απ' την καρδιά σου μα αυτό δεν αλλάζει το ποιος είσαι, τι είσαι και τι σημαίνεις για όλους εμάς. Τώρα πήγαινε κομψά και περήφανα να διεκδικήσεις το βασίλειο και το θρόνο σου.". Ο Άδης ένοιωσε ταπεινοφροσύνη ακούγοντας αυτά τα λόγια, που του έκαναν τεράστια εντύπωση κι ήταν το χέρι βοηθείας που είχε ανάγκη. Η Νυξ ήταν πάντα η ζεστή παρουσία, ο βράχος, η μητέρα, στην οποία στηριζόταν όποτε ένοιωθε λύπη και μοναξιά. Ζωή, σκοπός κι ανακούφιση πλημμύρισαν τις φλέβες του και τα μάτια του άστραψαν με ανανεωμένη ελπίδα και δύναμη. Αγκάλιασε τη Νύχτα σφιχτά, με ευγνωμοσύνη.

"Σ' ευχαριστώ για όλα, μητέρα. Τώρα είμαι καλά. Διέλυσες την ομίχλη στο μυαλό μου.", είπε βουρκωμένος αλλά οι λέξεις δεν ήταν αρκετές για να περιγράψουν πόσα σήμαινε η ύπαρξή της στη ζωή του.

"Παιδί μου, εγώ θα είμαι πάντοτε εδώ για 'σένα.", δήλωσε κλείνοντάς τον στη μητρική αγκαλιά της. Στο βλέμμα του Άδη υπήρχε πλέον αποφασιστικότητα: Θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του και θα ξανακέρδιζε τη δικαιοσύνη και τη συμπόνοια του με οποιονδήποτε τρόπο. Πήρε πίσω το θρόνο του από τη Θέμιδα και συνέχισε να κρίνει τις ψυχές με την καθοδήγησή της. Της προσέφερε ξεχωριστή θέση μαζί με τους τρεις κριτές και αυτή η ομάδα έγινε το σώμα ενόρκων του Κάτω Κόσμου. Με τον καιρό, ο Άδης επανέκτησε την αίσθηση δικαίου ενώ επέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό τα νειάτα του. Όμως και πάλι, δίχως συμπόνοια ήταν ένας σκληρόκαρδος δικαστής. Οι πιθανότητες να μπει ένας θνητός στα Ηλύσια Πεδία ήταν σχεδόν μηδαμινές.