Κεφάλαιο 27

Οι Σύμβουλοι

"Πολλή ησυχία.", ψιθύρισε ο Τάρταρος. "Μα τι κάνουν εκεί μέσα; Περίμενε… Είμαστε κι οι δύο ανόητοι!"

"Γιατί;", ρώτησε το Έρεβος.

"Δεν το έχει ξανακάνει κανείς από τους δύο!"

"Τι σημασία έχει αυτό; Δε νομίζω πως είναι ανίκανος."

"Τι περιμένεις από έναν άπειρο και εργασιομανή, που δεν παραδέχεται ότι είναι ερωτευμένος; Βάζω στοίχημα ότι τόση ώρα απλά κοιτάζουν ο ένας τον άλλο."

"Αν έχεις δίκιο, αυτό θα είναι τραγικό!"

"Ντροπή σου, Έρεβος! Ως πατέρας, θα έπρεπε να τον είχες εκπαιδεύσει."

"Πίστευα ότι θα τα είχε μάθει από μόνος του τόσα χρόνια!", δικαιολογήθηκε το Έρεβος.

"Τι κάνετε εκεί; Κατασκοπεύετε τον Αιδονέα;", εμφανίστηκε ξαφνικά η Νυξ.

"Δεν υπάρχει και τίποτα να κατασκοπεύσουμε.", σχολίασε το Έρεβος. "Πολύ φοβάμαι πως ο γιος μας μάλλον δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει."

"Γιατί στέκεστε μπροστά στην πόρτα;", διέκοψε ο Θάνατος τη συζήτηση.

"Αγόρι μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις."

"Ασφαλώς. Ο άρχοντας δεν είναι μέσα. Το ζεύγος βρίσκεται στα διαμερίσματα της νύφης."

"Α, ευτυχώς!", είπε ο Τάρταρος ξεκινώντας να απομακρύνεται μαζί με τον αδερφό του. "Οπότε, ας πηγαίνουμε κι εμείς σιγά-σιγά."

"Για μια στιγμή! Πού πάτε;", τους ρώτησε η Νυξ.

"Έξω;", προσπάθησε το Έρεβος.

"Δεν έχετε να πάτε πουθενά. Πρώτα κανονίζετε το γάμο κρυφά από εμένα κι έπειτα κρυφακούτε το ζευγάρι στην πρώτη νύχτα του γάμου του;"

"Μα κι εσύ ήρθες να κατασκοπεύσεις!"

"Αδερφούλη μου, δεν έχω ξεχάσει το γεγονός ότι μου έκλεισες την πόρτα στα μούτρα. Λυπάμαι πολύ, χρυσά μου, γιατί νόμιζα ότι είχατε ωριμάσει πια. Φοβάμαι όμως ότι επιστρέψατε στις παλιές σας σκανδαλιές. Γι' αυτό, θα αναγκαστώ κι εγώ να επιστρέψω στο ρόλο που νόμιζα ότι είχα αφήσει πίσω μου για τα καλά.", είπε η Νυξ με χαμόγελο που προκάλεσε τρόμο στα δύο αδέρφια. "Ξέρετε ότι πρέπει να σας τιμωρήσω ως μεγάλη αδερφή, έτσι; Θυμάστε ποιες είναι οι αγαπημένες μου τιμωρίες;"

"Όχι, σε παρακαλώ! Ό,τι άλλο θες εκτός από αυτό. Όχι! Θα μου στρίψει με τα νανουρίσματα!"

"Εσύ, αντρούλη μου, θυμάσαι το άρμα του Ήλιου;"

"Όχι, μην το κάνεις αυτό! Νυξ, θησαυρέ μου, σ' αγαπάω! Δε σημαίνει τίποτα αυτό για 'σένα;", παρακάλεσε απελπισμένα κι εκείνη γέλασε.

"Μα κι εγώ σας αγαπώ, χρυσά μου. Γι' αυτό, η τιμωρία σας θα κρατήσει για δύο μέρες μονάχα.". Το Έρεβος ανακουφίστηκε λίγο αλλά ο Τάρταρος δεν μπορούσε να το χωνέψει.

"Είναι άδικο! Δεν κάναμε τίποτα, μωρή παλιόγρια!". Αμέσως συνέβησαν τρία πράγματα: Το χαμόγελο της Νυκτός έγινε ακόμη πιο τρομακτικό, το πρόσωπο του Ερέβους πάγωσε και κοίταξε τον αδερφό του με έκφραση που έλεγε 'θα σε θυμάμαι παντοτινά, αδερφέ' κι ο Τάρταρος παραδόθηκε απλά στη μοίρα του μετανοιώνοντας για την ατυχή επιλογή λέξεων. Αν προηγουμένως η Νυξ ήταν άδικη, τώρα είχε σοβαρή δικαιολογία. Κανένας μα κανένας δεν μπορούσε να τη χτυπά στη ματαιοδοξία και στην ηλικία της.

"Αχ, καλέ μου.", είπε η Νυξ κοιτάζοντας το γιο της. "Λυπάμαι που ήσουν παρών σε αυτή τη σκηνή. Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, να ενημερώσεις τον Αιδονέα ότι ο αγαπητός του θείος θα λείψει για μία εβδομάδα… Ίσως και περισσότερο."

Ο Άδης θέλοντας να ξεχάσει τη συζήτηση με την Περσεφόνη, πήγε να εξασκηθεί με τις λεπίδες του.

"Άρχοντα;", είπε ο Θάνατος πλησιάζοντας.

"Τι τρέχει;"

"Είστε καλά; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;"

"Εδώ και καιρό.", είπε ο Άδης εγκαταλείποντας την προπόνηση και κάθισε στο σκαλοπάτι. Ο Θάνατος κάθισε κι αυτός δίπλα του. "Πες μου, Θάνατε. Τι είδους θεός πιστεύεις ότι είμαι;"

"Έντιμος.", απάντησε αμέσως εκείνος.

"Έντιμος;", γέλασε ο Άδης. "Όχι, έντιμος δεν είμαι."

"Γιατί το λέτε αυτό, άρχοντα;"

"Επειδή έκανα κάτι ανέντιμο. Είπα στην Περσεφόνη ότι τη μισώ κι ότι τώρα πια είναι δική μου. Δεν τα λες αυτά σε μια γυναίκα, πόσο μάλλον στη γυναίκα σου. Ποτέ δεν ήμουν κτητικός, Θάνατε. Τι μου συμβαίνει; Δεν είμαι καλά."

"Έμαθα ότι σας χτύπησε το βέλος του Έρωτα."

"Ποιος σου το είπε;", τον ρώτησε ντροπαλά.

"Ο Ύπνος. Αυτό σημαίνει πως είστε ερωτευμένος;"

"Δεν είμαι ερωτευμένος, Θάνατε. Ξέρω τι σημαίνει αγάπη, επειδή το έχω νοιώσει. Κι αυτό δεν είναι αγάπη."

"Και τι είναι η αγάπη, άρχοντά μου;"

"Αγάπη σημαίνει ευτυχία. Είναι αυτό το συναίσθημα που είναι βασανιστήριο κι απόλαυση μαζί. Είναι σαν να πετάς και να πέφτεις ταυτόχρονα ενώ πατάς στα πόδια σου. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς αλλά το θέμα είναι ότι δε νοιώθω έτσι για αυτήν."

"Και πώς αισθάνεστε για την Περσεφόνη;"

"Δεν ξέρω.", ξεφύσηξε ο Άδης. "Δεν μπορώ να τη βγάλω απ' το μυαλό μου. Δεν είναι απλή έλξη αυτό. Όταν είμαι μαζί της, αισθάνομαι κάτι περισσότερο, κάτι πιο βαθύ, που με υποχρεώνει να την κρατήσω κοντά…"

"Μήπως έτσι ξεκινάει η αγάπη, άρχοντά μου;", είπε ο Θάνατος με αβεβαιότητα. Με αυτή τη συζήτηση ένοιωθε έξω απ' τα νερά του. Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει αγάπη όμως προσπάθησε να είναι καλός ακροατής για χάρη του βασιλιά του.

"Ό,τι κι αν μου συμβαίνει, δεν υπάρχει δικαιολογία για αυτό που έκανα χθες βράδυ."

"Πώς θα το διορθώσετε, άρχοντα;"

"Θα κάνω το σωστό. Θα της ζητήσω συγγνώμη. Σ' ευχαριστώ, Θάνατε, που με άκουσες."

"Χαρά μου, άρχοντα.", είπε εκείνος. 'Τουλάχιστον, φαίνεται πως βοήθησα', σκέφτηκε καθώς ο Άδης απομακρυνόταν και κοιτώντας προς το μέρος του ψιθύρισε, "Πραγματικά, έντιμος θεός.".

Ο Ύπνος συνάντησε τον άρχοντα στους διαδρόμους του κάστρου.

"Μεγαλειότατε, πάτε να δείτε τη βασίλισσα;"

"Ναι, γιατί;". Ο Ύπνος τον κοίταξε διστακτικά για λίγο μα αποφάσισε να του μιλήσει.

"Άρχοντα… Θα μπορούσα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως; Υπάρχει κάτι που πρέπει να μάθετε για τη βασίλισσα…".

Η Περσεφόνη σηκώθηκε από το κρεβάτι της και άνοιξε την πόρτα για τον επισκέπτη της.

"Σας έφερα αμβροσία.", της είπε η Εκάτη.

"Σε ευχαριστώ."

"Είστε καλά; Τα μάτια σας είναι κατακόκκινα."

"Είμαι σίγουρη. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει;". Η Εκάτη κάθισε δίπλα της και την ακούμπησε στον ώμο.

"Μεγαλειοτάτη, θα ήθελα να μη με θεωρείτε μόνο θεραπεύτρια αλλά και φίλη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς εξελίχθηκε η πρώτη νύχτα του γάμου αλλά θα ήθελα να μου μιλήσετε, αν είστε λυπημένη.". Ήταν τόσο καλή και φιλική, που η Περσεφόνη δεν άντεξε κι έπεσε στην αγκαλιά της με δάκρυα στα μάτια.

"Με πόνεσε, Εκάτη. Τρόμαξα τόσο πολύ. Δεν ήταν καθόλου καλός μαζί μου.", εξομολογήθηκε η Περσεφόνη και η θεά της μαγείας κατάλαβε πως πρέπει να ήταν πολύ κακή εμπειρία.

"Ελάτε τώρα, μην κλαίτε. Τόσο άσχημα ήταν;"

"Ναι! Ήταν πολύ απότομος! Με άρπαξε με δύναμη και μου είπε ότι τον έχω μαγέψει."

"Ω, μα αυτό είναι τρομερό!", είπε η Εκάτη σαστίζοντας με τη συμπεριφορά του βασιλιά. Πίστευε ότι γνώριζε καλά τον Άδη αλλά προφανώς έκανε λάθος.

"Μετά…", συνέχισε εκείνη κλαίγοντας, "Μετά μου είπε ότι είμαι δική του πλέον. Εγώ του είπα ότι δε θα γίνω ποτέ και τον κλώτσησα όμως εκείνος γέλασε μαζί μου και με κλείδωσε στο δωμάτιο."

"Αν είναι δυνατόν!", αναφώνησε η Εκάτη και στιγμιαία φαντάστηκε τον Άδη με το πρόσωπο του Ταρτάρου. "Μην ανησυχείτε. Θα φροντίσω την επόμενη φορά να είναι πιο τρυφερός μαζί σας.", της είπε με γλυκειά φωνή και προχώρησε αποφασιστικά προς την πόρτα. Μόλις όμως την άνοιξε, βρέθηκε μπροστά στο βασιλιά. "Ελπίζω να έχετε έρθει για να ζητήσετε συγγνώμη.", είπε σταυρώνοντας τα χέρια εκνευρισμένη.

"Όντως.", απάντησε κοιτώντας την παραξενεμένος.

"Έτσι μπράβο! Γιατί έχετε πληγώσει τρομερά την καημένη τη βασίλισσα. Μα πώς μπορέσατε να κάνετε τέτοιο πράγμα; Δεν το περίμενα αυτό από εσάς, άρχοντα Αιδονέα. Πρέπει να είστε τόσο σκληρός με τα λόγια και τις πράξεις; Ήταν και για εκείνη η πρώτη φορά κι εσείς… Ήσαστε ένας Σάτυρος! Θα έπρεπε να ντρέπεστε! Να παίρνετε την αγνότητα της κοπέλας τόσο βίαια…"

"Εκάτη! Μάλλον δεν κατάλαβες καλά. Δεν άγγιξα ποτέ την Περσεφόνη με αυτόν τον τρόπο.". Επικράτησε σιωπή καθώς αυτή επεξεργαζόταν τα νέα δεδομένα.

"Τι; Αφού έκλαιγε λέγοντας ότι πόνεσε πολύ."

"Ίσως να είπα κάποια πολύ σκληρά λόγια. Παραδέχομαι ότι η χθεσινοβραδυνή συμπεριφορά μου ήταν ανάρμοστη και δεν είμαι περήφανος για αυτό. Τώρα, αν μου επιτρέπεις, θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από την ίδια.". Η Εκάτη έκανε στην άκρη κατακόκκινη από ντροπή.

"Πολύ καλά… Εγώ θα σας αφήσω μόνους… Με συγχωρείτε…", είπε κι έφυγε με γοργό βήμα.

"Οι σύμβουλοί μου!", αστειεύτηκε ο Άδης.