Έκλεισες το παράθυρο τόσο αργά, τόσο προσεκτικά, να μην ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος – και τότε ήταν που φώλιασε μέσα μου η επίγνωση του ότι αυτό συνέβαινε πραγματικά. Θα άλλαζες μέσα τώρα, θα φορούσες το παλτό σου, θα πατούσες στις μύτες των ποδιών σου να μην σε καταλάβει κανείς και θα έβγαινες να με βρεις.

Εμένα.

Εσύ.

Ένιωσα το χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη μου, και δεν προσπάθησα καν να το συγκρατήσω. Η μάχη ήταν χαμένη από τη στιγμή που σε πρωτοαντίκρισα πίσω στο χωριό. Μόλις πέρασε το πρώτο σάστισμα και συνειδητοποίησα ότι γύρισες στα αλήθεια, σου το ορκίζομαι τέτοια χαρά δεν είχα ξανανιώσει. Τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια μουντά, γκρι και άχρωμα, και λες και ξάφνου με άγγιξες, σε άγγιξα, και ο κόσμος γέμισε χρώμα. Καταγάλανα μάτια, κατάξανθα μαλλιά, πορτοκαλί χάραμα και μενεξεδένιο σούρουπο. Σε είδα στη βρύση και για πρώτη φορά άκουσα το νερό να κελαρύζει. Σαν να τραγουδάει το άτιμο έκανε καθώς μούσκευε τα δάκτυλα σου. Εσύ ήσουν σιωπηλή. Τόσες φορές σε είχα συναντήσει στη βρύση παλιά μα ποτέ δεν είχα προσέξει αν ήσουν έτσι σιωπηλή. Πρώτη φορά με είχε πειράξει που δεν ήξερα. Μα τραγουδούσε το νερό για σένα σαν να σε παρηγορεί, να προσπαθεί να σου θυμίσει. Ήσασταν πάντα φίλοι εσύ με το νερό, το ξέχασες; Ένα κάλεσμα ήταν το κελάρυσμα του. Θυμήσου.

Είχα θυμηθεί κι εγώ σαν σε κοίταζα. Εκεί, στη βρύση σου, με τη στάμνα αγκαλιά. Πόσες φορές σε είχα πλησιάσει. Πόσο άσχημα, πόσο… εγώ. Κάποτε σε είχα εκεί μπροστά μου γεμάτη με τόση ελπίδα και τόσα όνειρα που ξεχείλιζαν από μέσα σου, και εγώ χαμένος μέσα σε εκείνο το γκρι νέφος σε κοίταζα και δε σε έβλεπα. Τυφλός ήμουν, τυφλός και ηλίθιος. Και σαν σε είδα ξανά σκυμμένη στη βρύση και απλώθηκε γύρω μας το χρώμα, παρέμεινα και πάλι ηλίθιος.

Μια ζωή λέω το λάθος πράγμα, τη χειρότερη στιγμή.

Και χτες το βράδυ άνοιξα το στόμα μου και τρομάξαμε και οι δυο. Και τι δε σου είπα σε εκείνο το παγκάκι· ότι χώρισα για σένα, ότι σε σκέφτομαι συνέχεια, πόσο όμορφη ήσουν γαμώτο με φόντο το νυχτερινό ουρανό και το φως από το φανάρι να ζωγραφίζει σκιές στο πρόσωπό σου. Βγήκαν όλα από μέσα μου σαν χείμαρρος και σαν παγωμένο νερό μας έλουσαν και τους δυο, μα τούτα τα νερά ήταν ξένα και ορμητικά, κι εμείς θρέμματα του κάμπου δε μάθαμε ποτέ να κολυμπάμε. Έτσι εσύ γέλασες. Εγώ σώπασα. Και μετά έφυγες κι έμεινα μόνος να πλέω κάτω από τον ουρανό σου, χαμένος μες το απέραντο.

Και το έκλεισα το στόμα μου. Ίσως αυτή να ήταν η λύση. Το είπες και μόνη σου, τα λόγια είναι λόγια. Δεν ήξερα τι σου υποσχέθηκαν και το πήραν πίσω, ποτέ δε θα μάθαινα ποιες ήταν οι λέξεις που σε πλήγωσαν τόσο που μόλις κατάφερα να ξεστομίσω όσα είχα να σου πω εσύ γέλασες. Ή μπορεί να έφταιγε ότι ήμουν εγώ που καθόμουν απέναντί σου. Πώς να περίμενες τέτοιες ευαισθησίες από μένα… Το τι σου είχα κάνει δυστυχώς το ήξερα πολύ καλά. Όμως εσύ δεν είχες δει τι μου έκανε το ότι σε είδα κάτω από εκείνη τη ροζ νέον πινακίδα. Δεν ήσουν μαζί μου τα ξάγρυπνα βράδια όταν κρατούσα εκείνο το σταυρουδάκι τόσο σφιχτά που μελάνιασε τη παλάμη μου. Όταν η εικόνα σου άρχισε να καρφώνεται στο μυαλό μου, όταν άρχισαν μέσα μου να ξυπνούν αισθήματα που δεν ήξερα ότι υπήρχαν, ότι μπορώ να τα νιώσω κι εγώ. Όταν δεν καταλάβαινα τι μου συνέβαινε και όλα μου έφταιγαν και τίποτα δεν αναγνώριζα και τρόμαζα με τον ίδιο μου τον εαυτό… Όταν κατάλαβα ότι σε ερωτεύομαι, εσύ δεν ήσουν εκεί για να το δεις.

Εμένα γκρεμίστηκε ο κόσμος μου, όσο εσύ μάζευες το κουράγιο να γυρίσεις στον δικό σου. Και χρειάστηκες πολύ, τόσο πολύ που ίσως να μην έχει μείνει άλλο για να με ακούσεις.

Οπότε έκλεισα το στόμα μου και κατάπια τα λόγια.

Και πέρασα από τον κήπο της κυρά Χαρίκλειας και έκοψα τριαντάφυλλα.

Πήρα από της Βιολέτας ένα καλό κρασί, και δυο ποτήρια από τη κουζίνα μας. Μάζεψα όλη τη σαβούρα από την παλιά αποθήκη, έστρωσα το ντιβανομπάουλο στη γωνία με καθαρά σεντόνια και αφού μπήκε φρέσκος αέρας έκλεισα να ζεσταθεί ο χώρος. Άναψα κεριά. Πολλά κεριά. Δεν ήξερα πόσα να βάλω και που, πώς να τα στερεώσω, και τελικά ίσως να μην έπρεπε να τα έχω ανάψει γιατί αν έπιανε καμιά φωτιά πάει η βραδιά και άντε να εξηγήσεις μετά στον πατέρα γιατί μυρίζει καμένο λουλουδικό μέχρι τα πέρα κτήματα.

Έφερα και ένα πικάπ. Ζήτημα αν είχα ακούσει ένα δίσκο από όταν ήμουν παιδί, και πριν το φέρω στην αποθήκη πήγα και βρήκα την Πηνελόπη.

«Τι θες;»

«Να, έλεγα μωρέ αν… αν είχες δυο λεπτά να μου δείξεις εκείνο το ρημάδι το πικάπ στο σαλόνι πώς στο καλό δουλεύει.»

Είχε γελάσει κι εκείνη. «Εσύ; Μουσική; Έλα Παναγία μου.»

«Άντε θα με βοηθήσεις τώρα ή θα στο ζητάω πολλή ώρα;»

Το θυμόμουν τελικά, θα μπορούσα να έχω γλιτώσει τα στραβά της βλέμματα. Χαλάλι όμως, εκεί θα κολλούσα. Εδώ έκανα άλλα κι άλλα.

Η αποθήκη ήταν το σχέδιο Β. Το σχέδιο Α (γιατί ήταν το πιο πιθανό στο μυαλό μου) ήταν ή να μη σε ξυπνούσα καν, ή να μην ήθελες να κατέβεις. Μετά από τα χθεσινά, να πω την πικρή μου αλήθεια αυτό περίμενα. Δε θα απογοητευόμουν όμως, στο υπόσχομαι.

Σε καταλαβαίνω. Όταν σου το είπα, ήταν η πρώτη φορά που το έλεγα σε άνθρωπο και το εννοούσα. Το συνειδητοποίησα καθώς το έλεγα, και με έβαλε σε σκέψεις αυτό. Θυμήθηκα κάτι που μας είχε πει κάποτε η Αγορίτσα, σκολιαρούδι θα ήμουν ακόμα. Έλεγε πως οι άνθρωποι κάθε μέρα ξυπνούν και αντικρίζουν δίπλα τους δυο μάτια, και για αυτά τα μάτια παλεύουν μέχρι που κοιμούνται, να τα δουν γεμάτα και χαρούμενα. Άρχισα να αναρωτιέμαι τι έλεγε για μένα ότι ποτέ δεν τα θέλησα αυτά τα μάτια. Κάθε που ξυπνούσα δίπλα τους -μάτια καστανά, μάτια χρυσαφένια- μάζευα τα μπογαλάκια μου και μη τον είδατε. Δεν έτρεχα μακριά τους, απλώς δεν με αφορούσαν. Είχαν τη ζωή τους κι εγώ τη δική μου. Ποτέ δε βρήκα κάτι άσχημο σε αυτή τη λογική.

Μέχρι που ψάχνοντας δυο μάτια ακόμα για ένα βράδυ, συνάντησα τα δικά σου.

Βαμμένα έντονα, σκούρα, τόσο σκούρα που κρύβονταν μέσα στο σκοτάδι. Μέχρι κι εκείνα φάνταζαν γκρι εκεί μέσα, άχρωμα, χαμένα στο φόντο. Ποια, τα μάτια σου. Τα δικά σου. Που όποιος τα έβλεπε στο φως δεν το πίστευε πόσο γαλανά είναι, χανόταν λίγο μέσα τους μέχρι που τελικά σε κοίταζε πολλή ώρα κι εσύ του έριχνες ένα δύσπιστο βλέμμα και εκείνος μαζευόταν γρήγορα… Θα σου συνέβαινε με όλους αυτό. Ο δικός σου ο πώς-τον-λένε θα το πάθαινε συνέχεια. Σίγουρα δεν ήμουν μόνο εγώ. Απλώς αναρωτιόμουν πώς δε μου συνέβη ποτέ πριν. Θυμόμουν ότι είχες όμορφα μάτια, όπως θυμόμουν ότι είχες όμορφη φωνή, αλλά μέχρι εκεί. Τα ίδια μάτια που τώρα έβλεπα όπου κοιτούσα, που ήταν η πρώτη μου σκέψη κάθε πρωινό και η τελευταία κάθε βράδυ, που αναρωτιόμουν πώς να ήταν σήμερα, να γέλασαν καθόλου; Να έλαμψαν έστω και μια στιγμή με κάτι που άκουσες, κάτι που είδες, κάτι που σου είπε η αδερφή σου; Αν σου έλεγα εγώ κάτι… μπορούσα να τα φωτίσω λίγο; Έστω λίγο. Λίγο θα ήταν αρκετό.

Α ρε Δρόσω. Ποιος να μου το 'λεγε βρε κορίτσι μου ότι τις πρώτες ώρες του χρόνου θα ξεροστάλιαζα έξω από το παράθυρο σου μέσα στη παγωνιά, μπας και κλέψω ένα βλέμμα σου. Πώς το έπαθα εγώ αυτό το πράγμα, μου λες; Από το πουθενά ήρθε και μέχρι να το καταλάβω η μάχη ήταν χαμένη.

Ακριβώς όπως και η μάχη με το χαμόγελο μου το ρημάδι, που από όταν έκανες πέρα την κουρτίνα και σε είδα με τη νυχτικιά σου τη γαλάζια και τα μαλλιά μπλεγμένα από τον ύπνο δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το στόμα μου. Όχι ότι περίμενα να σε δω τέτοια ώρα ντυμένη και στολισμένη, αλλά δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι θα σε πετύχαινα έτσι, και ξάφνου ήταν λες και σε ήξερα λίγο καλύτερα. Είχα δει πώς είσαι όταν ξυπνάς, πόσοι άνθρωποι μπορούσαν να το πουν αυτό; Ένιωθα λίγο πιο κοντά σου. Νόημα σε αυτό δε βρίσκεις, αλλά μου έδινε μια χαζή χαρά που δεν είχα καμία διάθεση να λογικέψω. Και σαν είπες ναι – Σε μένα. Εσύ. - ήταν λες και πέρα από τα μυστικά σου που ήξερα, τώρα φτιάχναμε ένα δικό μας. Που άνηκε και στους δυο. Θα κατέβαινες και θα με έβρισκες και ψυχή δε θα το μάθαινε ποτέ, μόνο οι δυο μας θα το ξέραμε. Είπες ναι σε αυτό, που σημαίνει ότι ήθελες κι εσύ να μοιραστείς κάτι μαζί μου - έστω μια μικρή ανάμνηση - έτσι δεν είναι;

Μάλλον το σκέφτομαι πολύ.

Ίσως απλά να σε παραξένεψε η έκπληξη. Ή να ήθελες να σου πω τι στο καλό κάνω στο σπίτι σου μεσ' τα μαύρα μεσάνυχτα και να πας να ξανακοιμηθείς, υπήρχε και αυτή η πιθανότητα. Ένα 'καλά εντάξει' μου είπες κι εγώ μόνο που δεν άρχισα να χοροπηδάω σαν πιτσιρίκι. Για την ακρίβεια ούτε αυτό δε μπορούσα να πω καθώς μόλις άκουσα θόρυβο από το μπροστά μέρος του σπιτιού έτρεξα να σε βρω με δυο δρασκελιές πρωτόγνωρες για τα δεδομένα μου.

Στάθηκα πίσω από τη σκάλα και σε κρυφοκοίταξα να κλείνεις την πόρτα όσο σιγανά είχες κλείσει και το παράθυρο. Κρατούσες το ίδιο φανάρι με χτες, και το ίδιο παλτό φορούσες. Γύρισες και κοίταξες ολόγυρα μα δε με πρόσεξες πίσω από τη σκάλα. Σαν δεν είδες κανέναν στην αυλή σε είδα να συνοφρυώνεσαι.

«Ψιτ!» σου έκανα, όσο πιο σιγανά μπορούσα. Μου είχες πει εξάλλου να είμαι ήσυχος. Δεν ήθελα να βγω μπροστά, γιατί υπήρχε και το σχέδιο Γ – δηλαδή το σχέδιο φυγής αν ξυπνούσε η Σταμίρη.

Μάλλον έπρεπε να το κόψω αυτό. Όσο Σταμίρη ήταν εκείνη ήσουν κι εσύ, κι ας μην ήσασταν ίσα κι όμοια. Η αδερφή σου τέλος πάντων, θα ήταν καλύτερα και για τους τρεις μας να μη με έβρισκε εδώ. Κι αν μας πετύχαινε τώρα τουλάχιστον θα έβλεπε μόνο εσένα, κι ας της έλεγες ότι βγήκες να πάρεις λίγο καθαρό αέρα. Μόνο μέρα μεσημέρι θέλουν οι άνθρωποι αέρα, δεν κατάλαβα.

Μόλις με είδες ξεκίνησες να κατεβαίνεις αμέσως, χωρίς να περάσει μια στιγμή. Εγώ περίμενα μισοκρυμμένος, γιατί μέχρι να σε έπαιρνα από εκεί δεν είχαμε ξεφύγει από τον κίνδυνο. Σε μια μεριά δε μπορούσα να σταθώ, έκανα μπρος πίσω, έπαιζα με το τριαντάφυλλο στα χέρια μου μέχρι που άκουσα ένα κρακ και συνειδητοποίησα ότι έσπασα το κοτσάνι στη μέση.

«Το φελέκι μου», μουρμούρισα και έκοψα το μέρος που κρεμόταν. Μισό έμεινε το τριαντάφυλλο.

«Τι έγινε;»

Α τέλεια, το άκουσες.

«Τίποτα», είπα καθώς πάτησες στο χώμα και ήρθες να με βρεις. Στάθηκες μπροστά μου, και εκείνο το ξάφνιασμα που είχα δει στο πρόσωπό σου από το παράθυρο ήταν ξεκάθαρα ακόμα εκεί. Άπλωσα το χέρι μου αναθεματίζοντας ακόμα μέσα μου, και σου έδωσα το λουλούδι. «Καλή χρονιά και από κοντά.»

Το πήρες αυτόματα, χωρίς να το κοιτάξεις. Κάθε μέρα τόσα θα έπαιρνες, δεν περίμενα να δώσεις σημασία στο δικό μου το λειψό. Από την άλλη εγώ δε θυμόμουν να ξαναδίνω σε κάποιον - να φανταστείς δε σκέφτηκα καν να κόψω τα αγκάθια μέχρι που με κάρφωσαν καθώς ερχόμουν, και μετά σε σκέφτηκα να το κρατάς εσύ και να τρυπιέσαι και μόνο που δεν το πέταξα.

«Καλή χρονιά», είπες κι έγνεψες απαλά. «Ευχαριστώ.»

Ανασήκωσα τους ώμους σαν να μην ήταν τίποτα. Ναι Δρόσω, μοιράζω λουλούδια στο μισό χωρίο κάθε μέρα. Ούτε ανθοπώλης. «Έτοιμη;»

«Που θα με πας;»

«Σου είπα, είναι έκπληξη.»

«Δεν έχω πολλή ώρα.»

«Δε θα αργήσουμε.»

Μισό βλέμμα μου έριξες, ίσο με το τριαντάφυλλο. «Που είναι;»

«Ααα…» έκανα, τάχα πως νευρίασα και πως η ματιά σου η μισή δεν ήταν αρκετή για να αρχίσω όντως από αύριο να μοιράζω λουλούδια σε όλον τον κόσμο. «Πολλά ρωτάς. Σου είπα δε θα αργήσουμε, άντε.»

«Δε θα έχει κόσμο.»

Κόσμο; Τι κόσμο να έχει, που νόμιζες ότι θα σε πήγαινα μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα; «Όχι, οι δυο μας θα ήμαστε.»

«Εντάξει», είπες. Και μετά δε ρώτησες κάτι άλλο.

Αυτό ήταν; Σου είπα ότι θα είμαστε οι δυο μας και ηρέμησες;

Μα προσπαθώ εδώ πέρα να μη φουσκώνω τα μυαλά μου αλλά δεν το κάνεις κι εσύ εύκολο βρε κορίτσι μου. Δηλαδή… το προτιμάς να είμαστε οι δυο μας;

«Άντε, θα ξεκινήσουμε;»

«Ναι, ναι. Συγνώμη. Από εδώ.» Αυτόματα πήγα να σου πιάσω το χέρι, λες και το έχω ξανακάνει. Το μασκάρεψα γρήγορα ευτυχώς· πήρα το φανάρι σου να το κρατάω εγώ, μη το κουβαλάς. Με χτύπησε ξαφνικά ότι πρώτη φορά περπατούσαμε μαζί. Συνήθως σε πετύχαινα κάπου, εσκεμμένα ή μη.

Ότι θα είχαμε και 'συνήθως' οι δυο μας, ε;

Τι σου λέω τώρα… Μάζεψα το ελεύθερο χέρι μου και το έχωσα στη τσέπη μου.

«Πώς περάσατε;» σε ρώτησα σαν αρχίσαμε να βαδίζουμε προς τα δέντρα. Δε θα σε πήγαινα από το δρόμο, μη μας πάρει και κανένα μάτι.

«Καλά. Στου Μιλτιάδη είχαμε πάει με τον Λάμπρο.»

«Άντε. Ωραία.»

«Εσείς; Όλοι μαζί;»

«Ναι. Φάγαμε, ήπιαμε τσακωθήκαμε. Τα δικά μας τα ωραία. Κέρδισε και το φλουρί ο Μελέτης.»

«Α.»

Υπήρξε μια παύση. Μου φαινόταν παράξενο να σου τα λέω αυτά. Μάλλον το ίδιο και σε εσένα.

«Εσάς ποιος το κέρδισε;» ρώτησα παρόλα αυτά.

Είχες σκυμμένο το κεφάλι, πρόσεχες που πατούσες. «Στου σπιτιού έπεσε.»

«Α, το καλύτερο κομμάτι. Πάντα εγώ το τρώω κι αυτό στο τέλος.»

Δε γέλασες.

Καλά, δεν είπα και τίποτα πετυχημένο.

«Ξέρεις, κάθε χρόνο η Αγορίτσα χώνει κι άλλο ένα φλουρί στο κομμάτι του μικρού.»

Σήκωσες το βλέμμα.

Έκανα πως δεν το πρόσεξα. «Και όταν ξυπνάει το πρωί του το δίνει με το πρωινό του, και τι χαρά κάνει ο μπαγάσας όταν το βρίσκει. Λες και δεν το έχει ξαναδεί.»

Όταν σε κοίταξα ξανά, χαμογελούσες. Δειλά, αλλά ήταν εκεί.

Να το, σκέφτηκα αμέσως, και μόνο που δεν το είπα φωναχτά. Ειλικρινά κόντεψε να μου φύγει. Και άντε να σου εξηγήσω μετά, θα έλεγα ότι είδα κανένα ποντικό.

«Γιατί δεν την κόβετε όλοι μαζί;»

«Οχτώ η ώρα έχει ταβλιαστεί αυτός.»

«Α…» έσμιξες τα φρύδια. «Α, ναι. Σωστά.»

Ησύχασες ξανά μετά από αυτό, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Άρχισαν να περνούν τα λεπτά, και δεν ήταν αμηχανία αυτό που μεγάλωνε ανάμεσά μας. Ήταν πιο βαθύ, πιο απόλυτο. Ήταν σκληρό να είσαι μάνα και να μην ξέρεις από παιδιά.

«Μου είπε ότι σε γνώρισε», σου είπα, ελπίζοντας να σε καθησυχάσει. «Μιλούσε για σένα συνέχεια. Εδώ ούτε που χρειάστηκε να κάνω ότι δεν ξέρω πως γύρισες, γιατί μου το ξεφούρνισε ο μικρός με το που γύρισαν σπίτι.»

«Κωνσταντή…» είπες, αλλά είχα πάρει φόρα.

«Και σε συμπάθησε αμέσως ο μπόμπιρας, ε; Λες και το ήξερε ο μπαγάσας.»

Κοκάλωσες.

Το ίδιο έκανα κι εγώ. Γύρισα να σε κοιτάξω. «Τι-»

«Σταμάτα.» Ήταν τόσο ξαφνική η αλλαγή στη φωνή σου που μετάνιωσα αμέσως.

«Όχι, δεν-»

«Γιατί το κάνεις τώρα αυτό;»

«Συγνώμη. Συγνώμη, νόμιζα ότι-»

Δάγκωσα τη γλώσσα μου να μην το συνεχίσω. Να το πάλι, το λάθος πράγμα τη λάθος στιγμή. Ένας Θεός ήξερε πώς είχες νιώσει που τον γνώρισες, και δε φτάνει που είχες εμένα να γνωρίζω στο κοπανούσα κι από πάνω. Μια βραδιά ξέγνοιαστη ήθελα να περάσουμε και σου άνοιγα συζήτηση για-

Μα τόσο ηλίθιος, το στανιό μου;

«Χίλια συγνώμη, Δρόσω.»

Δεν στάθηκες σε αυτό όμως, μόνο έγνεψες. Μετά από λίγο ξεκίνησες και πάλι να προχωράς. Πιο αργά από ότι πριν, και στάθηκες πιο μακριά μου. Πήγα κι εγώ να κάνω πιο αργά για να μη σε έχω πίσω μου, όμως επιβράδυνες το βήμα κι εσύ. Δεν ήθελες να σε κοιτάω.

Έτριψα το μέτωπό μου, προσπαθώντας να βρω άλλο θέμα για συζήτηση. Μάλλον όμως θα ήταν καλύτερα να μην έβρισκα. Ας περπατούσαμε λίγο στην ησυχία, ήταν προτιμότερο από το να πετάξω κι άλλη εξυπνάδα. Πάντα έτσι τα πετούσα όλα, χωρίς να τα φιλτράρω, και πότε πριν δε με πείραξε. Μέχρι τώρα που αναγκάστηκα να δαγκώσω τη γλώσσα μου δίπλα σου, και έμεινα δίχως λέξεις.

Να ήξερα τι να σου πω. Να 'χα δυο λόγια να σου απαλύνω την ψυχή. Μόνο να στην ανταριάζω ξέρω.

Ένιωσα μια μεταλλική γεύση στο στόμα μου, σαν σκουριά. Δάγκωνα τη γλώσσα μου τόσο που τη μάτωσα. Πήγα να φτύσω μα τελευταία στιγμή κρατήθηκα· τρέχοντας θα έφευγες. Με τα πολλά κατάπια, και καλά που σε είχα πίσω μου να μη βλέπεις τα ξινισμένα μούτρα μου.

Περπατούσαμε λοιπόν, μαζί. Είχε ηρεμία απόψε, μόνο τα βήματα μας άκουγα. Τα δικά μου τα βαριά και άτσαλα, που παρέσερναν φύλλα και κλαράκια στο διάβα τους, και μετά πίσω τα δικά σου. Διακριτικά, ήσυχα, αλλά εκεί. Σαν χωνόμασταν όλο και πιο βαθιά μέσα στα δέντρα και πύκνωνε η βλάστηση, το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό πίσω από τη φυλλωσιά που θρόιζε στο παγωμένο αγέρι.

«Κρυώνεις;» σε ρώτησα, χωρίς να γυρίσω να σε κοιτάξω.

«Λίγο», απάντησες, και για μια στιγμή γύρισα στο χτες. Σχεδόν γεύτηκα τα ροδαλά σου χείλη, τόσο παγωμένα στη νύχτα μα τόσο δικά σου. «Μη βγάλεις πάλι το σακάκι, καλά είμαι.»

Είχα ήδη αρχίσει να το βγάζω, μα τότε τα βήματά σου πλησίασαν κι ένιωσα το χέρι σου στον ώμο μου. Με σταμάτησες.

«Μη», είπες ξανά. «Καλά είμαι.»

Κάτι σαν κλάμα έσκισε τη σιγαλιά της νύχτας. Σηκώσαμε κι οι δυο τα κεφάλια ξαφνιασμένοι.

Σώπασες δίπλα μου, μέρεψε η ανάσα σου. Χτένισα με το βλέμμα τα δέντρα βιαστικά όσο το χέρι σου στον ώμο μου χαμήλωσε, μπλέχτηκε γύρω από το μπράτσο μου.

Το κλάμα ακούστηκε ξανά, και ξάφνου τα είδα. Κάπου ανάμεσα στα φύλλα, μέσα στη σκοτεινιά παραμόνευαν δυο γυαλιστερά μάτια να μας παρακολουθούν.

«Γκιώνης», είπες, πριν προλάβω. «Α στο καλό και τρόμαξα.»

Το πουλί μας κοιτούσε σαν να μας περιεργάζεται. Τα μάτια του τεράστια, κατάμαυρα. Λάλησε ξανά, η ηχώ του απόκοσμη μέσα στη νύχτα.

«Πώς κάνει έτσι ο άτιμος, ανατρίχιασα ολόκληρος», μουρμούρισα.

«Νωρίς βγήκε», είπες εσύ. «Την άνοιξη αρχίζουν να κλαίνε, ψάχνουν ταίρι.»

«Θα ένιωσε μοναξιές», χαμογέλασα. «Ξέρεις τι λένε για δαύτους, ε;»

«Όχι.»

Έλεγε η παράδοση εδώ στη Θεσσαλία πως κάποτε υπήρχαν δυο αδέρφια που ερωτεύτηκαν την ίδια κοπέλα, και για τα μάτια της ο ένας σκότωσε τον άλλο. Όταν ο φονιάς συνειδητοποίησε τι έκανε, παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί, και κάθε βράδυ μοιρολογούσε στις φυλλωσιές για τον χαμένο αδερφό του.

Ανάθεμα το κωλόπουλο. Δαγκώθηκα πάλι. «Άστο, δεν είναι κάτι. Άντε, πάμε, κοντεύουμε.»

Μόνο όταν γλίστρησε το χέρι σου από το μπράτσο μου συνειδητοποίησα πόσο είχες κολλήσει πάνω μου. Και πριν το καταλάβω, σε έπιασα και σε κράτησα κοντά. «Περίμενε.»

Με κοίταξες εξεταστικά.

Έβγαλα από την τσέπη μου το κομμάτι ύφασμα που είχα καταχωνιάσει εκεί και το κράτησα μπροστά σου. Εσύ το κάρφωσες με το βλέμμα σου σαν να μην είχες ξαναδεί μαντήλα στη ζωή σου.

«Για τα μάτια σου είναι βρε Δρόσω», είπα και κάγχασα. «Δε θα σε φιμώσω.»

«Γιατί;»

Γιατί σε δέκα μέτρα βγαίναμε στα ανοιχτά, και έτσι κι έβλεπες από έξω το αποθηκάκι πώς έμοιαζε με παράγκα θα έκανες μεταβολή και θα έμενα με τα κεράκια μόνος μου. «Είπαμε είναι έκπληξη.»

Ξεφύσηξες. «Είναι απαραίτητο τώρα αυτό; Απλά δείξε μου ό,τι είναι να μου δείξεις.»

«Έλα, κάνε μου το χατίρι. Θα σου αρέσει, θα δεις.»

«Ωραία, θα κλείσω τα μάτια μου.»

«Και που είναι η πλάκα σε αυτό;»

«Η πλάκα θα είναι όταν σκοτωθώ με αυτό το πράγμα.»

«Δε θα σε αφήσω να πέσεις, εδώ είμαι.»

«Ναι, σώθηκα.»

«Λίγη εμπιστοσύνη;» ανασήκωσα τα φρύδια. «Σε παρακαλώ;»

Κοίταξες το μαντήλι. Μετά εμένα. Μετά πάλι το μαντήλι. Μετά τον ουρανό. «Τι αμαρτίες πληρώνω», ψέλλισες και το άρπαξες από τα χέρια μου. Πρέπει να ήταν θριαμβευτικό το χαμόγελό μου γιατί είδα να σου ανάβουν τα λαμπάκια, αλλά ειλικρινά το διασκέδαζα να σε βλέπω έτσι. Σε είχα δει νευριασμένη, και τώρα δεν ήσουν. Απλώς σου είχα σπάσει λίγο τα νεύρα. Ντάξει τι να κάνουμε, τέτοιος είμαι εγώ.

Κάλυψες τα μάτια σου κι έφερες τις άκρες πίσω από το κεφάλι σου για να τις δέσεις. Σου πήρε λίγη ώρα κι όλο και περισσότερο φόρτωνες. Που να με έβλεπες και πώς σε χάζευα, θα μου είχες φέρει τη μαντήλα στο κεφάλι.

«Κάτσε, κάτσε», σε έκοψα όταν σου γλίστρησε από τα μάτια και χώθηκε κάτω από τη μύτη σου, «γιατί θα μας βγεις κι εσύ μουστακαλής, γύρνα να βοηθήσω.»

Να με βρίσεις περίμενα όχι να γυρίσεις, έκανες όμως το δεύτερο και κράτησες το ύφασμα πάνω από τον ώμο σου για να το φτάσω.

Ένα βήμα μας χώριζε και πριν το καλοσκεφτώ το έκανα. Η πλάτη σου βρέθηκε στο στήθος μου, ίσα που μ' ακούμπησε αλλά το ένιωσα τόσο έντονα. Σφίχτηκαν κι οι δικοί σου ώμοι όμως δεν τραβήχτηκες. Έμεινες εκεί, ακίνητη.

Έκανα στο πλάι το κεφάλι να μην είμαι μέσα στα μαλλιά σου, γιατί με θάμπωνε η μυρωδιά τους και δεν ήταν ώρα… Δεν ήταν σωστό. Αλλά δεν είχα ξαναϋπάρξει τόσο κοντά σου και ξαφνικά αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ. Σαν βρέθηκα πάνω από τον ώμο σου με το μάγουλό μου σχεδόν να ακουμπά το αυτί σου, το χέρι σου που κρατούσε το μαντήλι έπεσε.

Δεν ξέρω γιατί το άφησες.

Έψαξα το πρόσωπό σου, απ' το πλάι, στα κλεφτά. Τα βλέφαρά σου ήταν κλειστά, μακριές βλεφαρίδες χάιδευαν τα ζυγωματικά σου. Τα φώτιζε ελαφρώς το φεγγάρι βάφοντας τα ένα απαλό μωβ. Ήρεμη φαινόσουν μα και σφιγμένη ταυτόχρονα.

Τι σκέφτεσαι;

Ο λαιμός σου ήταν εκτεθειμένος, φορούσες μια μπλούζα ανοιχτή και το παλτό σου δεν τον έφτανε. Πόσο λευκό ήταν το δέρμα σου, λείο σαν πορσελάνη. Πήρα μιαν ανάσα και την ελευθέρωσα, και σαν βγήκε καυτή ανάμεσά μας ένα ρίγος σε διαπέρασε.

Το ένιωσα. Διαπέρασε κι εμένα.

Άραγε εσύ να ένιωθες πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου;

Μια ανάσα να έπαιρνες κι εσύ και ο ώμος σου θα συναντούσε τα χείλη μου. Αλλά δεν πήρες. Δε σάλεψες, λες και ήσουν στα αλήθεια καμωμένη από πορσελάνη.

Έφερα το χέρι μου γύρω σου, χωρίς να σε αγγίξω. Μη σε σπάσω. Το ήξερα πως ό,τι έπιανα το έσπαγα. Σου πήρα το μαντήλι και σου επέστρεψα το φανάρι σου, κι εσύ το κράτησες και με τα δυο χέρια σφιχτά μπροστά σου.

Κάλυψα τα μάτια σου προσεκτικά. Έδεσα τις άκρες πίσω από το κεφάλι σου, προσέχοντας να μη μπλέξω τα μαλλιά σου και σε πονέσω. Κι έφυγα.

Μόλις έκανα ένα βήμα μακριά σου, άρχισες ξανά να αναπνέεις. Αλλά αυτό δε με άφησα να το σκεφτώ.

Τώρα που δεν με έβλεπες έτριψα το πρόσωπό μου και πίεσα τα μάτια μου. Ο σφυγμός μου σφυροκοπούσε στα αυτιά μου, τον ένιωθα παντού. Τι πράγμα ήταν αυτό γαμώτο, ίσα που σε άγγιξα.

«Που είσαι;»

Άνοιξα τα μάτια απότομα, και είδα ότι είχες απλώσει το χέρι στον αέρα, ανοιχτό. Περίμενες. Κι εγώ ξεροκατάπια και στάθηκα πλάι σου… και μετά το έπιασα.

«Πω, Χριστέ μου, ξύλα είναι τα χέρια σου», ξεφώνησα κατευθείαν.

«Ναι, συγνώμη που είμαι τόσην ώρα στην παγωνιά.»

Παγοκολόνα σε είχα καταντήσει, και άντε να σε ζεστάνω στην αποθήκη που έμπαζε από παντού. Σε πήρα από το χέρι μέσα στις ενοχές, και βάζοντας το άλλο διακριτικά στον ώμο σου σε οδήγησα μπροστά. Περάσαμε μέσα από τα βρεγμένα χόρτα και τα παπούτσια μας έκαναν υγρούς ήχους σαν βυθίζονταν στη λασπουριά. Ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν το καλύτερό σου αλλά δεν παραπονέθηκες. Και σαν αφήσαμε πίσω μας τα δέντρα και φτάσαμε στο κτήμα, πατήσαμε επιτέλους πάνω σε στρωμένο έδαφος.

Το κατάλαβες ότι κάπου φτάσαμε και σε είδα ξανά να ζορίζεσαι. Ήταν ερημιά τριγύρω και δεν υπήρχε ψυχή τέτοια ώρα εδώ, όμως το κεφάλι σου γυρνούσε προς τον παραμικρό θόρυβο λες και περίμενες… δεν ξέρω τι περίμενες. Ήθελα να σου ξαναπώ ότι ήμασταν μόνοι να σε καθησυχάσω, αλλά μήπως αυτό ήταν που σε απασχολούσε περισσότερο; Σου είχα δέσει και τα μάτια, όσο να πεις δεν ήταν και λίγο.

Ακόμα δεν το πιστεύω ότι με άφησες να το κάνω αυτό.

Σαν φτάσαμε στη πόρτα, μας σταμάτησα. Πήρα από τα χέρια σου το φανάρι και το ακούμπησα στην άκρη. Φευγαλέα θυμήθηκα το λειψό τριαντάφυλλο που σου είχα δώσει πριν.

Δεν το κρατούσες τώρα.

Μάλλον κάπου θα το πέταξες, συνειδητοποίησα. Και με το δίκιο σου.

Μου είπες κάτι και δε σε άκουσα. Για λίγο ένα σφίξιμο στο στομάχι μου κατέλαβε κάθε σκέψη.

Άνοιξα την πόρτα και ευτυχώς, όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Κανένα κερί δεν είχε σβήσει, καμία φωτιά δεν είχε ξεσπάσει – αντίθετα από τις μικρές φλόγες το δωμάτιο είχε καταφέρει να ζεστάνει, και η διαφορά θερμοκρασίας από έξω με το που πάτησα μέσα ήταν αισθητή. Ήταν μια ανάσα ανακούφισης αυτό το πράγμα, και το άγχος που με είχε πιάσει ξαφνικά μέρεψε λίγο. Λίγο. Γιατί ακόμα δεν είχα ιδέα πώς θα αντιδρούσες στο τερατούργημα που είχα δημιουργήσει εδώ πέρα.

Σε οδήγησα μέσα από μπροστά, κρατώντας και τα δυο χέρια σου. «Πρόσεχε», είπα καθώς περνούσες το κατώφλι και πήγες να σκοντάψεις, κι εσύ άρχισες να παραπονιέσαι σαν έμπαινες. Ίσα που κρατήθηκα από το να κουνήσω το κεφάλι αγανακτισμένα, αλλά θα μπορούσα και να το κάνω εδώ που τα λέμε. Δεν είναι δα και ότι θα το έβλεπες.

«Είπες δε θα αργήσουμε», συνέχισες εσύ το τροπάρι σου.

«Έλα, σταμάτα να γκρινιάζεις. Φτάσαμε.»

«Αν με πάρει είδηση η Ελένη θα με κρεμάσει ανάποδα.»

Χα. «Εδώ σε βρήκε στη Τρούμπα και το κατάπιε ρε Δρόσω, εδώ θα κολλήσει;» είπα και γέλασα μόνος μου. Αλλά μεταξύ μας, ικανή την είχα να κρεμάσει όχι μόνο εσένα αλλά και εμένα παρέα έξω από το κοτέτσι να μας βλέπουν οι περαστικοί για παραδειγματισμό, και μια ταμπέλα από κάτω, 'Δεν αγγίζουμε τη Δροσούλα'. Βέβαια ούτε σε είχα αγγίξει πολύ και ούτε σκόπευα να το κάνω, αλλά σιγά μην ηρεμούσε αυτό την αδερφή σου άπαξ και μάθαινε ότι σε τραβολογούσα δεμένη σε μια παλιά αποθήκη.

Μου κόπηκε το γέλιο μόλις κατάλαβα τι είπα. Πάλι.

Δεν το ζούσα αυτό το πράγμα. «Συγνώμη-»

«Βγάλε μου τη μαντήλα, Κωνσταντή», η φωνή σου ήταν παγερή.

Όχι, όχι, όχι πάλι. «Συγνώμη, συγνώμη…»

«Βγάλε-»

«Δεν το ήθελα.»

«Βγάλτη μου!»

«Συγνώμη! Δεν-»

Άρπαξες το ύφασμα και το τράβηξες από πάνω σου με τόση δύναμη, και μα την Παναγία ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Τι με είχε πιάσει, γαμώ το φελέκι μου γαμώ; Μια φυσιολογική κουβέντα δεν μπορούσα να σταυρώσω; «Τι βλάκας που είμαι, Θεέ μου… τι βλάκας είμαι ρε… Δρόσω… Δρόσω συγνώμη», είπα και δεν είχα εννοήσει κάτι περισσότερο απόψε. «Χίλια συγνώμη σου ζητάω, δεν-»

Τι να σου έλεγα… ό,τι και να έλεγα χειρότερα θα τα έκανα. Αναστέναξα και προσπάθησα να κρατήσω τη ψυχραιμία μου, να βρω από κάπου να κρατηθώ γιατί έτοιμος ήμουν να αρχίσω να βαράω το κεφάλι μου στα ντουβάρια και μόνο αυτό μας έλειπε εκείνη τη στιγμή, ειλικρινά. Και ξάφνου βρήκα αμέσως από που να κρατηθώ γιατί πρόσεξα τι έκανες εσύ. Με τη μαντήλα στο πάτωμα και τα μάτια ορθάνοιχτα, κοιτούσες γύρω σου.

Ωχ.

Ωχ, ανέκφραστη ήσουν.

Έτρεχε το βλέμμα σου από κερί σε κερί, από λουλούδι σε λουλούδι. Γύρισες αριστερά, μετά δεξιά. Κοίταξες πίσω το κρεβάτι και μετά κάτω, το ύφασμα που είχες μόλις πετάξει στα πόδια σου.

Και μετά κοίταξες εμένα.

Να τρελαθώ ήμουνα, άμα με έπιανες από τη μύτη θα έσκαγα. «Τρεις ώρες μου πήρε να το φτιάξω αυτό το αχούρι και να το συγυρίσω, και… άνοιξα το στόμα μου και πήγαν όλα στράφι. Συγνώμη, δεν… Ηλίθιος είμαι. Είμαι αδιόρθωτος ηλίθιος, αυτό είμαι, δε… δεν το 'θελα. Συγνώμη. Συγνώμη.»

Ψέλλιζα κιόλας, υπέροχα. Πιο μαντάρα δε μπορούσα να τα έχω κάνει. Καθόμουν κι έψαχνα σαν βλαμμένο πώς δουλεύει το πικάπ και δε κοίταζα να μάθω πώς δουλεύει το ρημάδι το μυαλό μου, που πετούσε ό,τι αρλούμπα του 'ρχότανε και περίμενε να σε ρίξει κιόλας. Τι να ρίξει, το στανιό μου; Με το γιό σου το κλεμμένο, με τα αδέρφια που ήθελαν την ίδια γκόμενα ή με τις ωραίες αναπολήσεις για τη φορά που σου πέταξα τον χειρότερό σου εφιάλτη στα μούτρα σου; Ένα φάσκελο στα μούτρα μου, να τι να ρίξει.

«Γιατί μ' έφερες εδώ;»

Γιατί είμαι ηλίθιος, απλά και ξεκάθαρα. Τι στο διάολο να σου απαντήσω τώρα, έτσι που τα έκανα; Σάμπως ήξερα δηλαδή και γιατί σε είχα φέρει. Μια έκπληξη ήθελα να σου κάνω, να κάτσουμε λίγο παρέα. Να μπορέσω να σε δω κάπου, να πούμε δυο κουβέντες μακριά από όλους. Γιατί μόλις άλλαξε η χρονιά και όλοι αντάλλαζαν ευχές, εγώ εσένα έψαξα κι ας μην ήσουν εκεί. Να σου ευχηθώ, να σε… να σε φιλήσω και…

«Γιατί… ήθελα να περάσουμε τις πρώτες ώρες του χρόνου μαζί», σχεδόν μουρμούρισα. «Γι' αυτό.»

Δεν αντέδρασες. Τίποτα δεν με άφησες να δω· κενή ήταν η έκφρασή σου, κενά και τα μάτια σου. Μου γύρισες τη πλάτη αμέσως.

«Σκέφτηκα θα ήσουν κι εσύ μόνη σου και θα ήθελες λίγη παρέα», συνέχισα να ψελλίζω, να κερδίσω χρόνο. Η αλήθεια ήταν πως σε χάζευα έτσι που ήσουν πλάτη μου. Σε είχα φανταστεί και πριν εδώ μέσα, όταν ετοίμαζα το δωματιάκι. Είχα χώσει τα κεριά σε κάτι μπουκάλια και το είχα κάνει τόσο άτσαλα ρε γαμώτο που φαντάστηκα ότι θα γελούσες όταν τα έβλεπες κι εγώ θα ήθελα να πεθάνω από την ντροπή, όμως τώρα που τα κοιτούσες δεν αντέδρασες καν. Και δεν ήθελα να πω ότι ταιριάζεις σε ένα χώρο τόσο μικρό και φτωχό και άσχημο σαν αυτό, αλλά δεν περίμενα ότι το φως των κεριών θα ήταν τόσο ζεστό σαν σε έλουζε, και δεν σε είχα ξαναδεί έτσι. Γύρω σου τριαντάφυλλα, φλόγες να τρεμοπαίζουν, η κουβέρτα μου που είχα από παιδί να με σκεπάζει κάθε βράδυ διπλωμένη τώρα δίπλα σου. Την είχα βουτήξει από το δωμάτιό μου μήπως και κρυώσεις.

Εκεί είχε καρφωθεί το βλέμμα σου τώρα. Στην κουβέρτα. Στο στρωμένο ντιβάνι.

Ωχ, αυτό επίσης δεν το είχα σκεφτεί. «Ένα κρασάκι θα πιούμε, έτσι για το καλό», είπα γρήγορα. «Θα ακούσουμε και λίγο μουσική… Μμμ; Μη πάει ο νους σου κάπου αλλού.»

Μη πάει ο νους σου ότι σε ξεμονάχιασα για να σου την πέσω, αν και μέχρι στιγμής μόνο αυτά τα σημάδια είχα δείξει. Σαν σκολιαρούδι που δεν ήξερε τι έκανε. Τι στο διάολο είχα πάθει με την πάρτη σου ρε, μπορούσε να μου εξηγήσει κάποιος;

Πήγα κατευθείαν στο πικάπ να βάλω ένα δίσκο. Τον είχα διαλέξει εγώ μόλις άκουσα τους πρώτους στίχους του πρώτου τραγουδιού μα τώρα που τον έβαλα να παίξει ένιωσα σαν ηλίθιος ξανά - αλλά καθώς φαίνεται αυτή ήταν η θεματική της βραδιάς. Καλύτερα να σταματούσα εδώ να το σημειώνω κάθε τρία δευτερόλεπτα και να το άφηνα να εννοηθεί. Μέγας ηλίθιος. Πάμε παρακάτω.

Έβαλα τα χέρια στις τσέπες και κοίταξα γύρω μας. «Ωραίο δεν είναι;» είπα. «Ντάξει, δεν είναι κανένα παλάτι. Αλλά για να περάσουμε λίγες ώρες ξέγνοιαστα, νομίζω καλό είναι.»

Έτριβες τα χέρια σου. Νευρική ήσουν, ή ήταν που 'ταν παγωμένα; Τα δικά μου μια ζωή ζεστά ήταν έτσι που τα είχα χωμένα στις τσέπες μου συνέχεια. Δεν είχα, βλέπεις, ποτέ λόγο να τα βγάλω. Αλλά τώρα το ήξερα ότι μπορούσα να ζεστάνω τα δικά σου. Μέχρι εκεί μπορούσα να φτάσω.

Αν το πρόσφερα, θα με άφηνες;

«Κωνσταντή... νομίζω παρεξήγησες αυτό που έγινε ανάμεσά μας.»

Να το. Το φιλί. Μα την παναγία με έτρωγε όλο το βράδυ, και δεν το πίστευα πόση ανακούφιση ένιωσα ξαφνικά που ειπώθηκε, σε λίγο θα άρχιζα να πιστεύω ότι το φαντάστηκα. Με τίποτα δεν περίμενα να το αναφέρεις εσύ. Και με τίποτα δεν περίμενα να με διαπεράσουν έτσι τα λόγια σου σαν ξάφνου να με χτύπησε κεραυνός. Μου έλεγες ότι το παρεξήγησα, κι εγώ χανόμουν μόνο που το ανέφερες.

«Ίσως», είπα. Και μένοντας πιστός στη θεματική της βραδιάς, σου παραδέχτηκα ό,τι ένιωθα. «Αλλά αυτό το φιλί, Δρόσω, δε λέει να φύγει από το μυαλό μου. Μόνο εσένα σκέφτομαι, τίποτα άλλο.»

Να 'ξερες, βρε κορίτσι μου πόσο το εννοούσα. Με δυο ώρες ύπνο ήμουνα, στριφογύριζα όλο το βράδυ. Η ανάμνηση του φιλιού σου ήταν ένα φάντασμα στα χείλη μου, όλο εκεί με γυρνούσε, σε εκείνο το ξύλινο παγκάκι στη μέση του πουθενά.

Ξέρεις, μια ζωή περνούσαν οι στιγμές γύρω μου σαν τη θολούρα από τα δέντρα όταν κοιτάς έξω από το παράθυρο του τρένου. Τρέχανε και τρέχανε και μπλέκονταν η μια με την άλλη, και ήταν τόσο μπερδεμένες και άπιαστες και αδιάφορες που ποτέ δε θέλησα να ξεχωρίσω κάποια· απλώς τις άφηνα να περνούν και τις κοιτούσα από μακριά, κλεισμένος στο βαγόνι μου. Και έρχεσαι εσύ και ξαφνικά το τρένο σταματάει. Απότομα, απρόσμενα, με κουφαίνει ο ήχος από τα φρένα στις ράγες. Έξω από το τζάμι η θολούρα έχει φύγει, ο ουρανός είναι καθαρός και καταγάλανος. Και σαν κοιτώ τα δέντρα, δεν είναι καθόλου η πληκτική και ατέλειωτη σειρά από κυπαρίσσια που περίμενα να είναι. Είναι ανθισμένες αμυγδαλιές, περήφανες κάτω από τον ήλιο. Η ευωδιά από το γλυκό τους νέκταρ με καλεί, σαν τραγούδι σειρήνας είναι το άτιμο. Με αυτή τη μυρωδιά με άφησε το όνειρο σαν ξύπνησα, ξημερώματα παραμονής πρωτοχρονιάς, και όλη τη μέρα σήμερα την κουβαλούσα μαζί μου. Με ένα σου φιλί σταμάτησες το τρένο. Εσύ με έβγαλες από το βαγόνι. Κι αν βλέπω γύρω μου και μέσα μου αμυγδαλιές, για όλα φταις εσύ.

Δεν με πίστεψες, βέβαια. Δε σου είπα ούτε το ένα χιλιοστό από όλα αυτά που ξύπνησες, και πάλι κουνούσες το κεφάλι αγανακτισμένα. «Ναι. Αυτό το έχω ακούσει από πολλούς άντρες.»

«Όχι όμως από λεβέντες όπως εγώ.»

Γέλασες και ο χρόνος άρχισε να κυλά ξανά. Και σαν ο ήχος απλώθηκε στο χώρο και το φως από τα κεριά χόρεψε μαζί του, μια σκέψη μου πέρασε από το μυαλό.

Δε φοβόσουν εμένα, ούτε τα λόγια μου τα μεγάλα. Εμάς μας είχες για πρωινό, έτσι δεν είναι; Είχες μπουχτίσει από ψευτόμαγκες να σε πολιορκούν και να σου τάζουν τον κόσμο όλο γιατί κανείς δε θα στον έδινε. Κανείς δεν το εννοούσε. Και πλέον δεν τον ήθελες κι εσύ.

Βρήκα ό,τι δεν ήξερα πως έψαχνα στο φιλί σου χτες, μα εσύ ίσως όχι. Ίσως στιγμή να μην πίστεψες ότι έχουμε κάτι αληθινό. Να έχεις σταματήσει να πιστεύεις σε αυτά. Να σταμάτησες, μόλις εγώ άρχισα.

Άρα τι ψάχνεις; Γιατί ήρθες μαζί μου απόψε;

Τι θέλεις;

Αυτό είναι το μόνο που κατάλαβα, πως δεν το ήξερα. Ότι ήθελα να μάθω τι θέλεις. Ότι ο μόνος τρόπος να σε πλησιάσω ήταν να πάω με τα νερά σου. Λες και μου είχαν πάει καλά οι αποφάσεις μου μέχρι στιγμής – όμως αυτή μπορούσα να την τηρήσω.

«Είδες; Κατάφερα επιτέλους να σε κάνω να χαμογελάσεις λιγάκι», είπα ανάλαφρα. Λες και αυτό ακριβώς προσπαθούσα να σου αποδείξω από την αρχή, λες και δεν πάλευα να κλέψω ένα σου χαμόγελο για να ζεστάνω λίγο την καρδιά μου. Μπορούσα να γίνω ό,τι ήθελες να γίνω. Όλα αυτά που για μένα φάνταζαν τρομαχτικά και για σένα ήταν αδιάφορα, θα τα έθαβα. Θα τα κρατούσα όλα και θα έκανα πως δεν τρέχει τίποτα. Κι αν ήθελες να είμαστε ένα τίποτα, αν αυτό χρειαζόσουν από μένα, θα το άντεχα. Μπορούσα να το αντέξω.

Αυτό θέλεις; Ένα βράδυ;

Αυτό που ήθελα εγώ κάποτε;

Για αυτό ήρθες μαζί μου, Δρόσω;

«Δεν είσαι μόνο εσύ ανόητος, Κωνσταντή», είπες τότε και το χαμόγελό σου ήταν ρηχό. Κάτι παλιό κι αγιάτρευτο φώλιασε στα μάτια σου. «Αν υπήρχε βραβείο ανοησίας θα το είχα κερδίσει. Και με μεγάλη διαφορά.»

Ήθελα να διαφωνήσω. Το ήξερα πως εκεί σε κέρδιζα. Μα αν έτσι πίστευες για σένα κι έτσι εγώ για μένα, τότε ποιος ξέρει που βρίσκεται το δίκαιο.

Τι ήξερα πια;

Είχε έρθει ανάποδα ο κόσμος. Ο ήλιος έδυε στην ανατολή και χιόνιζε στην έρημο. Και μόλις άρχιζα να καταλαβαίνω ότι αυτό το κάτι που ξύπνησε κάθε χρώμα και άνθισε τις αμυγδαλιές μάλλον λέγεται αγάπη, εσύ που πάντα ήσουν γεμάτη με εκείνη τώρα έλεγες πως άδειασες.

Με ήθελες όμως.

Αν κάτι νόμιζα πως ήξερα, ήταν αυτό.

Το ρίγος σου στο δάσος. Ο τρόπος που κοίταζες το κρεβάτι. Το πώς έσπρωχνες τη φράντζα σου πίσω από το αυτί σου ξανά και ξανά. Το βλέμμα σου τώρα, που σαν με ζύγιζε γλίστρησε για μια στιγμή στο στόμα μου.

Πάσχιζα να διαχειριστώ αυτή τη νέα πληροφορία. Πάντα υπήρχε περιθώριο λάθους, αλλά ήμουν σχεδόν σίγουρος πως ήξερα τι έβλεπα. Και μου έδωσε θάρρος αυτό. Μου έκανε κι άλλα, αλλά προσπάθησα να τα αγνοήσω σαν έκανα ένα βήμα μπροστά.

«Τότε, εδώ ταιριάζει αυτό που λένε, όμοιος τον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει.»

Το δεύτερο μέρος ήταν για σένα, φυσικά. Ήταν μια προσπάθεια να μάθω. Το άφησα εκεί να υπάρχει, να πλέει ανάμεσά μας, ελπίζοντας να μην το αρνηθείς.

Δεν το έκανες. Αντίθετα χαμήλωσες το βλέμμα σχεδόν ντροπαλά, και τότε χαμογέλασες.

Ήταν μάλλον ό,τι περισσότερο είχα καταφέρει να αποσπάσω από σένα, και Θεέ μου, δεν έμεινα παραπονεμένος.

Άρα όντως με ήθελες.

Εμένα. Εσύ.

Πώς να το διαχειριστώ δεν ήξερα. Σου έπιασα τα χέρια, όπως στα κρατούσα και πριν σαν μπαίναμε στην αποθήκη. «Ο κύριος και η κυρία Ανόητοι, λοιπόν.»

Γελάσαμε και οι δύο με την πάρτη μας.

«Και που θα οδηγήσει αυτή η ανοησία;»

Αυτό δεν ήταν ανάγκη να το ρωτήσεις, και σίγουρα όχι εμένα. Δική σου ήταν η απόφαση. Από τα χείλη σου κρεμόμουν, και ήμουν αρκετά σίγουρος πως αν είχες τα μάτια σου ανοιχτά όλο το βράδυ, μπορούσες να το δεις.

Θα οδηγούσε όπου άφηνες, γιατί μόνο εσύ μετρούσες. Είχε έρθει η ώρα μου να ζω κι εγώ για ένα ζευγάρι μάτια, καθώς φαίνεται. Κι αν ήθελες να είμαι το καταφύγιο σου για λίγες ώρες, αυτό θα γινόμουν. Κι αν ήθελες να μάθουμε μαζί να αγαπάμε, να ξέρεις θα 'μαι εκεί. Πάρε ό,τι θέλεις, δικός σου είμαι όλος να με κάνεις ό,τι θες.

Μα αν ήσουν όντως ανόητη όπως εγώ, τότε ίσως να μη χρειαζόταν να τα ακούσεις όλα αυτά.

«Ένας ανόητος ποτέ δεν σκέφτεται παρακάτω», είπα και έφερα τα χέρια σου στους ώμους μου. Η μουσική έπαιζε ακόμα πίσω μας, γέμιζε τον χώρο, κι ας είχα εγώ μυαλό μόνο για σένα. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση σου και μας λίκνισα απαλά, κι εσύ ακολούθησες.

Δεν περίμενα ότι θα με άφηνες να σε χορέψω έτσι εύκολα.

Πολλά δεν περίμενα. Όπως ότι σιγά σιγά τα χέρια σου θα γλιστρούσαν στο σβέρκο μου και θα κλείδωναν εκεί, κρατώντας με. Ή ότι θα κολλούσες έτσι πάνω μου, χωρίς προειδοποίηση. Δε σε τράβηξα εγώ, μόνη σου ήρθες και αυτό με τρέλαινε. Και ξάφνου βρέθηκα με το σώμα μου να φλέγεται σε κάθε σημείο που συναντούσε το δικό σου.

Και να τα μάτια σου καρφωμένα στα χείλη μου ξανά.

Και να 'σαι τόσο δεκτική και έτοιμη ξαφνικά.

Και να τη και η σκέψη του χθεσινού φιλιού καρφωμένη στο μυαλό μου, του πόσο απαλή ήσουν, πόσο απίστευτα ένιωσα σαν άνοιξες τα χείλη σου και με άφησες να χαθώ μέσα σου.

Δεν το σκέφτηκα. Έσκυψα να σε φιλήσω και εσύ με συνάντησες στη μέση, και έτσι απροετοίμαστο με βρήκαν τα χείλη σου και νομίζω πως κάποιον ήχο έκανα, αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί τότε άνοιξες το στόμα σου και χάθηκα.

Χάθηκα.

Γεύση, αίσθηση, χρώμα, όλα έγιναν ένα. Και με ξάφνιασε τόσο που τα χείλη σου σήμερα ήταν ζεστά και όχι παγωμένα όπως χτες, που μέχρι να καταλάβω ότι αυτό συνέβαινε όντως, ότι πιο πολύ με φιλούσες παρά σε φιλούσα, ότι αυτό που χάιδευε το αυτί μου ήταν ο αντίχειράς σου σαν με κρατούσες κοντά σου, εσύ τραβήχτηκες κιόλας και πήρες μιαν ανάσα.

Και μετά με τράβηξες ξανά και έκλεισες τα χείλη σου γύρω μου. Τα χέρια μας ταυτόχρονα τυλίχτηκαν γύρω από τον άλλο, και για πρώτη φορά σε κρατούσα όπως λαχταρούσα, και με τρέλαινε αυτό. Με τρέλαινες. Ένα χάος έγινα που έτρεμε στα χέρια σου, το κεφάλι μου είχε αδειάσει από κάθε σκέψη, και κάθε κύτταρό μου – είναι κλισέ, το ξέρω, αλλά τόσο αλήθεια – ήταν ξάφνου τόσο γεμάτο με όσα ένιωθα για σένα που ό,τι σκέφτηκα πριν για το να σε αφήσω να με κάνεις ό,τι θες τώρα φάνηκε γελοίο. Τι να σε αφήσω. Λες και είχα επιλογή. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, εκκρεμές στα χέρια σου ήμουν, κρεμασμένος από μια κλωστή. Κι εσύ κινούσες κάθε νήμα με ένα μόνο φιλί σου.

Πόσο μάλλον τώρα που σε ένιωσα να βγάζεις το παλτό σου και ξέχασα που παν τα τέσσερα.

Με άφησες για μια στιγμή, γιατί κολλημένη πάνω μου δεν μπορούσες να το βγάλεις, και σαν είδα πόσο είχες αναψοκοκκινίσει ένιωσα λίγο περήφανος. Μπορεί να το έκαναν τα κεριά βέβαια, αλλά τουλάχιστον για τα χείλη σου τα ερεθισμένα φταίχτης ήμουν εγώ. Τη φύλαξα σαν φυλαχτό την όψη τους στη μνήμη μου.

«Ζεστάθηκα», εξήγησες σαν πέταξες το παλτό στη γωνία.

«Κοίτα να δεις, κι εγώ», είπα κι έβγαλα το σακάκι μου χωρίς να παίρνω το βλέμμα από πάνω σου. Αυτή η μπλούζα που φορούσες… Θεέ μου πως αγκάλιαζε το κορμί σου.

Σε έπιασα ξανά από τη μέση και σε έφερα κοντά μου, κι εσύ τύλιξες αμέσως τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό μου. Ακούμπησες πάνω μου ξανά ολόκληρη, και με τα παλτά έξω από τη μέση πόσο καλύτερα σε ένιωθα. Έγειρα να σε φιλήσω χωρίς να χάσω λεπτό, γιατί μου είχες ήδη λείψει, και γιατί μπορούσα.

Μπορούσα. Με άφηνες.

Και όταν με ένα τελευταίο χάδι πήρες τη γλύκα σου μακριά μου, δε με άφησες στο κρύο. Έμεινες με το κούτελό σου να ξεκουράζεται στο δικό μου, και η ανάσα σου ζέστανε τα χείλη που άφησες γυμνά.

Λικνιστήκαμε μαζί στην απαλή μουσική, ξαποστάζοντας ο ένας πάνω στον άλλο. Είχα τυλίξει τα χέρια μου γύρω σου κρατώντας σε κοντά μου, όμως τα δάκτυλα μου με έτρωγαν να κουνηθούν. Δεν ήταν από περιέργεια μόνο, ήταν που ποτέ πριν δεν υπήρξαν πιο ευαίσθητα στην αφή από τώρα που σε άγγιξαν. Σαν κοντά σου να οξυνόταν κάθε αίσθηση, και πρώτη φορά ήθελα τόσο να νιώσω.

Έτσι που σε είχα τυλιγμένη στην αγκαλιά μου, τα δάκτυλα μου είχαν βρει τον ώμο σου. Και απαλά, από εκεί άρχισα να σε εξερευνώ. Ζωγράφισα κύκλους γύρω από τον ώμο σου, και μετά ακολούθησα με τον δείκτη μου μια νοητή γραμμή μέχρι που έφτασα τη ραχοκοκαλιά σου. Γλίστρησα ανάμεσα στις ξανθές σου μπούκλες, και σαν βρήκα το γυμνό δέρμα του σβέρκου σου εσύ πήρες μια κοφτή ανάσα.

Ακούμπησα τη παλάμη μου στη βάση του λαιμού σου, και όταν έκλεισες τα μάτια στο άγγιγμα μου άφησα τις άκρες των δακτύλων μου να χαϊδέψουν το απαλό σου δέρμα. Σκαρφάλωσαν αργά, ίσα που σε άγγιζαν, κι όταν έφτασα το μάγουλό σου εκείνο είχε βαφτεί ροδοκόκκινο. Τι αψεγάδιαστο που ήταν το δέρμα σου από τόσο κοντά. Σαν ψεύτικη ήσουν, κορίτσι μου, δε σε χόρταιναν τα μάτια μου. Σε κοιτούσα και δεν το πίστευα.

Σαν το βλέμμα μου έφτασε στα χείλια σου, εκεί γλίστρησε κι ο αντίχειράς μου. Και μόλις τα άγγιξα, μισάνοιχτα και πρόθυμα, άνοιξες απότομα τα μάτια σου.

Το μόνο που πρόλαβα να δω ήταν πόσο σκούρα ήταν, λες και το γαλάζιο χάθηκε από μέσα τους. Και τότε τεντώθηκες και με φίλησες σαν ξάφνου να το χρειαζόσουν όσο και το οξυγόνο, και εγώ έπιασα το πρόσωπό σου και σε τράβηξα μαζί μου, σε πίεσα κοντά μου γιατί άλλο τόσο σε χρειάστηκα κι εγώ.

Σαν πυρετός να μας έπιασε, και για πότε είχες μπλέξει τα χέρια σου στα μαλλιά μου, για πότε βρέθηκα να σου φιλάω τον λαιμό ούτε που το κατάλαβα. Κάθε κοφτή ανάσα σου στο αυτί μου ήταν ένα μικρό σοκ που με διαπερνούσε, κι όταν άφησα το στόμα μου να ανοίξει στη βάση του λαιμού σου και γεύτηκα το πορσελάνινό σου δέρμα, έβγαλες τον πιο λαχταριστό ήχο που ξεπέρασε κάθε τι είχα τολμήσει να φανταστώ.

Έσφιξα τη λαβή μου πάνω σου γιατί κόντεψα να βρεθώ γονατιστός στο άκουσμά του. Τα χέρια μου γραπώθηκαν στις δυο πλευρές του κορμό σου, πιο ψηλά από ότι πριν, σχεδόν στο ύψος της μασχάλης σου. Στην επόμενη σου ανάσα, ακολούθησαν τη κίνηση σου πρόθυμα.

Πήρα για λίγο τα χείλη μου από τον λαιμό σου, μόνο για να σου αφήσω εκεί ένα μικρό φιλί. Και μετά άλλο ένα. Κι ένα τρίτο. Η στιγμή που σε ακουμπούσα ήταν η πιο εθιστική, και δε χόρταινα να την επαναλαμβάνω.

«Κωνσταντή», σε άκουσα να ψελλίζεις, και η φωνή σου μετά από τόση ώρα ήταν μουσική στα αυτιά μου.

«Μμμ…» είπα κι άφησα στον λαιμό σου άλλο ένα φιλί. Ο αντίχειράς μου έκανε αδιάκοπους κύκλους πάνω σου, κι έτσι όπως σε κρατούσα είχε φτάσει τρομακτικά κοντά στη βάση του στήθους σου.

Ξάφνου γέλασες.

Γέλασες;

Αμέσως σκέφτηκα ότι κάτι κάνω λάθος. Δε γίνεται εγώ να έχω τρελαθεί, κι εσύ να γελάς. Αλλά μετά συνειδητοποίησα πόσο ξέπνοο ακούστηκε το γέλιο σου, και πριν το καταλάβω είχες βυθίσει το πρόσωπό σου στο στήθος μου, λες και προσπαθούσες να κρυφτείς.

«Μόλις πρόσεξα», είπες με δαγκωμένη τη φωνή, «ότι χορεύουμε μόνοι μας.»

Γιατί, πότε είχαμε παρέα; - σκέφτηκα μεσ' την ταραχή μου και έσμιξα τα φρύδια. Αλλά σαν πέρασε μια στιγμή και σώπασε το γέλιο σου απλώθηκε στο δωμάτιο μια ησυχία πρωτόγνωρη, και ξαφνικά συνειδητοποίησα τι έλεγες.

Γέλασα κι εγώ σαν τραντάζονταν οι ώμοι σου, και έτσι σκυμμένη που ήσουνα φίλησα τα μαλλιά σου. Τι μπούφοι που ήμασταν. Πόση ώρα χορεύαμε χωρίς μουσική; Και πώς ήταν δυνατόν να τελείωσε κιόλας ο δίσκος, πόση ώρα φιλιόμασταν;

Ήταν πρόβλημα να πετάει έτσι ο χρόνος μαζί σου. Ειδικά όταν βιαζόσουν να γυρίσεις.

«Κάτσε να αλλάξω δίσκο», μουρμούρισα και χάιδεψα το κεφάλι σου σαν το σήκωσες. Μέχρι και τα μουστάκια σου γελούσαν. Δεν είχα δει πιο όμορφο θέαμα από τα δυο λακάκια σου.

Κούνησα το κεφάλι και εσύ ύψωσες το πιγούνι σου. «Τι;» ρώτησες.

Ανασήκωσα τους ώμους. Και να σου έλεγα δε θα το πίστευες. Κάλιο να μη μιλούσα καθόλου από το να στο χαλάσω.

«Πώς την έπαθα εγώ έτσι σκέφτομαι… Κι έχω τρελά μουσικό αυτί, ε;»

Γέλασες ξανά. «Εσύ;»

«Αμ, ποιος.»

«Γιατί δε σε πιστεύω;»

«Κακώς. Να σου τραγουδήσω εγώ 'τα ματόκλαδα σου λάμπουνε' να κλάψουνε μανούλες.»

«Η δικιά σου σίγουρα, άπαξ και μάθει τι κάνεις εδώ μαζί μου.»

«Και τι κάνω εδώ μαζί σου;»

Ζάρωσες τα μάτια μα δεν απάντησες. Και δυστυχώς για σένα, έτσι μου έδωσες το δικαίωμα να σε προκαλέσω να το κάνεις. Όταν όπως σε κρατούσα ο αντίχειράς μου πλησίασε τάχα κατά λάθος σε λίγο πιο επικίνδυνα μονοπάτια, έριξες μια μικρή σπρωξιά στο στήθος μου.

«Μου υποσχέθηκες κρασί», είπες. Πάλι δεν απαντούσες, το σημείωνα εγώ αυτό.

«Ε, αφού το υποσχέθηκα», είπα κι εγώ με τη σειρά μου και σε οδήγησα προς το κρεβάτι. Κρεβάτι ο Θεός να το κάνει δηλαδή, αλλά χρειαζόμασταν κάπου να καθίσουμε. Φάνηκες να βολεύεσαι δίπλα μου πάντως σαν σέρβιρα κόκκινο κρασί στα δυο κολονάτα ποτήρια που είχα ακουμπήσει στο κομοδίνο. Σου πρόσφερα το ένα και κράτησα το άλλο, και μόλις σήκωσα το δικό μου στον αέρα με μιμήθηκες.

«Στην υγεία σου.»

«Εβίβα.»

Ο κρυστάλλινος ήχος όταν τσουγκρίσαμε πλανήθηκε στο δωμάτιο σαν μια υπόσχεση που δεν ξέραμε ότι κάναμε.

Τι παράξενο πράγμα το κρασί. Ξινό μα και γλυκό ταυτόχρονα, κάθε γουλιά να στέλνει ένα κύμα θέρμης μέσα σου, να σε ξυπνά αλλά συνάμα να σε χαλαρώνει. Ήπιαμε δυο ποτηράκια παραπάνω αλλά δε μας επηρέασε, το σηκώναμε κι οι δύο. Εγώ να παρακολουθώ το κρασί καθώς έβαφε τα χείλη σου κατακόκκινα, κι όταν η άκρη της γλώσσας σου ξεπρόβαλλε δειλά για να το γλείψει, η ανάμνησή της στο στόμα μου ήταν το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ.

Την είχα πατήσει με την πάρτη σου. Χοντρά.

Το ελεύθερό μου χέρι βρήκε το δικό σου κι έμπλεξα μαζί τα δάκτυλά μας. Ποτέ πριν ένα άγγιγμα δεν ξυπνούσε τόσα πολλά, και καθώς έφερα το χέρι σου στο πρόσωπό μου για να αφήσω εκεί ένα φιλί, εσύ ακούμπησες στον ώμο μου το σαγόνι σου. Όταν σε κοίταξα με παρακολουθούσες.

Χαμογέλασα και χαμήλωσα το χέρι σου, χωρίς όμως να το αφήνω. Το κάλυψα με τα δυο δικά μου, τρίβοντας το απαλά. «Παγωμένο είναι ακόμα.»

«Πάντα κρύα χέρια έχω.»

«Όνομα και πράγμα.»

Σε ένιωσα να μαζεύεσαι πιο κοντά μου, σαν να κουρνιάζεις πλάι μου.

«Άρα…» είπα μετά από λίγο σαν το καλοσκέφτηκα. «Δεν έφταιγα εγώ πριν.»

Δε μίλησες.

Να το. Σε 'πιασα. «Όταν είπες ότι εγώ έφταιγα που σε κρατούσα στο κρύο, λέω.»

«Δεν είπα ότι φταις εσύ.»

«Αυτό είπες.»

«Όχι επί λέξει.»

«Τώρα τις κουμπάρες θα παίζουμε;»

«Ναι.»

Χόρευαν με το γέλιο τα μάτια σου, καταγάλανα και γεμάτα τώρα. Ένας απέραντος ωκεανός που έλαμπε στο ημίφως, τόσο μαγευτικός που δεν ήθελα ποτέ να κοιτάξω μακριά του. Αν με άφηνες, μόνο εδώ ήθελα να μείνω. Να μας κρατήσω έτσι ακίνητους σαν καμωμένους από γυαλί, κι ο χρόνος να περνά κι εμείς να αψηφάμε κάθε νόμο του.

Έσπασες το απέραντο όταν έγειρες κοντά μου. Το στόμα σου ήταν ανοιχτό κι άνοιξα και το δικό μου για να το συναντήσω. Πρώτα ένιωσα τις βλεφαρίδες σου να μου χαϊδεύουν το μάγουλο σαν έκλεισες τα μάτια σου, και μετά συναντηθήκαμε - φωτιά και πάγος – κι όταν ένιωσα τη γλώσσα σου να με εξερευνά χίλιες εκρήξεις ξέσπασαν μέσα μου.

«Μμμ…» έκανα και το χέρι σου που κρατούσα σαν να ζωντάνεψε, ένιωσα τα νύχια σου να γδέρνουν απαλά την παλάμη μου κι ο σφυγμός μου εκτοξεύθηκε.

Έμεινα ακίνητος γιατί ο αυτοέλεγχος ποτέ δεν ήταν το ατού μου, και δεν ήθελα να κάνω κάτι που δεν έπρεπε. Τότε εσύ αναστέναξες στο στόμα μου. Και σαν κατάπια την ανάσα σου λαίμαργα, το χέρι σου γλίστρησε από τα δικά μου και βρήκε το μπούτι μου.

Ήταν η πρώτη φορά που έσπαγα εγώ το φιλί μας. Όχι ότι απομακρύνθηκα και πολύ, με κάθε λέξη τα χείλια μου χάιδευαν τα δικά σου. «Δρόσω.»

«Ναι», με χάιδεψες κι εσύ.

«Θες να…»

«Τι;»

Χίλια ρίγη διέσχισαν τη ραχοκοκαλιά μου. Η φωνή σου ήταν ένας ψίθυρος, λαξεμένη από βελούδο.

Να σε γυρίσω σπίτι, αυτό ήθελα να σε ρωτήσω. Αν τελικά ήθελες να σε γυρίσω σπίτι, αλλά τα λόγια στάθηκαν στο λαιμό μου και εσύ περίμενες, και άνοιξες τα μάτια και είδα μέσα τους τον κόσμο όλο ξανά, και πώς να σε ρωτήσω; Πώς να στο θυμίσω;

Μια μάχη ξέσπασε μέσα μου ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει. Κι εσύ έμεινες εκεί, ένα άπιαστο όνειρο που κάπως έπιασα, ένα αστέρι στα χέρια μου που με δέος κρατούσα, και πώς να σου το πω;

Αλλά τα όνειρα αν τα φυλακίσεις μαραίνονται, και τ' άστρα άτσαλα αν τα πιάσεις σβήνουν.

Και τη μια μικρή στιγμή που κατάφερα να καθαρίσω έστω λίγο το μυαλό μου που είχε μεθύσει στη παρουσία σου, δεν μπόρεσα να μη σε ρωτήσω, τουλάχιστον το πιο βασικό. Αυτό που με έτρωγε, που πάσχιζα να καταλάβω. Αυτό που δεν ήξερα.

«Τι θέλεις;»

Ξέπνοα σε ρώτησα, όμως η ερώτηση πλανήθηκε απόλυτη ανάμεσά μας. Αλλά εσύ… εσύ δεν αντέδρασες. Τίποτα δεν άλλαξε στην έκφραση σου, λες και γλίστρησε και σε προσπέρασε. Λες και δε σε αφορούσε. Λες και δε ρωτούσα εσένα, δεν είχα παγώσει περιμένοντας την απάντησή σου, δεν κρεμόμουν από τα χείλη σου.

Δε σκέφτηκες. Δεν απάντησες. Μόνο πήρες το ποτήρι από το χέρι μου και σηκώθηκες. Περπάτησες αργά ως το κομοδίνο και το άφησες κάτω, και μαζί άφησες και το δικό σου. Και μετά έσκυψες και έσβησες τα κεριά που ήταν εκεί.

Η αποθήκη τυλίχτηκε στο σκοτάδι. Υπήρχαν μερικά κεριά ακόμα στην άλλη άκρη του δωματίου, όμως ήταν αρκετά μακριά για να βλέπω μόνο τη σκιά σου τώρα. Σε είδα να κάνεις κάτι όπως στεκόσουν στο σκοτάδι, και πριν προλάβω να σε ρωτήσω τι, στάθηκες ανάμεσα στα ανοιχτά μου πόδια και κόλλησες το σώμα σου πάνω μου. Τα χέρια μου πήγαν αυτόματα στη πλάτη σου, κι ακούμπησαν δέρμα.

Έβγαλες τη μπλούζα σου.

Μια ανάσα βγήκε κοφτή από το στόμα μου, και πριν μπορέσω να αντιδράσω είχες πιάσει το πρόσωπό μου στα χέρια σου και πίεζες τα χείλη σου στα δικά μου. Με φίλησες πυρετωδώς, και μου πήρε μια στιγμή να ανταποκριθώ με την ίδια ένταση μέσα στο ξάφνιασμα μου. Όμως σύντομα τα χείλη μου άρχισαν να διεκδικούν το χαμένο χρόνο, να κλείνουν τα δικά σου μέσα τους σαν ομήρους με μια ξαφνική κτητικότητα. Σου άρεσε αυτό, τα δάκτυλά σου μπλέχτηκαν στα μαλλιά μου και με τράβηξες κοντά. Έσκυβες γιατί ήσουν όρθια ενώ εγώ καθιστός, και όταν ασυναίσθητα τα χέρια μου στην πλάτη σου άρχισαν να εξερευνούν το δέρμα σου, εσύ πήρες τα χείλη σου μακριά μου και τεντώθηκες.

Και βρέθηκα με το πρόσωπο ακριβώς μπροστά στο στέρνο σου.

Έσκυψα και άφησα εκεί ένα φιλί, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Και με την ίδια ευκολία γλίστρησα πιο κάτω, στο κενό ανάμεσα στα στήθη σου. Τα χέρια μου - που το είχα βρει τόσο σκανδαλώδες πριν να χαϊδεύουν τα πλευρά σου- τώρα έπαιρναν μόνα τους πρωτοβουλίες. Το ένα σε πίεζε κοντά μου, ενώ το άλλο ήρθε μπροστά και κοντοστάθηκε κάτω από το στήθος σου.

Δοκιμαστικά, έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι κι άφησα στο πιο απαλό σου δέρμα ένα μικρό φιλί. Φούσκωσε κάτω μου ο θώρακάς σου σαν άρχισες να παίρνεις μια βαθιά ανάσα, κι όταν δεν αντέδρασες αλλιώς άνοιξα το στόμα μου και φίλησα το στήθος σου κανονικά, κάνοντας στην άκρη το μαύρο ύφασμα που το κάλυπτε με το χέρι που πριν δίστασε.

Όταν άφησες την ανάσα να βγει, εκείνη έτρεμε.

Χείλη, γλώσσα, δέρμα, όλα έγιναν ένα, κι όταν καταλάθος – ή ίσως επίτηδες- τα δόντια μου πέρασαν ξυστά από τη θηλή σου εσύ τραντάχτηκες ολόκληρη. Γράπωσες τα μαλλιά μου δυνατά κι έσκυψες κοντά, μέχρι που σε ένιωσα να αναπνέεις άρρυθμα πάνω στο κεφάλι μου. Κι όσο σε φιλούσα δεν έβγαλες άχνα. Όμως τα δάκτυλα σου μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν στα μαλλιά μου σαν να μην ήξερες τι να τα κάνεις.

Και τότε τα άφησες απότομα κι έκανες πίσω για να πιάσεις το γιακά μου. Μόνο που δεν κλαψούρισα που έπρεπε να σε αποχωριστώ. Σαν άρχισες να λύνεις τη γραβάτα μου με γρήγορες κινήσεις αναθεμάτισα την ώρα και τη στιγμή που έσβησες το φως και τώρα δε μπορούσα να σε δω καλά. Αλλά σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, μόλις σε άφησα το ύφασμα από το μεσοφόρι σου γλίστρησε και σε κάλυψε πάλι, λες και μου κρυβόσουν επίτηδες.

Τότε κατάφερες να λύσεις τη γραβάτα, την πέταξες κάτω γρήγορα κι άρχισες να μου ξεκουμπώνεις το πουκάμισο. Κι εγώ ξανά ξεκίνησα να σε βοηθάω, και μόλις το καταφέραμε κι αυτό και το πέταξα από τους ώμους μου εσύ έγειρες μπροστά κι άρχισες να φιλάς τον λαιμό μου.

Σχεδόν ένιωσα τη ψυχή να φεύγει από το σώμα μου, δε σου κάνω πλάκα. Σαν άνοιξες το στόμα σου πάνω στο δέρμα μου, το ίχνος της καυτής σου γλώσσας μου έκλεψε την ανάσα. Δεν ήξερα που να κοιτάξω, τόσο υπέροχα ένιωθα. Και μόλις άρχισαν τα χέρια σου να εξερευνούν το στέρνο μου και να κατεβαίνουν όλο και πιο χαμηλά, ένας Θεός ήξερε τι ήχοι έβγαιναν απ' το στόμα μου. Σίγουρα εγώ δεν είχα καμία επίγνωση για οτιδήποτε μέχρι που έφτασες στο παντελόνι μου κι άρχισες να μου ξεκουμπώνεις τη ζώνη και ξαφνικά με χτύπησε.

Αυτό συνέβαινε στα αλήθεια.

Συνέβαινε στα αλήθεια και προχωρούσε και πολύ γρήγορα, κι αλίμονο αν είχα καταλάβει πότε προλάβαμε να φτάσουμε εδώ, τα μάτια μου είχα κλείσει και τώρα μου άνοιγες το φερμουάρ. Κι αν τολμούσα να συνειδητοποιήσω ότι σε είχα ημίγυμνη μπροστά μου ή που ακριβώς τα χέρια σου βρίσκονταν αυτή τη στιγμή θα…

Τράβηξες προς τα κάτω το παντελόνι μου, σαν να μου λες να το βγάλω, και άρχισες να ξεκουμπώνεις τη φούστα σου.

Ω Θεέ μου, έβγαζες τη φούστα σου.

Σαν υπνωτισμένος έκανα όπως είπες, χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σου. Έμεινες με εκείνο το μαύρο μεσοφόρι που ήταν τόσο πιο κοντό απ' ό,τι το είχα φανταστεί, και μόλις η φούστα σου βρέθηκε στο έδαφος πετάχτηκα πάνω, εσύ έδωσες ένα σάλτο σαν να το ήξερες, και κάπως βρέθηκα να σε κρατάω στα χέρια μου με τα πόδια σου τυλιγμένα γύρω μου.

Μια ξέπνοη ανάσα ξέφυγε κι από τους δυο μας σαν συγκρουστήκαμε, σώμα με σώμα. Και ξάφνου σε ένιωθα παντού, πιο απόλυτα από ό,τι είχα ποτέ. Τα χέρια μου βρίσκονταν στους γλουτούς σου και από εκεί σε κρατούσα πάνω μου, ένιωσα τις φτέρνες σου να πιέζουν τη πλάτη μου σαν όρμησες ξανά στα χείλια μου. Πήρες το κάτω μέσα στο στόμα σου και ρούφηξες αργά. Γύρισαν τα μάτια μου μέσα στο κεφάλι μου με αυτό και τα χέρια μου σε ζούλιξαν αυτόματα.

Έβγαλες ένα ξεφωνητό και με δάγκωσες.

Δεν ξέρω ποιος απ' τους δυο άρχισε να γελάει πρώτος, αλλά αν με ρωτήσουν θα πω πως ήσουν εσύ.

Φιλιόμασταν και μοιραζόμασταν τα χάχανα μας καθώς σε έτριψα απαλά σαν να σου ζητάω συγνώμη, και η γλώσσα σου έδωσε λίγη παραπάνω προσοχή στο χείλι μου, σαν να κάνεις το ίδιο. Μετά μας γύρισα ανάποδα χωρίς να σπάσω το φιλί για να μας ξαπλώσω στο κρεβάτι.

Και τότε θυμήθηκα, την τελευταία δυνατή στιγμή. Έκοψα την πτώση μας με το ένα χέρι στο στρώμα και με το άλλο να σε κρατάει για να μην ακουμπήσεις. Ίσα που σε πρόλαβα. Μείναμε έτσι, εγώ γερμένος πάνω σου να προσπαθώ να μας στηρίξω, κι εσύ γαντζωμένη σε μένα με την πλάτη σου δέκα εκατοστά από το στρώμα.

«Τι;» Με κοίταξες παραξενεμένη.

«Τα τριαντάφυλλα», είπα γρήγορα. Γύρισες και τα είδες. Τα σεντόνια ήταν γεμάτα με δαύτα, τα είχα απλώσει σε όλο το κρεβάτι.

«Ολόκληρο κήπο μάδησες;» γέλασες αμήχανα ενώ εγώ ξεφύσηξα, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχα ελεύθερο χέρι να τα κάνω στην άκρη. Ανέλαβες δράση όμως εσύ. Άρχισες να τα πιάνεις και να τα πετάς όσο εγώ σε κρατούσα. Μα όταν τεντώθηκες να πιάσεις το τελευταίο έβγαλες ένα μικρό σύριγμα και σου έπεσε από το χέρι.

Έπιασες το δάκτυλό σου.

Μου ξέφυγε μια βρισιά και έγειρα να δω.

«Καλά είμαι», είπες γρήγορα και δε με άφησες.

Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση. Σε ακούμπησα στο μαξιλάρι αργά αλλά συνέχισα να στηρίζομαι στο χέρι μου μη σε πλακώσω. «Άσε με να δω», μουρμούρισα και προσεκτικά -τόσο προσεκτικά- έπιασα με το ελεύθερο μου χέρι το δικό σου.

Η αναπνοή σου σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Σήκωσα το βλέμμα μου ανήσυχος για να ελέγξω αν κάπως σε πλήγωσα, παρόλο που μόλις που σε είχα αγγίξει. Μα εσύ δεν με κοίταζες. Τα χέρια μας κοίταζες. Δάγκωσες τα χείλη σου και ξαφνικά το ήξερα ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα με κατέκλυζε η σκέψη να έρθω εκεί και να δαγκώσω ο ίδιος, όμως τώρα…

Σου άνοιξα τα δάκτυλα απαλά, αγγίζοντας το δέρμα σου όπως θα άγγιζα μια φούσκα, που λαμπύριζε κάτω από τον ήλιο, για να μη σκάσει. Μια στάλα από κόκκινο είχε πασαλείψει τον δείκτη σου κι εγώ τη σκούπισα. Έτρεμαν τα δάκτυλα μου σαν ακούμπησαν πάνω στη πληγή σου. Το ξέρω ότι μπορούσες να τα δεις.

«Μια γρατζουνιά είναι», είπες απαλά. Ίσα που ακούστηκε η φωνή σου.

Αλλά σαν ένας κόμπος να είχε σταθεί στο λαιμό μου. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να φέρω το δάκτυλό σου στα χείλη μου.

Δεν ξέρω αν μπορούσες να το πεις φιλί. Σε κράτησα κοντά μου περισσότερο από ό,τι θα θεωρούνταν φυσιολογικό. Δεν υπήρχε κάποια κίνηση ή κάποιος ήχος, απλώς για λίγο έκλεισα τα μάτια και ένιωσα.

Ένιωσα το μυρμήγκιασμα στα χείλη μου σαν άγγιζαν το μαλακό σου δέρμα. Το βλέμμα σου να με χαϊδεύει απαλά. Την καρδιά μου σαν άρχισε να τρέχει όλο και πιο γρήγορα μέσα στο θώρακά μου. Πόσο δυνατά χτυπούσε ξαφνικά. Άραγε, τώρα που το στήθος σου ήταν κολλημένο στο δικό μου, να την άκουγες κι εσύ;

Άκου.

Σήκωσα το κεφάλι για να συναντήσω ξανά το βλέμμα σου, με αυτή τη λεξούλα καρφωμένη στο μυαλό μου. Μια μακρινή ηχώ, μιλημένη με τη δική μου τη φωνή. Ήταν τόσο σιγανή, τόσο ήσυχη που εύκολα την έχανες.

Πείσμωσα όμως. Πείσμωσα κι έσκυψα κοντά σου.

Ακούμπησα το χέρι μου στο πρόσωπό σου και να, το νιώθεις; Χίλιες φωτιές ξέσπασαν μόλις συναντηθήκαμε. Στα ακροδάχτυλα μου πρώτα, μέχρι που ταξίδεψαν στις φλέβες μου και απλώθηκαν παντού, σε κάθε κύτταρο, κάθε άκρη του κορμιού μου. Το είδες; Με βλέπεις που φλέγομαι;

Έσπρωξα εκείνη την ατίθασή σου τούφα πίσω από το αυτί σου όπως είχες κάνει εσύ νωρίτερα, πλησίασα τόσο κοντά σου που ένιωθα στο πρόσωπό μου τη ζέστη από τα ροδοκόκκινά σου μάγουλα. Πόσο υπέροχα μπλέκονταν οι ανάσες μας, έτσι καυτές όπως έβγαιναν στον κρύο αέρα. Σαν να είχαμε φτιαχτεί για να ανασαίνουμε μαζί δεν ήταν; Χαμήλωσα το βλέμμα, τόσο γεμάτος από αυτό το αίσθημα του ανήκω που κοκκίνισα κι εγώ, τη ντράπηκα αυτήν την αγαλλίαση. Σαν φίλησα πεταχτά τη μύτη σου για πρώτη φορά, δεν το ένιωσες κι εσύ μέσα σου ότι δε θα είναι η τελευταία;

Δεν ξέρω γιατί το έκανα, αλλά έγειρα λίγο μακριά σου κι όπως κρατούσα το χέρι σου το έφερα να ακουμπήσει το γυμνό μου στήθος. Σκίρτησε η καρδιά μου κάτω από το άγγιγμα σου.

Την ακούς;

Άκουσε την πως χτυπάει. Για σένα είναι. Το όνομά σου λέει, τ' ακούς που το φωνάζει; Άκου…

Μπερδεμένα με κοιτούσες εσύ. Σαστισμένα. Σαν να μην είχαμε περάσει όλο το βράδυ μαζί και τώρα να με έβλεπες για πρώτη σου φορά. Είχες σμίξει τα φρύδια σου με εκείνον τον τρόπο το δικό σου… Δε θυμόμουν που τον είχα ξαναδεί, αλλά έτσι όπως παρακολουθούσα τα βλέφαρά σου να ανοιγοκλείνουν αργά, ξάφνου το θυμήθηκα. Χτες το βράδυ στο παγκάκι, το ίδιο βλέμμα είχες ακριβώς τη στιγμή που σε πλησίαζα για πρώτη φορά. Πριν βρω ό,τι έψαχνα και αλλάξουν οι πλανήτες θέση, είχε υπάρξει εκείνη η μικρή στιγμή του δισταγμού, όταν τα χείλη μου μυρμήγκιαζαν από την προσμονή, κι εσύ αποφάσιζες αν θα με αφήσεις.

Και τότε, όπως και τώρα, χαμήλωσες το βλέμμα με τα φρύδια σου σμιγμένα. Και όταν με ξανακοίταξες, την είχες πάρει την απόφασή σου.

Σήκωσες το χέρι, σιγανά, και ακούμπησες το πρόσωπό μου.

Απλώς το ακούμπησες. Αργά, διστακτικά. Σαν να δοκίμαζες κάτι. Είχες εκείνην την αθώα συστολή της πρώτης φοράς, μου θύμισες παιδί που αγγίζει ένα παγοκρύσταλλο. Το χάδι σου ήταν ένα πούπουλο που ερέθισε το δέρμα μου, πιο ελαφρύ απ' το αγέρι. Έμεινα εκεί καρτερικά και περίμενα, κι ας είχα ανατριχιάσει ολόκληρος.

Βροχή, αέρας, πληγές· ήταν μονάχα πληροφορίες στο δέρμα μου, δεν τις ένιωθα. Τίποτα δεν πάθαινα εγώ. Ό,τι μηχανισμοί υπήρχαν μέσα μου είχαν κλειδώσει εδώ και αρκετό καιρό, αφήνοντας πίσω τους μόνο σκουριά.

Τώρα έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στο χάδι σου.

Σε αυτό το πρώτο χάδι σου, που απευθείας ήξερα πως ήταν το πιο τρυφερό άγγιγμα της ζωής μου.

Την ίδια στιγμή, χίλιοι δορυφόροι απλωμένοι στο κορμί μου ανακάλυψαν σημάδια ζωής. Κι είχα ξεχάσει πόση ανάγκη είχα να νιώσω ξανά.

Σαν τα άλλα δάκτυλα σου έμειναν στο μάγουλό μου, ο αντίχειράς σου γλίστρησε στα χείλη μου. Μόνο τότε τόλμησα να σαλέψω, ίσα-ίσα για να τον φιλήσω. Και για πρώτη φορά απόψε, δε φάνηκες ούτε να ξαφνιάζεσαι ούτε να απορείς.

Φάνηκες να το περιμένεις.