Κεφάλαιο 18
Η Γέννηση Της Άνοιξης
Σχεδόν έναν αιώνα μετά το θάνατο της Λεύκας, οι Μοίρες ύφαναν μια χρυσή κλωστή και χαμογέλασαν συνωμοτικά. 'Έφτασε η ώρα', σκέφτηκαν.
Ο Δίας ένοιωθε ανήσυχος. Είχαν περάσει δεκαετίες από τότε που η Ήρα άρχισε να τον αποφεύγει. Όλο αυτό το διάστημα ήταν πιστός, τη φλέρταρε και τη διαβεβαίωνε πως ήταν η μοναδική στην καρδιά και στη ζωή του. Η Ήρα όμως ήταν απρόσιτη, δεν τον άφηνε ούτε να την αγγίξει, πόσο μάλλον να κοιμηθεί μαζί της. 'Είμαι άνδρας, που πηγαίνω ενάντια στη φύση μου για χάρη της και τι παίρνω ως αντάλλαγμα;', σκεφτόταν ο Δίας κάθε μέρα. 'Τώρα απαιτεί να σεβαστώ την επιθυμία της, η οποία είναι να με αγνοεί. Πολύ καλά, λοιπόν. Αφού αυτό θέλει, θα της δώσω το σεβασμό και την απόσταση που ζητάει. Μόνο μην τολμήσει μετά να με κατηγορήσει για απιστία!'.
Η Δήμητρα περπατούσε ανάμεσα στα χρυσά σπαρτά αγγίζοντάς τα απαλά. Αγαπούσε τους ανθρώπους και χαιρόταν να τους φροντίζει. Σαν να ήταν παιδιά της δεν τους άφηνε ποτέ να πεινάσουν, ακόμα και στους πιο κρύους χειμώνες. Οι θνητοί λάτρευαν την καλοσυνάτη θεά και την ευχαριστούσαν για κάθε γεύμα που τους προσέφερε. Μετά την πολύωρη δουλειά αποφάσισε να χαλαρώσει με ένα ζεστό μπάνιο. Βγαίνοντας από τη λίμνη, αντίκρυσε τον Δία να την παρακολουθεί πίσω από ένα δέντρο. Πάγωσε το αίμα της και φόβος κυρίευσε την καρδιά της. Άρπαξε γρήγορα τα ρούχα της κι έτρεξε να σωθεί. Ο Δίας τής έδωσε ένα μικρό προβάδισμα. Λίγο κυνηγητό ήταν ενδιαφέρον πριν το κυρίως πιάτο. Μπορούσε να αισθανθεί την αγωνία της κι αυτό τον αναστάτωνε. Η Δήμητρα ήξερε πως σε περίπτωση που ο Δίας την έπιανε, θα τη χρησιμοποιούσε και θα της κατέστρεφε τη ζωή, όπως είχε ήδη κάνει σε τόσες γυναίκες. Τα μάτια της πλημμύρισαν από δάκρυα και δεν είδαν τη ρίζα του δέντρου που την έκανε να σκοντάψει. Εκείνη τη στιγμή τέλειωσαν όλα.
'Δεν υπάρχουν καλά αδέρφια', σκεφτόταν η Δήμητρα καθώς έψαχνε ένα μέρος να εγκατασταθεί. 'Είναι όλοι τους διεφθαρμένοι'. Βρισκόταν σε άθλια κατάσταση μετά το βιασμό και την ανακάλυψη της εγκυμοσύνης της. Η Ήρα τη μισούσε για κάτι που είχε διαπράξει ο Δίας και θα ήταν πάντα στόχος της οργής της. Πόσο τον μισούσε! Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς η Ήρα ερωτεύτηκε ένα τόσο απεχθές πλάσμα! Δεν είχε ιδέα τι σήμαινε αυτοσυγκράτηση, ντροπή, σεβασμός… Είχε μετατρέψει την Ήρα, την κάποτε όμορφη κι ευγενική αδερφή της σε αυτή την αγνώριστη, ζηλιάρα και σκληρόκαρδη γυναίκα. Το ίδιο είχε γίνει και με τον Άδη και πιο πρόσφατα με τον Ποσειδώνα, ο οποίος είχε αρχίσει να ακολουθεί το παράδειγμα του Δία. Ήταν λες και ο Δίας κατέστρεφε ό,τι άγγιζε. Μπορεί ο μεγάλος αδερφός να έμοιασε εμφανισιακά στον πατέρα τους αλλά ο μικρός πήρε το χαρακτήρα του. Η Δήμητρα ήταν το καινούριο του θύμα κι έπρεπε στο εξής να προστατεύει τον εαυτό της και το παιδί από το θυμό της Ήρας. Παρέμεινε κρυμμένη για μήνες και όταν έφτασε ο καιρός, γέννησε ολομόναχη. Κράτησε το μωρό στην αγκαλιά της και μόλις εκείνο πήρε την πρώτη του ανάσα, άνθισαν λουλούδια παντού γύρω τους σαν να ήθελαν να καλωσορίσουν τη νεογέννητη θεότητα. Η Δήμητρα αισθάνθηκε απερίγραπτη χαρά, αυτή την ευφορία που νοιώθουν οι μητέρες μόλις γεννήσουν. Άξιζε ο πόνος, αν ήταν να φέρει στον κόσμο ένα τόσο όμορφο πλάσμα. Κατάλαβε αμέσως ότι η κόρη της είχε κληρονομήσει κάποια δικά της χαρακτηριστικά και θα γινόταν η θεά της άνοιξης. Με τη γέννηση του μωρού, η ζωή της άλλαξε οριστικά. Ξαφνικά όλα έμοιαζαν δευτερεύοντα μπροστά στις ανάγκες του παιδιού της. Καθώς την κρατούσε απαλά, έτσι εύθραυστη που ήταν, γεννήθηκε μέσα της μια βαθιά επιθυμία να την προστατεύσει από όλους τους κινδύνους. 'Το μωράκι μου ποτέ δε θα γνωρίσει τις τραγωδίες που έζησα εγώ.', ορκίστηκε στον εαυτό της. 'Ποτέ δε θα την εγκαταλείψει η μητέρα της. Ποτέ δε θα τη φυλακίσει ο πατέρας της. Ποτέ δε θα την προδώσουν οι αγαπημένοι της. Ποτέ δε θα τη βιάσουν. Όσο περνάει απ' το χέρι μου, αυτό το κοριτσάκι δε θα βιώσει ποτέ τον πόνο. Το μοναδικό που θα νοιώθει, θα είναι η ανιδιοτελής αγάπη της μητέρας και το όνομά της θα είναι Κόρη Καρποφόρος.'. Μόλις έπεσε η νύχτα, το νεογέννητο βρέφος νύσταξε και χασμουρήθηκε χαριτωμένα. Η Δήμητρα το αγκάλιασε σφιχτά, το φίλησε και τραγούδησε ένα νανούρισμα που είχε μάθει πολλούς αιώνες πριν, μια εποχή που ζούσε με τα αδέρφια της αιχμάλωτη μέσα στον Κρόνο. Αφού η εξουθενωμένη μητέρα και το χορτασμένο μωρό είχαν αποκοιμηθεί γαλήνια, μία φωτεινή σφαίρα αιωρήθηκε προς εκείνες και εισήλθε στην καρδιά του νεογνού.
