Κεφάλαιο 21
Δεσποσύνες Και Δράκοι
Η Κόρη ξύπνησε από τα τιτιβίσματα των πουλιών και το φως του ήλιου που μπήκε από το παράθυρό της. Ντύθηκε και καλημέρισε τη μητέρα της με ένα φιλί.
"Μαμά, σκέφτομαι να πάω προς τα δυτικά σήμερα. Ο παγωμένος βόρειος άνεμος έπαψε κι έτσι η γη είναι αρκετά ζεστή για να ξεκινήσω τη δημιουργία λουλουδιών. Θα σε πείραζε;"
"Αν συνεχίσεις να εξαπλώνεις την άνοιξη παντού, θα εξαφανίσεις για πάντα το χειμώνα."
"Αχ, όχι… Δε θα το ήθελα αυτό. Δηλαδή…"
"Πήγαινε. Αρκεί να σε συνοδεύσουν μερικές νύμφες."
"Ζήτω!", φώναξε χαρούμενη η Κόρη χαρίζοντας στη Δήμητρα μια τρυφερή αγκαλιά. "Σ' αγαπάω, μαμά! Μην ανησυχείς, θα έρθουν μαζί μου η Ιάνθη και η Χρυσηίς. Μέχρι το βράδυ θα έχουμε επιστρέψει."
"Εντάξει. Αν με χρειαστείς, θα είμαι στη Σπάρτη για τη σοδειά. Ξέρεις τους κανόνες."
"Ναι. Μακρυά από αγνώστους… Και από άνδρες.", είπε η Κόρη γελώντας.
"Μιλάω σοβαρά!"
"Ναι, μαμά, το ξέρω. Μην ανησυχείς υπερβολικά. Είμαι σκληρό καρύδι σαν τις αδερφές μου.".
Στον Κάτω Κόσμο για σχεδόν είκοσι χρόνια, η Μινθώ προσπαθούσε να στριμώξει τον Άδη χωρίς επιτυχία.
"Άρχοντά μου, έχετε κάποιο πρόβλημα;", τον ρώτησε η Θέμις βλέποντας πως ήταν σκεπτικός. Εκείνος αντί να απαντήσει, αναστέναξε. Έτσι, η θεά της δικαιοσύνης στράφηκε στον Θάνατο, ο οποίος πάντα γνώριζε τι απασχολούσε το βασιλιά.
"Έχει μπλέξει σε μια συνωμοσία του Ταρτάρου."
"Δεν καταλαβαίνω!", μουρμούρισε ο Άδης τραβώντας τα μαλλιά του. "Την έχω απορρίψει τόσες φορές κι όμως αυτή συνεχίζει να επιμένει!"
"Λυπάμαι, άρχοντά μου. Αν δε βρισκόταν υπό την προστασία του Ταρτάρου, θα την είχα ήδη κανονίσει."
"Δεν πειράζει. Δε φταις εσύ.", είπε ο Άδης όμως ο Θάνατος δεν έπαψε να αισθάνεται άσχημα.
"Εναλλακτικά, θα μπορούσατε να ξεκουραστείτε."
"Η αλήθεια είναι πως κι εγώ θα ήθελα ένα διάλειμμα.", είπε η Θέμις. "Ας πάμε στον Επάνω Κόσμο. Μου έχει λείψει το φως του ήλιου.". Ο Θάνατος την κοίταξε προειδοποιητικά όμως εκείνη δεν το πρόσεξε.
"Χμ, καλή ιδέα.", συμφώνησε ο Άδης.
"Μα άρχοντα!", πετάχτηκε ο Θάνατος όμως όταν ο βασιλιάς στάθηκε περιμένοντας να συνεχίσει, εκείνος έμεινε σιωπηλός. "Θα ετοιμάσω το άρμα.", είπε αδύναμα. Ζούσε ένα deja vu. Την προηγούμενη φορά αυτός του είχε προτείνει ένα διάλειμμα στον Επάνω Κόσμο και από εκεί όλα άρχισαν να καταρρέουν. 'Αλλά δε θα ξαναγίνει το ίδιο, έτσι δεν είναι; Μακάρι σε αυτή την εκδρομή να μη συμβεί τίποτα!', ευχήθηκε.
Η Κόρη χόρευε στο δάσος απλώνοντας παντού γύρω της λουλούδια. Το γέλιο και το τραγούδι της όμως ενόχλησαν ένα από τα πιο σπάνια ζώα του Επάνω Κόσμου, το οποίο ζούσε σε μια κοντινή σπηλιά. Άκουσε ένα γρύλισμα και βρέθηκε μπροστά σε ένα δράκο. Η Κόρη άπλωσε τα χέρια της σε μια απόπειρα να τον ηρεμήσει όμως αυτός βρυχήθηκε δυνατά. Καθώς, λοιπόν, ο δράκος δεν είχε καμία διάθεση να ηρεμήσει, η τρομοκρατημένη Κόρη έκανε το μοναδικό πράγμα που θα έκανε οποιαδήποτε έξυπνη και δυνατή θεά: Το έβαλε στα πόδια ουρλιάζοντας. Ο δράκος ενοχλήθηκε από τις ξαφνικές φωνές κι άρχισε να την κυνηγά. Κανονικά, εάν ήθελε ησυχία, θα έπρεπε να τρέξει προς την αντίθετη κατεύθυνση! Η Χρυσηίς και η Ιάνθη έσπευσαν να τη βοηθήσουν αλλά βλέποντας το δράκο, έτρεξαν ακόμη πιο γρήγορα αφήνοντας την Κόρη πίσω τους. Μα ποιος θα μπορούσε να τις κατηγορήσει; Τι να έκαναν δύο κοπέλες σε ένα δράκο;
Ενώ ο Άδης απολάμβανε το αεράκι και τη λιακάδα του Επάνω Κόσμου, είδε να περνούν δίπλα του με ταχύτητα τρεις νεαρές, τις οποίες ακολουθούσε ένας δράκος. Την ώρα που άνοιξε το στόμα και εκτόξευσε τη φωτιά του, ο Άδης, χωρίς δεύτερη σκέψη, στάθηκε μπροστά του. Μαύρες φλόγες συνάντησαν τις κίτρινες που πέταξε ο δράκος εμποδίζοντάς τες να εξαπλωθούν. Η Κόρη δεν είχε ξαναδεί τέτοιο θέαμα.
"Δελφύνα, κόρη του Τυφωέα, άκου τη φωνή μου! Εγώ είμαι ο αφέντης σου!". Πρώτα απέσυρε ο δράκος τη φωτιά κι έπειτα ακολούθησε ο Άδης. Αφού κοίταξαν σιωπηλά ο ένας τον άλλον, ο δράκος κατέβασε το κεφάλι και ο Άδης το χάιδεψε με ανακούφιση. "Ώστε εδώ κρύβεσαι, λοιπόν! Νόμιζα ότι σε είχε σκοτώσει ο Δίας.". Η Δελφύνα απολάμβανε τα χάδια χαρούμενη. Αν τους έβλεπε ο Κέρβερος, θα είχε πρασινίσει απ' το κακό του. Μόλις η Κόρη κατάλαβε πως δεν υπήρχε πια κίνδυνος, τους πλησίασε.
"Ευχαριστώ για τη βοήθεια. Είμαι καλά."
"Δε σε ρώτησα.", είπε ωμά ο Άδης. "Έλα, Δελφύνα, πάμε στο σπίτι. Ο παππούς και τα αδέρφια σου θα χαρούν πολύ που είσαι ζωντανή."
"Περίμενε!", φώναξε η Κόρη κι εκείνος σταμάτησε και την κοίταξε. "Εγώ είμαι η Κόρη της Δήμητρας. Εσένα πώς σε λένε;". Άρα, γι' αυτό του είχε φανεί γνώριμη. 'Το κοριτσάκι προφανώς έγινε γυναίκα'.
"Το όνομά μου είναι Αιδονεύς…", απάντησε χωρίς να το σκεφτεί και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει. Πώς της είπε το όνομα που χρησιμοποιούσε μόνο η οικογένεια;
"Αστείο όνομα.", γέλασε εκείνη.
"Όχι πιο αστείο από το δικό σου… Κορίτσι."
"Έι, εμένα μου αρέσει το όνομά μου. Το δικό σου δεν έχει καν νόημα! Άκου εκεί!". Ο Άδης χαμογέλασε ειρωνικά. 'Τώρα θα της δείξω!', σκέφτηκε και φόρεσε την Αόρατη Περικεφαλαία του.
"Μπορείς ακόμη να με δεις;"
"Γιατί; Πήγες πουθενά;", είπε η Κόρη σαρκαστικά. Ξαφνικά ο Άδης θυμήθηκε πως η δύναμή του δεν έπιανε σε αυτή τη θεά κι αυτό τον ενοχλούσε από πολλές απόψεις. Ωστόσο, πίστευε ότι δεν αποτελούσε απειλή. Εμφανίστηκε ξανά για να καθησυχάσει τη Δελφύνα και ύστερα ξεκίνησε πάλι για τον Κάτω Κόσμο. "Περίμενε!"
"Τι είναι πάλι;"
"Ήθελα να σου πω ότι χάρηκα που σε γνώρισα, Αιδονέα! Σ' ευχαριστώ και πάλι που με έσωσες. Ω, χάρηκα που γνώρισα κι εσένα, Δελφύνα!", είπε χαμογελαστά. Εκείνος έγνεψε πριν συνεχίσει το δρόμο του. Έμοιαζε παράξενο μια τελείως άγνωστη κοπέλα να προφέρει το όνομά του με τόση ευκολία σαν να γνωρίζονταν από καιρό. Όμως δεν τον ενοχλούσε ιδιαίτερα. Ίσως δεν ήταν τόσο κακό να λένε τα χείλη της το όνομά του. Ο Έρως, πανταχού παρών, όπως ο Θάνατος, παραμόνευε στις σκιές. Περίμενε για πολλά χρόνια την ευκαιρία να εξιλεωθεί για το προηγούμενο λάθος του. Τράβηξε ένα πούπουλο από τα φτερά του και αμέσως μετατράπηκε σε χρυσό βέλος, ενώ στη θέση του φύτρωσε άλλο. 'Αυτή τη φορά θα πετύχει', σκέφτηκε εκτοξεύοντας το βέλος που εξαφανίστηκε μες στο θώρακα του Άδη. Υπέθεσε πως τα κατάφερε και γύρισε ικανοποιημένος στον Όλυμπο. Εάν όμως είχε μείνει εκεί, θα παρατηρούσε ότι κάτι είχε πάει πολύ στραβά, καθώς το βέλος άλλαξε συγκρουόμενο με τις αλυσίδες και τα απομεινάρια του προηγούμενου βέλους στην καρδιά του… Και από τότε άρχισε η κατρακύλα.
