Κεφάλαιο 30
Το Μεγαλύτερο Φαράγγι Της Γης
Η Δήμητρα περπατούσε στο γαλάζιο, μαρμάρινο πάτωμα κοιτώντας κάθε τόσο έξω από τα πελώρια παράθυρα τα πολύχρωμα ψάρια που κολυμπούσαν στο βυθό.
"Θα ζαλιστείς περπατώντας συνέχεια πάνω-κάτω.", της είπε ο Ποσειδών.
"Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Νοιώθω πως κάτι κακό τής συνέβη. Δε γίνεται να σταματήσω την έρευνα."
"Μη φεύγεις, Δήμητρα. Μπορώ να σε βοηθήσω να τη βρεις.", είπε κρατώντας την απαλά από τους ώμους.
"Τότε βοήθησέ με, αδερφέ μου!", παρακάλεσε κλαίγοντας. "Η Κόρη είναι όλη μου η ζωή. Χωρίς αυτήν είμαι ένα τίποτα."
"Ησύχασε. Είμαι εγώ κοντά σου και θα σε βοηθήσω να τη βρεις. Αφού σημαίνει τόσα για 'σένα η Κόρη, τότε είναι σημαντική και για 'μένα. Ξεκουράσου τώρα κι όταν ξυπνήσεις, θα έχω μάθει νέα."
"Σ' ευχαριστώ.", είπε και αποκοιμήθηκε στο κρεβάτι. Ο Ποσειδώνας τη σκέπασε με μια κουβέρτα και χάιδευε για αρκετή ώρα τα μαλλιά της. Μόλις βγήκε από το δωμάτιο, κάλεσε αμέσως τον Δελφίνο.
"Μάλιστα, μεγαλειότατε."
"Η κόρη της Δήμητρας έχει εξαφανιστεί. Πέρασε ποτέ από το βασίλειό μου;"
"Όχι, κύριε. Η θεά της Άνοιξης δεν έχει βρεθεί σε καμία ακτή. Μπορούμε όμως να μάθουμε περισσότερα. Τίποτα δε μένει κρυφό από τον Ήλιο, άρχοντά μου.". Μόλις ενημερώθηκε η Δήμητρα, έτρεξε κατευθείαν στο παλάτι του μαζί με τον Ποσειδώνα.
"Ήλιε! Χάθηκε η μονάκριβή μου κόρη και δεν ξέρω ποιος την άρπαξε ή πού μπορεί να βρίσκεται. Την έχω ψάξει παντού αλλά μάταια. Σε παρακαλώ, αν νοιώθεις έστω και λίγη συμπάθεια για 'μένα, πες μου πού είναι!", ικέτευσε τον Τιτάνα πέφτοντας μπροστά στα πόδια του.
"Λυπάμαι για την εξαφάνιση της κόρης σου αλλά πρέπει να μάθεις ότι ο Θεός των Νεφελών την έδωσε σύζυγο στον Άδη.", είπε ο Ήλιος. "Δήμητρα, δεν πρέπει να θρηνείς. Ο γαμπρός σου είναι σπουδαίος και άρχοντας ενός απέραντου βασιλείου. Πρέπει να χαρείς που η Κόρη έγινε βασίλισσα."
"Τι; Ο Άδης; Ο Δίας;", είπε η Δήμητρα εξαγριωμένη καθώς φαντάστηκε τους δύο αδερφούς να χαμογελούν ικανοποιημένοι με την αγοραπωλησία της Κόρης. Ο Δίας… Και μόνο η αναφορά του ονόματος τής θύμιζε το βιασμό. Η κατάσταση έγινε χειρότερη, όταν φαντάστηκε στη θέση της το αθώο κοριτσάκι της και τον Δία να αντικαθίσταται από τον Άδη να χαμογελά σατανικά, όπως τότε που είχε αποκεφαλίσει εκείνη τη γυναίκα.
"Δήμητρα!", φώναξε ο Ποσειδών ταρακουνώντας την αφού είχε πάθει σοκ. Το πρόσωπό της είχε χλωμιάσει κι έτρεμε σύγκορμη. Με δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της ούρλιαξε το όνομα του Δία και πέταξε στον Όλυμπο. Ο Ποσειδών, που δεν την είχε ξαναδεί τόσο θυμωμένη, έτρεξε ξωπίσω της ανήσυχος.
Εν τω μεταξύ, στον Κάτω Κόσμο, δύο γυναίκες προχωρούσαν στην όχθη της Στυγός.
"Αργούμε;", ρώτησε η Περσεφόνη με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό της. Ήταν ιδέα της ή είχε αρχίσει να κάνει πολλή ζέστη;
"Σε λίγο φτάνουμε.", αποκρίθηκε η Δάειρα και σύντομα στάθηκαν μπροστά σε μια πύλη. "Εδώ είμαστε."
"Τι είναι εδώ;", ρώτησε η Περσεφόνη ανήσυχη. Σαν απάντηση, η πύλη άνοιξε προσκαλώντας τες μέσα. Η θεά της άνοιξης έκανε ένα βήμα και βρέθηκε στην άκρη ενός γκρεμού. Από κάτω κυλούσε ο Πυριφλεγέθων φωτίζοντας το απέραντο φαράγγι και βάφοντας τα βράχια κόκκινα. Αμέτρητες σκιές ούρλιαζαν από τους πόνους στοιβαγμένες στις όχθες του. Η Περσεφόνη δεν άντεξε και γύρισε απότομα να φύγει όμως έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στο έδαφος.
"Είστε καλά, κυρία;", τη ρώτησε η νύμφη.
"Όχι. Πάρε με από εδώ, σε παρακαλώ."
"Τς, τς, τς… Έχω απογοητευτεί. Εσύ δεν είσαι η βασίλισσα;", είπε η Δάειρα με απάθεια.
"Ορίστε;", είπε η Περσεφόνη. Αν και ένοιωθε το δέρμα της να καίγεται, εσωτερικά είχε παγώσει.
"Πεσμένη στα γόνατα κι έτοιμη να βάλεις τα κλάματα, μοιάζεις με εκείνες τις καταδικασμένες ψυχές. Αδύναμη και κλαψιάρα σαν παιδί. Είσαι βασίλισσα εσύ; Είσαι θεά έστω; Όλη αυτή την εβδομάδα σε παρατηρούσα ψάχνοντας να βρω τι είδε ο άρχοντας Άδης σε 'σένα και σε επέλεξε. Μα δε βρήκα κανένα λόγο. Δεν υπάρχει τίποτα ηγετικό στο χαρακτήρα σου. Δεν έχεις ούτε δύναμη ούτε κομψότητα. Ξέρεις τι χάσμα υπάρχει ανάμεσα σε 'σένα και στον άρχοντα, όταν στέκεσαι στο πλευρό του; Εσύ δεν είσαι τίποτα σε σύγκριση με εκείνον. Αλλά ξέρεις τι είναι αυτό που βρίσκω πιο αηδιαστικό πάνω σου; Την αξιολύπητη προσπάθειά σου να τον κάνεις σαν εσένα. Με κάθε σου αναπνοή διαφθείρεις την τελειότητά του κι αυτό, αρχόντισσά μου, είναι ασυγχώρητο.", είπε η Δάειρα κι έπειτα άρπαξε το χέρι της Περσεφόνης και το έστρεψε πίσω από την πλάτη της ενώ τη γύρισε από την άλλη πλευρά, για να αντικρύσει την πυρκαγιά που μαινόταν. Έπιασε ύστερα μια τούφα απ' τα μαλλιά της και την τράβηξε αναγκάζοντάς τη να σηκώσει το κεφάλι. "Ιδού το βασίλειό σου! Κοίτα το, υψηλοτάτη! Θαύμασε το μαρτύριο, τη φωτιά και την άβυσσο! Δεν είναι πανέμορφα;"
"Σε παρακαλώ, Δάειρα, άσε με! Έχεις δίκιο. Λυπάμαι. Δεν είμαι έτοιμη να γίνω βασίλισσα κι ούτε το θέλησα ποτέ. Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω!"
"Κρίμα! Δεν είναι αυτή η απάντηση που περίμενα. Είσαι ένα παράσιτο σε αυτό το βασίλειο. Χάρη θα κάνω στον άρχοντα, αν σε ρίξω στην πυρά!". Με μια απλή κίνηση, η θεά βρέθηκε να πέφτει στα βάθη των Ταρτάρων.
