Κεφάλαιο 29
Εμπιστοσύνη
"Μήπως έχετε δει την κόρη μου;", ρώτησε για χιλιοστή φορά τους περαστικούς η Δήμητρα. Μερόνυχτα ολόκληρα έψαχνε παντού, ρωτούσε τον κόσμο αλλά ποτέ δεν πήρε θετική απάντηση. Τι της είχε συμβεί; Πώς εξαφανίστηκε έτσι απλά; Ήταν καλά; Φοβόταν ολομόναχη; Κάθε λεπτό που περνούσε ίσως ήταν ακόμα ένα λεπτό που το παιδί της υπέφερε. Την είχε ανάγκη, ήταν σίγουρη για αυτό. Το παιδί της τη χρειαζόταν κι αυτή δεν ήταν εκεί! "Κόρη, πού είσαι;", συνέχισε να φωνάζει περπατώντας στην ακτή. Είχε κουραστεί όμως δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Εάν τα παρατούσε, δε θα την έβρισκε ποτέ.
"Δήμητρα;", άκουσε κάποιον να τη φωνάζει. Γύρισε και είδε τον Ποσειδώνα πάνω στα κύματα να την κοιτάζει ανήσυχος κι έτρεξε στην αγκαλιά του.
"Έχεις δει την κόρη μου, αδερφέ;", ρώτησε κλαίγοντας. Ο Ποσειδών δεν την είχε δει ποτέ σε αυτή την κατάσταση. Ήξερε πως η Δήμητρα ήταν πάντα δυνατή. Αυτό που δεν ήξερε όμως ήταν πόσα σήμαινε η Κόρη για την αδερφή του και πως η ζωή μακρυά από το παιδί της δεν είχε κανένα νόημα για αυτήν.
Η Κόρη ήταν χαμένη σε έναν παράξενο κόσμο, όπου δειλά-δειλά είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη της τέσσερα άτομα. Μετά τη συμφωνία που έκανε με τον Άδη, σκέφτηκε πως ίσως είχε παρεξηγήσει τους κατοίκους του Βασιλείου αρχικά. Το πρώτο από αυτά τα πρόσωπα ήταν η Νυξ. Η όμορφη θεά της νύχτας τής ενέπνεε εμπιστοσύνη. Αν και απ' τη φύση της η νύχτα είναι κρύα, σκοτεινή κι απατηλή, εκείνη έβγαζε τη ζεστασιά της μητέρας. Ήταν σαν τη γιαγιά που ποτέ δεν είχε (και πού νά 'ξερε πόσο κοντά ήταν στην αληθινή γιαγιά της). Δεύτερη ήταν η Εκάτη, η οποία της θύμιζε μια μεγάλη αδερφή σαν την Αθηνά και είχε αναλάβει τη θέση της συμβούλου της. Η ίδια σκόπευε να την καθοδηγήσει ώστε να γίνει μια σωστή βασίλισσα μα τα μαθήματα αυτά δεν είχαν ξεκινήσει ακόμα. Γιατί; Μα γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνούσε κοντά στον Άδη, το τρίτο άτομο που εμπιστευόταν και που δίχως να το περιμένει, είχε αρχίσει να συμπαθεί. Ο χρόνος που αφιέρωνε στα καθήκοντά του είχε μειωθεί αισθητά καθώς σχεδίαζε το πρόγραμμά του γύρω από αυτήν. Μια τέτοια μέρα περπατούσαν στον κήπο του παλατιού, όπου υπήρχαν όλα τα είδη οπωροφόρων δέντρων. Η Περσεφόνη βρέθηκε μπροστά σε μια κληματαριά και κοίταζε τα ολοστρόγγυλα σταφύλια.
"Φαίνονται πολύ νόστιμα!". Ο Άδης την είδε να απλώνει το χέρι της κι ήταν έτοιμος να τη σταματήσει όμως μόλις τα δάχτυλά της άγγιξαν το τσαμπί, πετάχτηκε προς τα πίσω.
"Τι συμβαίνει;", τη ρώτησε.
"Αυτά τα φρούτα… Είναι δηλητηριώδη. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Πώς γίνεται;"
"Όλοι οι καρποί του Κάτω Κόσμου είναι δηλητηριώδεις για όσους δε ζουν εδώ. Παραδείγματος χάριν, αυτό το ρόδι.", της είπε κόβοντας ένα φρούτο από τη ροδιά. "Αν ένας θνητός φάει έστω και ένα σπόρο από αυτό, θα πεθάνει. Αν το δοκιμάσει ένας αθάνατος, θα γίνει μόνιμος κάτοικος του Βασιλείου μου."
"Άρα, κάνουν κακό αντί για καλό;"
"Στους ζωντανούς, ναι. Δεν επηρεάζουν όμως τους υπηκόους μου. Τα σταφύλια αυτά είναι πολύ πικρά ενώ εκείνα τα λεμόνια είναι γλυκά σαν το μέλι. Παραμένουν όμως θανατηφόρα."
"Απίστευτο! Το ρόδι τι γεύση έχει;"
"Όλως περιέργως, έχει την ίδια γεύση με αυτό στον Επάνω Κόσμο."
"Πώς κι έτσι;", ρώτησε η Περσεφόνη κοιτώντας το φρούτο πεινασμένη.
"Δεν έχω ιδέα. Όμως εκτός αν θες να γίνεις μόνιμη κάτοικος του Κάτω Κόσμου,", είπε ο Άδης ελπίζοντας να μην καταλάβει το υπονοούμενο, "δεν πρέπει να φας. Αυτό θα χαλούσε τη συμφωνία μας."
"Έχεις δίκιο. Είναι δηλητηριώδεις κι οι ασφόδελοι;"
"Ποιοι ασφόδελοι;"
"Τα λουλούδια. Είναι κρίμα που δεν είχαν όνομα και γι' αυτό, τα ονόμασα από το μέρος, στο οποίο φυτρώνουν. Σε πειράζει μήπως;"
"Όχι, είναι πολύ ωραίο."
"Θα ήθελα να πάμε να τους δούμε.", είπε η Περσεφόνη κι ο Άδης την κοίταξε σκεπτικός. "Είναι παράξενα λουλούδια. Έχουν ζωή αλλά είναι διαφορετική. Είναι μια νεκρή ζωή… Ακούγεται οξύμωρο αυτό.", είπε γελώντας. Ο Άδης δέχτηκε κι ύστερα την οδήγησε στην Κοιλάδα των Ασφόδελων, όπου καθώς στεκόταν δίπλα της σκεφτόταν τις σοβαρές συνέπειες της νέας του συμφωνίας. Δύο λύσεις έβλεπε να υπάρχουν: Έπρεπε είτε να την πείσει να μείνει μαζί του είτε να σταματήσει να την ερωτεύεται. Αν επέλεγε την πρώτη κι αυτή αρνιόταν, δε θα άντεχε να την αφήσει. Αν επέλεγε τη δεύτερη, θα μπορούσε να την αποχωριστεί δίχως να πληγωθεί. Την κοίταξε και το βλέμμα του ήταν σαν χάδι πάνω στο κορμί της. Αχ, πόσο θά 'θελε να στραγγαλίσει τον Έρωτα! Μακάρι να μπορούσε να ξεριζώσει την καρδιά του μαζί με εκείνο το χρυσό βέλος! Οι Μοίρες είχαν αποφασίσει να παίξουν μαζί του και χρησιμοποίησαν το φτερωτό δαίμονα για να τον καταραστεί. Κάποτε είχε χάσει το μυαλό του και τα χέρια του είχαν βουτηχτεί στο αίμα αθώων, επειδή αγαπούσε μια γυναίκα περισσότερο απ' τον εαυτό του. Αποφάσισε να μην υποκύψει ξανά σε τέτοια αισθήματα και να πληρώσει τόσο υψηλό τίμημα για δεύτερη φορά. Ήθελε να μάθει πώς να νοιάζεται και να είναι στοργικός αλλά μέχρι εκεί. Όση ώρα έκανε αυτές τις σκέψεις, η Περσεφόνη είχε αφοσιωθεί σε ένα λουλούδι και το άγγιξε από περιέργεια. Θλίψη… Θυμός… Πόνος… Θρήνος… Αυτά τα συναισθήματα πλημμύρισαν την ψυχή της και άρχισε να κλαίει συμπάσχοντας με αυτά.
"Τι έπαθες;", τη ρώτησε ο Άδης ανήσυχος.
"Είμαι τόσο λυπημένη…", είπε μπλέκοντας τα δάχτυλά της στα δικά του. Η καρδιά του χτύπησε γρηγορότερα με αυτή τη γλυκειά κι αθώα χειρονομία. Αν και δε σήμαινε κάτι ρομαντικό, τον έκανε ευτυχισμένο. 'Η αγάπη είναι ευτυχία', είχε πει. Αν ίσχυε αυτό, τότε δεν έπρεπε να επιτρέψει ούτε στην ευτυχία να φτάσει στην καρδιά του.
"Υπάρχει όμως λόγος να κλαις;" τη ρώτησε συλλογιζόμενος πως η γυναίκα του ήταν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο πλάσμα. Το γέλιο και το δάκρυ της εμφανίζονταν ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση.
"Οι ασφόδελοι δημιουργήθηκαν από μεταμέλεια και θλίψη. Πώς θα μπορούσα να γιατρέψω αυτόν τον πόνο;", είπε η Περσεφόνη πέφτοντας στην αγκαλιά του. Εκείνος την αγκάλιασε φευγαλέα όμως αμέσως απομακρύνθηκε. Αυτό πια πήγαινε πολύ! Άκουγε την καρδιά του να χτυπά τόσο δυνατά σαν να έπεφταν κεραυνοί. Δεν μπορούσε να αρνηθεί πλέον ότι την ήθελε μα δεν ήξερε και πώς να φερθεί κοντά της. Η Περσεφόνη τον έβαζε σε πειρασμό αλλά ο Άδης δε σκόπευε να υποκύψει.
"Θα πρέπει να βρεις μόνη σου τη λύση. Τώρα καλύτερα να πας στο δωμάτιό σου και να ξεκουραστείς.", της είπε με ψυχρό τόνο. Όταν όμως αυτή έγνεψε λυπημένα, δεν μπόρεσε να μην επαναδιατυπώσει. "Ξεκουράσου και σκέψου πώς να αντιμετωπίσεις αυτή την πρόκληση.", της είπε γλυκά. Είχε κι αυτός μια πρόκληση να αντιμετωπίσει: Να σταματήσει να την ερωτεύεται όλο και πιο πολύ.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της η Περσεφόνη είχε χαθεί σε σκέψεις, μέχρι που το χτύπημα στην πόρτα την επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Περάστε.", είπε και τότε μπήκε στην κάμαρά της το τέταρτο άτομο που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της: Η Δάειρα, μια νύμφη που είχε γίνει η προσωπική καμαριέρα της βασίλισσας.
"Πώς είστε σήμερα, μεγαλειοτάτη; Ελπίζω να περάσατε όμορφα στη βόλτα σας με τον άρχοντα."
"Σ' ευχαριστώ, Δάειρα. Να σε ρωτήσω κάτι; Εσύ τι γνωρίζεις για τα λουλούδια στην Κοιλάδα των Ασφόδελων;", ρώτησε ενώ η νύμφη τής βούρτσιζε τα μαλλιά.
"Ξέρω κάποια πράγματα όμως γιατί με ρωτάτε;"
"Επειδή άγγιξα ένα και ήταν δυσάρεστη εμπειρία."
"Λογικό είναι. Γι' αυτό, εξάλλου, ονομάζονται 'Δάκρυα του Κάτω Κόσμου'. Στο βασίλειο των νεκρών δεν υπάρχει ζωή. Αυτά όμως πάντα συνεχίζουν να ανθίζουν. Η πρώτη φορά ήταν τότε… Όταν πέθανε εκείνη…", διηγήθηκε η νύμφη κι η Περσεφόνη χλώμιασε. "Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω. Τι λέτε να ξεχάσουμε αυτή τη συζήτηση; Θέλετε να πάμε μια βόλτα; Έχω σκεφτεί ένα μέρος αλλά για εσάς θα είναι έκπληξη."
"Θα είναι πιο ωραίο από τους κήπους;"
"Ίσως. Λοιπόν, είστε έτοιμη;", είπε η Δάειρα κλείνοντας το μάτι στην Περσεφόνη.
