Ξέρεις τι είπα στη Λενιώ όταν ήρθε στην Τρούμπα να με βρει;

Με ρώτησε για τον Τάκη, στο ίδιο παγκάκι που λίγες μέρες πριν καθόμουνα μαζί σου - λίγες μέρες μέσα στις οποίες πίστεψα σε χίλια όνειρα και κάθε ένα από αυτά, τι πρωτόγνωρο, μου γλίστρησε από τα χέρια. Με ρώτησε αν μ' αγαπούσε ο Τάκης, και είπα ναι. Με ρώτησε αν τον αγαπούσα εγώ, και τότε ανασήκωσα τους ώμους, και ξέρεις τι της είπα;

Εγώ έχω αδειάσει.

Έχω τελειώσει με τους έρωτες, αυτό της είπα. Αλλά που να το ξέρεις, σε σένα δεν το είπα ποτέ. Το είπα στην Ελένη και δεν το είπα σε σένα, και τώρα αναθεμάτιζα την ώρα και τη στιγμή γιατί ιδέα δεν είχα τι συνέβαινε απόψε, και συγκεκριμένα τι νόμιζες εσύ ότι συνέβαινε απόψε.

Όχι ότι είχα καμία ιδέα για το τι σκεφτόσουν γενικά.

Δε σε ρώτησα και ποτέ. Ούτε με ένοιαξε. Καθόλου δε με ένοιαξε, ούτε τι σκεφτόσουν για μένα ούτε τι ένιωθες. Καλά αυτό το τελευταίο να μην το έπιανα καλύτερα, άστο να πάει στο καλό. Ξέρεις τι ήθελα από σένα; Να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, μόνο αυτό ήθελα όταν γύρισα στο χωρίο. Και να μείνεις έξω από τα πόδια μου, αν και οι συναντήσεις ήταν εδώ που τα λέμε αναπόφευκτες.

Δεν ήταν προσωπικό.

Όχι, αυτό ήταν ψέμα, προσωπικό ήταν.

Γιατί δεν ήταν μόνο το μυστικό μου κι ότι μου το πετούσες στη μούρη κάθε φορά που σε κοίταζα, λες και φώναζες Ξέρω, ξέρω. Ήταν κι άλλα. Πολλά άλλα, όμως το σημαντικότερο ήταν ότι με μπέρδευες. Ξέρεις, η Τρούμπα πάντα ήταν για μένα ένα μέρος όπου το σωστό και το λάθος μπλέκονταν διαρκώς μεταξύ τους σαν κουβάρι, και δεν είχε νόημα να προσπαθήσεις να τα ξεχωρίσεις, μάταιοι ήταν οι κόποι σου. Είχε και τα καλά του αυτό, κουβαλούσες τα λάθη σου και κανείς δε σε σταύρωνε για αυτά, κανείς δε σε έδειχνε με το δάκτυλο. Αλλά αντίθετα το Διαφάνι ήταν πάντοτε απόλυτο. Άσπρο και μαύρο, ούτε μια απόχρωση ανάμεσά τους. Και ενώ στο Διαφάνι πάντα ήξερα σε ποιο από τα δύο άνηκες εσύ και η οικογένειά σου, ξάφνου σε βλέπω στην Αθήνα και δε σε αναγνωρίζω. Είσαι πασαλειμμένος με χίλιους διαφορετικούς τόνους· σοκ στα μάτια σου, θλίψη, κατανόηση. Και κάθε που σ' έπιανα να με κοιτάς και απέστρεφες το βλέμμα μπλέκονταν και τα τρία μαζί και…

Με μπέρδευες.

Από τη πρώτη στιγμή που σε είδα στη Χαβάη. Για να με ηρεμήσω σκεφτόμουν ότι δεν είχε σημασία που με βρήκες – εσύ ήσουν. Κάθισα μαζί σου ελπίζοντας ότι θα με χαϊδολογούσες, θα με κερνούσες μια ξεθυμασμένη σαμπάνια και θα πήγαινες το δρόμο σου μετά. Με λίγη τύχη μέχρι το πρωί θα με είχες ξεχάσει, ούτε γάτα ούτε ζημιά λοιπόν. Δε θα μιλούσες γιατί δε θα σε ένοιαζε. Κι εγώ θα συνέχιζα τη ζωή μου.

Έτσι υποτίθεται ότι θα γινόταν.

Μου τα χάλασες όταν άρχισες να ρωτάς. Τι κάνω εδώ, τι ξέρουν οι αδερφές μου. Γιατί ρωτούσες, ανάθεμά σε; Κάλλιο να άπλωνες τα χέρια σου και να με πασπάτευες παρά να ζούσα πάλι την ίδια ιστορία. Ο άντρας ο σωτήρας, που ψοφούσε για πονεμένες ιστορίες και το 'βαζε στόχο να σώσει την κακομοίρα την ομορφούλα. Αυτό ήταν το βίτσιο σου κι εσένα λοιπόν. Και δε σου φαινότανε βρε Κωνσταντή, Σεβαστός πράγμα.

Συνέχισες να μου κολλάς. Είχα και τον Φίλιππο πρόσφατο βλέπεις, άλλο παλικάρι της φάρας σου κι αυτός. Τελικά έχετε πολλή φαντασία εσείς, σας το δίνω αυτό. Και τι δε μου είπατε και οι δυο, τι χρυσές καρδιές είχατε που μόλις με είδαν να με φροντίσουν και να με προστατέψουν ήθελαν. Για μένα. Γιατί το άξιζα. Αχ και δεν το ήξερα κιόλας πως το άξιζα, πόσο θλιβερό. Θα μου το μαθαίνατε εσείς όμως. Θα μου λέγατε κάθε μέρα πόσο όμορφη είμαι μέχρι να το πιστέψω. Θα μου δίνατε τον κόσμο όλο, μόνο αν σας άφηνα.

Πόσες βλακείες λέει ένας άντρας για να ρίξει μια γυναίκα στο κρεβάτι.

Εσύ ατύχησες, σταμάτησα και τη βίζιτα. Λίγο πιο νωρίς να είχες έρθει…

Σχεδόν στο είχα πει όταν ήρθες να με βρεις στο καμαρίνι, έτσι για να κόψω αντίδραση. Δεν το θεώρησα σκληρό, νόμιζα θα σε άναβε. Ήξερα ότι είχες προσέξει πόσο λίγα φορούσα μέσα από το κιμονό, δε θα ήθελες και πολύ για να αστράψουν τα μάτια σου. Θα σε διαολόστελνα κι εγώ όταν μου ορμούσες και έπεφτε το προσωπείο σου – που μου πουλούσες νοιάξιμο λες και είμαι κανένα άβγαλτο κορίτσι. Και μετά εσύ θα έπαιρνες ανάποδες, θα μου πετούσες κάτι περί πουτανιάς, και δε θα ξαναγύριζες. Κι εμένα δε θα με ένοιαζε, γιατί ποτέ δε θα σε είχα πιστέψει εξ αρχής.

Έτσι έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να στο έχω πει τότε, αλλά δεν στο είπα γιατί είμαι ηλίθια. Γιατί μια ζωή πετάω στα σύννεφα και μετά γκρεμοτσακίζομαι, και μάλλον αυτό μου αρέσει τελικά. Ίσως αυτό να είναι το δικό μου βίτσιο, γι' αυτό όλο να λέω πως κουράστηκα και όλο να το ξανακάνω. Κουράστηκα να πιστεύω σε ανθρώπους, κουράστηκα να ελπίζω, αλλά και πάλι όταν σε εκείνο το καμαρίνι είχα τις λέξεις στο στόμα μου, εκατό για ένα βράδυ… τις κατάπια. Γιατί έτσι όπως με κοιτούσες με τα μάτια σου να φλέγονται λες και είχες βυθιστεί στην απόγνωση, με έκανες να πιστέψω ότι δε θα σε έφτιαχνε αυτό αλλά θα σε πλήγωνε. Και μετά κατάλαβα ότι δεν ήθελα να σε πληγώσω.

Το βλέπεις; Δεν ήθελα να σε πληγώσω. Πίστεψα ότι μπορούσα, αυτόματα σχεδόν. Τόσες κατρακύλες, τόσες σπρωξιές, τόσα αρρωστημένα παιχνίδια έξι χρόνια τώρα, κι ακόμα κάπου μέσα μου πίστευα στους ανθρώπους. Σε σένα. Τώρα το καταλαβαίνω αυτό, φυσικά. Τότε απλώς όλα άρχισαν να μου φταίνε και δεν ήξερα γιατί. Και κάθε φορά που σ' αντίκριζα πάλι από την αρχή γίνονταν οι σκέψεις μου κουβάρι. Μια που τις πέντε ώρες Διαφάνι-Αθήνα τις έκανες αβίαστα. Μια που καθόσουν μόνος σου στο απέναντι τραπέζι όσο ο πελάτης με γλυκοκοίταζε, και κάθε που συναντούσα το βλέμμα σου ένιωθα λες… λες και με χτυπούσε κεραυνός. Να μου μιλάς για το χωρίο, για τις αδερφές μου, για τον μικρό που μεγάλωνε. Μου είπε ο Τάκης ότι τον έπιασες και του είπες… τι του είπες; Τι ήθελες πια από μένα και με στριφογύριζες χωρίς να κάνεις κάποια κίνηση; Κάποτε ήταν ξεκάθαρα τα πράγματα μεταξύ μας, με ξεμονάχιαζες και πίστεψέ με ήξερα τι ήθελες και καρφί δε μου καιγόταν, να ξεχαστώ ήθελα κι εγώ. Ήσουν ο περισπασμός μου κι εγώ το νέο σου παιχνίδι, και ήταν ξεκάθαρο. Γιατί το έκανες τόσο δύσκολο τώρα; Γιατί έτρεχες μόλις μάθαινες για την Ελένη – την πουτάνα τη φόνισσα την αδερφή μου, θυμάσαι Κωνσταντή; - να μου πεις μέσα στη χαρά ότι αποφυλακίστηκε; Γιατί μόλις έμαθες για το παιδί έκανες σα να γκρεμίστηκε ο κόσμος σου, γιατί μου πρόσφερες την αγκαλιά σου γαμώτο;

Την αγκαλιά σου.

Έχεις ιδέα πόσα χρόνια είχα να κλάψω στα χέρια κάποιου; Να με κρατάει κοντά του και να πνίγω τους λυγμούς μου στο στήθος του να μην τους ακούω. Πόσο τους είχα σιχαθεί να αντηχούν στους άδειους τοίχους, να γίνονται τεράστιοι και άσχημοι, να με καταπίνουν…

«Ξύπνα», μου είπες. «Πώς φταις μόνο εσύ; Ξύπνα.»

Έδωσες μία και με έκανες κομμάτια, αλλά με τον χειρότερο τρόπο που μπορούσες – εκείνον που θα με άγγιζε. Τον μόνο που είχε μείνει. Όσο καλά κι αν τον κλείδωσα εσύ βρήκες το κλειδί και άνοιξες την πόρτα. Όταν έκρυβα τα πάντα, όταν σε χτυπούσα αλύπητα ξανά και ξανά μη με πλησιάσεις, πώς κατάφερες να με ξεκλειδώσεις;

Δεν τόλμησα να σε αντικρίσω σαν γύρισα στο χωριό. Σε πέτυχα μια μέρα και κρύφτηκα να μη με δεις, λες και ήμουν… δεν ξέρω κι εγώ τι ήμουν. Νευρίαζα που είχες τέτοια επιρροή πάνω μου, νευρίαζα που σε σκεφτόμουν. Που μέσα στα δάκρυα κοίταζα το βράδυ τη φωτογραφία του μικρού και ένα μικρό δειλό κομμάτι στο πίσω μέρος του μυαλού μου ευχαριστούσε εσένα.

Με έτρωγε που ποτέ δε σου είπα ευχαριστώ, αλλά πιο πολύ με έτρωγε το γιατί δεν το έκανα. Το ένιωθα, το ήθελα. Φαινόμουν αχάριστη αλλά στο υπόσχομαι δεν ήμουν, αν ήσουν οποιοσδήποτε άλλος… αν μπορούσα να σε πιάσω σε μια γωνία σαν την αδερφή μου και να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου δείξω πόσο καλύτερα ήμουν ήδη. Πόσα πράγματα είχα νιώσει μόλις πάτησα στο σπίτι μου. Πώς είχα χαμογελάσει στη στάμνα λες και ήμασταν κολλητές από το σχολείο, πώς ήδη μερικές φορές στεκόμουν στο πλατύσκαλο κι έπαιρνα μιαν ανάσα και έλεγα, αναπνέω. Να το. Φουσκώνουν τα πνευμόνια μου με αέρα, γεμίζει ο θώρακάς μου.

Γεμίζω.

Δεν ήξερα ότι μπορούσα. Έξι χρόνια ήμουν κενή, το είχα συνηθίσει. Είχα ξεχάσει πώς είναι να υπάρχεις, μου προκαλούσε αμηχανία. Δεν ήξερα τι να το κάνω, πώς να το διαχειριστώ. Μάθαινα να αναπνέω από την αρχή σα βρέφος που με ορθάνοιχτα τα μάτια παίρνει τις πρώτες του κοφτές ανάσες.

Θυμόμουν τον γιό μου, έτσι. Κολλημένο πάνω στο στήθος μου μέσα στα αίματα με κάτι τεράστια μαύρα μάτια. Κατακόκκινο και μικροσκοπικό, να ζεματάει σαν τον κρατούσα. Είχε ακουμπήσει το χέρι του στον λαιμό μου και κοίταζε αυτόν τον τεράστιο κόσμο και δεν ήξερε τι να τον κάνει. Πώς να υπάρξει μέσα του.

Έτσι ένιωθα κι εγώ.

Έτσι ένιωθε και η Ελένη. Ήταν εγωιστικό να αναζητήσω σε αυτήν τα χέρια που χρειαζόμουν να με κρατήσουν.

Τα επόμενα χέρια που μου έρχονταν στο νου ήταν τα δικά σου.

Τα δικά σου χέρια ήθελα να με κρατήσουν, ήταν αστείο. Τα ίδια που κάποτε φώναζα να σταματήσουν μα γραπώνονταν πάνω μου με ένα «Θα σ' αρέσει». Και τώρα λίγα δευτερόλεπτα με αγκάλιασες στο ψωροδιαμέρισμα που ποτέ δεν κάλεσα σπίτι κι είχαν καρφωθεί στο μυαλό μου πάνω από κάθε ανάμνηση παλιά. Και ήταν τόσο επίμονα, τόσο σπουδαία, που κόντεψαν να τις διαγράψουν. Να τις ξεχάσω. Σαν να ξαναέγραφα ένα δίσκο.

Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σε απέφευγα;

Είμαι επικίνδυνη για τον ίδιο μου τον εαυτό, μόνη μου βάζω τις τρικλοποδιές. Γλιστράει το κουστούμι μου με λίγη καλοσύνη, και ό,τι άμυνα είχα χτίσει τόσα χρόνια εκεί μέσα πάει. Χάνεται. Και μένω ανοιχτή, με τις πληγές να αναβλύζουν αίμα σαν να έγιναν χτες. Βλέπω τον μικρό και γονατίζω, ανήμπορη, διαλυμένη. Βλέπω την Ασημίνα και τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι, τα σκουπίζω και με μουτζουρώνουν. Βλέπω εσένα και…

Και πεισμώνω.

Και κλείνω.

Γιατί με σένα ακόμα μπορώ να κλείσω, μπορώ να κρατηθώ. Κι αν δε μπορώ με τους άλλους, θα κλείσω με σένα διπλά γιατί το χρειάζομαι. Ίσως το χρειάζομαι πιο πολύ από την αγκαλιά σου. Να σε σπρώχνω. Να σε ειρωνεύομαι. Να σε κάνω να με σιχαθείς για να νιώσω κάτι που θυμάμαι. Γιατί μέχρι και η Ασημίνα μόνο πόνο είχε στα μάτια της, λες και της έμπηξα ένα σουγιά στην κοιλιά και άφωνη απορούσε γιατί… Γιατί ξανά.

Χρειαζόμουν λίγο έλεγχο, κάτι γνώριμο να ξέρω πώς να αντιδράσω. Χαμογελούσα μπροστά στην Ελένη και έχτιζα τοίχους μπροστά στην Ασημίνα, και χρειαζόμουν ένα καταφύγιο να βγάλω όσα ένιωθα. Δεν σε εμπιστευόμουν, Κωνσταντή, κι ούτε θα το έκανα. Αλλά ήσουν κάποιος που μου το έκανε εύκολο να ξεσπάω πάνω του, κι αυτό το είχα ανάγκη.

Έτσι υποτίθεται ότι θα γινόταν.

Κι έτσι έγινε, στην αρχή. Όταν σε πέτυχα στη βρύση, εσύ κάρφωσες το βλέμμα πάνω μου και με είπες όμορφη. Και έτσι μαγικά γύρισα πίσω σε γνώριμα μονοπάτια. Όμορφη, όμορφη, όμορφη. Ομορφούλα, ομορφιά μου. Μάτια να τρέχουν πάνω μου, χέρια αχόρταγα. Τι όμορφη που είσαι… Πόσο όμορφη. Πόσο δεν σου πάει να τσαλαβουτάς στις λάσπες.

Το έκανες εύκολο. Μια λέξη και θόλωνα, και μετά ήταν εύκολο. Γελούσα, πετούσα μια ειρωνεία, και έκανα πως δεν έβλεπα τον πόνο μεσ' τα μάτια σου. Προσποιούμουν ότι ήταν θυμός, ή άλλες φορές έστω λαγνεία σκέτη να ξέρω πώς να σε χειριστώ. Έτσι πορευόμουν. Έτσι άντεχα.

Μέχρι που με φίλησες.

Και δεν ήταν το φιλί. Κι ας ήταν πιο γλυκό από ό,τι περίμενα, κι ας ξεχάστηκα για μια στιγμή στα χέρια σου και σταμάτησα να προσποιούμαι, φιλί ήταν. Δεν περίμενα πια θαύματα από ένα μικρό φιλί, πάνε εκείνοι οι καιροί, πάει εκείνο το κορίτσι. Αλλά χθες βράδυ… χθες βράδυ κάτι μου έκανες κι ας μη σε άφησα να το δεις.

Ανακουφίστηκα όταν με είπες όμορφη, γιατί με τα «μείνε, έστω λίγο» και τα «κρυώνεις;» και εκείνο το φλασκί να πηγαινοέρχεται ανάμεσά μας και γύρω μας μια ησυχία εκκωφαντική, είχα αρχίσει να ζορίζομαι. Πλησίαζες κοντά σε μονοπάτια που δεν ήθελα να βαδίσω με κανέναν, πόσο μάλλον μαζί σου.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» γέλασα και σου είπα, σαν να ήταν εύκολο.

«Λέω αυτό που νιώθω», είπες εσύ σχεδόν δειλά. «Τόσο κακό είναι;»

Ναι, είναι.

Αλλά δε θα έπρεπε να είναι, αυτό ήταν το θέμα. Δε θα έπρεπε να με νοιάζει. Να το έγραφα στα παλιά μου τα παπούτσια έπρεπε μαζί με του Φίλιππου και του κάθε Φίλιππου, όχι να το ακούω και να μου κόβεται το γέλιο.

Μου κόπηκε όμως.

Και όταν έκανες την κίνηση να με φιλήσεις, αντί να με αφήσεις να νιώσω ανακούφιση που επιτέλους ξεκαθάριζαν οι προθέσεις σου και μπαίναμε σε μονοπάτια που αναγνώριζα, εσύ ο – ο ξεροκέφαλος, ο εγωιστής, ο ανόητος πας και μου διστάζεις. Με κοιτάς στα μάτια καθώς σκύβεις – τόσο αργά Θεέ μου λες και θέλεις να με βασανίσεις – και τόσο έντονη είναι η ματιά σου που παρότι ξάφνου θέλω να τρέξω δεν έχω ιδέα πώς να κουνηθώ. Στέκομαι εκεί και εσύ μου δίνεις όλο τον χρόνο και δεν ξέρω τι να τον κάνω. Μου δίνεις τόσο χώρο και δεν τολμάω να σαλέψω. Με κοιτάς λες και ψάχνεις μέσα στα μάτια μου κάτι, μια αντίσταση, ένα όχι, κάτι. Και τρομάζω όταν δεν το βρίσκεις. Τρομάζω όταν σε βλέπω να ξανακοιτάς για να σιγουρευτείς μα πάλι δεν το βρίσκεις. Τρομάζω όταν συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχει. Κι όταν με ένα μόνο άγγιγμα κάτι σπάει μέσα μου δεν ξέρω πώς να το πιάσω, πώς να το συγκρατήσω, πώς να μη γίνω χίλια κομμάτια μέσα στα ηλίθια τα χέρια σου.

Τι είναι αυτό τώρα; Τι έκανες; Με ποιο δικαίωμα μου το έκανες εμένα αυτό το πράγμα; Φίλα με όσο θες αλλά όχι έτσι. Πιάσε με, άγγιξέ με, πήγαινέ με όπου θες και πάρε ό,τι θέλεις, να ξεχαστώ κι εγώ για μια στιγμή - αλλά όχι έτσι. Μη τρέμεις όταν με αγγίζεις, αν είναι δυνατόν. Δεν είμαι φτιαγμένη από γυαλί. Ήμουν παλιά μέχρι που έσπασα και τώρα κόβω ό,τι αγγίζω. Πρέπει να έχεις σκληρό πετσί για να το αντέξεις, γι' αυτό σε άφησα. Δεν μπορείς τώρα να σκύβεις και να το φιλάς. Δεν ήταν αυτή η συμφωνία.

Πες με όμορφη. Πες με όμορφη όπως πριν, σε παρακαλώ. Δώσε μου κάτι να γελάσω, κάτι να σε κάνω μικρό. Σταμάτα το όσο είναι καιρός. Πριν σε πιστέψω.

Μα εσύ δεν με άκουσες. Κι εγώ ξεχάστηκα. Απόψε μέσα στα χέρια σου για πρώτη φορά από τότε, με μια απαλή μουσική να παίζει στο φόντο, πήρα μιαν ανάσα λες και ξέχασα ότι ήσουν εκεί κι εισέπνευσα μόνο εσένα. Και για μια στιγμή το εύκολο δεν ήταν να σε χτυπώ. Ήταν να αφεθώ σε σένα. Και ξάφνου ένιωσα τόσο κουρασμένη από όλους και από όλα που κουράγιο δεν είχα να αντισταθώ σε τίποτα, ούτε καν σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνέβαινε εδώ απόψε. Άφησα την ανάσα να βγει και σε ένιωσα να με σφίγγεις κοντά σου. Και σύντομα ήταν πολύ αργά.

Τώρα ήταν πολύ αργά.

Τώρα που το σκοτάδι απλωνόταν απαλό ανάμεσά μας, που θύμιζε πιο πολύ σπίτι από ό,τι είχα νιώσει ποτέ στο δικό μου. Που χωρίς να χτυπάει η καρδιά μου άγγιξα το πρόσωπό σου και τότε αναστενάξαμε μαζί, την ίδια ακριβώς στιγμή, σαν να το είχαμε και οι δυο ανάγκη. Όταν έγειρες στο χάδι μου σαν να σου έδινα ζωή, σαν εγώ η άδεια να γέμιζα εσένα, πώς να σε αγνοήσω μου λες; Πώς να γελάσω; Το ίδιο βλέμμα είχαμε, κι όσα κουστούμια κι αν αλλάζαμε, όσα δέρματα κι αν σκίζαμε, εκεί θα έμενε εκείνο να αποζητά λίγη στοργή.

Ίδιοι ήμασταν. Και δεν το ξέραμε.

Σαν γυάλιζαν τα μάτια σου στο φως των κεριών, ήταν τόσο στοργικά που ήταν σκληρό. Ήταν σκληρό να παρακολουθώ ανήμπορη αυτό το κάτι να ανθίζει ανάμεσά μας σαν το πρώτο βλαστάρι που ξεπροβάλλει δειλά από το χώμα. Ήταν καινούργιο και ήταν τόσο τρυφερό - και τα έκανε όλα τόσο πιο έντονα. Πολύ πιο έντονα από ό,τι ήμουν προετοιμασμένη να αντέξω. Ίσως πιο έντονα από ό,τι τα είχα νιώσει ποτέ.

Δεν το περίμενα.

Πώς να το περιμένω;

Δεν ήσουν ο πρώτος που έπαιρνες τον χρόνο σου να με εξερευνήσεις, μα ήσουν ο πρώτος που με έκανε να το θέλω εγώ. Να το θέλω τόσο. Να περνούν ξυστά τα χείλια σου από το δέρμα μου κι εγώ να κολλάω πάνω τους να τα συναντήσω. Να κοιτώ το ταβάνι με μάτια ορθάνοικτα και να μη έχω τι να κάνω όλο αυτό που φούσκωνε μέσα μου. Φίλησες τον λαιμό μου και ήταν τόση η διαφορά από ότι πριν που αντέδρασα πριν προλάβω να το ελέγξω, πετάχτηκε η πλάτη μου από το στρώμα και κόλλησα όλη πάνω σου, κι εσύ έβγαλες ένα χαμηλό μουγκρητό πάνω στο δέρμα μου που με διαπέρασε ολόκληρη, ένιωσα τις δονήσεις να ταξιδεύουν σε ολόκληρο το σώμα μου. Σαν πέρασε το κύμα και το κεφάλι μου έπεσε πίσω στο μαξιλάρι, το στόμα μου έμεινε ανοιχτό, η ανάσα μου στο αυτί σου.

Πρέπει να καταλάβεις ότι δεν ήμουν εγώ έτσι. Δεν αντιδρούσα εγώ έτσι. Ακόμα κι όταν το ήθελα – και είχαν υπάρξει φορές που το ήθελα πολύ – ποτέ δεν ήταν έτσι. Δεν ξεχνούσα που βρισκόμουν. Δεν μου ξέφευγαν ήχοι που δεν αναγνώριζα. Δεν προσπαθούσα να συναντήσω τόσο απεγνωσμένα τον άλλο λες και φλεγόμουν ολόκληρη κι εκείνος ήταν δροσερό νερό.

Ξύπνησες πολλά απόψε. Πολλά που δεν περίμενα. Πολλά που δεν καταλάβαινα. Μα πίστεψέ με σε εκείνο το σημείο δεν είχα το μυαλό να τα επεξεργαστώ.

Σαν έβγαλες το μεσοφόρι μου και άπλωσες χίλια φιλιά στην κοιλιά μου, τα χείλη σου ακολουθούσαν μια αόρατη γραμμή πάνω στο γυμνό μου δέρμα ξυπνώντας ό,τι άγγιζαν στο διάβα τους. Και όταν ανήμπορη καρφώθηκε η ματιά μου πάνω σου, μόνο τότε πρόσεξα τι έκανες. Σταματούσες από σημάδι σε σημάδι, κάθε φακίδα, κάθε ουλή λες και τα σημείωνες με τα χείλη σου να τα θυμάσαι. Λες και με χαρτογραφούσες.

Κάτι μου έκανε αυτό. Κάτι ζέστανε μέσα μου, μαλάκωσε.

Όμως τότε ανέβηκες πιο πάνω και χωρίς προειδοποίηση το στόμα σου έκλεισε γύρω από το στήθος μου, και μου ξέφυγε ένα κλάμα, τραντάχτηκα ολόκληρη. Λαβές είχα κάνει τα αυτιά σου σαν σε πίεζα κοντά μου, όμως όταν σε ένιωσα να χαμογελάς με την αντίδραση μου σε τράβηξα από τα μαλλιά να με κοιτάξεις. Σου γλίστρησε το χαμόγελο αμέσως.

Σε φίλησα χωρίς λέξη, απότομα, ξέφρενα. Με είχες τρελάνει, δεν το έβλεπες; Μήτε συνήθιζα να κάνω τόσο αισθητό τι ήθελα, όμως δεν το άντεχα άλλο αυτό το αργό βασανιστήριο. Και σαν να το κατάλαβες, ένιωσα το χέρι σου να διασχίζει το σώμα μου ώσπου έφτασε κάτω από τον αφαλό μου. Νόμιζα θα μου έβγαζες το εσώρουχο, όμως το χέρι σου γλίστρησε μέσα.

«Μμμ!» είπα πάνω στα χείλη σου και σου γράπωσα τον καρπό. Δεν εννοούσα αυτό, ανάθεμά σε.

Έσπασες το φιλί και με κοίταξες.

«Έτοιμη είμαι», είπα ξέπνοα. «Δε χρειάζεται, έλα.»

Όταν δεν κουνήθηκες έσκυψα εγώ να βγάλω ότι φορούσα, αλλά με κράτησες ξαπλωμένη. Μην το κάνες θέμα, ήταν η μόνη μου σκέψη γιατί το ένιωθα ότι ξαφνικά είχα σφιχτεί ολόκληρη, κι αν κάτι είχα καταλάβει απόψε ήταν ότι θα το πρόσεχες. Ότι όλα τα πρόσεχες.

Ένα πικρό γέλιο στάθηκε στο λαιμό μου σαν συνειδητοποίησα ότι ο Τάκης ποτέ δεν το είχε προσέξει. Μια μέρα σταμάτησα να τον αφήνω, και δεν ξέρω καν αν το κατάλαβε. Αν το έκανε, απλά δεν με ρώτησε γιατί. Και δεν τον αδικούσα. Ούτε εγώ θυμάμαι πότε και πώς ακριβώς έγινε. Απλώς κάποια στιγμή, είχα σταματήσει.

«Δε θες;» ρώτησες τώρα εσύ, και η φωνή σου ήταν τραχιά σαν να την είχε τρίψει γυαλόχαρτο. Το χέρι σου είχε κοκαλώσει στο ίδιο σημείο, και ξάφνου ήταν λες και όλες οι αισθήσεις μου εστίαζαν εκεί. Τίποτα δεν ένιωθα πιο έντονα από ότι το χέρι σου να με ακουμπάει ελαφρά.

Τι να σου απαντήσω;

Δεν ήταν ότι δεν ήθελα, όχι ακριβώς. Συνήθειο ήταν. Κακές αναμνήσεις. Άτσαλα δάκτυλα και νύχια να μπήγονται μέσα μου, να στριφογυρίζουν, να με πληγιάζουν. Μερικοί ήταν άγαρμποι, άλλοι το έκαναν επίτηδες. Κι όταν τους έμπηγες τα νύχια μεσ' το δέρμα προσπαθώντας να τους τραβήξεις το χέρι, εκείνοι έμπηγαν τα δικά τους μέσα σου πιο δυνατά. Τους φώναζες πως πονάς - γιατί βλέπεις, δεν είχε περάσει ακόμα από το μυαλό σου ότι αυτό ήθελαν. Έμαθες σύντομα ότι αν σώπαινες και το αγνοούσες έχαναν το ενδιαφέρον.

Πώς να σου τα πω όλα αυτά;

Τράβηξες το χέρι σου πριν προλάβω να αποφασίσω. Το πήρες μακριά μου διακριτικά, κι ενώ τόσην ώρα χωρίς να το καταλάβω με είχες ζεστάνει, ξάφνου με άφησες και ένιωσα ένα κρύο που πριν δεν ήταν εκεί.

«Καλά είσαι;» με ρώτησες. Το χέρι σου ανέβηκε και χάιδεψε το μάγουλό μου.

«Ναι.»

Δε σε έπεισα, το έβλεπα.

Απλώς με βρήκες απροετοίμαστη, αλήθεια. Είχα ένα κάρο βάρη να κουβαλάω από την Τρούμπα, τόση βρώμα να έχει κολλήσει στο πετσί μου και να μη λέει να φύγει όσο κι αν την έτριβα. Δε θα μου άφηνε και τέτοια χαζά κουσούρια όμως, δε θα την άφηνα. Τουλάχιστον όχι με σένα. Γιατί εσύ… όσο τρομακτικό κι αν ήταν, με έβλεπες. Εσύ δε θα με πονούσες. Και άτσαλος να ήσουν θα το έβλεπες στα μάτια μου και θα σταματούσες.

Ήταν περίεργο να συνειδητοποιώ πόσο σίγουρη ήμουν γι' αυτό ξαφνικά.

«Αν έκανα κάτι που δεν-»

Αχ, σώπα.

Πήρα το χέρι σου από το μάγουλό μου και χωρίς να το σκεφτώ το οδήγησα κάτω από το εσώρουχό μου, ακριβώς εκεί που το είχες πριν.

Με κοίταξες, έκπληκτος. Ήταν τόσο μπερδεμένα τα μάτια σου.

«Φίλα με», σου είπα, κι έσπρωξα το ένα δάκτυλό σου λίγο προς τα κάτω. Ταυτόχρονα τεντώθηκα και σε φίλησα εγώ, γιατί σαν να σφίχτηκε το στομάχι μου ξαφνικά και είχα ανάγκη να μη σκέφτομαι.

Έκανες ό,τι σου είπα. Τα χείλη σου κινήθηκαν μαζί με τα δικά μου, μα προς έκπληξή μου όταν πήγα να τραβήξω το χέρι μου εσύ το κράτησες εκεί. Το κάλυψες με το δικό σου, και έτσι μαζί με αγγίξαμε.

Μόνο η πρώτη αίσθηση ήταν ένα σοκ. Είδα κι έπαθα να συγκεντρωθώ αρκετά για να αρθρώσω μια λέξη. «Τι…» ρώτησα πάνω στα χείλη σου.

«Δείξε μου», μουρμούρισες χωρίς να σπάσεις το φιλί, λες και ήξερες πως ξάφνου το είχα ανάγκη.

Πώς… πώς το έκανες αυτό; Δεν ήταν-

Ό,τι πήγα να σκεφτώ γλίστρησε από το μυαλό μου όταν μας κούνησες ελαφρά τα δάκτυλα κι ένα σύριγμα βγήκε από τα χείλη μου.

Δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τα χέρια μας. Με άφησες να κινηθώ όπως θέλω και πρόθυμα ακολούθησες, σα φάντασμα από το δικό μου χάδι. Απαλά, τόσο απαλά που με ξάφνιασες. Το ξέρω πως το περίμενα, το ξέρω πως δεν έπρεπε, μα και πάλι εσύ με ξάφνιασες. Ήταν ένα χάδι πλασμένο από ένα ψίθυρο, διστακτικό μα όχι δειλό. Τι να σου δείξω; Ήξερες τι έκανες. Ήξερες ακριβώς πώς να με τρελάνεις. Μούδιασα ολόκληρη και έχασα κάθε αίσθηση, και σύντομα τα ηνία τα πήρες εσύ, κι εγώ έλιωσα στα χέρια σου.

Και τότε τα καυτά σου χείλη άφησαν τα δικά μου, διέσχισαν τον κορμό μου σημάδι προς σημάδι και ταξίδεψαν μέχρι τον αφαλό μου σε φιλιά. Ένα χάος είχα γίνει μα κάπως κατάφερα να ανασηκώσω τη λεκάνη μου και να σε βοηθήσω να μου βγάλεις το τελευταίο ύφασμα που με κάλυπτε, κι αμέσως βύθισες το κεφάλι σου ανάμεσα στα πόδια μου.

Μόνο που ένιωσα την ανάσα σου και η μέθη ήταν στιγμιαία. Ξεκίνησες τόσο απαλά λες και κάτι ψιθύριζες πάνω μου. Με τρέλανε αυτό, βραχυκύκλωσες το μυαλό μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κι ήταν τόση η αναμονή που όταν τελικά ένιωσα τη γλώσσα σου πάνω μου αυτό ήταν, τελείωσε, χάθηκα. Γράπωσα το μαξιλάρι, γράπωσα το σεντόνι, γράπωσα το ένα σου χέρι που τώρα κρατούσε τους γοφούς μου προσπαθώντας να με κάνει να μείνω ακίνητη μα ήταν χαμένος κόπος και το ξέραμε και οι δυο.

Δεν το είχα ξαναζήσει αυτό το πράγμα. Δεν ήταν καν κάτι φυσικό, ταξίδευε κάθε άγγιγμα πάνω μου, με διαπερνούσε ολόκληρη. Σε ένιωθα παντού λες και είχες γλιστρήσει μέσα σε κάθε κύτταρό μου ταυτόχρονα, φλεγόταν το δέρμα μου, ξυπνούσε το κορμί μου, το μυαλό μου δεν μπορούσε να επεξεργαστεί την ευχαρίστηση τόσο γρήγορα. Ήταν αδύνατο αυτό που συνέβαινε, ορθάνοιχτα ήταν τα μάτια μου και ανήμπορη προσπαθούσα να μην εκραγώ και τότε πρόσεξα εσένα, τα δυο σου μάτια να με κρυφοκοιτούν από μέρη που δε φανταζόμουν ότι θα τα έβλεπα ποτέ, να παρακολουθείς την αντίδρασή μου λαίμαργα μα και με τόση γλύκα. Τόση γλύκα ρε Κωνσταντή που όλα τελείωσαν πριν καν προλάβω να το καταλάβω, συσπάστηκα ολόκληρη, το δωμάτιο γέμισε χρώμα, έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου και ήταν τόσο ξαφνικό και τόσο αβίαστο και τόσο απίστευτα έντονο που όταν άρχισε να τελειώνει και τα κύματα της απόλαυσης μέρεψαν και γλύκαναν, όλα ήταν αλλιώτικα. Σαν να γλύκανε το δωμάτιο όλο. Σαν να ζέστανε. Σαν να ησύχασε για μια στιγμή κάθε αντάρα, και εκείνο το σπαραχτικό κενό μέσα μου να έχει γεμίσει τόσο με σένα που με έπνιξε.

Με έπνιγε…

Πότε βρέθηκες να ξαποσταίνεις στο στήθος μου δεν το κατάλαβα αλλά εκεί ήσουν τώρα, με το μάγουλο να ακουμπάει στο στέρνο μου λες και άκουγες την καρδιά μου να ηρεμεί. Με περίμενες. Κι εγώ χάιδευα απαλά τα μαλλιά σου χαμένη στο απέραντο, δίχως να το καταλάβω κι αυτό. Μόνη της έβγαινε αυτή η τρυφερότητα που δεν ήξερα ότι είχα μέσα μου. Μου την έβγαζες εσύ. Την ξύπνησες κι εκείνη, χωρίς να σε αφήσω. Ήρθες από το πουθενά και με γέμισες λες και το ήξερες, και τώρα δεν είχα ιδέα τι να το κάνω όλο αυτό. Δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ τόσο συναίσθημα. Δεν το είχα σχεδιάσει γαμώτο. Γύρισα πίσω ένα κορμί χαμένο και μόνο έτσι θα κατάφερνα να επιβιώσω όπως το κατάφερνα τόσα χρόνια, και μέσα σε δυο μέρες ήρθες εσύ και γκρέμισες κάθε άμυνα που είχα χτίσει χωρίς να με λυπηθείς. Σου είπα δε θέλω μπελάδες και τώρα βρίσκομαι μπλεγμένη σα κουβάρι μέσα στα χέρια σου, και νιώθω τόσο πολύ που με πνίγει, και για όλα φταις εσύ, και δεν σου είμαι καν θυμωμένη.

Δεν είμαι θυμωμένη. Πνίγομαι. Βυθίζομαι μέσα σου. Χαϊδεύω τα μαλλιά σου και χάνω την ανάσα μου και δεν με νοιάζει καν, και με τρομάζει τόσο πολύ το ότι δε με νοιάζει, το ότι ήταν τόσο εύκολο, το ότι δεν κατάλαβα καν πώς βρέθηκα εδώ. Νόμιζα ότι στεκόμουν στα πόδια μου και ένα χάδι δικό σου με γονάτισε γιατί είχε τόση στοργή και τόσο νοιάξιμο κρυμμένο μέσα του κι εγώ τα είχα τόσο ανάγκη… Λες και μια ζωή αυτά έψαχνα και δεν το 'ξερα, και τώρα να 'σαι εσύ να μου τα δίνεις ήσυχα. Ήσυχα, χωρίς να παίρνεις τίποτα. Και είσαι ο μόνος.

Και με καταστρέφεις. Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει με καταστρέφεις πιο πολύ.

Ήσυχα κύλισαν και τα δάκρυα μου. Προσπάθησα να τα σκουπίσω χωρίς να τα δεις, και ήταν τόσο ζεστά. Σαν να με είχες ζεστάνει ολόκληρη και μόνο ζέστη μπορούσε πια να κυλήσει από μέσα μου. Μα ήταν για μια στιγμή μόνο. Θα γλιστρούσε η ζέστη, θα κρύωνα ξανά. Σαν το χέρι μου που είχε παγώσει πάλι, κι ας έκανες τόσο κόπο πριν να το ζεστάνεις. Χαμένος κόπος. Χαμένο κορμί. Αν είσαι μέσα σου νεκρή, μόνο κρύο έχεις να προσφέρεις.

Κουνήθηκα κι εσύ με κατάλαβες. Σήκωσες το κεφάλι αργά, αφήνοντας εκείνα τα γλυκά φιλιά σου από το λαιμό μου μέχρι το μάγουλό μου μέχρι που φίλησες δάκρυα.

«Δρόσω;»

Έστρεψα το κεφάλι μακριά σου, να μη με βλέπεις.

«Τι είναι;»

Το δωμάτιο ήταν τόσο σκοτεινό. Ας μ' άφηνες να χαθώ στο σκοτάδι.

Γλίστρησαν τα δάκτυλα σου κάτω από το μάγουλό μου και μου γύρισες το κεφάλι προς εσένα. Δεν είχα δύναμη να αντισταθώ. Δεν είχα μια στάλα δύναμης στο κορμί μου, και ξάφνου σαν άρχισες να ψάχνεις μεσ' τα μάτια μου δεν είχα ούτε μια στάλα θέλησης να σε παλέψω.

Κοίτα λοιπόν.

Δες με.

Όλα τα είχες δει, όλα τα έβλεπες, δες κι αυτό. Δες πόσο αδύναμη είμαι, δες πόσο σπασμένη. Δες τα χίλια κομμάτια μου ένα ένα. Πόσο κατεστραμμένη είμαι που μου δίνες ό,τι έχεις, μου αδειάζεις την καρδιά σου και κάνω πως δεν το βλέπω γιατί δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.

Ένα κουρέλι είμαι, σκισμένο και βρώμικο, όχι αυτή που λάμπει κάτω από το φεγγάρι. Άναψε το φως λοιπόν και δες με να με σιχαθείς όπως σιχαίνομαι τον εαυτό μου.

Τα δάκρυα μου θόλωναν τα μάτια σαν σε κοιτούσα, μα αυτή ήταν η μοίρα μου και ήταν καιρός να το καταλάβεις κι εσύ. Γι' αυτό σε άφησα. Γι' αυτό ήρθα απόψε, τώρα το κατάλαβα. Να με δεις και να τρομάξεις και να τρέξεις μακριά μου. Γιατί εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους. Δεν είσαι σαν εμένα. Πριν νόμιζα για μια στιγμή ότι μοιάζαμε μα πιο λάθος δεν μπορούσα να κάνω. Έχεις κάνει του κόσμου τα λάθη μα εσύ είσαι αγνός. Μέσα σου η ψυχή σου είναι λευκή, δεν είναι βουτημένη στα σκατά σαν τη δική μου.

Οπότε κοίτα με. Τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι μα δεν παίρνω τα μάτια μου από τα δικά σου γιατί πρέπει να το δεις. Δεν τα αξίζω όσα μου δίνεις. Δεν το αντέχω να με αγγίζεις σαν λουλούδι όταν είμαι σάπια.

Δες με. Τρόμαξε. Τρέχα πριν να είναι αργά.

Έκλαιγα σαν σε παρακαλούσα, κι εσύ με κοιτούσες ανήμπορος. Σήκωσες το χέρι σαν να μην ήξερες πώς να με πιάσεις. Άνοιξες το στόμα σαν να μην ήξερες τι να μου πεις. Στο τέλος χάιδεψες το μάγουλό μου, με την ίδια στοργή που ξεχείλιζε από μέσα σου όλο το βράδυ.

«Δρόσω…» ένας ψίθυρος ήταν η φωνή σου, έσταζε μέλι, έσταζε ζεστασιά.

Μη μου το κάνεις αυτό.

Σου γράπωσα το χέρι και το έφερα στο στέρνο μου, η παλάμη σου στο δέρμα μου όπως είχες κάνει εσύ νωρίτερα. Έπαιρνα κοφτές ανάσες μα η καρδιά μου δε χτυπούσε, δεν είχα αίμα μέσα μου να σπρώξει, δεν ήμουν ζωντανή σαν εσένα. Δεν το ένιωθες; Κενή ήμουν, κενή-

Μα…

Σαν σώπασε ο κόσμος και ηρέμησε η ανάσα μου κάτω από το καυτό σου δέρμα, να τη.

Τρόμαξα που την άκουσα. Πάγωσα, περιμένοντας να καταλάβω ότι κάνω λάθος, όμως όχι. Να τη. Ήσυχη και δειλή, μα να τη.

Εσύ δεν τρόμαξες. Σίγουρος ήσουν, λες και το ήξερες. Σε κοίταξα και με κοίταξες, κι όλα τα ρολόγια του κόσμου ταυτόχρονα σταμάτησαν, και δεν το πίστευα.

Να τη, έπαιρνε φόρα τώρα. Την κρατούσες στα χέρια σου όλο το βράδυ και έμαθε. Χτυπούσε. Πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά μέχρι που την άκουσα.

«Τι έγινε;» ρώτησες ξανά.

Ζω, ήθελα να σου πω. Δέος και έκπληξη στη φωνή μου.

«Δεν ξέρω», είπα παρ' όλα αυτά. Σαν ζαλισμένη. «Συγνώμη.»

«Τι συγνώμη βρε κορίτσι μου, είσαι καλά;»

«Δεν κρυώνεις;»

Με κοίταξες σαν να σε είχα ρωτήσει την προπαιδεία. «Να κρυώνω;»

«Ναι, δεν σε κρύωσα;» Καυτό ήταν το δέρμα σου πάνω στα παγωμένα μου δάκτυλα.

«Δεν έχω νιώσει πιο ζεστός», απάντησες αμέσως, και μετά κοίταξες κάτω σαν να ντράπηκες, λες και σου γλίστρησε πριν το συγκρατήσεις.

Πλημμύρισαν ξανά τα μάτια μου, μα αυτά τα δάκρυα ήταν αλλιώτικα και νομίζω το κατάλαβες. Έγνεψα σιγανά σαν προσπαθούσα να το χωνέψω, μετά όλο και πιο έντονα, και τότε ψιθύρισες «Σσσς… σσσς…» πάνω στο δέρμα μου σαν φίλησες τα μάγουλά μου και χάιδεψες τα μαλλιά μου, και όταν είδα ότι και τα δικά σου μάτια ήταν υγρά και γυάλιζαν στο σκοτάδι, τότε πια το ήξερα.

Δεν είχα ξανανιώσει ένα με κάποιον. Αυτό που συνέβαινε τώρα δεν το είχα ξαναζήσει.

Φώλιασε μέσα μου η αλήθεια, πιο σίγουρη από το ηλιοβασίλεμα, πιο σταθερή από τη βαρύτητα. Και από εκεί και πέρα το να γίνουν ένα τα σώματά μας ήταν θέμα χρόνου. Προσπάθησα να σου μοιάσω σαν σε άγγιξα, να είμαι απαλή όπως μου έμαθες. Κι όταν σε τράβηξα κοντά μου με ένα «Έλα δω», για μια στιγμή μόνο διστάσαμε. Ίσα-ίσα για να νιώσουμε ασφαλείς. Γλίστρησες μέσα μου αθόρυβα, αβίαστα, σαν να άνηκες εκεί και ήταν τόσο εύκολο… Τόσο απλό και τόσο έντονο μαζί.

Κινηθήκαμε αργά, σαν από συμφωνία. Κάτι ήσυχο χτιζόταν ανάμεσά μας, ήταν μεθυστικό μα ευαίσθητο, κι οτιδήποτε άλλο θα το έσπαγε. Και το χρειαζόμασταν και οι δυο αυτό το κάτι. Μαζί το θρέφαμε, μαζί κινούμασταν, μαζί αναπνέαμε. Μισάνοιχτα τα χείλη μας να ακουμπούν σε κάθε ώθηση σαν κοιταζόμασταν.

Δεν πήρες τα μάτια σου από τα δικά μου. Δεν σταμάτησες να με χαϊδεύεις. Με κράτησες τόσο σφιχτά που τα κομμάτια μου κάποια στιγμή ανακατεύτηκαν με τα δικά σου, και μετά… Μετά, σε εκείνες τις ήσυχες στιγμές μεταξύ δράσης και ηρεμίας, ενώθηκαν όλα μαζί. Μαγικά σχεδόν.

Ένιωθα τόσα πολλά. Τόσα πολλά που άρχισαν ξανά να με πνίγουν. Όμως ρούφηξα την ανάσα σου, κι όταν αυτή δεν ήταν αρκετή σε τράβηξα κοντά μου μέχρι που οι γλώσσες μας μπλέχτηκαν σε ένα φιλί κι εσύ κατάπιες λίγο από τον πόνο. Και το δέρμα μας συνέχιζε να κινείται απαλά μαζί, σαν το πιο εκλεκτό μετάξι.

Άλλαζε η αναπνοή σου με κάθε ώθηση, γινόταν όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο κοφτή. Συγχρονίστηκε με το σώμα μου. Άρχισες να απλώνεις τα φιλιά σου και να με σκεπάζεις, στο λαιμό μου, στη κλείδα μου, στον ώμο μου, στο κούτελό μου. Κι εγώ σε κρατούσα… Σε κρατούσα όσο πιο κοντά μου μπορούσα. Κολλούσα πάνω σου μέχρι να σε νιώσω πιο απόλυτα από τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι αν ήμουν παγωμένη, εσύ με ζέστανες ξανά από την αρχή. Ξανά και ξανά, λες και είχες μια αστείρευτη πηγή μέσα σου που είχε φτιαχτεί για μένα.

Και την άφησα να με γεμίσει πάλι. Να απλωθεί μέσα μου, να με αγγίξει, να με αλλάξει. Αφέθηκα και τεντώθηκε η πλάτη μου, βυθίστηκαν τα δάκτυλα μου μέσα στο δέρμα σου. Γύρισα το κεφάλι σαν ο ρυθμός μας άλλαξε κι έγινε πιο γρήγορος, και τότε συνειδητοποίησα πως παρότι με τρέλαιναν τα φιλιά σου, μου έλειψαν τα μάτια σου.

Ανέπνεα πάνω στο αυτί σου, οπότε έγειρα και άφησα εκεί ένα φιλί. «Κοίτα με», σου ψιθύρισα.

Δεν άργησες λεπτό. Αμέσως σήκωσες το κεφάλι μέχρι που η ματιά μας συναντήθηκε, και να τα. Τα μάτια μου τα σοκολατένια που τώρα φλέγονταν, θολά από τη μέθη. Τι όμορφος που ήσουν έτσι… Τόσο που κάπως κατάφερα να σου χαμογελάσω. Και σε κράτησα εκεί, κούτελο με κούτελο σαν τα σώματά μας χόρευαν.

Ήμουν κοντά και το ένιωθα πως ήσουν κι εσύ. Λίγο ακόμα ήθελα μα σε είδα πως πάσχιζες να αντέξεις, και έτσι άφησα το χέρι μου να γλιστρήσει ανάμεσά μας να με βοηθήσει. Το ένιωσες και κατάλαβες. Και τότε… έβγαλες έναν ήχο τόσο βαθύ και απρόσμενα λαχταριστό που τραντάχτηκα ολόκληρη στο άκουσμά του. Χαμήλωσες το χέρι σου ανάμεσά μας κι ανέλαβες εσύ. Και σε άφησα, δίχως δισταγμό. Αντικατέστησες τα δάκτυλά μου και κινήθηκες γρήγορα, ακριβώς όπως σε χρειαζόμουν. Είχες μια ένταση τόσο μεθυστική που γράπωσα το σεντόνι, γράπωσα εσένα, σε ικέτευσα να μη σταματήσεις και τις τελευταίες εκείνες στιγμές έψαξα ξανά τα μάτια σου και σε βρήκα να κάνεις το ίδιο.

Συναντηθήκαμε μια τελευταία φορά, όχι φωτιά και πάγος τώρα μα επιτέλους ίδιοι. Και μόλις με το όνομά σου στα χείλη μου ένιωσα κύματα απόλαυσης να με καταπίνουν μέσα τους, εσύ τραβήχτηκες και αφέθηκες μαζί μου, βυθίζοντας το κεφάλι σου στο λαιμό μου. Μαζί μας κατέκλισαν, μαζί χαθήκαμε μέσα τους και χάσαμε τους εαυτούς μας. Και ο κόσμος όλος σώπασε, δεν τόλμησε να βγάλει άχνα. Υπήρχαμε μόνο εγώ κι εσύ, να πλέουμε σε μια στιγμή απέραντη, σε ένα εμείς τόσο μεγάλο που δεν το χωρούσε το δωμάτιο.

Πόση ώρα να μείναμε έτσι…

Είχες γύρει το κεφάλι και ξαπόσταινες στο στήθος μου ξανά. Με κάθε αργή μου ανάσα ακολουθούσες την κίνησή μου παραδομένος. Τώρα δεν πνιγόμουν. Έπλεα μαζί σου. Τα δάκτυλά μου μπλέκονταν απαλά στα μαλλιά σου, έπαιζαν με τις μαλακές σου τούφες. Ήταν ξανθές στην άκρη τώρα που άρχιζαν να μακραίνουν, το 'ξερες; Λίγο μα φαινόταν, ακόμα και στα σκοτεινά. Τα πόδια μας ήταν μπλεγμένα μαζί, δεν ήξερα ποιο ήταν δικό μου και ποιο δικό σου.

Έσκυψα λίγο και φίλησα τα μαλλιά σου. Όπως είχες ξαπλώσει πάνω στο γυμνό μου στήθος ένιωσα ένα χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη σου.

«Τι;» ρώτησα, κι ας ήξερα. Κι ας είχα αρχίσει να χαμογελώ κι εγώ.

«Μμμ…» έκανες και η ανάσα σου μου γαργάλησε το δέρμα. «Τίποτα, προσπαθώ να το χωνέψω.»

Κόντεψα να γελάσω. «Τόσο αχώνευτο είναι;»

«Μη κάνεις χωρατά, δε μου έχει μείνει μυαλό.»

Δεν είχες σαλέψει τόσην ώρα, απλώς ξάπλωνες πάνω μου. Όμως τώρα μάζεψες τα χέρια σου γύρω μου και μ' αγκάλιασες έτσι όπως ήμασταν. Κούρνιασες στο λαιμό μου, και αυτόματα το χέρι μου γλίστρησε στην πλάτη σου. Άρχισα να τη διασχίζω ανέμελα, χαϊδεύοντάς σε απαλά.

«Είσαι… καλά;» ρώτησες μετά από λίγο. Μαζεμένα, σαν να κοκκίνιζες στις λέξεις.

Καλά; Αν ήμουν καλά;

Αχ ρε Κωνσταντή, δεν είχες ιδέα.

«Είμαι», απάντησα. Απλά, για να είναι αλήθεια. «Εσύ;»

Γέλασες. Κούνησες λίγο το κεφάλι και το ορκίζομαι ότι σε άκουσα να λες τα ίδια λόγια. Δεν έχεις ιδέα.

«Είμαι», είπες τελικά, απλά. Κι ας ήταν η φωνή σου γεμάτη με τόσα πολλά που σχεδόν έσπασε.

Μείναμε εκεί δεν ξέρω κι εγώ για πόσην ώρα. Τελικά κάποια στιγμή άφησες έναν αναστεναγμό να ταξιδέψει πάνω μου και στηρίχτηκες στον αγκώνα σου να σηκωθείς. Με κοίταξες, πρώτη φορά από τότε. Και το έκανες δειλά, σαν μετά από όλα αυτά εσύ ξάφνου να με ντρεπόσουνα.

Να με ντρέπεσαι... Εσύ εμένα; Εγώ ήμουν που δεν ήξερα πώς να σε αντικρίσω, μετά από...

Εικόνες άρχισαν να πλημμυρίζουν το μυαλό μου. Ό,τι είχα μόλις ζήσει, τόσο φρέσκο και τόσο ζωντανό, όλο ξανά από την αρχή. Κάθε βλέμμα σου, κάθε χάδι σου, κάθε ήχος που μου είχε πάρει το μυαλό, κάθε κίνησή μας που την ένιωθα τόσο σωστή και τόσο αναπόφευκτη λες και την είχα ξαναζήσει ενώ ήταν τόσο τραγικά διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη. Τι είχε συμβεί μόλις, δεν το χωρούσε ο νους μου… Πώς ήταν δυνατόν; Είχα γνωρίσει κορμιά για κορμιά και κρεβάτια για κρεβάτια, και τώρα το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι αλίμονο αν νόμιζα ότι ήξερα οτιδήποτε πριν από τώρα. Πριν από αυτό το δευτερόλεπτο που φώλιαζαν όλες οι εικόνες και όλα τα συναισθήματα μέσα μου και συνειδητοποιούσα ότι όλα αυτά, εγώ μόλις τα έζησα.

Πόσο μάλλον, τα έζησα με σένα.

Και τώρα… τι; Αν δεν ήξερα πώς να αντιδράσω ως τώρα τουλάχιστον το σώμα μου είχε ανταποκριθεί από μόνο του στο δικό σου, ήξερε πώς. Όμως μόλις μέρεψε η ανάγκη μας μείναμε οι δυο μας. Και εγώ δεν είχα ιδέα πώς να γυρίσω πίσω σε οτιδήποτε είχαμε πριν.

Καθώς φαίνεται, ούτε εσύ. Το χέρι σου που ήταν τυλιγμένο γύρω μου τώρα ακουμπούσε αμήχανα τη μέση μου. Λες και βρέθηκε εκεί ξαφνικά και πλέον δεν ήξερε τι να κάνει, λες και δεν είχε σκαρφαλώσει μόνο του εκεί με όλη την άνεση του κόσμου πριν από ένα λεπτό μονάχα.

Άρχισα να μαζεύομαι λίγο, και το ξέρω ότι το ένιωσες. Πήρες το χέρι σου από τη μέση μου και μόλις με ελευθέρωσες αμέσως πήγα να σηκωθώ. Σου γύρισα την πλάτη και τα πόδια μου γλίστρησαν στο πάτωμα.

Κοίταξα γύρω να εντοπίσω τα ρούχα μου, μα μέσα στο σκοτάδι δεν ήταν ό,τι πιο εύκολο. Έσκυψα λίγο όπως καθόμουν και ψαχούλεψα τυφλά στο πάτωμα, μπας και από τύχη τα πετύχω.

«Θες να ανάψω-»

«Όχι», σε έκοψα πριν καν προλάβεις να τελειώσεις. Όχι τα κεριά.

Εσύ ξεφύσησες χαμηλόφωνα σαν ξάπλωσες πίσω. Δε σε είδα, μα ένιωσα το στρώμα να αναπηδάει ελαφρώς.

Σηκώθηκα με τα πολλά κι ας μη γνώριζα που βάδιζα. Πέτυχα μερικά τριαντάφυλλα και προσεκτικά τα κλώτσησα στην άκρη. Ένιωσα ένα κομμάτι ύφασμα στο πόδι μου κάποια στιγμή και το σήκωσα μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι είναι δικό σου. Ξέρω ότι με είδες που κοκάλωσα. Δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβεις τι κρατούσα.

Σήκωσες το χέρι κι εγώ στο πέταξα γρήγορα, δίχως λέξη. Άκουσα τα σεντόνια να θροΐζουν κάτω σου σαν το φορούσες και προσπάθησα να μη σκέφτομαι.

Βρήκα το εσώρουχό μου, ευτυχώς. Βρήκα και το παντελόνι σου. Κάποια στιγμή αναστέναξες και άρχισες να σηκώνεσαι κι εσύ. Αυτόματα τα χέρια μου κάλυψαν το στήθος μου, ήταν αξιογέλαστο αλλά τα άφησα εκεί.

Σχεδόν αμέσως έσκυψες κι έπιασες κάτι. Μου το έδωσες – ήταν το μεσοφόρι μου.

«Ευχαριστώ», είπα καθώς το έπαιρνα, και νομίζω πέρα από την αμηχανία μου πρέπει να άκουσες στη φωνή μου πόσο ανακουφίστηκα. Γύρισες να βρεις τα υπόλοιπα κι έτσι βρήκα ευκαιρία και το φόρεσα στα γρήγορα.

«Δεν χρειάζεται να φύγεις.»

Το μαύρο ύφασμα γλίστρησε πάνω στο σώμα μου, και πήρα μια βαθιά ανάσα – τόσο έντονη που σχεδόν δε σε άκουσα. «Ήδη έχω αργήσει πάρα πολύ, Κωνσταντή. Μια χαρά θα γυρίσω, μη με έχεις έγνοια.»

«Καλά, μόνη σου δε σε αφήνω μέσα στα σκοτάδια.»

Βρήκα εν τέλει την μπλούζα μου. Τη γράπωσα από το πάτωμα. «Δε χρειάζεται να μπεις στον κόπο. Το θυμάμαι τον δρόμο.»

Ξεφύσηξες. «Τι κι αν… αν σε γυρίσω εγώ το πρωί; Θα ξυπνήσουμε νωρίς.»

«Γιατί να το κάνουμε αυτό;»

Με κοίταξες σχεδόν απεγνωσμένα. Κοντοστάθηκα με την μπλούζα στο χέρι.

«Κοίτα», είπες και πέρασες αμήχανα το χέρι σου μέσα από τα μαλλιά σου με εκείνον τον τρόπο που μόνο εσύ είχες, «αν θες να φύγεις δε θα σε κρατήσω, και εννοείται θα σε γυρίσω εγώ μη ξανακούσω βλακείες τώρα. Απλά σκεφτόμουνα… Σε λίγες ώρες ξημερώνει. Ύπνο πολύ κανένας μας δε θα κάνει, τον χάσαμε, μέχρι να γυρίσουμε και σπίτια μας πάει, πέταξε το πουλάκι. Ενώ εδώ, ε; Εδώ χωράμε και οι δυο. Λίγο στριμωγμένα αλλά χωράμε. Και έχουμε ζεστάνει και το κρεβάτι, που κάνει παγωνιά έξω. Που να βγαίνουμε. Άσε και το άλλο, πρώτη μέρα του χρόνου να ξυπνήσουμε μονάχοι. Κρίμα είναι.»

«Αχά», είπα μονάχα.

Καθάρισες το λαιμό σου. «Για να μη πω πόσο λεπτό είναι το παλτό σου. Με τέτοιο ψοφόκρυο που έχει πιάσει θα αρπάξεις κανένα κρύωμα - και εκεί είναι που θα τα καταλάβει όλα η αδερφή σου, να κοιμάσαι καλά και να ξυπνάς μπουκωμένη.»

Έγνεψα αργά, πιέζοντας μαζί τα χείλη μου.

Ξέρεις, ούτε εγώ ήθελα να φύγω.

Για την ακρίβεια δεν το ήθελα καθόλου, να μείνω εκεί ήθελα. Μα ούτε να το σκεφτώ δε με άφηνα πόσο μάλλον να βρω τρόπο να το επικοινωνήσω. Θα έφευγα και ποτέ δε θα το μάθαινες - γιατί ήταν αυτόματη κίνηση να σηκωθώ αμέσως, να ντυθώ, να σε καληνυχτίσω. Και κάτι μου έλεγε πως και για σένα αυτό ήταν το φυσικό. Σε αυτό ήμασταν μαθημένοι, δεν ξέραμε κάτι άλλο.

Όμως να που κάτι μας κρατούσε και τους δύο εδώ να κοιταζόμαστε αβέβαια. Κι αν εσύ έκανες ότι βαριέσαι να με πας, εγώ έκανα ότι δεν έβρισκα τα ρούχα μου.

Οπότε τι κάναμε τώρα; Τώρα που το σκοτάδι είχε φωλιάσει για τα καλά σε όλο τον κάμπο και όλα τα πλάσματα κοιμούνταν στα λαγούμια τους, πώς θα ήταν άραγε να μαζευτούμε κι εμείς οι δυο σε ένα δικό μας;

Το έκανες τόσο πιο εύκολο όταν δεν το ζήτησες. Δε μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να το έκανες συνειδητά, απλώς πήρα μιαν ανάσα και το δέχτηκα γιατί ήταν σαν να έπαιρνες ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους μου πριν καν καταλάβω ότι το σηκώνω.

«Η αλήθεια είναι», παραδέχτηκα, πιάνοντας τα μπράτσα μου. «Ότι κάνει λίγο κρύο.»

Ας βρίσκαμε δικαιολογίες μέχρι να ξημερώσει. Ήταν νωρίς ακόμα να μιλάμε για εμάς τους δυο.

«Έλα δω», είπες αμέσως και χωρίς να χάνεις στιγμή μου έκανες νόημα να σε ακολουθήσω στο κρεβάτι. «Τι την έφερα την κουβέρτα για μόστρα;»

Ξάπλωσα στη μέσα μεριά καθώς εσύ την ξεδίπλωσες. Την άφησες να πέσει πάνω μου απαλά, και πριν καν προλάβει να με σκεπάσει χώθηκες κι εσύ από κάτω και γλίστρησες δίπλα μου. Με κοίταξες, σε κοίταξα, και μετά χαχανίσαμε και οι δυο γιατί σαν πολλή ένταση να είχε μαζευτεί και έπρεπε κάπως να την αποβάλουμε. Χώρια που μου θύμισες κάτι κάστρα από σεντόνια και μυστικές λέσχες όταν χαμήλωσες και μάζεψες την κουβέρτα μέχρι το μουστάκι σου, σαν σαχλό παιδί που πήρε ό,τι ζητούσε και έκανε χαρούλες.

Κούνησα το κεφάλι τάχα αγανακτισμένα, αλλά ξάπλωσα κι εγώ στο μαξιλάρι. Ένα είχαμε, το μοιραζόμασταν αναγκαστικά. Σήκωσες το χέρι για να βγάλεις τα μαλλιά μου από την πλευρά σου να μην τα πατάς – μα όταν χάιδεψες το αυτί μου στην κίνησή σου αυτόματα έκλεισαν τα βλέφαρά μου. Αλίμονο αν μια φορά κατάφερνα να μη χάσω το μυαλό μου στο άγγιγμά σου. Και αλίμονο αν κατάφερνα ποτέ να σου το κρύψω.

«Αν με βλέπεις και δεν ξυπνάω το πρωί, σκούντα με», μουρμούρισα. Ο περιορισμός της Ελένης δεν ήταν δικαιολογία σαν όλα τα άλλα.

«Νυστάζεις;» ρώτησες μαλακά.

«Λίγο.» Δεν άνοιξα τα μάτια.

«Ντάξει, σ' αφήνω», είπες και χουχούλιασες λίγο δίπλα μου να βολευτείς. Όπως το έκανες μύρισα κάτι υπέροχο και συνειδητοποίησα ότι ήταν από την κουβέρτα. Τη μυρωδιά σου είχε η άτιμη. Νομίζω αναστέναξα όταν φώλιασε μέσα μου η σκέψη… Δική σου ήταν, για μένα την είχες φέρει. Μήπως και κρυώσω εγώ.

Μάλλον έμεινα σε αυτή τη σκέψη αρκετή ώρα, γιατί κάποια στιγμή σε άκουσα να ρωτάς απαλά, «Θέλεις κάτι;»

«Μμμ; Όχι», είπα, αλλά συνειδητοποίησα ότι το χέρι μου είχε σκαρφαλώσει στο δικό σου και σου κρατούσα το βραχίονα. Σε χάιδεψα με τον αντίχειρά μου και όταν άνοιξες την παλάμη σου πάνω στο στρώμα άφησα να δάκτυλά μου να μπλεχτούν με τα δικά σου. Με χάιδευες. Σε χάιδευα. Ένα μακρινό βουητό ήταν ο αέρας έξω από την αποθήκη, όμως εδώ όλα ήταν ήσυχα. Μόνο την ανάσα σου άκουγα δίπλα μου, βαθιά και σταθερή. Όλο και βάθαινε.

Δε γνωρίζω πόση ώρα πέρασε. Ίσως και να με πήρε ο ύπνος, δεν ξέρω. Όμως κάποια στιγμή η πόρτα χτύπησε ελαφρά και πετάχτηκα άθελά μου. Σαν άνοιξα τα μάτια είδα μόνο σκοτάδι. Τα λίγα κεριά που πριν φώτιζαν είχαν κι εκείνα σβήσει. Σκοτάδι, άρα ήταν ακόμα βράδυ. Κι εσύ δε με χάιδευες πια, είχαν χαλαρώσει τα δάκτυλά σου. Τα χέρια μας ήταν ακόμα μπλεγμένα – ακουμπούσαν πάνω στο στήθος σου τώρα. Ήσουν ανάσκελα και το κεφάλι μου ήταν στον ώμο σου, είχα σκαρφαλώσει η μισή πάνω σου και το ένα χέρι σου ήταν ακουμπισμένο στη πλάτη μου, σα να με κρατούσε κοντά σου. Ο άνεμος έξω ήταν ίδιος, λυσσομανούσε σαν να μην ήθελε τίποτε άλλο από το να αναγγείλει την άφιξή του, να πει, «Είμαι εδώ». Η πόρτα κοπανούσε ελαφρά στο πέρασμά του. Γύρισα να ελέγξω όμως αυτό ήταν μόνο. Ο άνεμος. Τίποτα περισσότερο.

Δεν σε έβλεπα στην αρχή. Μα κοίταξα αρκετά. Και μετά από λίγο μέσα στην ησυχία, τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν. Και ξέρεις ποιο ήταν το παράξενο – δεν ήταν απόλυτο σκοτάδι τελικά. Πάνω από τα κεφάλια μας ήταν ένα μικρό παράθυρο και ένα πολύ αχνό ψυχρό φως γλιστρούσε από το τζάμι. Δεν το έβλεπα στην αρχή, μα τώρα σιγά σιγά σαν να σε έλουζε όλο και περισσότερο. Το φεγγάρι ήταν. Μόνο εκείνο τρύπωνε έτσι σιγανά. Δεν ήθελε να κλέψει κάτι από τη νύχτα, δεν ήθελε προσοχή ούτε μάτια να το κοιτούν. Τίποτα δεν ήθελε να πάρει. Μονάχα να ξεδιπλώσει την ομορφιά που είχε το σκοτάδι, αυτό του ήταν αρκετό. Αγαπούσε τόσο ήσυχα. Μου θύμισε εσένα.

Το θαμπό φως σκέπαζε τα μαλλιά σου σαν σε κοιτούσα, γλιστρούσε στη μύτη σου και σου χάιδευε τα χείλη. Ένα απαλό γκρι σε έβαφε, σχεδόν μωβ, και βρέθηκα να το χαζεύω και αυτό και εσένα. Ήσουν τόσο ήρεμος. Τόσο γαλήνιο φάνταζε το πρόσωπό σου.

Δεν ήμουν αδαής, το ήξερα ότι αυτή η γαλήνη σου κόστιζε. Δεν σου ερχόταν εύκολα, η σκιά κάτω από το μάτι σου ήταν ορατή ακόμα και τώρα, και κάθε φορά που την κοίταζα ένιωθα το στομάχι μου να γυρίζει. Δεν ήθελες να μου πεις ποιος σου το έκανε αυτό ή γιατί. Και το σεβόμουν, η πρώτη ήμουν γεμάτη με σκέψεις που δεν ήθελα να μοιραστώ. Αλλά με έτρωγε. Σε άγγιξαν, σε πλήγωσαν, κι όσο το σκεφτόμουν ένας κόμπος σχηματιζόταν στον λαιμό μου γιατί εσένα δε σου άξιζε αυτό. Δεν ήξερα τι έκανες αλλά δε γινόταν να σου αξίζει. Όταν μόνο στοργή είχες να δώσεις πώς μπορούσε κάποιος να σου φέρεται τόσο σκληρά; Πώς μπορούσα εγώ;

Ποτέ δεν κοίταξα αρκετά για να σε δω. Όχι όπως με είδες εσύ.

Με είδες, με διάβασες, με νοιάστηκες. Έστειλες την Ελένη χωρίς να το ξέρει ούτε εκείνη, και αν δεν το είχα καταλάβει μόνη μου δε θα το είχα μάθει ούτε εγώ. Πάλεψες για μένα όταν δεν ήξερα πώς να το κάνω και δεν περηφανεύτηκες ποτέ για αυτό, δε ζήτησες τίποτα για αντάλλαγμα μα συνέχισες να δίνεις και να δίνεις και κοίτα με, μου έδωσες τον κόσμο χωρίς να μου το τον τάξεις και δεν ήξερα πώς μοιάζει για να τον αναγνωρίσω. Απλώς τον έδωσες γιατί για κάποιον λόγο πίστεψες ότι τον αξίζω, γιατί ήθελες να τον έχω, γιατί με… με νοιάζεσαι. Ήσυχα. Σαν το φεγγάρι.

Το φεγγάρι μου.

Και ίσως έτσι κάτω από το δικό σου το φως, να γινόμουν κι εγώ λίγο όμορφη.

«Τι κοιτάς;»

Πετάχτηκα και στο ορκίζομαι σταμάτησε η καρδιά μου από την τρομάρα. Έβγαλα κι ένα επιφώνημα κι εσύ άνοιξες τα μάτια και άρχισες να χασκογελάς.

«Είσαι τρελός; Με κοψοχόλιασες.»

«Συγνώμη.»

«Νόμιζα ότι κοιμάσαι.»

«Δεν μπορώ να κοιμηθώ με δυο μάτια καρφωμένα πάνω μου.»

Δάγκωσα τη γλώσσα μου. Ανάθεμά σε. Σκεφτόμουν τόσην ώρα πράγματα που ούτε στον εαυτό μου δε θα παραδεχόμουν κάτω από το φως της μέρας και εσύ ήσουν τόσο κοντά που ένιωθα ότι μπορούσες να τα ακούσεις.

Και τώρα με κοιτούσες με μια γλύκα που τάχα πήγαινες να κρύψεις – ήσουν πάντα πολύ κακός σε αυτό, το ξέρεις; - λες και όντως τα είχες ακούσει όλα.

Τι αμαρτίες πλήρωνα πια;

«Δε σε κοιτούσα.»

«Αλλού αυτά, Δροσούλα.»

«Τι κάνεις ξύπνιος τέτοια ώρα;»

Ανασήκωσες τους ώμους. «Σε σκέφτομαι.»

Να τα μας. «Α, βλέπω ξεθάρρεψες», είπα προσπαθώντας να ηρεμήσω το σφυγμό μου που έτρεχε σαν τρελός.

Γέλασες και μαζεύτηκες λίγο. «Φταίει η ώρα.» Μετά με κοίταξες και μαλάκωσε το βλέμμα σου. «Γιατί ξύπνησες;»

«Άκουσα την πόρτα.»

«Α. Συγνώμη.»

«Τι συγνώμη;»

Δεν απάντησες, μόνο έγειρες και φίλησες τον ώμο μου. Συγνώμη… Ένιωσα τα φρύδια μου να σμίγουν. Αλλά πριν προλάβω να κάνω το μυαλό μου να λειτουργήσει το ένα φιλί έγινε δεύτερο, και μετά τρίτο, και μετά τέταρτο κι άρχισες να κατεβαίνεις στο λαιμό μου.

Κάτι πρέπει να μουρμούρισα αλλά ούτε εγώ δεν το κατάλαβα. Προσπάθησα ξανά. «Κωνσταντή…»

«Μμμ;»

«Τι…» γέλασα ξέπνοα όταν το χέρι σου γλίστρησε στη μέση μου «…κάνεις;»

«Σε φιλάω», ψιθύρισες πάνω στο δέρμα μου.

«Είναι αργά.»

«Ναι αλλά», έφτασες κάτω από το αυτί μου, «δε ξέρεις πόσην ώρα κρατιέμαι να μη σε ξυπνήσω.»

Ήταν όντως η ώρα ή έχανες κι εσύ σιγά σιγά κάθε έλεγχο όπως κι εγώ; Γιατί ειλικρινά δε μπορούσα να σκεφτώ όταν τα χείλη σου ταξίδευαν στο σαγόνι μου και…

Το χέρι μου γλίστρησε κάτω από την κουβέρτα κι εσύ σταμάτησες. Μέχρι τον αφαλό σου έφτασα, όμως. Μη σε βασανίζω. «Είναι αργά», είπα ξανά σαν σήκωσες το κεφάλι. «Αύριο;»

Δεν το πίστευα ότι μπορούσες να με ξαφνιάσεις άλλο απόψε, αλλά μόλις βγήκε από τα χείλια μου αυτή η μικρή λεξούλα φωτίστηκε το πρόσωπό σου τόσο πολύ που σάστισα. Έλαμψαν τα μάτια σου, χαμογέλασες ολόκληρος. Με μάγεψε αυτό το πράγμα.

«Αύριο», συμφώνησες.

Τεντώθηκα και σε φίλησα. Ήταν γρήγορο, σαν συνήθειο. Ξέρεις, λες και θα το έκανα για το υπόλοιπο της ζωής μου. Δε γνώριζα τότε βέβαια ότι θα το έκανα. Ούτε εσύ γνώριζες, κι ας λες τώρα ό,τι θέλεις. Παιδία ήμασταν, τι ξέραμε;

Ξάπλωσα ξανά στον ώμο σου με τα δάκτυλά μου να περιπλανιούνται ανέμελα στο στήθος σου. Τα άφησα να μπλεχτούν στις μικρές μπούκλες που είχες εκεί. Ταυτόχρονα ένιωσα τα δικά σου να σκαρφαλώνουν στη ραχοκοκαλιά μου κάτω από την κουβέρτα.

Αναστέναξα.

«Τι;»

Κάθε σου χάδι ήταν κι ένα ρίγος. Σύντομα είχα ανατριχιάσει ολόκληρη – κι εσύ το μόνο που έκανες ήταν να με ακουμπάς. «Άντε να ξανακοιμηθώ τώρα.»

«Θες να σου τραγουδήσω;»

Γιατί αυτό θα με ηρεμούσε. Αλλά… «Ναι.»

Κοκάλωσες εσύ.

Περίμενα.

«Ε, ντάξει, τώρα… για πλάκα το είπα.»

Δάγκωσα τα χείλη μου να μη χαμογελάσω. «Μα γιατί;»

«Έλα, τα φούσκωσα πριν για την ωραία φωνή. Τραγούδα εσύ.»

«Να τραγουδήσω για να κοιμηθώ;»

«Σσςς», έκανες και ένιωσα κάτι απαλό στα μαλλιά μου· τα χείλη σου. «Σταμάτα.»

Είχε τη χάρη του να σε πειράζουν. Έβαζες το κεφάλι κάτω και τ' ορκίζομαι σχεδόν κοκκίνιζες. Αμέσως ήθελα να το συνεχίσω. Μου ήρθε μια ιδέα. «Να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ναι», είπες ανυποψίαστα.

«Τα είχες σχεδιάσει όλα απόψε, ε;»

«Ποια λες;»

«Αυτά που σκέφτεσαι.»

Σταμάτησε η ανάσα σου στη μέση.

Και το περίμενα, ότι θα αντιδρούσες έτσι. Ήταν τόσο γλυκιά η ικανοποίηση.

«Στο ορκίζομαι…», είπες αργά, «μόνο ένα κρασί ήθελα να πιούμε.»

«Είμαι σίγουρη.»

«Αλήθεια σου λέω, σε ό,τι έχω ιερό.»

«Δεν το είχες σκεφτεί δηλαδή;»

Δεν απάντησες.

Το δάκτυλο μου που έπαιζε με τις τρίχες σου μπλέχτηκε σε μια μπούκλα, τη τύλιξε γύρω του. «Δε θα σε παρεξηγήσω, Κωνσταντή.»

Σώπασες ξανά. Αλλά πλέον ήμουν περίεργη. Σου τράβηξα την τούφα.

«Αου. Και μετά εγώ ξεθάρρεψα.»

Σε αγνόησα. Ήταν αργά και νύσταζα, δεν ήταν σε πλήρη ισχύ οι αναστολές μου. «Πες.»

«Είσαι ξερό κεφάλι, ε;»

«Σταμίραινα είμαι», μουρμούρισα αδιάφορα. «Ξέρεις που μπλέκεις.»

«Ξέρω, που να μην ήξερα», είπες κι αναστέναξες με υπερβολή. «Το είχα σκεφτεί λοιπόν, αφού θες να μάθεις. Κι όχι μια και δυο φορές.»

Να το! Νίκη. «Το 'ξερα.»

«Γιατί ρωτάς;»

«Συζήτηση να γίνεται. Αφού δε λέμε να κοιμηθούμε.» Ανασήκωσα τους ώμους. Ιδέα δεν είχα τι ώρα είχε πάει. Θα σερνόμουν αύριο.

«Να ρωτήσω κι εγώ κάτι τότε;»

«Ανάλογα τι είναι.»

«Αλλά μην παρεξηγηθείς.»

Α, υπέροχα. «Τι θες να σου πω, αν σε σκεφτόμουν κι αγγιζόμουν;» Κόντεψες να πνιγείς. «Δεν το έκανα», ξεκαθάρισα.

Ακόμα.

Ω Θεέ μου, ειλικρινά δεν είχα αναστολές. «Ξέρεις κάτι, αγνόησε με, είναι αργά», είπα γρήγορα. «Ήπια και λίγο παραπάνω.»

«Ότι τώρα φταίει το κρασί», μουρμούρισες και το άκουγα πόσο το διασκέδαζες. «Σιγά μη σε αφήσω μόλις άρχισε να τρέχει η γλώσσα σου ροδάνι, χαζός είμαι;»

«Τώρα με βρήκες νυσταγμένη και πας να με εκμεταλλευτείς, ωραίος τζέντλεμαν.» Η ειρωνεία ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα κι εγώ την κατάλαβα. «Άντε ρώτα να τελειώνουμε.»

«Εντάξει. Να απλώς αναρωτιόμουν. Με αυτόν τον δικό σου, τον… Τάκη», είπες το όνομα σαν να το έβγαλες με το ζόρι από το στόμα σου. «Αγαπιόσασταν;»

Θα είχα αντιδράσει έντονα υπό άλλες συνθήκες και το ήξερα. Όμως μόλις με ρώτησες απλώς αναστέναξα. Δεν τον ήθελα εδώ. Εδώ ήμουν ήσυχη. Εδώ ήμουν μαζί σου.

«Εκείνος…» ξεκίνησα να λέω το ποίημα μου. Εκείνος μ' αγάπησε με τον τρόπο του, εγώ έχω αδειάσει. Αυτό είχα πει στη Λενιώ όταν με ρώτησε. Αυτό είχα πει και στην Κούλα. Αυτό ξεκίνησα να λέω και σε σένα μα πριν σχηματιστούν οι λέξεις κόλλησαν στο λαιμό μου, έσβησαν στα χείλη μου.

Έσμιξα τα φρύδια. Μ' αγάπησε - έχω αδειάσει. Ξαφνικά φαινόταν λάθος μα αδυνατούσα να καταλάβω γιατί. Χτες αν με είχες ρωτήσεις σε εκείνο το παγκάκι αυτό θα σου έλεγα. Σήμερα αν με είχες ρωτήσει κάτω από το παράθυρό μου με εκείνο το μισό τριαντάφυλλο στο χέρι, αυτό θα σου έλεγα. Μα τώρα…

Έξι χρόνια της ζωής μου πέρασα δίπλα σε εκείνον τον άνθρωπο. Και ίσως να το βάφτιζε αγάπη, ίσως να το βάφτιζα έτσι και εγώ γιατί έτσι ήταν όλα στη Τρούμπα, μπερδεμένα. Εκεί τσαλαβουτούσαμε στις λάσπες και πιανόμασταν ο ένας από τον άλλο για να πάρουμε μιαν ανάσα – αυτό το λέγαμε οικογένεια. Ό,τι δεσμό κάνεις εκεί τον κάνεις για να επιβιώσεις, από απελπισία, όποιον κι αν έχεις δίπλα σου. Όσο κι αν σε εξευτελίζει κι αν σε γαμάει κι αν σου πετάει ψίχουλα. Μα δε φέρεσαι έτσι σε κάποιον που αγαπάς. Δεν καταστρέφεις τον άλλο, δεν τον κάνεις να εξαρτάται από σένα για μιαν ανάσα μέσα σε ένα βούρκο που εσύ τον έριξες. Μόνο του πιάνεις το χέρι και τον τραβάς, και του μαθαίνεις να αναπνέει μόνος του. Ήταν λάθος να λέγεται αγάπη του Τάκη και να μη λέγεται η δική σου. Ήταν λάθος να είμαι εγώ η σπασμένη που δεν μπορεί να γεμίσει, όταν έξι ολόκληρα χρόνια με ρουφούσαν, κάθε μέρα, ξανά και ξανά μέχρι που δεν έμενε τίποτα για μένα, κανένα εγώ να μάθω να αγαπήσω.

Ξύπνα. Πώς φταις μόνο εσύ; Ποτέ δε θα ξεχνούσα το πρόσωπό σου σαν το έλεγες. Πόση απελπισία χωρούσε σε δυο μάτια τόσο απέραντα σαν τα δικά σου.

Ξύπνα.

Πήρα μιαν ανάσα τώρα, και την άφησα απαλά να ταξιδέψει πάνω στο στήθος σου. Με χάιδευες ακόμα στη πλάτη, απαλά. Ποτέ δε σταματούσες.

«Δεν ξέρω», ψιθύρισα. Γιατί το όχι ήταν απόλυτο και σκληρό, κι έτρεμα να το πω. Μα το ναι ήταν λάθος, αυτό το ήξερα. Ήταν το μόνο που ήξερα.

Δε σάλεψες για λίγο. Άφησες μερικές στιγμές να γλιστρήσουν μεταξύ μας, και όταν τελικά μίλησες ακούστηκες… αισιόδοξος. «Και τώρα δηλαδή τελείωσε;»

«Ναι. Τελείωσε.»

Δεν είπες κάτι.

«Εσύ με αυτήν την…» ξεκίνησα εγώ, και μετά συνειδητοποίησα ότι δε θυμόμουν το όνομα. Δε με βοήθησες. «Την δικιά σου. Είναι οριστικό, τελειώσατε;»

«Εμείς είχαμε τελειώσει από τη μέρα που σε βρήκα στη Χαβάη. Απλά δεν το είχα καταλάβει.»

Και το είπες τόσο φυσικά. Τόσο σίγουρα, σαν να έλεγες το όνομά σου. Σαν να το είχες πει χίλιες φορές. Σαν να μην ήταν η πρώτη φορά που εγώ το άκουγα… το πίστευα.

«Από τότε… συμβαίνει αυτό;» σε ρώτησα και οι λέξεις βγήκαν λίγο άτσαλα λες και τις έσπρωχνα από το στόμα μου.

«Ναι», είπες εσύ ήσυχα. Μετά, πιο αβέβαια: «Κακό είναι αυτό;»

Κι είχε κάτι ο τόνος σου. Κάτι που με γύρισε πίσω· στην ηρεμία του δάσους, σε φαναράκια που τρεμόπαιζαν και εξομολογήσεις κάτω από τα αστέρια. «Λέω αυτό που νιώθω», ψιθύριζες στη μνήμη μου, και η ίδια ερώτηση βασάνιζε τα μάτια σου. Ντρέπομαι που τότε δεν σου είχα απαντήσει.

Κακό…

Τι κακό, βρε Κωνσταντή.

Μονάχα σήμαινε πώς όταν έμαθες για το παιδί, για την Ασημίνα, για τον αδερφό σου… για το πιο μισητό κι αξιοθρήνητο κομμάτι μου… εσύ ήδη…

Και πάλι ξαναγύρισες.

Το άφησα αυτό να κατασταλάξει μέσα μου. Σκίρτησε η καρδιά μου μεσ' το στήθος μου, με ξάφνιασε η ένταση της. «Όχι», είπα μονάχα. «Δεν είναι κακό.»

Εσύ έσκυψες ξανά στο μέτωπό μου και το φίλησες. Τόσο αβάσταχτα τρυφερά που έγειρα αυτόματα το κεφάλι προς εσένα. Και όπως περίμενα, δε σταμάτησες εκεί. Φίλησες το κενό ανάμεσα στα φρύδια μου, μετά την άκρη της μύτης μου, κι όταν χαμογέλασα άφησες ένα ακόμα φιλί εκεί λες και εκείνη τη στιγμή αποφάσιζες ότι είναι το αγαπημένο σου σημείο. Αχ αυτά τα φιλιά σου… Ποιος σου είχε μάθει να αγαπάς έτσι;

Πλανήθηκε η ερώτηση μοναχικά στη σκέψη μου, και με την ηχώ της για νανούρισμα βάρυναν τα βλέφαρά μου. Με κράτησες όλο το βράδυ μέχρι που μας βρήκε το ξημέρωμα κι ένας φουριόζος Μελέτης, κι αν δε μας είχε διακόψει η πραγματικότητα τόσο απότομα ακόμα στην αγκαλιά σου θα ήμουνα. Δε θα σταματούσες να με κρατάς αν σε άφηνα. Να μ' ακουμπάς, να με φιλάς, να… με κοιτάς. Το ντρεπόμουν το βλέμμα σου γιατί ήταν καθαρό, μα ένιωθα πως κάποια στιγμή δε θα φοβόμουν πια ότι θα το λερώσω. Πλάι σου θα μάθαινα να μη φοβάμαι.

Θα μάθω.

Τώρα κλείνεις την πόρτα πίσω μου με ένα 'Δροσοσταλιά μου' να πλανιέται στον αέρα, πιο δροσερό από την πάχνη της αυγής. Κι όταν το χέρι μου γλιστρά στη τσέπη του παλτού μου, αγγίζω το τριαντάφυλλό σου - όσο τρυφερό στα ακροδάχτυλα μου όσο το χάδι σου, κομμένο ακριβώς στο σωστό μέγεθος για να χωρέσει εκεί. Λες και είχε φτιαχτεί για μένα.

Όπως κι εσύ.