Κεφάλαιο 24

Η Απαγωγή

Καθώς η Δήμητρα έπρεπε να ασχοληθεί με τις καλλιέργειες, ζήτησε από την Αρτέμιδα και την Αθηνά να κάνουν παρέα στην Κόρη και ταυτόχρονα να την προσέχουν. Μόλις έφτασαν, τη βρήκαν περιτριγυρισμένη από όλες τις νύμφες της Σικελίας.

"Τι συμβαίνει;", ρώτησε η Άρτεμις τη στιγμή που κάθισαν κι οι τρεις στο λειβάδι.

"Τι θες να πεις;"

"Μιλά για τη λεγεώνα των νυμφών. Πρώτη φορά βλέπουμε τόσες πολλές."

"Α, ναι… Η αλήθεια είναι πως υπάρχει σοβαρός λόγος."

"Πες μας.", ζήτησε η θεά της σελήνης.

"Μου επιτέθηκε ένας δράκος."

"Σοβαρά μιλάς; Είσαι καλά; Μήπως χτύπησες;", άρχισαν να λένε κι οι δύο.

"Έχετε την ίδια αντίδραση με τη μαμά! Καλά είμαι, μην ανησυχείτε.", γέλασε η Κόρη. "Κατάφερα να ξεφύγω και με έσωσε κάποιος."

"Ποιος;", ρώτησε η Αθηνά.

"Ένας άνδρας.", απάντησε η Κόρη ντροπαλά και οι άλλες δύο θεές άρχισαν να γελούν.

"Τώρα κατάλαβα γιατί βρίσκονται τόσες νύμφες εδώ πέρα! Απορώ μάλιστα πώς η Δήμητρα σε άφησε να βγεις από το σπίτι!", είπε η Άρτεμις.

"Έλα, μην το λες αυτό! Δυσκολεύτηκα να την πείσω και δέχτηκε αν με συνόδευαν πολλές νύμφες."

"Προφανώς δεν ήταν αρκετό, αφού ζήτησε να σε προσέχουν και η θεά του πολέμου και η θεά του κυνηγιού.", σχολίασε η Αθηνά.

"Μετά θα καλέσει και στρατό από Σπαρτιάτες!", είπε η Άρτεμις πέφτοντας κάτω απ' τα γέλια.

"Όχι, οι στρατιώτες είναι άνδρες!"

"Χαίρομαι που σας διασκεδάζω τόσο!", είπε η Κόρη και τους γύρισε την πλάτη.

"Εντάξει. Μίλησέ μας, λοιπόν, για τον ήρωά σου.", της είπε η Άρτεμις.

"Ήταν καταπληκτικός! Ωχ, μην πείτε στη μαμά ότι το είπα αυτό!"

"Ποιος ήταν;", ρώτησε η Αθηνά όμως η Κόρη δεν πρόλαβε να απαντήσει.

Συγχρόνως, στον Κάτω Κόσμο, ο Τάρταρος άπλωνε τις σημειώσεις του πάνω στο γραφείο του Άδη.

"Το θυμάστε το σχέδιο;"

"Ας το ξαναπούμε.", πρότεινε το Έρεβος.

"Λοιπόν, εδώ βρίσκεται ο στόχος που φρουρείται λόγω του συμβάντος με τη Δελφύνα. Όμως έχουμε βάλει κι έναν δικό μας, τη Στύγα. Τώρα, ποιο είναι το σχέδιο: Το Έρεβος θα αποσπάσει την προσοχή των Νυμφών ενώ η Στυξ θα απομακρύνει την κοπέλα. Είναι και η Γαία στο κόλπο και θα σε βοηθήσει να στήσεις το δόλωμα.". Φαινόταν πως οι περισσότεροι αρχέγονοι θεοί (με εξαίρεση τη Νύχτα) φρόντιζαν για την αρπαγή της Κόρης. Ο Άδης ένοιωθε πως η ερωτική του ζωή τούς διασκέδαζε… Αλλά πάλι, από όλα τα παιδιά του Ερέβους, αυτός ήταν ο μοναδικός που είχε ένα φλερτ. 'Θάνατε, Ύπνε, ελπίζω να ερωτευτείτε σύντομα και να μοιραστείτε το μαρτύριό μου', σκέφτηκε. Κάπου στο βασίλειο, οι δίδυμοι θεοί ανατρίχιασαν. "Έχουμε κανονίσει και τη γαμήλια τελετή, μην ανησυχείς.", συνέχισε ο Τάρταρος. "Να ξέρεις ότι ήταν τρομερά δύσκολο να οργανώσουμε ένα γάμο κρυφά από τη Νύχτα!"

"Πρόσεξε, αγόρι μου, μην το μάθει η μητέρα σου!", είπε το Έρεβος χτυπώντας τον Άδη στην πλάτη.

Η Στυξ πλησίασε τις τρεις κοπέλες που κουβέντιαζαν ανέμελα καθισμένες στο χορτάρι.

"Αρχόντισσα Στυξ; Τι σας φέρνει εδώ;"

"Ανακάλυψα κάτι πολύ ενδιαφέρον στο δάσος, δεσποινίς Κόρη. Θα θέλατε να το δείτε;". Η θεά την ακολούθησε ως το φράγμα που είχε σηκώσει ο Άδης, το οποίο εμπόδιζε όσους βρίσκονταν έξω να δουν ή να ακούσουν τι συνέβαινε μέσα.

"Τι θέλετε να μου δείξετε;", ρώτησε η νεαρή θεά όμως αντιλήφθηκε έκπληκτη πως είχε μείνει ολομόναχη. "Αρχόντισσα Στυξ; Πού πήγατε;". Ένα απαλό αεράκι σταλμένο από τη Γαία φύσηξε φέρνοντας στη μύτη της το ωραιότερο άρωμα. Ακολούθησε την όσφρησή της και βρέθηκε μπροστά στο πιο εντυπωσιακό λουλούδι που είχε δει ποτέ. Ήταν ένας χρυσός νάρκισσος, που έλαμπε στις ακτίνες του ήλιου. Θεωρώντας ότι ήταν η ιδανική προσθήκη στο στεφάνι που φορούσε στα μαλλιά της, άπλωσε το χέρι της για να το κόψει. Η στιγμή που περίμενε ο Άδης έφτασε. Η γη άνοιξε στα δύο κι από τη σκοτεινή άβυσσο ξεπρόβαλε το χρυσό άρμα του άρχοντα του Κάτω Κόσμου. "Συγγνώμη. Δεν ήθελα να πάρω το λουλούδι σου! Μη με φας!", φώναξε η τρομοκρατημένη Κόρη κλαίγοντας και προσπάθησε να τρέξει μακρυά. Ο Άδης όμως δε συγκινήθηκε. Άλλωστε, η αντίδραση αυτή ήταν αναμενόμενη. Την άρπαξε από τη μέση και την τράβηξε μαζί του στο σκοτεινό του βασίλειο. Η Κόρη ούρλιαζε, κλωτσούσε, γρατζουνούσε, ίσως και να τον δάγκωσε. Ήταν σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα λιοντάρι αντί για την αθώα θεά της άνοιξης. Τελικά, αυτό που την έκανε να σταματήσει τις διαμαρτυρίες (αφού πρώτα ούρλιαξε περισσότερο) ήταν η εμφάνιση ενός πανύψηλου σκύλου με τρία κεφάλια. Γάβγισε και κούνησε ενθουσιασμένος την ουρά του βλέποντας τον κύριό του όμως η Κόρη νόμιζε ότι ετοιμαζόταν να της επιτεθεί. Αυτή η σκέψη την τρομοκράτησε τόσο πολύ που έπεσε λιπόθυμη. Μόλις έφτασαν στο κάστρο, ο Άδης την έβαλε να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι αντάξιο μιας βασίλισσας. Γυρίζοντας όμως να φύγει, είδε να στέκονται στο κατώφλι οι γονείς και ο θείος του.

"Δώστε μου ένα λόγο να μη σας πνίξω αυτή τη στιγμή.", απαίτησε η Νυξ και μέτρησε αντίστροφα.

"Αυτό!", είπε ο Τάρταρος δείχνοντας το βέλος στην καρδιά του Άδη.

"Είσαι ερωτευμένος με αυτή τη γυναίκα, αγόρι μου;", τον ρώτησε κι εκείνος κοίταξε την αναίσθητη Κόρη.

"Εντάξει, δεν είμαι και ερωτευμένος…", πήγε να πει μα τον διέκοψε ο Τάρταρος.

"Ναι! Είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, απλώς δεν το παραδέχεται. Το καημένο το παιδί είχε χαζέψει! Καθόταν κάτω από τον Αχέροντα, για να μην τη σκέφτεται. Μάλιστα, ήταν τόσο προβληματισμένος που ζήτησε τη συμβουλή μας."

"Για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν είμαι ερωτευμένος μαζί της. Απλώς… Τη σκέφτομαι συνέχεια.", είπε απογοητευμένος. Τότε η Κόρη άρχισε να συνέρχεται και η Νυξ κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

"Αχ, κακόμοιρο κορίτσι! Πρέπει να τρόμαξες πολύ.", της είπε και όταν η Κόρη άνοιξε τα μάτια, στριμώχτηκε στη γωνία του κρεβατιού.

"Ποιοι είστε εσείς;"

"Εγώ είμαι η Νυξ. Λυπάμαι πολύ για τον τρόπο που ήρθες στον Κάτω Κόσμο αλλά σε διαβεβαιώνω, καλή μου, ότι είσαι ασφαλής εδώ. Θα σου τα εξηγήσει όλα ο υπεύθυνος.", είπε καρφώνοντας τα μάτια της στον Άδη κι έπειτα τους άφησαν μόνους.

"Είσαι ο Αιδονεύς!", είπε αφού τον αναγνώρισε.

"Σωστά, εγώ είμαι."

"Γιατί με έφερες εδώ;"

"Επειδή είσαι η γυναίκα μου."

"Ορίστε; Δεν καταλαβαίνω…"

"Σου λέω την αλήθεια, Κόρη Καρποφόρε. Σε ζήτησα από τον πατέρα σου και τώρα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.". Εκείνη δεν έβγαλε μιλιά. Ο πατέρας της, που δεν τον είχε δει πάνω από μια φορά στη ζωή της, την είχε παντρέψει με έναν άγνωστο! Επιπλέον, είχε δώσει την ευλογία της και η θεά του γάμου αυτοπροσώπως. "Τώρα θα σε αφήσω να ετοιμαστείς για το γάμο μας. Λοιπόν, αυτά!", της είπε κι έτσι απλά έφυγε από το δωμάτιο. Τι εφιάλτης ήταν αυτός; Εκείνη απλώς έπαιζε στο λειβάδι με τις αδερφές της…

"Αιδονέα;", φώναξε τρέχοντας προς την πόρτα όμως τη βρήκε κλειδωμένη. "Αιδονέα! Σε παρακαλώ, άσε με να βγω. Άνοιξέ μου! Πρέπει να γυρίσω πίσω, άνοιξέ μου! Αιδονέα! Σε παρακαλώ! Κάποιο λάθος θα έγινε! Δε θέλω να μείνω εδώ. Πήγαινέ με πίσω! Άνοιξέ μου!". Βλέποντας ότι οι φωνές δεν είχαν αποτέλεσμα, κάθισε στο πάτωμα κλαίγοντας. "Μαμά, φοβάμαι τόσο πολύ…"